*Η Μύκονος το 1908
Γράφει ο Ανδρέας Μακρίδης
Γυναίκες πολλές, όλων των ηλικιών, με λάγνο βλέμμα ή λαγαρό, σ’ ένα νησί όπου τα αρσενικά σπανίζουν, έτοιμες ν’ αρπάξουν αγκαζέ τον πρώτο ξένο που θα βρεθεί μπροστά τους. Μοιάζει με διαφημιστικό ή για παραμύθι – το έζησε όμως πριν από δύο αιώνες, ο περιηγητής και ιερωμένος Ρόμπερτ Γουώλς, πάστορας της αγγλικής πρεσβείας στην Πόλη.
*Ο συγγραφέας Ρόμπερτ Γουώλς
Στις αναμνήσεις του με τίτλο «Διαμονή στην Κωνσταντινούπολη», ο Γουώλς δεν θα μπορούσε να μην συμπεριλάβει, την μοναδική εκείνη εμπειρία που του επεφύλαξε η Μύκονος στην παρέα του και τον ίδιο, όταν ξεκίνησε, Γενάρη του ’21, περιοδεία στις Κυκλάδες.
Πρώτος πυλώνας στάθηκε η οικία του άγγλου Πρόξενου, με μια πανέμορφη ελληνίδα σύζυγο, μητέρα στα δεκάξι της. «Εκτελούσε τα χρέη της οικοδέσποινας με τρόπο αξιοπερίεργα ευχάριστο. Κοκκινίζοντας πού και πού από ντροπή, μα κι απερίσπαστη, με τέλεια δεξιότητα, περιέφερε έναν ασημένιο δίσκο με ποτήρια και ποτά, μαζί με έναν άλλο, γεμάτο με γλυκό πορτοκάλι, από τον οποίον πήραμε όλοι ένα κουταλάκι και το κατεβάσαμε μ’ ένα ποτήρι νερό. Για τους κυρίους έπειτα, ερχόντανε τσιμπούκια και καφές κι ύστερα πάλι κολατσιό από αυγά, τυρόπηγμα, μέλι, λουκάνικα, ψωμί, σύκα και κρασί». Κι έξω από το σπίτι του Προξένου, βγαίνοντας η παρέα, αντίκρυσε το ντόπιο πληθυσμό συγκεντρωμένο.
*Η Μικρή Βενετία της Μυκόνου
«Στη μεγάλη τους πλειοψηφία ήταν γυναίκες. Αυτό δεν οφειλόταν στην υπέρτερη περιέργεια του φύλου τους, μα στο ότι πάντα στο νησί, όπως και τότε, τα θηλυκά ήταν πολύ περισσότερα απ’ τους άνδρες – και στα μητρώα καταγράφονταν σαν τέσσερες προς έναν (…) Καθώς προχωρούσαμε εμείς, οι γυναίκες και τα κορίτσια συνωθήθηκαν μπροστά και μας πήραν αλά μπρατσέτα με την καλύτερη διάθεση και οικειότητα. Είχαμε μαζί μας κι έναν ομορφονιό, δόκιμο σημαιοφόρο, που έγινε το ιδιαίτερο αντικείμενο της προσοχής τους. Δύο από τις πιο αιθέριες, έπλεξαν τα χέρια τους στα δικά του και δεν σταμάταγαν να του μιλούν και να γελάνε, κι ας μην καταλαβαίνανε ούτε λέξη απ’ όσα έλεγε. Μ’ αυτό τον τρόπο μας συνόδεψε ολόκληρο το πλήθος στα πλοιάρια μας. Θα μας ακολουθούσαν ευχαρίστως στο κατάστωμα, αλλά καθώς αυτό δεν ήταν εφικτό, πειστήκαν με μεγάλη δυσκολία να γυρίσουν, αλλά απείλησαν να ‘ρθουν την επομένη»!
*Το βιβλίο που αναφέρεται στο κείμενο
Εάν κανείς εκλάμβανε την συμπεριφορά αυτή για έλλειψη ηθικών αναστολών, η πείρα θα τον δίδασκε πως είχε κάνει λάθος – παρατηρεί ο Γουώλς. Είν’ «ελαφρότητα καρδιάς», μια «πλημμυρώδης ευθυμία», μια κάποια «υπερβολή στην ιλαρότητα». Γιατί όμως τότε ο κλήρος αναγκάζονταν «να μπει σε μύριους κόπους, προκειμένου να εντυπώσει σε όλες τις τάξεις, τις καταστροφικές συνέπειες της σεξουαλικής ακράτειας»; Μήπως μας κρύβει κάτι ο περιηγητής μας;
Στα εκκλησάκια, τοιχογραφίες προμήνυαν τα δεινά του άλλου κόσμου: «Έναν γυμνό άνδρα καβάλαγε ένας δαίμονας στην πλάτη και με μια τρίαινα τον κένταγε να περπατάει μπροστά, ενώ σε κάποιον άλλονε του είχανε περάσει ένα υνί στο σώμα. Μία γυμνή κυρία, με το μαλλί της χτενισμένο επιδεικτικά, είχε στα πόδια τυλιγμένα δύο φίδια…»
*Η Μύκονος
Μόνοι ανέγγιχτοι απ’ τη μαγεία της Μυκόνου, έστεκαν οι τρεις οθωμανοί φοροεισπράκτορες, οπού αντίκρυζαν «με αηδία και περιφρόνηση» τα φερσίματα των κοριτσιών της. «Αυτή η υπερβολική ελευθερία των γυναικείων ηθών, ήτανε τόσο ασύμβατη με τα ήθη και τα αισθήματα των ανατολικών εθνών, που ήταν ενδεχομένως μια από τις αιτίες που οι Τούρκοι δεν μπόρεσαν ποτέ να συγχωνευθούν με τους Έλληνες» σχολιάζει ο Γουώλς, απευθύνοντας στις ελληνίδες γυναίκες, την πλέον ανέλπιστη φιλοφρόνηση που θα μπορούσανε αυτές να φανταστούν…
Ανδρέας Μακρίδης
*Στη Μύκονο σήμερα