*Δύο "Ντουρντουβάκια". Αριστερά, ο Χρήστος Μαλλές και δίπλα του ο Ζαφειριάδης Γιάννης από τις Σάππες Ροδόπης. Ο Βουλγαρικός κατοχικός στρατός ήρθε στην Ελλάδα το 1941 και την ίδια χρονιά τους έπιασαν και τους έστειλαν στη Βουλγαρία, όπου και κρατήθηκαν
για δύο χρόνια. Ξυπόλυτοι, γυμνοί και μαυρισμένοι από τον ήλιο φωτογραφίζονται προφανώς από κάποιον Βούλγαρο φωτογράφο. Θα παρατηρήσετε πόσο σκελετωμένα είναι τα κορμιά τους.
Από το αρχείο του κ. Γιώργου Κεραμυδά.
Γράφει ο κ. Κωνσταντίνος Πατιαλιάκας, Αντιστράτηγος ε.α.
Η λέξη ντουρντουβάκι αποτελεί
ελληνοποιημένη παραφθορά της προφερόμενης βουλγαρικής λέξης «τρούντοβι βόιτσκι»,
δηλαδή «τάγματα εργασίας», ή του «τρούντοβ βόινικ», δηλαδή «φαντάρος εργασίας».
Χρησιμοποιείται ακόμα και σήμερα στην Ανατολική Μακεδονία και στην Ελληνική Θράκη,
πάντα στο ουδέτερο γένος και συνήθως ως επιρρηματικό κατηγορούμενο του σκοπού, «τον
πήραν Ντουρντουβάκι», ή του τρόπου, «σαν το Ντουρντουβάκι έκανε ό,τι του έλεγαν».
Ντουρντουβάκια...Έτσι
λέγονταν οι εκατοντάδες Έλληνες, που χάθηκαν στα αζήτητα της ιστορίας. Επιστρατεύτηκαν
και ακολούθησαν, καταναγκαστικά τα τάγματα εργασίας του Βουλγαρικού στρατού
κατοχής. Κρατήθηκαν παράνομα ως όμηροι και ορισμένοι πέθαναν σε Βουλγαρικό
έδαφος. Ήταν αγνά παιδιά της Ανατολικής Μακεδονίας και της Ελληνικής Θράκης, που
εργάσθηκαν κάτω από απάνθρωπες συνθήκες στη διάνοιξη δρόμων και σιδηροδρομικών
γραμμών στο εσωτερικό της Βουλγαρίας. Όσοι γύρισαν δεν τιμήθηκαν ως ήρωες από
την επίσημη εθνική ιστοριογραφία. Σήμερα το όνομά τους, Ντουρντουβάκια, έμεινε
για να δηλώνει τον «αφελή» στις περιοχές της Ελληνικής Θράκης και της
Ανατολικής Μακεδονίας. Εκεί δηλαδή που περίμεναν το στεφάνι της δόξας βρήκαν
την ειρωνεία των μεταγενεστέρων.