*Το Αρρεναγωγείον της Αρτάκης το 1912
Γράφει ο δημοσιογράφος Ανδρέας Μακρίδης
Στα 1922, η μεγάλη Καταστροφή σήμανε το
τέλος της ελληνικής παρουσίας στις περιοχές της Μικράς Ασίας, της Ανατολικής
Θράκης και του Πόντου. Ενάμιση εκατομμύριο Ρωμιοί θα έπαιρναν το δρόμο της
προσφυγιάς και θα αγωνίζονταν να ριζώσουνε σε νέα εδάφη, στην απέναντι πλευρά
του Αιγαίου, κρατώντας απ' την παλιά πατρίδα μονάχα αναμνήσεις. Και το όνομά
της: Σμύρνη, Τραπεζούντα, Μηχανιώνα, Αρτάκη...
Εκατό
χρόνια πίσω, στις αρχές του 19ου αιώνα, η Ρωμιοσύνη αντιμετώπιζε μιαν άλλη
μετάβαση, λιγότερο βασανιστική, μα όχι λιγότερο πραγματική. Πλάι στο θρήνο της
Άλωσης άρχισε να ακούγεται ο θρήνος μίας Ελλάδας χαμένης, μιας δόξας άγνωστης
στους πολλούς, που μπορούσε να ψηλαφηθεί μονάχα σε ξένα χειρόγραφα. Πλάι στον
καθημερινό αγώνα της επιβίωσης, προστέθηκε εκείνος της ταυτότητας, ο αγώνας του
ονόματος, ο αγώνας της γραφής, της γλώσσας, χωρίς τον οποίο κι η ίδια η Ελλάδα
θα είχε παραμείνει επαρχία των Οθωμανών.
*Γκραβούρα με ερείπια της Κυζίκου, του Karl August Senff, 1822
Στη
Βιβλιοθήκη της Βουλής, στο τμήμα των σπάνιων χειρογράφων και των κειμηλίων,
αναπαυόταν για πάνω από έναν αιώνα, αζήτητη απ' την εκδοτική κοινότητα η
“Αναγραφή της Κυζίκου” - μια ιστορική πραγματεία γραμμένη στα 1825 για τη μικρή
ομώνυμη χερσόνησο στη θάλασσα της Προποντίδας. Συντάκτης της πραγματείας
αποδεικνύεται ο Γεώργιος Θεολόγος ή Θεολογίδης, λόγιος απ' την Αρτάκη και
πρωτεργάτης στην ίδρυση ελληνικού σχολείου στην γενέτειρά του. Ενός σχολείου,
που συστάθηκε το 1806, έκλεισε λόγω αντιδράσεων από εκκλησιαστικούς κύκλους στα
1810, αλλά που 14 χρόνια αργότερα επαναλειτούργησε με τη στήριξη ενός
πεφωτισμένου ιεράρχη, του Ματθαίου εξ Αίνου, που και ο ίδιος είχε εργαστεί ως
οικοδιδάσκαλος στους φαναριώτικους οίκους του Μαυρογένη και του Καλλιμάχη. Η
συγκίνηση του συγγραφέα άλλωστε, δεν κρύβεται, όταν καταγράφει απ' την επιστολή
που του αποστέλλει ο σχολάρχης, Γεώργιος Μιχαηλίδης, πως “κάθε μέρα αυξάνεται με τη θεία χάρη ο αριθμός των μαθητών, αφού
προθυμοποιούνται με τρόπο ασυνήθιστο, περισσότερο τα παιδιά παρά οι γονείς”.
Στη
νεολαία αυτή που αναζητούσε την ταυτότητά της, απευθύνεται λοιπόν πρωτίστως ο
συντάκτης της “Αναγραφής”. Ο τόνος του είναι μετριοπαθής, μα όχι και στεγνός. Η
προσωπική του συγκίνηση καθώς ψηλαφεί τα τεκμήρια της ιστορίας της πατρίδας του,
κατά στιγμές δεν κρύβεται: Αναφερόμενος κι αυτός, 100 χρόνια πριν τον Καβάφη,
στους “Ποσειδωνιάτες” του Αθήναιου, θα σχολιάσει κι ο ίδιος: “Πόσες φορές δεν έχυσα κι εγώ δάκρυα πάνω
στο ιερό έδαφος της Κυζίκου; Βαδίζοντας πάνω στα διαλυμένα μάρμαρα, έλεγα στον
εαυτό μου, πως τάχα εδώ θα ήταν το βουλευτήριο, τάχα εκεί το θέατρο, τάχα εδώ η
αγορά ή το γυμνάσιο; Ω τύχη των ανθρώπινων πραγμάτων, ω μεταβολή!”
Η
αφήγηση της “Αναγραφής” δικαιώνει πλήρως τον συντάκτη της, ανοίγοντας για τον
αναγνώστη τις πύλες ενός Ελληνισμού αγνοημένου από μια σχολική Ιστορία που
περιστρέφεται μονάχα γύρω απ' την Αθήνα, την Σπάρτη, τη Θήβα και την Πέλλα.
Κύζικος:
πόλη που έκτισαν οι Αργοναύτες, ή που βρήκαν στο διάβα τους να την διαφεντεύει
ο ομώνυμος γιος του Αινέα από τη Θεσσαλία και η Αινίτη, κόρη του Ευπώρου,
βασιλέα των Θρακών. Αποικία των Μιλησίων ή των Αιολέων. Με τη λατρεία της
Μεγάλης Θεάς, το ναό της οποίας είδε ο Ανάχαρσις, ο περίφημος Σκύθης σοφός και
ζήλεψε. Με χρυσό το άγαλμα της Ρέας και πρόσωπο σμιλεμένο από δόντι
ιπποποτάμου. Και τα μάρμαρα του ναού, να ορθώνουνε κατόπι την Αγιά Σοφιά στην
Πόλη.
Ύστερα
ήτανε και το άλλο, το θαυμαστό το κτίσμα, το “Επτάφωνο”, φτιαγμένο από επτά
πύργους να αναπαράγουνε επτά φορές την ηχώ του επισκέπτη του. Το βουλευτήριο,
περίτεχνο οικοδόμημα από πέτρα, αλλά λυόμενο. Οικοδομήματα από πέτρα της
Πελοποννήσου. Και ο ναός του Αδριανού, του φιλέλληνα Αυτοκράτορα.
Η
ιστορία της χερσονήσου, δεν είναι λιγότερο ενδιαφέρουσα. Ένα τμήμα της έμεινε
ασυγκίνητο απ' την εξέγερση της Ιωνίας εναντίον του Δαρείου και συντάχθηκε με
τους Πέρσες, σε αντίθεση με τους κατοίκους της Αρτάκης που συμμετείχανε σ'
αυτήν. Αδιευκρίνιστη η στάση της Κυζίκου κατά τους Μηδικούς πολέμους, πιθανόν
ουδέτερη, αλλά στο πλάι των Σπαρτιατών κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο. Η
εκστρατεία των “Ελλήνων πλην Λακεδαιμονίων” προς Ανατολάς τους περιλαμβάνει,
όπως και οι εμφύλιοι των επιγόνων. Κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους, κρίσιμες
σελίδες της ρωμαϊκής ιστορίας διαδραματίζονται στα εδάφη της – από τον πόλεμο
του Λούκουλου εναντίον του Μιθριδάτη και την εκστρατεία του Πομπηίου εναντίον
του Βρούτου. Ο Μάρκος Ιούνιος Βρούτος, ο δολοφόνος του Καίσαρα και τελευταίος
υποστηρικτής της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας θα αλληλογραφήσει με την Κύζικο και θα
βρει στηρίγματα στην πόλη, αν κι όχι τη σωτηρία του. Κι ούτε η εξέγερση έλειψε,
ενάντια στους Ρωμαίους, τους χρόνους του Οκταβιανού.
Στο
πολιτιστικό πανόραμα του αρχαίου κόσμου, όπου δεσπόζει η Αθήνα και αργότερα η
Αλεξάνδρεια, η Κύζικος δεν στερείται παιδείας. Ο συντάκτης της “Αναγραφής”
δίνει πληροφορίες για έξι μεγάλους ιστορικούς της αρχαιότητας, δύο αστρονόμους,
έναν μαθηματικό, έναν ποιητή και δύο ζωγράφους – η μία, γυναίκα, Λάλα η
Κυζικηνή, που χρημάτισε και στη Ρώμη εστιάδα παρθένα, και ήταν τέτοια η αξία
της, που οι Ρωμαίοι της ανήγειραν και ανδριάντα.
“Τι άραγε έμεινε σήμερα ύστερα από τόση ισχύ
και μεγαλοπρέπεια; Αλίμονο, τίποτα άλλο εκτός από σωροί σπασμένων λίθων και
θλιβερά ερείπια” παρατηρεί πικραμένος ο Θεολόγος. Παρά ταύτα, ο συντάκτης
της “Αναγραφής” δεν είναι ένας απλός αρχαιόπληκτος. Μπορεί με μια δόση
υπερβολής, να θεωρεί τον θαλασσοπόρο Εύδοξο από την Κύζικο, “ισάξιο του Κολόμβου”, φροντίζει ωστόσο
εξίσου να καταγράψει τις εκκλησιές και τα μοναστήρια του τόπου του, τις πηγές
του, τα δάση και τα προϊόντα του, ακόμα και να υπερασπιστεί την μετριοπάθεια
των εκκλησιαστικών τελετών έναντι λαϊκότερων δεισιδαιμονικών πρακτικών που την
απειλούσαν. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο Θεολόγος υπήρξε συνδρομητής του
“Ερμή του Λόγιου” που εξέδιδε ο Γαζής στη Βιέννη, ούτε ότι εμφανίζεται ανάμεσα
στους χορηγούς της έκδοσης στα 1808 απ' το Πατριαρχείο, του εγχειριδίου της
ελληνικής και παγκόσμιας ιστορίας του Jean Cornand de Lacroze με προσθήκες του
λογίου Λάμπρου Αντωνιάδη, για χρήση του απ' τα ελληνικά σχολεία.
*Ερείπια στην Κύζικο
Για το
τέλος, αξίζει να σταθούμε σε μία λεπτομέρεια: Μπορεί οι επιμελητές του
χειρογράφου να κατέληξαν στον Γεώργιο Θεολόγο ερευνώντας την πατρότητά του, ο
ίδιος ωστόσο δεν αναφέρει το όνομά του σ' αυτό. Ίσως γιατί, όπως λέει, με το
υπόμνημά του επιθυμούσε “να καταστήσει
αείμνηστη την πατρίδα” και όχι τον ίδιο. Ίσως και πάλι, η επιλογή του αυτή,
να μαρτυρά και τύψεις για το γεγονός ότι επέλεξε να ζει στην Πόλη αντί στην
πατρική του γη.
Εκατόν
ενενήντα χρόνια μετά τη συγγραφή του, το χειρόγραφο της Βιβλιοθήκης της Βουλής,
βρίσκει το δρόμο του για το τυπογραφείο, απευθυνόμενο και πάλι στα τέκνα της
Κυζίκου. Τη νεολαία της Νέας Μηχανιώνας στη Θεσσαλονίκη, της Νέας Αρτάκης στην
Εύβοια, των Νέων Ρόδων στη Χαλκιδική, της Νέας Περάμου στην Καβάλα και στην
Αττική, κι όλων των άλλων τόπων όπου βρήκε καταφύγιο η εξόριστη Ρωμιοσύνη, ο
Ελληνισμός της άλλης όχθης του Αιγαίου.
Ανδρέας Μακρίδης
Αρχοντία Παπαδοπούλου
ΑπάντησηΔιαγραφήΑπίστευτα καταπληκτικό και μοναδικά πολύτιμο, κύριε Αθανασιάδη. Σας ευχαριστώ.
Παντελής Στέφανος Αθανασιάδης
ΑπάντησηΔιαγραφήΟι ευχαριστίες για τοκ κ. Α. Μακριδη, που είχε την καλοσύνη να γράψει αυτό το κείμενο.
Αρχοντία Παπαδοπούλου
ΑπάντησηΔιαγραφήΓια τον κ. Μακρίδη που το έγραψε και για εσάς που είχατε την καλοσύνη να μου το κοινοποιήστε.