Γράφει ο κ. Παντελής Μπουκάλας
Από το λήµµα για το Μεσολόγγι στο «Λεξικόν της Επαναστάσεως» του Γεωργίου Γαζή: «Αν έλειπεν ο πατριωτισμός των κατοίκων εις την διόρυξιν της τάφρου και εις την κατασκευήν του τείχους και των προμαχώνων αφ’ ενός μέρους, και αφ’ ετέρου ο ηρωισμός των υπερασπιστών […] επί της εσχάτης πολιορκίας, το Μεσολόγγιον μίαν ημέραν, και όχι εν έτος, δεν εβαστούσεν πολιορκούμενον διά ξηράς από τας δυνάμεις της Ασίας, Αφρικής και της Ευρωπαϊκής Τουρκίας».
«Φράχτης» χαρακτηρίστηκε το
τείχος ή «μάντρα». Κι ο τόπος «αλωνάκι», όπως με τρυφερότητα τον βάφτισε ο
Σολωμός: «Τα μάτια μου δεν είδαν τόπον ενδοξότερον από τούτο το αλωνάκι». Τα
πρώτα οχυρωματικά έργα έγιναν τον Ιούνιο του 1821. Χάρη στον Χιώτη μηχανικό
Μιχαήλ Κοκκίνη, τα τείχη βελτιώθηκαν κατά πολύ, οι δε ντάπιες και τα
κανονοστάσια απέκτησαν ονόματα ιδιαίτερου κύρους: Ρήγας. Κοραής. Κυριακούλης
Μαυρομιχάλης. Μάρκος Μπότσαρης. Φραγκλίνος, ο ηγέτης της Αμερικανικής
Επανάστασης. Μπάιρον. Σκεντέρμπεης, ο Αλβανός ήρωας του 15ου αιώνα.
Κοτζιούσκος, ήρωας της πολωνικής ανεξαρτησίας. Τοκελί, Ούγγρος ήρωας.
Γουλιέλμος της Οράγγης, ήρωας των Κάτω Χωρών και της Αγγλίας. Γουλιέλμος
Τέλλος, ο περίφημος Ελβετός. Το «αλωνάκι» στραμμένο προς την Ευρώπη.
Η πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου διήρκεσε από τον Οκτώβριο του 1822 έως τα Χριστούγεννα. Το νικηφόρο τέλος απαθανατίστηκε από τον Σολωμό στον «Υμνο εις την Ελευθερίαν». Με πηγή όσα άρχισε να ιστοριογραφεί ο «εγκάρδιος φίλος του» Σπυρίδων Τρικούπης, ο ποιητής ιστορεί συγκλονιστικά τον μαζικό πνιγμό των Τούρκων στον Αχελώο. Παρακινημένος επίσης από την (τυπωμένη) «Ιστορία» του Τρικούπη, ο Κρυστάλλης αναζητεί πολύ αργότερα την ταυτότητα του άγνωστου άντρα που, παριστάνοντας τον κυνηγό, ειδοποίησε τους Μεσολογγίτες για το σχέδιο του Ομέρ να επιτεθεί το βράδυ των Χριστουγέννων, και γράφει το επύλλιο «Ο καλόγηρος της Κλεισούρας». Από τον Σεπτέμβριο έως τον Νοέμβριο του 1823 πολιορκείται το Αιτωλικό και αποκλείεται το Μεσολόγγι (τον αποκλεισμό αυτό ο Π. Στεφανίτσης τον μετράει ως δεύτερη πολιορκία). Η έσχατη πολιορκία, η γνωστή πια ως δεύτερη, διαρκεί από τις 15.4.1825 έως την Έξοδο, 11.4.1826.
Δεν είναι λίγες οι πηγές για τον έναν χρόνο που κατέστησε την πόλη «μέγα αγκωνάρι του Αγώνα», κατά τον χαρακτηρισμό του Αλέξη Πολίτη: τα «Ελληνικά Χρονικά» του Μάγερ, που εκδίδονταν από την 1.1.1824 έως τις 20.2.1826, ιστοριογραφίες, επιστολές στρατιωτικών και πολιτικών, απομνημονεύματα. Ως μάρτυρας θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί επικουρικά η προφορική λαϊκή παράδοση και η ποίηση, πρωτίστως η συγχρονική: τα σολωμικά έργα, η «Ιστορία της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος» του Στασινού Μικρούλη, τα δημοτικά τραγούδια.