*Σελίδες
ιστορίας
του ελληνικού
θεάτρου
*Ένα
βιβλίο- έκπληξη
της Χριστίνας
Φίλιππα
Γράφει ο Παντελής Στεφ. Αθανασιάδης
Στα τέλη του 19ου αιώνα, στην
Αθήνα, είχαν παρουσιάσει ανάπτυξη δύο είδη θεάτρου, που γοήτευσαν το φιλοθεάμον
κοινό, το οποίο κατέκλυζε τις θεατρικές αίθουσες. Επρόκειτο για το
«κωμειδύλλιον» και το «δραματικόν ειδύλλιον». Η ανάπτυξη αυτού του θεατρικού
είδους, σήμαινε και την ανάδειξη ηθοποιών και σκηνοθετών, αλλά και θεατρικών
συγγραφέων. Ένας τέτοιος θεατρικός συγγραφέας, υπήρξε ο Πανάγος Μελισσιώτης, με
την ιδιαιτερότητα, ότι βασικά υπήρξε κουρέας στην πλατεία Ομονοίας, γνωστός με
το παρατσούκλι «Άψε Σβήσε».
Αυτόν τον ιδιαίτερο θεατρικό συγγραφέα, ανέλαβε να μας γνωρίσει η γνωστή συγγραφέας Χριστίνα Ν. Φίλιππα, με πλούσιο ερευνητικό και συγγραφικό έργο, με το τελευταίο βιβλίο της «Πανάγος Μελισσιώτης, ο κουρέας θεατρικός συγγραφέας, η συναρπαστική ζωή και τα έργα του» (Εκδόσεις Ηδύφωνο).
Πρόκειται για μια εξαιρετική μελέτη, μέσα από την οποία ξαναζούμε την Αθήνα των τελών του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα. Η συγγραφέας ερεύνησε χιλιάδες σελίδες εφημερίδων για να αντλήσει ή να διασταυρώσει στοιχεία, καθώς και πολλά άλλα αρχεία και συγγράμματα. Η έρευνά της υπήρξε υποδειγματική.
Ο Πανάγος Μελισσιώτης γεννήθηκε το 1854 στο Αίγιο. Η καταγωγή των προγόνων του ήταν από τα Μελίσσια Αιγιαλείας. Σε ηλικία δέκα χρονών τον έστειλαν στο μοναστήρι «Ο Μέγας Ταξιάρχης» κοντά στο Αίγιο, όπου έμενε ως καλόγηρος ο θείος του Δαμασκηνός. Τελικά ο θείος του μετά από τρία χρόνια, τον έδιωξε από το μοναστήρι γιατί ήταν ανυπάκουος και δεν έκανε για καλόγηρος. Όμως ο Πανάγος μπόρεσε να μάθει να διαβάζει και να γράφει έστω και ανορθόγραφα. Επέστρεψε στο Αίγιο και αργότερα εγκαταστάθηκε στην Πάτρα, όπου έμαθε την τέχνη του κουρέα. Ταυτόχρονα γνώρισε και το θέατρο παρακολουθώντας παραστάσεις. Το 1876 εγκαταστάθηκε φουστανελοφόρος ών στην πρωτεύουσα, όπου ασκούσε το επάγγελμα του κουρέα. Δυο χρόνια αργότερα το 1878 πούλησε το κουρείο του και με άλλους Αιγιώτες στρατολογήθηκε στο πλευρό του Σουλιώτη Γάκη Ζήκου και ξεκίνησαν να πολεμήσουν κατά την επανάσταση για την απελευθέρωση της Ηπείρου. Εξ αιτίας της αποτυχίας της επανάστασης εκείνης το Μάιο του 1876 επέστρεψε στην Αθήνα και άρχισε να δουλεύει. Το 1880 ο Χαρίλαος Τρικούπης είχε κηρύξει γενική επιστράτευση με αποτέλεσμα ο Πανάγος να επιστρέψει στην Ήπειρο, αυτή τη φορά ως επίστρατος. Έχει γραφτεί ότι ο Πανάγος τραυματίσθηκε στη μάχη του Δημαριού (23 Ιουνίου 1881). Επέστρεψε στην Αθήνα και άνοιξε πάλι το κουρείο του στην οδό Δώρου 4 στην Ομόνοια. Τότε ήταν που ο πελάτης του Κλεάνθης Τριαντάφυλλος, δημοσιογράφος και ιδιοκτήτης του «Ραμπαγά» του έδωσε το παρατσούκλι «Άψε Σβήσε».
Η συγγραφέας του βιβλίου κ. Φίλιππα, μαζί με την εξιστόρηση της ζωής του ήρωα του βιβλίου της, μας παρέχει πλείστες όσες πληροφορίες για την εξέλιξη της Αθήνας των νεώτερων χρόνων και τα ιστορικά γεγονότα που διαμόρφωσαν την εικόνα του νέου Ελληνισμού.
Για να επανέλθουμε στον Πανάγο Μελισσιώτη, συνέχισε την άσκηση του επαγγέλματός του στην Ομόνοια, σε εποχή, δηλαδή προς τα τέλη του 19ου αιώνα, που η γνωστή πλατεία αρχίζει να μεταβάλλεται σε περιοχή όπου χτίζονται πολλά θέατρα.
Ο Πανάγος εμφανίζεται να κάνει συνδικαλισμό για την προστασία του κλάδου των κουρέων. Εμφανίζεται όμως και ως… εφευρέτης!!! Στο κουρείο του, παρουσιάζει διάφορα υγρά σκευάσματα δικής του επινόησης για την καταπολέμηση της… φαλάκρας και την εξάλειψη της πιτυρίδας!!!
Τελικά το 1892, ο Πανάγος εμφανίζει το πρώτο του θεατρικό έργο με τίτλο «Χάιδω η λυγερή». Πρόκειται για τρίπρακτο δραματικό ειδύλλιο, σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο στίχο στη δημοτική γλώσσα. Η πρώτη παράσταση του έργου ανέβηκε στο θέατρο της «Ομόνοιας» στις 17 Σεπτεμβρίου 1892 και έκανε πάταγο. Το έργο υποτίθεται πως εξελίσσονταν στην Αράχοβα και τα Άγραφα.
Το δεύτερο θεατρικό έργο του «Θυμιούλα η Γαλαξειδιώτισσα» ένα δραματικό ειδύλλιο σε πέντε πράξεις, ο Μελισσιώτης το έγραψε το 1893 μέσα σε είκοσι μέρες και ανέβηκε την 1η Ιουλίου του ίδιου έτους το νεοανεγερθέν τότε θέατρο «Τσόχα» από τον Πανελλήνιο Δραματικό Θίασο του Ευάγγελου Παντόπουλου. Η παράσταση σημείωσε επιτυχία. Ο Πανάγος εξιστόρησε ότι εμπνεύστηκε το έργο αυτό όταν διάβασε σε εφημερίδα για ένα γαλαξειδιώτικο πλοίο που βυθίστηκε αύτανδρο και μεταξύ των θυμάτων ήταν ένας νεαρός ναύτης αρραβωνιασμένος.
Το 1894 ο Πανάγος Μελισσιώτης, ο κουρέας με το παρατσούκλι «Άψε Σβήσε» επανήλθε στην επικαιρότητα με το αλληγορικό ποίημα «Τριανταφυλλιά και Πεύκος». Το παρουσίασε ο «Όμιλος Φιλοτέχνων» στις 3 Απριλίου στην κατάμεστη αίθουσα του Ομίλου. Στην εκδήλωση αυτή ο Μελισσιώτης τραγούδησε επιπλέον και δυο κλέφτικα τραγούδια. Το ποίημα αυτό εκδόθηκε από το τυπογραφείο Ανέστη Κωνσταντινίδη.
Τελευταίο δραματικό ειδύλλιο του κουρέα- θεατρικού συγγραφέα ήταν «Η Καλαματιανή». Γράφτηκε το 1895. Εκείνη η χρονιά θεωρήθηκε πολλή γόνιμη για τα θεατρικά πράγματα της Αθήνας. Είχαν γραφτεί τότε 15 θεατρικά έργα. Η επίσης πρεμιέρα της «Καλαματιανής» δόθηκε στις 12 Αυγούστου 1895 στο θέατρο της «Ομόνοιας» από το θίασο «Πρόοδος» του Δημήτρη Κοτοπούλη.
Ο κουρέας «Άψε Σβήσε» λίγο πριν πεθάνει, είδε τα γραπτά του να γίνονται αντικείμενο της γνωστής διαμάχης του γλωσσικού ζητήματος, εξ αφορμής ενός άρθρου που δημοσίευσε στις 4 Μαΐου 1904 στην «Εστία» ο Γερμανός καθηγητής Albert Thumb, στο οποία εξηγούσε ότι η επιτυχία των έργων του Μελισσιώτη οφείλεται στη χρήση της δημώδους γλώσσας. Στη συζήτηση παρενέβη ο καθηγητής Πανεπιστημίου Ανδρέας Σκιάς, σφοδρός πολέμιος της δημοτικής γλώσσας. Στην αντιπαράθεση παρενέβη και ο ποιητής Κωστής Παλαμάς, με άρθρο του στο «Νουμά».
Ο Πανάγος Μελισσιώτης πέθανε στις 13 Ιουνίου 1904, από κρίση σκωληκοειδίτιδας. Την ίδια μέρα είχε πεθάνει και ο μεγάλος ζωγράφος Νικηφόρος Λύτρας.
Το βιβλίο της Χριστίνας Φίλιππα, εκτός από την συναρπαστική αφήγηση της πολυτάραχης ζωής ενός κουρέα, που εξελίχθηκε σε θεατρικό συγγραφέα, μπορεί να λειτουργήσει άνετα και σαν εγχειρίδιο θεατρικών σπουδών, λόγω του πλούτου των πληροφοριών που περιέχει στις 325 σελίδες του.
Στο τέλος του βιβλίου μετά τη βιογραφία του περίφημου αυτού κουρέα, περιλαμβάνονται τα τρία θεατρική έργα του Πανάγου Μελισσιώτη, που προέρχονται από τη σπάνια έκδοση του 1897, σε φωτοαναστατική μορφή
Παντελής Στεφ. Αθανασιάδης