*Φωτογραφία μου, του Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα, στην οδό Λάμπρου Κορομηλά 23, έργο του Ερνέστου Τσίλερ, όπου στην Τουρκοκρατία στεγάστηκε το
Ελληνικό Γενικό Προξενείο Θεσσαλονίκης, μυστικό επιτελικό κέντρο του Αγώνα στην
ένοπλη φάση του, με επικεφαλής τον πρόξενο Λάμπρο Κορομηλά.
Γράφει ο Νίκος Δ.Παπαδιονυσίου
Μεσάνυκτα Οκτώβρη του 1905. Ο Δημήτριος ή Δημητρός ή Μήτσος, πατέρας
του Νικόλα, στα δεκαπέντε του ξεφεύγει απ’ την κομιτατζήδικη επιτήρηση για να
μπει στην Ελλάδα. Ήθελε να φθάσει στην
Αθήνα. Καβάλα σ’ άλογο με αγωγιάτη του σογιού που τον περίμενε στην άκρη της
πόλης του, της Στρώμνιτσας (της Στρούμτσας της σημερινής FYROM, της βόρειας
Μακεδονίας) φθάνει στον σιδηροδρομικό σταθμό του Ούντοβο. Απ’ εκεί, στη
οθωμανική Σαλονίκη, στον θείο του Γιώργη Λιώτη, αδελφό της μάνας του Μαριγώς. Έμεινε λίγες ημέρες, εφοδιάζεται με
χαρτιά και με το τούρκικο τρένο και το Θεσσαλικό Ελληνικό μετά, φθάνει στον
προορισμό του.
Η ανάγκη για το φευγιό του ήταν
άμεση. Όλοι οι άνδρες του σογιού, εχθροί των κομιτατζήδων, ήσαν σ’ επιτήρηση.
Απρίλης 15 του 1904, Τετάρτη, κομιτατζήδες του Τσερνοπέεφ μαχαίρωσαν πισώπλατα
τον μεγαλύτερο θείο του Δημητρού, Χαρίτωνα Λιώτη, πρωτεργάτη του Μακεδονικού
Αγώνα στη Στρώμνιτσα, καθώς σταμάτησε για πηγαίο νερό στον δρόμο για το
Βαλάντοβο. Μήνα μετά, σκυλιασμένοι απ΄ τ’ αντίποινα Ελλήνων κι΄ Ελληνόφωνων με
την εκτέλεση του πρωτοπαλίκαρού του, παραμόνευαν να δολοφονήσουν τον δεύτερο
αδελφό Χρήστο Λιώτη, που τέλειωνε τη Σχολή Ευελπίδων στην Αθήνα. Πήγε κρυφά για
το μνημόσυνο του αδελφού του. Τους απέφυγε με την αστραφτερή του εξυπνάδα που
γνώρισε ο Νικόλας χρόνια πολλά μετά. Φεύγοντας κρυφά από Στρώμνιτσα, Ούντοβο
μετά, ταξίδεψε για Τεργέστη, απ’ όπου γύρισε Πειραιά- Αθήνα με πλοίο.