*Ο Στρατηγός Χρήστος Λιώτης
νεαρός, μάλλον σε φωτό του 1900 της Σχολής Ευελπίδων
Ο Νικόλας αναφέρεται σ’ αυτόν με τα λίγα, όσα γνωρίζει για τη ζωή του
που ήταν γεμάτη δράση, για τον λόγο ότι επέδρασε πολύ στους γονείς του, ειδικά
στον πατέρα του, σ΄ αυτόν και τ΄ αδέλφια του όπως και σε όλο το Μακεδονίτικο
σόι. Άλλωστε με τη δράση του υπήρξε ευρύτατα γνωστός τα χρόνια του
προσπορίζοντάς τους τιμή.
To 1879
γεννήθηκε στη Στρώμνιτσα της FYROM όπου έζησε μέχρι τα 17 του χρόνια. Ο Νικόλας
έχει την εντύπωση ότι οι ρίζες του, καθώς κι΄ αυτές της αδελφής του γιαγιάς του
Νικόλα Μαριγώς, ήσαν αρβανίτικες με το δισύλλαβου επίθετό που, εξελληνισμένοι
από πολύ παλιά, όπως των Βορειοηπειρωτών που ζούσαν στο δοβλέτι του Μοναστηρίου
με τις επιμειξίες τους με Έλληνες να είναι μεγάλες. Μη ξεχνάμε ότι στη σημερινή
FYROM το 25% είναι
Αλβανοί.
Το 1896 πέρασε τα τότε σύνορα και
ήλθε στην Αθήνα, όπου εισήλθε στη Σχολή Ευελπίδων και σπούδασε Πολιτικός
Μηχανικός. Μάλιστα, εποχή της πολυτάραχης διαδρομής του όταν τον αποστράτευσαν
οι βενιζελικοί, μελέτησε και κατασκεύασε το διατηρητέο τεράστιο για την εποχή
του πρώην Ξενοδοχείο ΑΠΕΡΓΗ στο Καστρί, πάνω στη λεωφόρο, που σήμερα
ανακαινισμένο από χρόνια το έχει πάρει η Αγροτική Τράπεζα και το έκανε κέντρο
εκπαίδευσης. Απέναντι, λίγο πριν ήταν η βιλίτσα του.
*Ο Χρήστος Λιώτης, σκίτσο σε κάρβουνο το 1939, από τη Αλεξάνδρα Λιώτη.
Κατασκεύασε ακόμη, από τα
διασωζόμενα έργα του, διατηρητέο στα Χαυτεία στην αρχή της Πατησίων δεξιά και
άλλο στη Καστέλα. Ο Νικόλας θυμάται το καμάρι του πατέρα του όταν του τα έδειξε
σε ηλικία 6 χρόνων κρατώντας τον από το χέρι.. Στης Καστέλας o στρατηγός έμεινε
ένα διάστημα με τον ανιψιό του Δημητρό και τον ιπποκόμο του!.
Σπουδαίο έργο του είναι το
ρυμοτομικό του συνοικισμού των Θρακομακεδόνων, ιδρυτικό μέλος και πρώτος
Πρόεδρος του Συλλόγου. Ο Νικόλας τον θυμάται, ηλικίας τότε 8- 10 χρόνων, να
προτρέπει το πατέρα του να γραφτεί στο σύλλογο για να συμμετάσχει στη διανομή
των οικοπέδων, ό,τι έπραξε και το υπόλοιπο σόι. Δυστυχώς ο Μήτσος επηρεάστηκε
αρνητικά από τη Δέσπω, την μητέρα του, ίσως και για θέμα χρηματικό, με
αποτέλεσμα να μη συμμετέχουν, για το οποίο μετάνιωσε πρώτη αυτή με τη εξέλιξη
του συνοικισμού και καθώς τα οικόπεδα του σογιού «είχαν τύχει» το ένα δίπλα στο
άλλο γύρω από τη κεντρική πλατεία. Το αναλογούν οικόπεδο της οικογένειας και
του θείου, είδε ο Νικόλας το 1971 πηγαίνοντας με το αυτοκίνητο του με θείο
και «θεία».
H αντίδραση της μητέρας του οφειλόταν
περισσότερο στη κρυμμένη αντιπάθειά της προς το «ψηλομύτικο σόι» του πατέρα
του, όπως το αποκαλούσε και την προοπτική γειτονίας μαζί, κάτι ανέφικτο λόγω
των οικονομικών τους.
Κοντός ο στρατηγός, περίπου 1,65,
λεπτός, ευκίνητος, όχι πάνω από 60 κιλά, με γυμνασμένο σώμα, πρόσωπο με αδρά
χαρακτηριστικά, με όλα του τα μαλλιά κτενισμένα με χωρίστρα, πάντοτε
καλοντυμένος και αριστοκρατικός, χαμογελαστός με χαμόγελο που μπορούσε πάραυτα
να μετατραπεί σε ειρωνικό μέχρι σαρκαστικό, ανάλαφρο περπάτημα, αργή με
μικροδιακοπές ομιλία συνοδευμένη με παραστατικές κινήσεις των χεριών, μεγάλης
για την εποχή του μόρφωσης, πανέξυπνος, οξύνους και απόλυτα κρυψίνους. Ο
συνομιλητής του έπρεπε να επιστρατεύει προσοχή και εξυπνάδα για να τον
αντιμετωπίσει σε κάποια σοβαρή συζήτηση.
*Η Στρώμνιτσα
Πάντοτε ευγενής, άσχετα με τη
διαφωνία του σε κάποιο θέμα, εξέπληξε
τον Νικόλα, τον απογοήτευσε και εκνεύρισε σε μεγάλο βαθμό, όταν προς το τέλος
του, άρρωστος στο κρεβάτι του Νοσοκομείου το 1975 του παρουσίασε τη μέλλουσα
σύντροφό του, 20 χρόνων. Εκφράστηκε με βαρείς χαρακτηρισμούς για τους
μικρασιάτες πρόσφυγες θεωρώντας την
υπαίτια που ο Νικόλας δεν πραγματοποίησε πριν 1- 2 χρόνια την επιθυμία
του να πάρει την κόρη, αξιόλογη κοπέλα, φίλου του, σε ύστατη προσπάθειά του να
τον φέρει ακόμα πιο κοντά του, βλέποντάς τον κληρονόμο του.
Άλλος λόγος της συμπεριφοράς του
ήταν η από χρόνια ριζωμένη πεποίθησή του με τη συμμετοχή του στη Μικρασιατική
Εκστρατεία και την ανάληψη από μέρους του της αρχηγίας της Υπηρεσίας
Αλλοδαπών(Αντικατασκοπείας) επί δικτατορίας Μεταξά. Έλεγε στον Νικόλα, ότι η
ηθική των Σμυρνιών ειδικά, όχι των Ποντίων, αυτών της Πόλης ή του εσωτερικού
της Μ. Ασίας και των υπόλοιπων παραλίων, ήταν χαμηλή. Πίστευε ότι έφεραν στην
Ελλάδα την ηθική τους, την έλλειψη
λεβεντιάς, προσαυξημένα με τη φτώχειας τους και της προσπάθειας για επιβίωση.
Μαζί την ανατολίτικη κουλτούρα τους μη σοβαρής αντιμετώπισης της ζωής
- Μπουζουκάκι, ουζάκι, μεζεδάκι, αμανές και
τσιφτετέλι, του έλεγε. Ηθική που μας απομάκρυνε από τους στόχους να γίνουμε
Ευρώπη.
Η μακροχρόνια ταλαιπωρία του από
«ζώνη ζωστήρα» τον κρατούσε μεγάλα διαστήματα στο κρεβάτι. Μαζί με την ηλικία,
επηρέασαν άσχημα τους τρόπους του.
Συμμετείχε στους Βαλκανικούς
Πολέμους από την αρχή τους σαν επιτελικός του Αρχιστρατήγου- Διαδόχου Κωνσταντίνου
με τον οποίο μπήκε στη Θεσσαλονίκη και στον
Ελληνοβουλγαρικό Πόλεμο. Ο Κωνσταντίνος ζήτησε από τον Μεταξά στου
οποίου την ομάδα συμμετείχε ο Λιώτης, να τον αποσπάσει επιτελή του όταν
πληροφορήθηκε ότι τους χάρτες που χρησιμοποιούσε ο στρατός και ειδικά το πυροβολικό
και είχαν εξαιρετική ακρίβεια είχε κατασκευάσει ο Λιώτης.
Για το κυνηγητό του από τους
κομιτατζήδες στον Μακεδονικό Αγώνα, την δολοφονία του αδελφού του Χαρίτωνα
Λιώτη από τον κομιτατζή Τσερνοπέεφ, τη συμμετοχή του στην ομάδα προειδοποίησης
των Στρωμνιτσιωτών για τη παράδοση της πόλης στους Βουλγάρους έχει ήδη
αναφερθεί ο Νικόλας σε άλλο κείμενό του.
Συμμετείχε στον Α’ Παγκόσμιο
Πόλεμο.
Φανατικός «βασιλικός», την εποχή
της εμφύλιας διαμάχης μεταξύ βασιλικών και βενιζελικών, τότε που γίνονταν οι
απόπειρες κατά του Βενιζέλου και εκτελούσαν τον Ίωνα Δραγούμη, καταζητούμενος,
κρυβόταν στα Ανάκτορα του Τατοΐου.
Όταν εμφανίστηκε η Ελληνική
τηλεόραση, παρουσίαζαν με μια σειρά που έκανε πάταγο τότε, τον «Άγνωστο
Πόλεμο», την «ηρωική» δράση της Ελληνικής Αντικατασκοπείας πριν τον Πόλεμο με
αρχηγό της τον συνταγματάρχη Βαρτάνη και στον αντίστοιχο πρωταγωνιστικό ρόλο
τον ηθοποιό Άγγελο Αντωνόπουλο. Ιστορικά, αρχηγός της Αντικατασκοπείας υπήρξε
τότε ο Χρήστος Λιώτης. Όταν του το συζήτησε ο Νικόλας, κούνησε αδιάφορα το
κεφάλι του σούφρωσε τα χείλη του, σαν να έλεγε:
-Βλακείες, χωρίς άλλη λέξη, σαν
να του έλεγε: «Μη μου ξαναμιλήσεις γι’ αυτό».
Με την είσοδο των Γερμανών στην
Ελλάδα κατέφυγε στην Αίγυπτο, με τη τότε γυναίκα του, μια αριστοκράτισσα από
την Αίγυπτο, όπως έλεγε στον Νικόλα ο πατέρας του, και το μοναχογιό του
Αλέξανδρο ηλικίας 21- 22 χρόνων. Ο γιος του σκοτώθηκε στην Αλεξάνδρεια σε
αυτοκινητιστικό δυστύχημα με αποτέλεσμα το χωρισμό του από τη γυναίκα του μετά
έναν προβληματικό γάμο.
Γυρίζοντας στην Ελλάδα με τη λήξη
του πολέμου αποστρατεύθηκε με βαθμό Αντιστράτηγου. Τότε, σε ηλικία 66 χρόνων,
σφριγηλότατος όμως και ακμαιότατος, έκανε δεσμό, με τη κατά ..35 χρόνια
μικρότερή του «θεία» αργότερα, Αλεξάνδρα. Κατ΄ άλλους την είχε γνωρίσει από τις
παραμονές του Πολέμου, όταν είχε πάει για υπόθεσή της στο γραφείο του, όταν
αυτός ήταν 61 και αυτή 26 ετών.
Η θεία ήταν απόλυτα υποταγμένη
στο θείο Χρήστο- θεό της, δική της πρωτοβουλία, με το ύφος μαθήτριας προς τον
δάσκαλο- Μέντορά της προσέχοντας κάθε του κίνηση, κάθε του κουβέντα, να σπεύσει
να ικανοποιήσει κάθε του επιθυμία. Είχε πανεπιστημιακή μόρφωση, φιλόλογος, με
σπουδές στο πιάνο και φωνητική. Κάποτε,
με απαίτηση του θείου, έπαιζε κάποιο κομμάτι για όλο το μαζεμένο σόι στη
γιορτή του όπου δεν έλειπε κανείς, γνωστοί και άγνωστου από Σαλονίκη και Σέρρες.
Ήταν καλή ζωγράφος, τέλειωσε τη καριέρα της διευθύντρια της Γενναδίου
Βιβλιοθήκης, θέση για την οποία ήταν υπερήφανη. Εκεί την επισκεπτόταν ο Νικόλας
στα σπουδαστικά του χρόνια και όλοι έσπευσαν να τον εξυπηρετήσουν.
Ζούσαν χειμώνα στην Αθήνα, σε ρετιρέ
της με τεράστια ταράτσα, κήπο τους, κοντά στην πλατεία Αμερικής, Άνοιξη,
Καλοκαίρι και το περισσότερο Φθινόπωρο στη βιλίτσα του θείου στο Καστρί με γύρω
4 στρέμματα πευκόφυτο οικόπεδο. Ο Νικόλας τους πήγαινε εκδρομές με τ’
αυτοκίνητό του, συχνά και φιλοξενούμενούς τους.
«Φεύγοντας» το 1975, μετά το γάμο
του Νικόλα όπου δεν εμφανίστηκε πικαρισμένος με την άρνησή του να πάρει την
κόρη του φίλου του, άφησε τα πάντα «Καστρί», οικόπεδα, στην Εκκλησία των
Θρακομακεδόνων Τα διαμερίσματα στο Λουτράκι στη θεία. Στον Νικόλα ούτε το ξίφος
του, τη στολή ή παράσημά του! Θεώρησε σαν δεύτερη απόρριψή του από τον Νικόλα
την άρνησή του. Η πρώτη ήταν όταν κάποιο βράδυ του 1960 μετά επίσκεψή του με τη
θεία, αφού έφυγαν, Δημητρός και Δέσπω, οι γονείς του, κουβέντιασαν οι δυο τους.
Φώναξαν μετά τον Νικόλα που διάβαζε. Τον ξάφνιασαν λέγοντάς του ότι ο θείος
Χρήστος τους ζήτησε να τον υιοθετήσει! .
Τον ρώτησαν αν θέλει.
Ο πειρασμός μεγάλος με τον χωρίς
όρια σεβασμό, όχι αγάπη, που ο Νικόλας ένοιωθε για το θείο, των προοπτικών που
ανοίγονταν για πιο πέρα σπουδές του μετά το Πολυτεχνείο, την καριέρα του και
των μεγάλων περιουσιακών του στοιχείων.
Τους κοίταξε στα μάτια, καθώς τον
κοιτούσαν κι’ αυτοί περιμένοντας. Αντιλήφθηκε ότι σκέφτονταν ότι ακριβώς κι’
αυτός. Διακατέχονταν από τα ίδια συναισθήματα. Οι προσδοκίες για την εξέλιξή
του κι΄ η αγάπη για το παιδί τους να το παραδώσουν σε υιοθεσία
αλληλοσυγκρούονταν.
Για να εκτονώσει τη κατάσταση
ρώτησε τον πατέρα του κάτι που ήδη γνώριζε με επίπλαστο δήθεν πείσμα:
-Και θα λέγομαι Λιώτης;
-Ναι,
και απομάκρυνε τη ματιά του.
-Ε !!, τότε δεν θέλω, εγώ είμαι
δικός σου γιος !...
*Το Λιωτέϊκο στη
Στρώμνιτσα της FYROM όπου έζησαν τα πρώτα χρόνια τους ο
Χρήστος Λιώτης, η Μαριγώ Λιώτη- Παπαδιονυσίου, ο Χαρίτων Λιώτης και ο Γιώργης.
Από πίνακα -φωτό της Νένας Πάτρα, εξαδέλφης του Νικόλα, εγγονής του
Μακεδονομάχου Χαρίτωνα Λιώτη, του βιβλίου της «Τα χρόνια της καταστροφής και
της φωτιάς», έκδοση «Ακρίτας», 2004.
Η ανιψιά της θείας Αλεξάνδρας και
κληρονόμος της κάλεσε τον Νικόλα και είχε τη καλοσύνη να του παραδώσει, στον
τελευταίο των… μοϊκανών, κάποια από τα παράσημά του, κάποια σιρίτια από στολές
του και φωτογραφίες του. Ούτε τη μεγάλη του στολή και περισσότερο το ξίφος του,
ούτε λοιπά του στρατιωτικά είδη…
Νίκος Δημ. Παπαδιονυσίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου