*Ξεχασμένα περιστατικά,
ένοπλης βουλγαρικής βίας το 1923
Γράφει ο Παντελής Στεφ. Αθανασιάδης
Το 1923 ήταν ένα
κρίσιμο μεταβατικό έτος καθώς η Ελλάδα, προσπαθούσε να ορθοποδήσει από τη
Μικρασιατική Καταστροφή και την απώλεια της Ανατολικής Θράκης. Το πολιτικό
κλίμα ήταν τεταμένο και αβέβαιο. Στη Λωζάννη συνεχίζονταν οι διαπραγματεύσεις
για την επίτευξη της γνωστής συνθήκης, με την Τουρκία να απαιτεί συνεχώς από
την κατεστραμμένη Ελλάδα, πότε εδάφη και πότε πολεμικές αποζημιώσεις. Τη Βουλγαρία
να απαιτεί για διέξοδο στο Αιγαίο και πολλούς ξένους να βυσσοδομούν.
Στην Αθήνα έφταναν
πληροφορίες από πολλές πηγές για τους κινδύνους που προέρχονταν από τη
Βουλγαρία, η οποία αν και ηττημένη των Βαλκανικών Πολέμων και του Α΄ Παγκοσμίου
Πολέμου, προσπαθούσε με κάθε τρόπο να εκφράζεται εκδικητικά. Στη Βόρεια Ελλάδα,
δεν σταμάτησε να στέλνει στίφη κομιτατζήδων, οι οποίοι έσφαζαν, έκαιγαν και λήστευαν.
Πολυμελείς
συμμορίες καλά εξοπλισμένες εισχωρούσαν
στο ελληνικό έδαφος και εγκληματούσαν. Η κυβέρνηση της Σόφιας υπέθαλπε όλη αυτή
την παρακρατική κίνηση ανεχόμενη την έκνομη δραστηριότητα των κομιτάτων.
Η Ελληνική κυβέρνηση
αναγκάσθηκε μερικές φορές να διατάξει απελάσεις Βουλγάρων. Στις 4 Απριλίου ο
Βούλγαρος επιτετραμμένος πήγε στο υπουργείο Εξωτερικών και διαμαρτυρήθηκε
ζητώντας να επιστρέψουν στις εστίες τους οι εκτοπισμένοι.
Ο πρωθυπουργός Στυλιανός Γονατάς μιλώντας στους δημοσιογράφους επιβεβαίωσες τη Βουλγαρική διαμαρτυρία και πρόσθεσε ότι οι ελληνικές στρατιωτικές αρχές βρέθηκαν ενώπιον απτών αποδείξεων ότι στα χωριά της ελληνοβουλγαρικής μεθορίου, βουλγαρόφωνοι πληθυσμοί υπέθαλπαν τη συμμοριακή κίνηση και τη δράση ατόμων που απέβλεπαν σε ανατινάξεις σιδηροδρομικών γραμμών. Για το λόγο αυτό προέβησαν σε εκτοπισμούς σε Κρήτη και Θεσσαλία.