Γράφει ο Παντελής Στεφ. Αθανασιάδης
Οι Έλληνες πένθησαν ειλικρινά τον
δολοφονηθέντα Πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών Αβραάμ Λίνκολν, στις 14 Απριλίου
1865. Η είδηση της δολοφονίας του έγινε γνωστή στην Αθήνα, από τις εφημερίδες
της εποχής, τρείς μέρες αργότερα.
Ο Αβραάμ Λίνκολν γεννήθηκε στις 12 Φεβρουαρίου σε ένα χωριό
του Κεντάκι. Σπούδασε νομικά και ήταν δικηγόρος. Εξελέγη ως ο 16ος Πρόεδρος των
ΗΠΑ από το 1861 έως την δολοφονία του τον Απρίλιο του 1865. Ήταν ο πρώτος Πρόεδρος,
που προέρχονταν από το κόμμα των ρεπουμπλικανών. Άσκησε μετριοπαθή πολιτική σε
καιρούς δύσκολους για τους Αμερικανούς, που είχαν επιδοθεί σε εμφύλιο πόλεμο
από το 1861 έως το 186. Οι Νότιοι κατά των Βορείων. Με την πολιτική του επέτυχε
να διατηρήσει την Ένωση με δικαιοσύνη νικώντας τους εξεγερμένους του
Αμερικανικού Νότου, που ήθελαν να διατηρηθεί η σκλαβιά των μαύρων, ενώ μέγιστης
σημασίας πολιτική του πράξη, υπήρξε η
περίφημη Διακήρυξη Χειραφέτησης του 1865 με την οποία καταπολέμησε τη δουλεία
στις ΗΠΑ, που αφορούσε τους μαύρους των ΗΠΑ. Επρόκειτο για την ψήφιση της 13ης
τροπολογίας του Αμερικανικού Συντάγματος (1 Φεβρουαρίου 1865), με την οποία
καταργήθηκε και επίσημα η δουλεία.
Η δολοφονία του έγινε τη Μεγάλη Παρασκευή, στις 14 Απριλίου 1865, ενώ βρισκόταν στο
θεωρείο του Θεάτρου Φορντ της Ουάσιγκτον. Ο δολοφόνος του, Τζον Γουίλκς Μπουθ,
ηθοποιός και φανατικός υποστηρικτής των Νοτίων, τον πυροβόλησε στο κεφάλι,
αναφωνώντας στα λατινικά «Sic semper tyrannis!», δηλαδή «Έτσι πάντα στους
τυράννους!». Ο Λίνκολν μεταφέρθηκε σε γειτονικό σπίτι σε κωματώδη κατάσταση,
όπου και εξέπνευσε νωρίς το πρωί της επόμενη μέρας 15ης Απριλίου. Ο δολοφόνος
του κυνηγήθηκε από τις ομοσπονδιακές αστυνομικές υπηρεσίες και
εγκλωβίστηκε σε έναν αχυρώνα στη
Βιρτζίνια όπου πολιορκήθηκε και μετά από 12 μέρες, τραυματίστηκε από τους
διώκτες του, πεθαίνοντας λίγο αργότερα. Όπως αποδείχθηκε, ήταν μέλος κάποιας
σπείρας φανατικών.
Κατά την ελληνική εφημερίδα «Κλειώ» που εξεδίδετο στην Τεργέστη (αρ, φύλλου 202) «ο δολοφόνος του δυστυχούς Λίνκολν έλαβε τα επίχειρα της βδελυράς κακουργίας του, ουχί μεν υποστάς τον δι’ αγχόνης αισχρόν θάνατον, αλλά φονευθείς εν τινι συμπλοκή προς τους καταδιώκοντας αυτόν χωροφύλακας».