Από την ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_civ_2_13/12/2009_382901
Προδημοσίευση από το βιβλίο
του Ρόμπερτ Eλγκουντ, που θεωρείται αυθεντία στα όπλα και τον οπλισμό
του ισλαμικού κόσμου
* Όπλα της Επανάστασης του 1821, εκτεθειμένα στο Μουσείο Βαρώνου Μιχαήλ Τοσίτσα στο Μέτσοβο
Tου Ηλία Μαγκλίνη
«Το βαλκανικό όπλο σε σχήμα «Τ», γνωστό ως arnautka, κατασκευαζόταν ορισμένες φορές στην Brescia, ενώ μεγάλες ποσότητες σίγουρα κατασκευάζονταν στο Σεράγεβο και τα κεντρικά Βαλκάνια. Στη βόρεια Βαλκανική πιθανώς το αποκαλούσαν tancica ή karanfilka, ενώ οι Ελληνες ίσως τα ονόμαζαν λαζαρίνα ή καριοφίλι». Για το θρυλικό καριοφίλι όλα σχεδόν τα Ελληνόπουλα είχαν ακούσει ήδη από τα χρόνια του δημοτικού. Στο εξαιρετικά φροντισμένο, ως αισθητική αλλά και ως περιεχόμενο, λεύκωμα «Τα όπλα της Ελλάδας και των βαλκανικών γειτόνων της κατά την οθωμανική περίοδο» του δρος Ρόμπερτ Ελγκουντ (Robert Elgood), το καριοφίλι ή το επίσης περίφημο γιαταγάνι, είναι μόνον δύο από τα όπλα της συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου για τα οποία μπορεί κανείς να πληροφορηθεί σχεδόν τα πάντα.
Οι τεχνικές λεπτομέρειες είναι μόνον μια πτυχή του έργου αυτού, το ουσιαστικότερο είναι το ιστορικό, εθνογραφικό, πολιτισμικό, ακόμα και ανεκδοτολογικό, υπόβαθρο πίσω από την ιστορία αυτών των όπλων, τα οποία, σημειωτέον, εμφανίστηκαν σε μια εποχή με μεγάλες ανακατατάξεις και ανατροπές και σε μια περιοχή, τα Βαλκάνια, που διόλου τυχαία, χαρακτηρίστηκε «μπαρουταποθήκη της Ευρώπης».
Συναρπαστική ιστορία
Ο συγγραφέας του βιβλίου είναι αυθεντία στα όπλα και τον οπλισμό του ισλαμικού κόσμου και κατείχε τη θέση του Ειδικού στα Οπλα της Ανατολής στο Sotheby's. Η ιστορία που καταγράφει είναι πλούσια και συναρπαστική, ενώ υποστηρίζεται και από 500 και πλέον έγχρωμες εικόνες.
Οπως αναφέρει σε προλογικό του σημείωμα ο Ιωάννης Κ. Μαζαράκης-Αινιάν, γενικός γραμματέας της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος, μεγάλος αριθμός των όπλων που αναφέρονται στην ανά χείρας έκδοση προέρχονται από το Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, το οποίο, ιδρυθέν το 1882, διαθέτει σήμερα μία από τις σημαντικότερες συλλογές όπλων του Αγώνα.
Επίσης, πολύ σημαντικό ρόλο στην πραγματοποίηση της έκδοσης έπαιξε το Ιδρυμα Στεφανή. Οπως γράφουν στον πρόλογό τους οι Γιάννης και Βασίλης Στεφανής, «Αν [όμως] το εκκρεμές της Ιστορίας μπορεί να ισορροπήσει, τα όπλα της περιόδου παρουσιάζουν τις δικές τους δυσκολίες ταυτότητας. Είναι τελικά προϊόντα όχι μιας μαζικής βιομηχανικής παραγωγής, αλλά συναρμολόγησης διαφόρων μερών, διακοσμημένων ανάλογα με τη βούληση του ιδιοκτήτη, και δεν αποκαλύπτουν μοναδική προέλευση ή καταγωγή». Οπως σημειώνουν, η έρευνα του δρος Ελγκουντ ήταν μια «δεκαετή κοπιαστική περιπέτεια».
Τα «Οπλα της Ελλάδας» θα κυκλοφορήσουν σε λίγες ημέρες από τις εκδόσεις Polaris. Τη μετάφραση υπογράφουν οι Δάφνη Δημητριάδη και Ειρήνη Σκουζού και την επιστημονική θεώρηση ο Ιωάννης Μαζαράκης-Αινιάν.
Σήμερα η «Κ» προδημοσιεύει αποσπάσματα από το βιβλίο.
Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος
Μόνον οι Ελληνες στα Βαλκάνια διεκδικούσαν πάντοτε με υπερηφάνεια την ευρωπαϊκότητά τους. Συνεπώς, δεν προκαλεί έκπληξη ότι τον 19ο αιώνα απέκτησαν πολλά όπλα από το εξωτερικό, όπως ακριβώς αναζήτησαν και τους βασιλείς τους στις ίδιες χώρες. Πέρα από την απόκτηση όπλων μέσω εμπορίου, λαθρεμπορίου ή δωρεών, μεγάλος αριθμός ήρθε στην κατοχή των εξεγερμένων ως λεία από τον εχθρό, που ήταν ο παραδοσιακός τρόπος με τον οποίο εξοπλιζόταν ένας επαναστατημένος λαός. Ενας ηττημένος στρατός συνήθιζε να παρατά τα όπλα του στο πεδίο της μάχης, και στα Βαλκάνια τα όπλα άλλαζαν συχνά χέρια. Κατά τη διάρκεια πολεμικών συρράξεων στα Βαλκάνια, η οπισθοχώρηση δεν θεωρούνταν ντροπή, καθώς πολλοί στρατιώτες ήταν μισθοφόροι. Συνήθως οι οθωμανικοί στρατοί υπερτερούσαν κατά πολύ των εχθρών τους και όσους συλλάμβαναν τους ανασκολόπιζαν ή τους έγδερναν ζωντανούς. Για τον Οδυσσέα Ανδρούτσο (1788/9-1825), που λέγεται ότι μπορούσε να πηδήξει πάνω από 7 όρθια άλογα στη σειρά, αναφέρουν επίσης πως όταν ηττήθηκε από τους Τούρκους, έτρεξε απόσταση 44 χιλιομέτρων στα βουνά, δίχως να πάρει ανάσα.
Τα όπλα αυτά ήταν ιδιαίτερα αγαπητά και επισημαίνονταν με διακριτικά των ιδιοκτητών τους, συνήθως μέσω της προσθήκης περίτεχνης αργυρής διακόσμησης. Σε αυτή την παραδοσιακή τέχνη, οι Ελληνες τεχνίτες διέπρεψαν σε όλα τα Βαλκάνια. Στην Αλβανία και την Ελλάδα οι σπάθες και τα όπλα θεωρούνταν ότι είχαν θηλυκή υπόσταση και τους έδιναν γυναικεία ονόματα. Το διάσημο ασημένιο σπαθί του Οδυσσέα Ανδρούτσου λεγόταν «Ασήμω». Ο Θεόδωρος Γρίβας ονόμαζε το όπλο του «Θοδωρούλα», το υποκοριστικό της θηλυκής εκδοχής του ονόματός του. Η Θοδωρούλα μεγάλωσε πλέον και κατοικεί σοβαρή στο Μουσείο Αβέρωφ στο Μέτσοβο, έχοντας διατηρήσει την ομορφιά της. Πριν από την έναρξη της μάχης, οι ιδιοκτήτες έδιναν υποσχέσεις στα όπλα τους, εάν τους προστάτευαν: «Περήφανο όπλο μου, παινεμένο μου σπαθί,/ πόσες φορές μου έσωσες τη ζωή, βοήθα με και τώρα/ και θα σε σκεπάσω με χρυσό και θα σε σκεπάσω με ασήμι...»
«Ο ζωηρός, ευκίνητος Ελληνας»
Η ιστορία και η κοινωνική ανθρωπολογία των Βαλκανίων δεν είναι πολύ γνωστές σήμερα, ιδιαίτερα της Αλβανίας, την οποία ο ιστορικός του 18ου αιώνα Edward Gibbon περιέγραψε ως «μια χώρα που φαίνεται από την Ιταλία, αλλά είναι λιγότερο γνωστή και από το εσωτερικό της Αμερικής». Αυτό ισχύει μέχρι σήμερα. Τα οθωμανικά Βαλκάνια ήταν ένας κοσμοπολίτικος τόπος. Ο Βύρων το εκφράζει αυτό στην περιγραφή του για την Ηπειρο, στο «Προσκύνημα του Τσάιλντ Χάρολντ»: «Ο αγριωπός Αλβανός αναγνωρίζεται από την κοντή περισκελίδα του,/ τον κεφαλόδεσμο γύρω από την κεφαλή,/ το πολυτελές όπλο και τα χρυσοΰφαντα ενδύματα. Ο Μακεδόνας από το ερυθρό επωμίδιο. Ο Δελής από τον τρομερό πίλο και την κυρτή σπάθα. Ο Ελληνας από τη ζωηρότητα και την ευκινησία του./ Και ο ευνουχισμένος γιος της Νουβίας από το μελαψό χρώμα./ Ο γενειοφόρος Τούρκος, που σπάνια καταδέχεται να μιλήσει,/ κυρίαρχος όλων, πολύ ισχυρός για να είναι πράος. Ολοι αναμειγνύονται εντυπωσιακά...».