*Στιγμές δοκιμασίες για
τους Θράκες
*Το ανέκδοτο σημείωμα
του Πολύκαρπου
Γράφει ο Παντελής Στεφ. Αθανασιάδης
Δραματικές στιγμές οδύνης και αίματος άρχισαν
να ζουν οι Έλληνες της Ανατολικής και της Δυτικής Θράκης το καλοκαίρι του 1913,
όταν ακριβώς η Ελλάδα βγήκε νικήτρια από τους Βαλκανικούς Πολέμους, αλλά η
άδικη συνθήκη του Βουκουρεστίου, παραχώρησε τη Δυτική Θράκη στην ηττημένη Βουλγαρία και η Ευρώπη έκλεινε τα
μάτια στην εγκληματική δράση των Νεοτούρκων στην Ανατολική Θράκη.
Οι μέρες ήταν γεμάτες αντάρα και δάκρυ για τον Ελληνισμό της Θράκης. Από τις αρχές του 20ου αιώνα, ο Ελληνισμός της Βόρειας Θράκης αντιμετώπισε φοβερούς διωγμούς και ολοκαυτώματα. Στη Δυτική Θράκη την ανεξέλεγκτη δράση των κομιτατζήδων συνέχισε το επίσημο βουλγαρικό κράτος ως αρχή κατοχής. Και στην Ανατολική Θράκη οι Νεότουρκοι άρχιζαν σιγά- σιγά τη γενοκτονική τους πολιτική, που έμεινε γνωστή στην Ιστορία ως «Μαύρο Πάσχα των Θρακών».
Το 1913 οι συνεχείς μάχες, οι προελάσεις πότε των Βουλγάρων και πότε των Τούρκων, στα εδάφη της ενιαίας Θράκης, άλλοτε πύρωναν τις ελπίδες των αλύτρωτων για απελευθέρωση και άλλοτε έφερναν απόγνωση. Το καλοκαίρι του 1913 ήταν μια δύσκολη χρονιά. Ο ελληνικός στρατός με νικηφόρες πάντα προελάσεις κατατρόπωνε τους Βουλγάρους και τους απωθούσε προς τη Σόφια. Οι ήττες δημιουργούσαν ένα αίσθημα εκδίκησης των Βουλγάρων κατά των Ελλήνων στα χωριά που εγκατέλειπαν. Οι Τούρκοι, πάλι, που απωθούσαν τους Βουλγάρους από τη δική τους πλευρά, όταν έμπαιναν σε ελληνικά χωριά έδειχναν μίσος και βαρβαρότητα. Φωτιά και φόνοι παντού. Η κατάσταση ήταν δραματική.
Η κατάσταση με τους πρόσφυγες να προσπαθούν να βρουν πλοίο που θα τους μεταφέρει μακριά, ήταν απελπιστική. Στην κραυγή «Έρχονται οι Βούλγαροι» ακολουθούσε πανικός και ρίγος. Όλοι είχαν δοκιμάσει για μικρό μόνο διάστημα την πρώτη βουλγαρική κατοχή από τον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο και ήξεραν τι θα συμβεί και πάλι.
Τέτοια ήταν τότε η ατμόσφαιρα στις πόλεις και τα χωριά της Θράκης. Κάθε κάτοικος είχε να αφηγηθεί μια προσωπική περιπέτεια. Κάθε χωριό κουβαλούσε τη συλλογική φρίκη των κατοίκων του, που δοκιμάζονταν σκληρά, από Βουλγάρους και από Τούρκους. Κάθε πόλη ψυχορραγούσε…
Για να
αντιληφθούμε το κλίμα της εποχής θυμίζουμε πώς όταν αναγγέλθηκαν οι αποφάσεις που
ελήφθησαν στο Βουκουρέστι τα δύο κύρια λιμάνια της Θράκης, του Δεδέαγατς, της Μάκρης
και του Πόρτο Λάγο, γέμισαν από απελπισμένους πρόσφυγες που ήθελαν να φύγουν
μακριά από την Βουλγαρική πλέον κατοχή. Τότε δύο σημαντικοί θεσμικοί παράγοντες
που βρίσκονταν κοντά στην περιοχή, έσπευσαν να ειδοποιήσουν την κυβέρνηση της
Αθήνας από τον Ιούλιο του 1913 για την τραγικότητα των στιγμών. Ο βασιλεύς
Κωνσταντίνος ήταν στην περιοχή των Σερρών καταδιώκοντας τους Βουλγάρους και ο
ναύαρχος Κουντουριώτης επικεφαλής της Ελληνικής αρμάδας περιπολούσε με τον
«Αβέρωφ» και άλλα πολεμικά πλοία από την Αλεξανδρούπολη έως την Καβάλα. Ο Κωνσταντίνος
τηλεγράφησε προς το Υπουργικό Συμβούλιο, ότι Έλληνες και Τούρκοι πρόσφυγες
συγκεντρώνονται στα παράλια, θέλοντας να φύγουν από τα μέρη που περιέρχονταν
στη Βουλγαρία. Ταυτόχρονα ζητούσε να ληφθούν μέτρα και να ορισθούν οι τόποι
εγκατάστασης αυτών των πληθυσμών, αλλά να υπάρξουν και τρόποι να συντηρηθούν.
Δραματικό όμως ήταν και το τηλεγράφημα του ναυάρχου Παύλου Κουντουριώτη προς το
Βασιλέα Κωνσταντίνο, που ανέφερε:
«Πρόσφυγες Έλληνες και Οθωμανοί εκ Ξάνθης και άλλων μερών συνεκεντρώθησαν εις Πόρτο Λαγώ. Τρέμοντες μέλλουσαν Βουλγαρικήν κατοχήν, καθικετεύουσι στείλωμεν ατμόπλοια και μεταφέρωσιν αυτούς εις Θάσον. Καθημερινώς συνωστίζονται εκεί εκ παντοίων μερών, όντες αμετάπειστοι παραμείνωσιν εστίας των, θεωρούντες άφευκτον όλεθρόν των υπό Βουλγαρίαν».
Η ανέκδοτη αναφορά του Λεονταρή Λεονταρίδη
Στο πολύτιμο Ιστορικό Αρχείο του υπουργείο Εξωτερικών έχει διασωθεί η αναφορά του Λεονταρή Λεονταρίδη, γεννημένου στη Μαρώνεια, κατοίκου του Δεδέαγατς (Αλεξανδρούπολης). Η αναφορά αυτή που περιγράφει τις προσωπικές περιπέτειες του Λεονταρίδη, απεικονίζει την καθημερινότητα που ζούσαν οι κάτοικοι της Δυτικής Θράκης από τη στιγμή που πάτησαν το πόδι τους εκεί οι Βούλγαροι. Η αναφορά υποβλήθηκε στον στρατιωτικό διοικητή της Καβάλας υποστράτηγο Ναπολέοντα Σωτήλη.
Από την Καβάλα ο στρατιωτικός διοικητής της VII Μεραρχίας υποστράτηγος Σωτήλης την έστειλε στις 4 Δεκεμβρίου 1913 προς τη Γενική Διοίκηση Μακεδονίας, στη Θεσσαλονίκη. Η ίδια αναφορά υποβλήθηκε και στο υπουργείο Στρατιωτικών, η Επιτελική Υπηρεσία του οποίου τη γνωστοποίησε στο υπουργείο Εξωτερικών, όπου διασώζεται.
Η αναφορά αυτή από όσα γνωρίζω, είναι αδημοσίευτη.
Ο Λεονταρίδης υπέβαλε την αναφορά με τις περιπέτειές του στις 28 Νοεμβρίου 1913 και είναι η ακόλουθη (σ.σ. διατηρείται η σύνταξη και η ορθογραφία της)
«Κύριε,
Την εποχήν καθ’ ήν οι Βούλγαροι
με παρέλαβον ως όμηρον η οικογένειά μου έφυγεν εκ Μαρωνείας δίχως να παραλάβη
την περιουσίαν μου και μετέβη εις Σαμοθράκην. Εγώ δε κατά μήνα Αύγουστον είχον
απολυθή εκ Σόφιας ήλθον μέσον Σερβίας εις Θεσσαλονίκην, Καβάλαν ζητών να εύρω την
Οικογένειάν μου ήν και εύρον εις Σαμοθράκην, όπου και διέμενον μετά της
Οικογενείας μου επί δύο μήνας και επειδή υπεφέραμεν εκ χολέρας ηναγκάσθημεν να
επανέλθωμεν εις την πατρίδα μας. Εφθάσαμεν εις Δεδέαγατς μετά οκτώ άλλων
οικογενειών ακριβώς καθ΄ ην ημέραν οι Βούλγαροι παρελάμβανον το Δεδέαγατς. Αφ’
ού δε πρώτον ερωτήθημεν παρ’ αυτών δια ποίον λόγον εγκαταλείψαμε το μέρος μας,
και απαντήσαμεν εις αυτούς μας επέτρεψαν να εξέλθωμεν του πλοίου αφ’ ού πρώτον
μας κατέγραψαν και επιθεώρησαν τα έπιπλά μας. Διέμενον εν τη Οικία μου εις
Δεδέαγατς επί τέσσαρας ημέρας μετά δε των 4ων ημερών έσπευσα προς
τον Διοικητήν του Δεδεαγατσίου να ζητήσω άδειαν όπως μεταβώ δια σιδηροδρόμου
εις Μαρώνειαν και εύρω τα πράγματά μου. Δια σιδηροδρόμου έφθασα εις τον σταθμόν
Κιοσέ Μπιζέρ όπου και διέμεινα επί
τέσσαρας ημέρας. Εύρον εκεί στρατιωτικόν διοικητήν αξιωματικόν ονώματι
Δημητρίεφ μετ’ ολίγων στρατιωτών και 60 οικογενειών Βουλγάρων προσφύγων εκ
Σιτσανλή (Ποντίκια). Είδον την
αθλιότητα και την καταστροφήν της πατρίδος μου. Μας ήρπασαν όλα τα πράγματά μας
και έπιπλά μας και τα διένειμαν εις τους πρόσφυγας Βουλγάρους ούς εγκατέστησαν
εντός των Οικιών μας.
Ως εκ τούτου ηναγκάσθην να ζητήσω
άδεια παρά του Διοικητού της Μαρωνείας όπως μοι επιτρέψη να επανέλθω πλησίον
της Οικογενείας μου. Μοι εδόθη και εκίνησα εκ Μαρωνείας και έφθασα εις τον
Σταθμόν Κιοσσέ Πετζήρ και επειδή δεν
υπήρχε τραίνον ηναγκάσθην να μείνω εις έν πλησιόχωρον ονόματι Πεκίρκιοϊ (Βέλκιον) εις την οικίαν Μοατζήρ Μεμέτ και παρά του
οποίου ηγόρασα μέλι και βούτηρον 20 οκάδας. Την επιούσαν εισήλθον εις το
τραίνον διευθυνόμενον εις Δεδέαγατς. Έφθασα εις Δεδέαγατς εις τας 7 Μ.Μ.
Αξιωματικός τις μας εζήτησε το Διαβατήριον και ως είδεν ότι είμαι Έλλην ευθύς
διέταξεν τον στρατιώτην να μοι παραλάβη ως και με παρέλαβεν εφ’ όπλου λόγχης
και με μετέφερεν κάτωθεν του σταθμού εις μίας παράγκαν καθώς και άλλοι
στρατιώται μετέφερον εκ του αυτού τραίνου τρεις ομογενείς εις την αυτήν
παράγκαν. Εκεί είμεθα φιλακισμένοι αρκετήν ώραν μέχρις ότου φίγωσιν οι άλλοι
ταξιδιώται Βούλγαροι, Εβραίοι, Οθωμανοί. Αρμένιοι.
Μετά ταύτα ήλθον τέσσαρες
στρατιώται με εγύμνωσαν και αφ’ ού με επήραν τριακόσια γρόσια εις χαρτία, Βουλγαρικά
τα οποία είχον εις το τεφτεράκη μου και τσέπη μου, ήρπασαν και ότι είχον εις το
δισάκη μου, με άφησαν μόνον οκτώ αργυρά λεύϊα τα οποία είχα εις την τσέπην μου.
Το αυτό έπραξαν και εις τους άλλους τρεις συντρόφους μου ομογενείς. Εκείθεν μας
παρέλαβον αγνοούντες πού άραγε θα μας μετέφερον, υποπτευόμενοι ότι θα μας
κόψουν εν καιρώ νυκτός. Διερχόμενοι δε εκ Δεδέαγατς είδον φως εις το παράθυρον
της Οικίας μου και ήρχισα να φωνάζω όπως εννοήσωσιν οι Οικείοι μου ότι
ευρίσκομαι εις χείρας Βουλγάρων στρατιωτών. Όταν δε εφώναξα «Παναγιώτα» ήρχισαν
οι στρατιώται να με κτυπούν με τα όπλα των και μοι έρριξαν κατά γης, τότε
έπαυσα να φωνάζω και μας οδήγησαν επάνω εις παλαιόν σταθμόν της παλαιάς γραμμής
(Oriento). Εκεί μας περέδωσαν εις άλλους στρατιώτας οίτινες μας
εφυλάκισαν. Εν φυλακή είδον πολλούς άλλους ομογενείς διερχομένους εκ
Γκιουμουλτζίνης και Ξάνθης με τους οποίους δεν επέτρεπον να ομιλήσωμεν την
Ελληνικήν γλώσσαν, μόνον μας είχαν νυστικούς και ολονέν μας ετυράννουν οι
στρατιώται δια ξύλου. Πρωΐαν τινά αξιωματικός τις ήλθεν και με ηρώτησεν εις
ποίον μέρος θα μεταβώ. Απήντησα ότι η Οικογένειά μου μένει εις Δεδέαγατς και θα
μείνω εκεί ως διαλαμβάνει και το διαβατήριόν μου του Διοικητού της Μαρωνείας.
Αυτός όμως μοι απήντησεν «Ναζάτ» και διέταξε τους στρατιώτας να με πάρουν δι’
εξόδων μου διά Δεδιμότιχον. Τον παρεκάλεσα όπως μοι επιτρέψη να παραλάβω την
Οικογένειάν μου και μερικά ρούχα μου. Εστάθη αδίναντον να μοι απαντήση ειμή
διέταξεν τους στρατιώτας και μας έθηκαν εις έν βαγόνιον ομού με οκτώ ομογενείς μιας γυναικός εξ
Ανδριανουπόλεως και δια φρουράς μας εξεδίωξαν μέχρι των συνόρων Δεδιμοτίχου ή
Σουφλίου. Μερικοί των ομογενών έμειναν εις Κούλελη (σήμερα Πύθιο), εγώ δε
φθάσας εις Ανδριανούπολιν διέμεινα Δέκα οκτώ ημέρας. Εφρόντισα να μάθω περί της
Οικογενείας μου πλην εστάθη αδύνατον. Η
Τουρκική Κυβέρνησις μοι εζήτησεν εκ του Ξενοδοχείου ηννόει βιαίως να με στείλλη
εις Βουλγαρικόν έδαφος και πολλάκις προσεκλήθην υπό της αστυνομίας ήτις με είπε
ότι δεν είμαι δεκτός ούτε εις Ανδριανούπολιν να διαμείνω ούτε εις Κωνσταντινούπολιν
να μεταβώ. Μοι έστειλαν βιαίως εις Δεδιμότιχον και εκείθεν κρυφίως κατόρθωσα να
φθάσω εις Κωνσταντινούπολιν. Εκείθεν εισήλθον εις Αυστριακόν ατμόπλοιον και
εσώθην εις Δεδέαγατς. Ηθέλησα εκ του ατμοπλοίου να ειδοποιήσω την ΟΙκογένειάν
μου και παραλάβω αυτήν, εστάθη όμως αδύνατον διότι δεν επιτρέπεται ούτε την
Ελληνικήν να ομιλήση Έλλην εις άλλον να ειδοποιήσω περί της Οικογενείας μου
ούτε επιστολήν να δόσω ηδυνήθην ώστε ουδένα αποτέλεσμα επέφερα δια την
Οικογένειάν μου ήτις δεν γνωρίζει τι γίνεται ούτε εκείνη γνωρίζει πού
ευρίσκομαι. Εγώ έφθασα εις Καβάλλαν περιστρεφόμενος εδώ και εκεί.
Διατελώ μεθ’ υπολήψεως
Λεοντ. Λεονταρίδης
Καβάλλα τη 28η Νοεμβρίου 1913»
Στην Αθήνα
η εφημερίδα «Πατρίς» (4 Αυγούστου 1913) έγραφε: «Σκηναί φρίκης και απελπισίας. Ποία δύναμις θα δυνηθή να ενσταλλάξη την
προσήκουσαν παραμυθίαν εις της Θρακικήν ψυχήν;».
Από τα τέλη Ιουλίου εξάλλου, ο
Γάλλος πρεσβευτής στην Αθήνα ενημέρωνε την κυβέρνησή του, αναφέροντας μεταξύ
άλλων:
«Οι Βούλγαροι πραγματικώς διέπραξαν θηριωδίας κατά των Ελλήνων. Αι θηριωδίαι αύται ουδαμώς δεν προεκλήθησαν υπό του Ελληνικού πληθυσμού και αι βουλγαρικαί θηριωδίαι διεπράχθησαν υπό των Βουλγάρων των ανηκόντων εις τα κανονικά Βουλγαρικά στρατεύματα τη διαταγή των ανωτέρων αξιωματικών του Βουλγαρικού στρατού».
Οι πληροφορίες αυτές δημοσιεύθηκαν και στην εφημερίδα της Βιέννης «Τσάϊτ».
Οι εκπρόσωποι Θρακικών πόλεων, οι οποίοι είχαν καταφύγει στη Θεσσαλονίκη, έστειλαν στις 5 Δεκεμβρίου λεπτομερές υπόμνημα στην κυβέρνηση, διεκτραγωδώντας αναλυτικά τη ζοφερή κατάσταση, που επικρατούσε στη Δυτική Θράκη.
Στις 12 Δεκεμβρίου ο υποστράτηγος Σωτήλης γνωστοποίησε στη Γενική Διοίκηση Μακεδονίας υπόμνημα παραπόνων Ελλήνων του Δεδέαγατς και της Μάκρης για κακοποιήσεις από τους Βουλγάρους και κατασχέσεις Ελληνικού πλοίου και εμπορευμάτων. Παντού βασίλευε η αυθαιρεσία του ηττημένου κατακτητή!!!
Πρόωρα άρχισε το «Μαύρο Πάσχα» στην Ανατολική Θράκη
Και ενώ στην Δυτική Θράκη βασίλευε ο βουλγαρικός τρόμος, στην Ανατολική Θράκη, άρχισαν σιγά- σιγά να διαφαίνονται οι εχθρικές διαθέσεις των Νεοτούρκων για τις υπόδουλες εθνικές ομάδες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Στις 29 Ιουλίου 1913 η «Εστία» σε
ανταπόκρισή της από τη Ραιδεστό έγραφε: «Άπαντα
τα χωρία του Ουζούν Κιοπρού, εντεύθεν και εκείθεν του Εργίνη, του Διδυμοτείχου
εντεύθεν του Έβρου, άτινα άλλοτε μετ’ αληθούς ανακουφίσεως εκαμάρωνεν η εθνική
ψυχή δια τον πλήρη σφρίγους Ελληνικόν αυτών χαρακτήρα μετεβλήθησαν εις
τέφραν…».
Παραδείγματα μπορούν να αναφερθούν πολλά, όπως για παράδειγμα το κάψιμο και η φοβερή σφαγή των Μαλγάρων. Πέπλο τρόμου και θανάτου είχε απλωθεί επάνω στη Θράκη. Τα πάθη των Θρακών μπορούν να γεμίσουν τόμους ολόκληρους.
Στις 14 Σεπτεμβρίου συνελήφθησαν οι πρόκριτοι του Σκοπού κωμόπολης των Σαράντα Εκκλησιών, συνολικά 50 άτομα και φυλακίσθηκαν, διότι δήθεν είχαν κρυμμένα όπλα. Την επομένη αποφυλάκισαν τους περισσότερους επειδή έδωσαν εγγυήσεις ότι δεν θα διαφύγουν κρυφά. Κράτησαν μόνο τον διευθυντή των σχολείων Σιμόπουλο, τον Βασίλειο Κώστογλου και τον Κ. Μαλαμά. Ο τελευταίος είχε γιο Εύελπι, που σκοτώθηκε στην πολιορκία του Μπιζανίου. Αυτοί οι τελευταίοι απολύθηκαν αργότερα αφού έδωσαν ακόμα και «κτηματικές» εγγυήσεις. Οι Οθωμανοί ζούσαν με το φόβο ότι εκεί κρύβονται ανταρτικά σώματα. Γι΄ αυτό έστειλαν ισχυρά στρατιωτικά αποσπάσματα στο χωριά Σκόπελος και Πέτρα να περιπολούν.
Δυσάρεστα μαντάτα ήρθαν και από την Αδριανούπολη. Ο μητροπολίτης Πολύκαρπος, τηλεγραφούσε στην ελληνική πρεσβεία της Κωνσταντινούπολης στις 18 Σεπτεμβρίου 1913, ότι άρχισαν θανατικές εκτελέσεις και επέκειντο και άλλες, ενώ συνεχίζονταν οι αθρόες συλλήψεις και φυλακίσεις χριστιανών. Προειδοποιούσε μάλιστα ότι «παράτασις της καταστάσεως θα επιφέρη αποσύνθεσιν κατεστραμμένων ήδη χωρίων». Ειδικά για την Αδριανούπολη έγινε γνωστό ότι απαγχονίσθηκαν σε δημόσια θέα έξι ομογενείς. Η διαδικασία στο Στρατοδικείο έγινε κεκλεισμένων των θυρών και χωρίς συνηγόρους υπεράσπισης.
Ο Μητροπολίτης Πολύκαρπος προς τον
Πατριάρχη
Ο Πολύκαρπος σε προσωπικό ιδιόγραφο σημείωμά του προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη Ιωακείμ Γ΄ έγραφε:
«Δια δύο τηλεγραφημάτων εγνώρισα τη Υμ. Προσκυνητή μοι Παναγιότητι τα
ενταύθα επ’ εσχάτων λαβόντα χώραν οδυνηρά. Οι κατά την 18ην
Σεπτεμβρίου ε.έ. απαγχονισθέντες ομογενείς
κατήγοντο εκ Χάφσα εξάωρον ανατολικώς κειμένης της Αδριανουπόλεως και
οικουμένης εξ 120 τουρκοφώνων Ελληνικών Ορθοδόξων οικογενειών και 280
μουσουλμανικών. Οι ούτω τερματίσαντες τον βίον εισίν οι:
1)
Ευάγγελος
Γεωργίου ετών 28, εγκαταλείπει σύζυγον και 4 τέκνα.
2)
Αθανάσιος Γεωργίου ετών 31, εγκαταλείπει
σύζυγον και 3 τέκνα.
3)
Σωτήριος
Γεωργίου, αδελφός του προηγουμένου, εγκαταλείπει σύζυγον.
4)
Γεώργιος
Αλεξάνδρου ετών 30, εγκαταλείπει σύζυγον και 1 τέκνον.
5)
Απόστολος
Καραγεωργίου, ετών 40, εγκαταλείπει σύζυγον και 5 τέκνα.
6)
Στογιάνος
Φίνογλου ετών 23, άγαμος…».
Ο Πολύκαρπος συνεχίζοντας, γνωστοποιούσε στον Πατριάρχη ότι παρά τις υποσχέσεις για αναστολή των λοιπών εκτελέσεων, δεν είχε ανακοινωθεί τίποτα επισήμως. Επίσης ανέφερε ότι στις φυλακές της Αδριανούπολης ήταν φυλακισμένοι 500 ομογενείς.
Στις 12 Οκτωβρίου 1913 έγινε γνωστό ότι στρατοδικείο των Μαλγάρων καταδίκασε σε θάνατο 12 ομογενείς. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο αποφάσισε να προβεί σε διαβήματα για απονομή χάριτος στους καταδικασθέντες και αμνηστίας γενικότερα.
Προς τα τέλη του Νοεμβρίου ο νομάρχης Δράμας Ναΐλ Ζαϊδέ ειδοποιούσε το υπουργείο Εξωτερικών ότι έφτασαν στη Δράμα σιδηροδρομικώς 13 κάτοικοι του χωριού Καβατζίκ Σουφλίου (Λευκίμη) απελαθέντες από τις Βουλγαρικές αρχές, ενώ από το Σουφλί είχαν απελαθεί 18 κάτοικοι κυρίως εμπορευόμενοι, οι οποίοι από το Δεδέαγατς κατευθύνθηκαν στην Καβάλα με πλοίο.
Σε άλλη περίπτωση από τηλεγράφημα του διοικητή Λήμνου προς το υπουργείο Εξωτερικών πληροφορούμαστε ότι από τη Μάκρη εκδιώχθηκαν οκτώ οικογένειες, οι οποίες κατέφυγαν στη Λήμνο. Στα σπίτια τους εγκαταστάθηκα Βούλγαροι έποικοι.
Στις αρχές Δεκεμβρίου οι
βουλγαρικές αρχές απέλασαν από την Γκιουμουλτζίνα τον Έλληνα ιερέα Παπακυπριανό
«εις τον οποίον όχι μόνον δεν επέτρεψαν
να παραλάβη ουδέν είδος αποσκευής αλλά και αφήρεσαν και τον τελευταίον οβολόν»!
Άλλα σποραδικά παραδείγματα, για το δεύτερο εξάμηνο του 1913 από την ευρύτερη περιοχή της Μακράς Γεφύρας (Ουζούν Κιοπρού) ήταν το κάψιμο των χωριών Εσκήκιοϊ (με 120 σπίτια) και Μαστανάρ (50 σπίτια) που έγιναν στάχτη. Στο Καβατζήκι από τα 150 σπίτια σώθηκαν μόνο τα 30. Στο Σουμπάσκιοϊ από τα 140 σπίτια… δεν κάηκαν μόνο 5! Φυσικά, παντού οι Τούρκοι επικυρίαρχοι άρπαζαν τα σιτηρά και τα ζώα των χωρικών. Βεβήλωναν εκκλησίες. Σκότωναν και έδερναν τους κατοίκους. Στο Ντογάνκιοϊ πυρπολήθηκαν 120 σπίτια από τα 180 του χωριού, ενώ ατιμάσθηκαν οι γυναίκες ηλικίας 8 ετών και άνω. Τα ίδια συνέβησαν και στο Μεγάλο Ζαλούφι όπου δολοφονήθηκαν 60 κάτοικοι και 150 τραυματίσθηκαν. Δύο αδελφές ατιμάσθηκαν και κατακρεουργήθηκαν. Αξιωματικός του στρατού άρπαξε 2.000 πρόβατα και υποχρέωσε τους χωρικούς να υπογράψουν ότι πληρώθηκαν!!! Τα ίδια επαναλήφθηκαν και στα χωριά Ντερέκιοϊ και Κίρκιοϊ. Δραματική ήταν και η κατάσταση στην περιοχή της Καλλίπολης.
Η Θράκη, το 1913, ενώ όλη η Ελλάδα πανηγύριζε για την νικηφόρα έκβαση των Βαλκανικών Πολέμων, και το διπλασιασμό της έκτασης και του πληθυσμού της, έμπαινε σε ένα εφιαλτικό τούνελ διωγμών, καταναγκασμών, καταπιέσεων, με πολύ πόνο, ασταμάτητο δάκρυ και άδικα χυμένο αίμα αθώων θυμάτων.
Παντελής Στεφ. Αθανασιάδης
ΠΗΓΕΣ
*Ιστορικό αρχείο
υπουργείου Εξωτερικών, Κεντρική Υπηρεσία 1913, αρ. φακ. 16
*Αρχείο εφημερίδων
«Πατρίς», «Ακρόπολις», «Εμπρός», «Εστία», «Αστραπή», «Νέα Ημέρα», 1913
Chryssi Baboura
ΑπάντησηΔιαγραφήΕξαιρετικό με άγνωστες και χρήσιμες πληροφορίες, αν και πολύ λυπηρό ... Ευχαριστώ θερμά, Παντελή!
Andreas Makrides
ΑπάντησηΔιαγραφήΦοβερές καταστάσεις.
Στέφανος Παπακώστας
ΑπάντησηΔιαγραφήΕξαιρετική ανάρτηση
Ευχαριστώ ακόμα μια φορά για την λεπτομερή σου έρευνα και τα στοιχεία που εμφανίζεις για τον τόπο μας! Συγχαρητήρια φίλε Παντελή!!
ΑπάντησηΔιαγραφήVaggelis Tsiakiris
ΑπάντησηΔιαγραφήΓΙΑΣΟΥ ΠΑΝΤΕΛΗ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΚΑΙ ΘΑΥΜΑΤΑ. ΤΗ ΤΡΑΒΕΙΞΕ ΑΥΤΟΣ. Ο ΛΑΟΣ ΟΥΤΕ ΝΑ ΦΑΝΤΑΣΤΟΥΜΕ ΜΠΟΡΟΥΣΑΜΕ . ΚΑΛΟ ΒΡΑΔΥ ΠΑΝΤΕΛΗ
αλεξ π
ΑπάντησηΔιαγραφήEυχαριστώ πολύ !
Το διάβασα ήδη. Mε τα άρθρα σας εμπλουτίζεται (και εμπλουτίζετε ) η ιστοριογραφία της περιοχής μας!
Μενεξια Μαργαζογλου
ΑπάντησηΔιαγραφήΘυμα αυτων των εχθροπραξιων υπηρξε και η οικογενεια του παππου μου ....μεγαλωσα ακουγοντας για τις θηριωδιες εκεινης της εποχης....
Καλο απογευμα
Σας ευχαριστουμε
παρασχος ανδρουτσος
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο θέμα μας είναι ότι με τους πολιτικούς που μας κυβερνούν από την μεταπολίτευση και μετά τους βλέπω πολύ υποχωριτικους βλέπε Σκόπια Αλβανία και Τουρκία και φοβάμαι να μη συμβούν τέτοια γεγονοτα ξανά με εντολές ξένων πρεσβειών