Γράφει ο Παντελής Στεφ. Αθανασιάδης
Η Αδριανούπολη πάντα φημίζονταν για τα
ονομαστά σχολεία της και το υψηλό επίπεδο Παιδείας και πολιτισμού που παρείχε
όχι μόνο στους μόνιμους κατοίκους της αλλά και στους παρεπιδημούντες. Σημαντική
ήταν και η λειτουργία του σιδηρόδρομου, που έφερνε σε επαφή του Αδριανουπολίτες με τις νέες τάσεις οι οποίες επικρατούσαν στην Ευρώπη, τόσο στο πεδίο των
ιδεών όσο και στην καθημερινότητα. Εξίσου σημαντική ήταν και η παρουσία μεγάλου
αριθμού ξένων προξενείων λόγω της σημαντικής γεωστρατηγικής και διπλωματικής
θέσης της πόλης, που θεμελιώθηκε στη συμβολή τριών ποταμών.
Η έκπληξη όμως που δοκιμάζει όποιος ασχολείται με την ιστορία της Αδριανούπολης, είναι πως ανακαλύπτει ότι ένας Γάλλος (Φράγκους τους αποκαλούσαν τότε) το 1885, καλούσε τους Έλληνες να μην… Φραγκέψουν!!! Ήδη από την εποχή εκείνη είχε αναφανεί η τάση να φορούν γυναίκες και άνδρες, ευρωπαϊκά ρούχα και να εγκαταλείπουν τις παραδοσιακές τοπικές φορεσιές. Τότε εμφανίσθηκαν και τα… χωριστά ραφεία. Τα αμπατζίδικα συνέχισαν να ράβουν τοπικές ενδυμασίες κυρίως πουτούρια, ενώ ευρωπαϊκά ρούχα έραβαν οι φραγκοράφτες.
Εν προκειμένω η έκπληξη προέρχεται από τον Γουσταύο Λαφφόν (Gustave Adolphe Marie Laffon) που υπηρετούσε ως πρόξενος της Γαλλίας στην Αδριανούπολη.
Ο Λαφφόν από τα νεανικά του χρόνια λάτρεψε την Ελληνική Παιδεία και επιδόθηκε με πάθος στην ποίηση. Γεννήθηκε στη Λάρνακα το 1835. Φοίτησε στο Ελληνικό Σχολαρχείο της Λευκωσίας και σε ηλικία 15 χρονών πήγε στην Βηρυττό, όπου σπούδασε ξένες γλώσσες στο Κολλέγιο Ιησουϊτών. Ακολούθησαν σπουδές στο Παρίσι. Σε ηλικία 19 χρονών διορίστηκε διερμηνέας του Γαλλικού στρατού στην Κριμαία (1854-1856) και εν συνεχεία τοποθετήθηκε στο γαλλικό υποπροξενείο στην Κρήτη (1861). Στη συνέχεια υπηρέτησε ως διπλωμάτης στα Ιεροσόλυμα, στη Λάρνακα και στη Σμύρνη, από το 1864 έως το 1874, υποπρόξενος στον Πειραιά το 1877, πρόξενος στην Αδριανούπολη το 1885-1886, και στη Χιλή το 1888.
Νυμφεύτηκε δύο φορές. Την ευγενή Άννα Μοάτσου με την οποία απέκτησε τέσσερα παιδιά και την ρωμαιοκαθολική Άδα Βαρτζίλη από τη Λάρνακα που του χάρισε ένα γιο.
Ο Λαφφόν επηρεασμένος από τη ρομαντική σχολή και τον Διονύσιο Σολωμό αλλά και από τη ζωή του στην Κύπρο, έγραψε ποίηση σε μια μεικτή γλώσσα καθαρεύουσας και δημοτικής. Μερικά ποιήματα τα χαρακτηρίζει η μελαγχολία, ενώ άλλα η χαρά και η αισιοδοξία.
Λάτρης της Ελλάδας μετάφρασε στα γαλλικά ολόκληρο τον « Ύμνο εις την Ελευθερίαν» του Διονυσίου Σολωμού (Hymne a la Liberte, Παρίσι 1880). Το 1896 εξέδωσε την ποιητική συλλογή «Τα Τραγούδια μου» που αφιέρωσε στις Ελληνίδες της Αλεξάνδρειας. Μια δεύτερη έκδοση της συλλογής με επιμέλεια του Ριχάρδου Βαρζίλη, αδελφού της γυναίκας του, έγινε στη Λευκωσία το 1915 με τίτλο «Τα Άπαντα». Η συλλογή ξεκινά με το ποίημα «Αγγελία» που έγραψε το 1900, επιστρέφοντας σε ηλικία 65 χρονών στην Κύπρο.
Πέθανε το 1906. Η επιθυμία του ήταν στον τάφο να γραφούν τα ακόλουθα:
ΕΙΣ ΤΟΝ ΤΑΦΟΝ ΜΟΥ
Δεν θέλω γράμματα χρυσά
ούτε πελεκημένα.
Δυο λόγια μόνο με αρκούν,
δυο λόγια αγαπημένα:
---
Εδώ κοιμάται ὁ Λαφφόν,
το γένος ήτο Γάλλος.
Πλην της Ελλάδος εραστής
και θαυμαστής μεγάλος.
Το ποίημα με την προτροπή προς τους Έλληνες να μην φραγκέψουν το έγραψε το 1885 στην Αδριανούπολη. Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Νεολόγος» της Κωνσταντινούπολης και λίγο αργότερα αναδημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Ήλιος» των Αθηνών την 1η Ιουλίου 1885 με τίτλο «Το παράπονό μου». Η αθηναϊκή εφημερίδα χαρακτήρισε το ποίημα αυτό «χαριέστατον και διδακτικόν άμα δι’ ημάς του Έλληνας» τον δε Λαφφόν «ηδυεπέστατον».
Αξίζει να το επαναφέρουμε στην επικαιρότητα, τώρα που η ελληνική γλώσσα υφίσταται αλλοιώσεις από την υιοθέτηση πολλών ξενικών λέξεων και διαφόρων συνηθειών.
ΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ ΜΟΥ
Πώς σ’ αγαπώ. Γλυκειά Ελλάς, σαν δεύτερη μου μάνα
Στον κόσμον πια το φώναξα σαν Πασχαλιάς καμπάνα,
Μα έχω με τους Έλληνας παράπονο μεγάλο,
Που αν μου μένη στην ψυχή θα πάθω δίχως άλλο
Αυτό ‘ναι το παράπονο που καίει την καρδιά μου
Πως εφραγκέψατε πολύ, ώ Ελληνόπαιδά μου.
Ναι, καθ’ ημέρα χάνεται και σβύν΄ η ρωμηοσύνη
Σα μαραμένο λούλουδο όπου δροσιά δεν πίνει.
Όλα σας είναι φράγκικα, όλα τα ζηλεμένα
Κι ελληνικό πια έθιμο δεν σώζεται κανένα,
Φράγκικος είναι ο χορός, φράγκικα τα τραγούδια.
Με φράγκικα ονόματα βαπτίζουν τα λουλούδια.
Αν έχεις πάθος στην ψυχή που καίει σαν καμίνι,
Πρέπει τη γλώσσα να μιλάς του Βέρδη και Μπελλίνη.
Τον Τροβατόρο σαν ακούς να κάμης που πεθαίνεις
Και με το στόμα ανοιχτό σαν χάχας ν’ απομένης.
Έως το τέλος να ρουφάς της Δ ί β α ς το κομμάτι,
Άλλως σε λένε βάναυσον κι απαίδευτον χωριάτη,
Αχ! Μάστρο Βέρδη, πουθενά αν τύχη να σε εύρω,
Τι έχεις απ’ τα χέρια να πάθης δεν το ξεύρω.
Τόσας φοραίς μ’ ανάγκασες να σε χειροκροτήσω.
Που μ’ έκανες κινέζικο τραγούδι να ποθήσω.
Και σεις ώ Επτανήσιοι, μεγάλοι καντατόροι,
Ντελ κοντραπούντο κλάσσικο θερμοί αμμιρατόροι.
Εν τη λατρεία των Μουσών καν φέρητε τα πρώτα,
Ελληνικήν δεν έχετε σ’ τον λάρυγγά σας νότα…
Αχ! Πέτε μου πού τραγουδούν τα εθνικά τραγούδια,
Πού οι κοπέλλαις αγαπούν του κάμπου τα λουλούδια,
Πού το συρτό χορεύουνε με κεντητό μαντύλι,
Πού έχουν χρώμα κερασιού των γυναικών τα χείλη ,
Πού αντηχεί του έρωτος αγροτική φλογέρα
Και τ’ αηδόνια κελαδούν σ’ ελεύθερον αέρα,
Πού χύνουν ίσκιο δροσερό αθάνατα πλατάνια
Κι αστράφτουν σ΄των παλληκαριών τη μέση γιαταγάνια
Εκεί να τρέξω μια στιγμήνα ευφρανθώ, να ζήσω
Με του βουνού τ’ αρώματα μονάχα να μεθύσω,
Εκεί να βάλω να μου πουν παλληκαριού τραγούδι .
Ν’ ανοίξη η καρδούλα μου σα μερσινιάς λουλούδι.
Εν Αδριανουπόλει
GUSTAVE LAFFON
Και όπως έγραψε τότε ο «Ήλιος» ο Γουσταύος Λαφφόν «εκ νεαράς ηλικίας ποτισθείς τα νάματα της ελληνικής παιδείας» κατέχει αρίστη θέση μεταξύ των σύγχρονων ελλήνων ποιητών.
Παντελής Στεφ. Αθανασιάδης
*Για ένα άλλο Γάλλο
ποιητή που ένιωθε Θραξ, τον Αντρέ Σενιέ, διαβάστε στη θέση https://sitalkisking.blogspot.com/2019/02/blog-post_71.html