Γράφει
ο Παντελής Στεφ. Αθανασιάδης
Η
Μικρασιατική Καταστροφή του 1922, υπήρξε
η δραματικώτερη σελίδα του Ελληνισμού
μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης
το 1453 από τον σουλτάνο Μωάμεθ. Η
Μικρασιατική καταστροφή έχει πολλές
επιμέρους πτυχές, που μελετώνται συνεχώς
από τότε από ιστορικούς, πολιτικούς,
διπλωμάτες και άλλους μελετητές.
Μία
από τις πτυχές αυτές υπήρξε και η τύχη
των αιχμαλώτων, της Μικρασιατικής
Εκστρατείας, δεδομένης της βάρβαρης
συμπεριφοράς των Τούρκων, όπως αυτή
είχε εκδηλωθεί διαχρονικά και ιδαίτερα
μετά την επικράτηση των Νεοτούρκων,
εποχή που σημαδεύθηκε και από τις μεγάλες
και εξαιρετικά οδυνηρές Γενοκτονίες
των Ποντίων, των Αρμενίων και των
Ασσυρίων, που κορυφώθηκλαν μετά το
δραματικό “Μαύρο Πάσχα” των Θρακών
του 1914. Η τύχη
των αιχμαλώτων και η ανταλλαγή τους
υπήρξε αντικείμενο διπλωματικών
διαπραγματεύσεων μεταξύ Ελλάδας και
Τουρκίας, ειδικά κατά το διάστημα των
διαπραγματεύσεων για τη συνθήκη της
Λωζάνης.
Ωστόσο
και μέχρι να επιλυθεί το θέμα αυτό, όπως
επελύθη, υπήρξαν κατά διαστήματα
τολμηρές και ριψοκίνδυνες δραπετεύσεις
αιχμαλώτων, οι οποίοι απελπισμένοι από
την αιχμαλωσία,
χωρίς
πλέον να λογαριάζουν και την ίδια τους
τη ζωή, δραπέτευαν όταν μπορούσαν…
Στις
αρχές Ιανουαρίου 1923, δύο Ανατολικοθρακιώτες
μπόρεσαν να δραπετεύσουν και να φτάσουν
τσακισμένοι στην Αθήνα, όπου εδωσαν
κατάθεση στις στρατιωτικές αρχές. Η
κατάθεση αυτή αποτελεί πολύτιμη ιστορική
μαρτυρία και ράπισμα στον υποτιθέμενο
πολιτισμό της Τουρκίας.
Οι
δύο
Ανατολικοθρακιώτες
που
δραπέτευσαν
και έφτασαν στη Αθήνα ήταν ο Αθανάσιος
Μαυράκης από τη Ραιδεστό, στρατιωτικής
κλάσης του 1919 και ο Καβέλης Κωνσταντίνος
από το Χρυσόμερο στρατιωτικής κλάσης
του 1914. Και οι δύο υπηρετούσαν στο 18ο
σύνταγμα Πεζικού.
Η μαρτυρία τους είναι δραματική.