Από την ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_ell_100004_20/12/2009_384261
Η πρεμιέρα της επεκτατικής πολιτικής του Μουσολίνι
και η πρώτη δοκιμασία της αξιοπιστίας
της Κοινωνίας των Εθνών
Ο βομβαρδισμός και η κατάληψη της Κέρκυρας από ιταλικές δυνάμεις στις 31 Αυγούστου 1923 ήρθαν σε μία εξαιρετικά δύσκολη συγκυρία για την Ελλάδα. Οι ηγέτες της Επανάστασης του 1922 κατέβαλαν τιτάνιες προσπάθειες για την περίθαλψη των προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής και την ανόρθωση της οικονομίας της χώρας. Την ίδια ώρα, η εκτέλεση των Εξι τους είχε απομονώσει διεθνώς. Παρ' όλα αυτά, η υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης είχε δημιουργήσει ελπίδες για μια περίοδο σταθερότητας στα Βαλκάνια. Με το επεισόδιο της Κέρκυρας, οι ελπίδες αυτές κλονίστηκαν και διακυβεύθηκε η ειρήνη της περιοχής. Οπως αναφέρει στο βιβλίο του «Η Ελληνοϊταλική κρίση του 1923: Το επεισόδιο Tellini/ Κέρκυρας» (εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα) ο Ι. Σ. Παπαφλωράτος, επρόκειτο για την πρώτη φορά που δοκιμάστηκαν η αξιοπιστία και η αποτελεσματικότητα της Κοινωνίας των Εθνών. Από νωρίς φάνηκε ξεκάθαρα πόσο μεροληπτικός ήταν ο τρόπος απονομής της δικαιοσύνης, όταν η διαφορά υφίστατο μεταξύ ενός μικρού κράτους και μιας μεγαλύτερης δύναμης. Αφήνοντας κατά μέρος την αποτυχία της ελληνικής διπλωματίας στην όλη υπόθεση, ήταν τελικά η πρώτη από τις πολλές φορές που επλήγη το κύρος του διεθνούς αυτού οργανισμού. Ηταν όμως και η «πρεμιέρα» για την πολιτική του Μπενίτο Μουσσολίνι στο διεθνές στερέωμα. Μάλιστα, ήταν ο πόθος του Μουσσολίνι να καθιερώσει την Ιταλία -μια μεσαία δύναμη σε τροχιά ανέλιξης- σε μεγάλη δύναμη, που τον οδήγησε στην κατάληψη της Κέρκυρας, καθώς το ελληνικό νησί κατέχει στρατηγική θέση για τον έλεγχο της Αδριατικής. Οι ιταλικές δυνάμεις έφυγαν από την Κέρκυρα στις 27 Σεπτεμβρίου 1923, αφού πρώτα η Ελλάδα ταπεινώθηκε. Ομως, το συγκεκριμένο επεισόδιο ήταν κακός οιωνός για το μέλλον, τουλάχιστον για όσους μπορούσαν τότε να δουν, καθώς αποτελούσε μικρογραφία και πρόγευση των κρίσεων του Μεσοπολέμου, οι οποίες οδήγησαν στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
*Βιβλίο για το επεισόδιο της Κέρκυρας
Λάθος χειρισμοί από την ελληνική διπλωματία
Στις 15 Μαΐου (ν.ημ.) 1920, η Ελλάδα και η Αλβανία συμφωνούσαν να αποδεχθούν τον διακανονισμό που θα πρότεινε η Πρεσβευτική Διάσκεψη (ένα νεόκοπο διεθνές όργανο) για τα κοινά τους σύνορα. Η Διάσκεψη, η οποία άρχισε τις εργασίες της τον Ιανουάριο του 1920, ιδρύθηκε από τις Μεγάλες Δυνάμεις με σκοπό τη ρύθμιση εθνικών διαφορών που θα παρουσιάζονταν από την εφαρμογή των συνθηκών της ειρήνης. Στη Διάσκεψη μετείχαν αντιπρόσωποι της Αγγλίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας και της Ιαπωνίας, ενώ ο αντιπρόσωπος των ΗΠΑ παρευρισκόταν μόνο ως παρατηρητής, γιατί το Κογκρέσο είχε αρνηθεί να επικυρώσει τη Συνθήκη των Βερσαλλιών.
Ενα μήνα μετά την ελληνο-αλβανική συμφωνία, η Γαλλία παραχώρησε στην Αλβανία την περιοχή της Κορυτσάς που βρισκόταν υπό γαλλική κατοχή από το 1916. Η Κορυτσά είχε περιληφθεί στα αλβανικά εδάφη από το 1913, αλλά η Ελλάδα πρόβαλλε σοβαρές αντιρρήσεις για την τελική ένταξη, υποδεικνύοντας την ελληνικότητα του πληθυσμού της περιοχής. Εκτός από την Ελλάδα, τον διακανονισμό του 1913 αμφισβητούσε και η Γιουγκοσλαβία και ζητούσε επίσης επανεκτίμηση και των δικών της συνόρων με την Αλβανία. Η Διάσκεψη ωστόσο εξέδωσε απόφαση να τηρηθούν τα σύνορα του 1913, και μάλιστα όρισε ως σύνορο Ελλάδος και Αλβανίας τα όρια μεταξύ των καζάδων Κορυτσάς και Καστοριάς αντί του υδροκρίτη μεταξύ του άνω ρου του Δέβολη και του άνω ρου του Αλιάκμονα, που περιλαμβανόταν στο πρωτόκολλο της Φλωρεντίας του 1913, με αποτέλεσμα 14 χωριά του καζά της Κορυτσάς που ανήκαν στην Ελλάδα από τότε να περιέλθουν στην Αλβανία. Το θέμα των αλβανικών συνόρων όμως δεν ανήκε στην αρμοδιότητα της Πρεσβευτικής Διάσκεψης, αφού η Αλβανία δεν είχε υπογράψει τις συνθήκες της ειρήνης. Στις 7 Μαρτίου 1923 η επιτροπή χάραξης με επικεφαλής τον Ιταλό στρατηγό Tellini έφτασε στην Ηπειρο, αλλά άρχισε τις εργασίες της μόλις τον Μάιο εκείνου του χρόνου.
Στις 27 Αυγούστου βρέθηκαν δολοφονημένοι στον δρόμο των Ιωαννίνων προς την Κακαβιά (σε ελληνικό έδαφος) ο Tellini, ο ταγματάρχης Corti, ο υπασπιστής λοχαγός Bonaccini, ο οδηγός του αυτοκινήτου και ένας διερμηνέας. Χωρίς να περιμένει τα αποτελέσματα των ανακρίσεων που η ελληνική κυβέρνηση διέταξε να γίνουν, ο Μουσολίνι, μέσω του κατά τα πάντα δυσάρεστου προς τους Ελληνες Ιταλού πρεσβευτή Montagna, επέδωσε στην Επανάσταση του 1922 τελεσιγραφική διακοίνωση 24ώρου προθεσμίας, που περιείχε τους ακόλουθους όρους:
1) Απόδοση τιμών στην ιταλική σημαία και στις σορούς των δολοφονημένων. 2) Αίτηση συγγνώμης προς την Ιταλία. 3) Τέλεση μνημοσύνου παρουσία του υπουργικού συμβουλίου. 4) Συμμετοχή του στρατιωτικού ακολούθου της ιταλικής πρεσβείας στις ανακρίσεις. 5) Καταδίκη σε θάνατο των ενόχων. 6) Καταβολή 50.000.000 λιρεττών.
Από τις απαιτήσεις αυτές μόνον οι τρεις πρώτες έγιναν δεκτές, ενώ οι υπόλοιπες απορρίφθηκαν από την ελληνική κυβέρνηση, η οποία δεχόταν ωστόσο να προσφέρει αρωγή στις οικογένειες των θυμάτων. Ακόμη η Ελλάδα πρότεινε στην Ιταλία να αναθέσουν την επίλυση της διαφοράς στην Κοινωνία των Εθνών, ενώ ο υπουργός Εξωτερικών Αλεξανδρής διαβεβαίωνε τον Μουσολίνι με προσωπικό τηλεγράφημα ότι οι δολοφόνοι του στρατηγού δεν ήταν Ελληνες, αλλά ληστές αλβανικής καταγωγής.
Βομβαρδισμός αμάχων
*Βιβλίο για το επεισόδιο της Κέρκυρας
Μοιρολατρική υποχωρητικότητα με δυσβάσταχτο οικονομικό κόστος
Οι έντονες ελληνικές διαμαρτυρίες και οι αναφορές στις αρχές της ηθικής και του δικαίου δεν απέτρεψαν την τελική αποδοχή των όρων. Ο αντιπρόσωπος της Ελλάδος στην ΚτΕ Ι. Πολίτης εισηγήθηκε προσφυγή στο Δικαστήριο της Χάγης, την οποία όμως η Επανάσταση του 1922 απέρριψε.
Τακτική συμβιβασμών
Η Ελλάδα είχε από την 1η Σεπτεμβρίου 1923 καταφύγει στην ΚτΕ, ζητώντας από το Συμβούλιο του Οργανισμού να αναλάβει τη διευθέτηση της διαφοράς με την Ιταλία. Στις 5 Σεπτεμβρίου, ο Ιταλός αντιπρόσωπος αποκρούοντας την επέμβαση της ΚτΕ με τον ισχυρισμό ότι η Ελλάδα είχε δηλώσει ότι θα σεβαστεί το πόρισμα της Διάσκεψης και ότι συνεπώς παραδεχόταν την ενοχή της στην υπόθεση της δολοφονίας, υπέδειξε έμμεσα το μεγάλο διπλωματικό σφάλμα των Ελλήνων. Μάταια ο γραμματέας της ελληνικής αντιπροσωπείας, Ι. Πολίτης, προσπάθησε να εξηγήσει ότι η χώρα του δεν είχε προσφύγει στη Διάσκεψη, αλλά είχε απαντήσει μόνο στη διακοίνωσή της ότι θα δεχόταν τα πορίσματα της ανακριτικής επιτροπής που εκείνη θα κατάρτιζε. Η ΚτΕ με ανακούφιση εγκατέλειψε την υπόθεση στην κρίση της Πρεσβευτικής Διάσκεψης.
Η εκκρεμότητα, τέλος, της ελληνικής προσφυγής στο Δικαστήριο της Χάγης έδωσε στην Αγγλία τη δυνατότητα να πείσει την Ιταλία να αποσυρθεί από την Κέρκυρα.
Ο Πλαστήρας, ο οποίος θέλησε κάποια στιγμή να αντισταθεί στην ιταλική εισβολή, αναγκάστηκε να ακολουθήσει τις αποτρεπτικές συμβουλές του Γονατά και του υπουργού Εξωτερικών Αλεξανδρή. Η απαισιόδοξη διάθεση με την οποία οι Ελληνες διπλωμάτες αντιμετώπιζαν τη δυνατότητα της ΚτΕ να απονέμει δικαιοσύνη, ιδιαίτερα όταν θίγονταν συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων, τους οδηγούσε σε μια τακτική συμβιβασμών, που απέκλειε την εκμετάλλευση των μικρών ευκαιριών που πρόσφερε ο Οργανισμός. Η απαισιοδοξία τους δεν ήταν βέβαια αβάσιμη. Η πλεονεκτική θέση των Μεγάλων Δυνάμεων στο εκτελεστικό όργανο της ΚτΕ -το Συμβούλιο- επηρέαζε αποφασιστικά και τις αποφάσεις του Οργανισμού.
*Βιβλίο για το επεισόδιο της Κέρκυρας
Κακό προηγούμενο
* Ο κ. Θάνος Βερέμης είναι πρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου Παιδείας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου