Γράφει ο δημοσιογράφος Ανδρέας Μακρίδης
“Το δάσος έκλαψε
το δάσος και το βουνό
και στο βουνό το δέντρο
για τον Ιντζέ Βοϊβόντα.
Πού΄ σαι Ιντζέ να έρθεις
με πεντακόσια νέα παλληκάρια
το δάσος να χαρεί;”
(Βουλγάρικο κλέφτικο τραγούδι)
Μελετώντας κανείς τα τελευταία σκιρτήματα της Επανάστασης στη
Μολδοβλαχία, και ειδικότερα τη Μάχη του Σκουλενίου, σκοντάφτει στο όνομα του
Ιντζέ. Κάποια πηγή τον θέλει Σέρβο. Οι περισσότερες εξιστορήσεις, δεν αναφέρουν
τίποτε γι' αυτόν, αφήνοντας μέσα στην πλημμυρίδα των ηρωικών τους επιθέτων, την
εντύπωση πως ο Ιντζές υπήρξε ένας ακόμη άγνωστος Έλληνας οπλαρχηγός, που έτυχε
να φέρει τούρκικο όνομα.
Ένας περίπου αιώνας εθνικών
διεκδικήσεων και εθνικιστικών παθών που δίχασαν και εξακολουθούν διχάζουν τα
Βαλκάνια, καταδίκασε τον Βούλγαρο κλεφταρματωλό Στογιάν–Ιντζέ Βοϊβόντα στην
αφάνεια. Οι Έλληνες τον αγνοούν, μα κι οι ομοεθνείς του στέκονται αμήχανοι
μπροστά στο τέλος του. Ποιος ήταν άραγε ο Ιντζέ;
Γεννήθηκε στα μισά του 18ου
αιώνα, πιθανόν στην Ανατολική Θράκη, κατ΄ άλλους στην κεντροανατολική
Βουλγαρία, με το όνομα Στογιάν. Γρήγορα ορφάνεψε από πατέρα, η μάνα του
ξαναπαντρεύτηκε– κι ο πατριός του τον έδωσε γενίτσαρο στους Τούρκους. Αφού
εκείνος έλαβε την στρατιωτική εκπαίδευση στο Τάγμα των Γενιτσάρων, όπου έλαβε
το όνομα Ιντζέ, επιστρέφοντας στη Βουλγαρία δολοφόνησε τον διοικητή του, κι οι
άνδρες του τον ανακήρυξαν αρχηγό τους, για να συγκροτήσουν στη συνέχεια το δικό
του ένοπλο σώμα στη Στράντζα της Θράκης. Ο θρύλος τον θέλει μετά το 1792 να ανδρώνεται
ως αρματωλός και να ενώνεται με τις ομάδες των Κιρτζαλήδων, να ξεχωρίζει ως
δίκαιος πολεμιστής, προστάτης του απλού λαού και στη συνέχεια αρχηγός των
Κλεφτών της Βουλγαρίας. Όπως διαπιστώνουν οι ιστορικοί ωστόσο, τα παραπάνω
συνιστούν την επιτομή μιας λαϊκής εξιδανίκευσης– ενός ρομαντισμού όχι άγνωστου
και στην Ελλάδα, αν κρίνουμε από την εργασία του Τάκη Κανδηλώρου για τον “Αρματωλισμό
στην Πελοπόννησο”: Το παιδομάζωμα είχε σταματήσει πολύ πριν την γέννηση του
Ιντζέ, οι Κιρτζαλήδες ήσαν διαβόητοι ληστές, και κάποια παλαιότερα και μάλλον
γνησιότερα δημοτικά τραγούδια δεν περιποιούν τιμή στον ίδιο και τη δράση του.
Ίσως πάλι η διήγηση που θέλει τον Βούλγαρο οπλαρχηγό, να κολακεύεται από το
τραγούδι που του χάρισε κάποιος φοβισμένος αγρότης και να αποφασίζει πως η δόξα
είναι προτιμότερη από τα λάφυρα, να μην απέχει πολύ απ' την πραγματικότητα.