* Ο χαρακτηριστικός τίτλος της "Ατλαντίδος" της Νέας Υόρκης
Γράφει ο Παντελής Στεφ. Αθανασιάδης
Η Αλεξανδρούπολη, υπέστη σαν
πόλη, μια από τις μεγαλύτερες δοκιμασίες
τον Οκτώβριο του 1915, εξαιτίας ενός σφοδρού βομβαρδισμού από τα πλοία
των συμμάχων της Αντάντ. Είναι όμως απαραίτητο να υπενθυμίσουμε το Δεδέαγατς, η
σημερινή Αλεξανδρούπολη, τελούσε υπό βουλγαρική κατοχή, εξαιτίας της άδικης
συνθήκης του Βουκουρεστίου του 1913, που επιδίκασε την Δυτική Θράκη στους
ηττημένους Βουλγάρους και όχι στους Έλληνες που την είχαν ελευθερώσει.
Βρισκόμαστε περίπου στο μέσον του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και οι γειτονικές χώρες Βουλγαρία και Οθωμανική αυτοκρατορία πολεμούν στο πλευρό των Γερμανών του Κάιζερ, εναντίον των συμμάχων της Αντάντ.
Η Ελλάδα δοκιμάζονταν από το πρόβλημα του Εθνικού Διχασμού που είχε αρχίσει να επηρεάζει την πολιτική κατάσταση της χώρας, όπου ο Βενιζέλος ζητούσε την έξοδο στον πόλεμο στο πλευρό των συμμάχων και ο βασιλιάς Κωνσταντίνος επέμενε στην ουδετερότητα.
Η Αλεξανδρούπολη βρέθηκε αποκλεισμένη από τα πλοία των συμμάχων, που ήθελαν να ελέγχουν τη θαλάσσια περιοχή του Θρακικού πελάγους για να μην περνούν σιτάρι, τρόφιμα ποικίλα εφόδια και κυρίως πολεμικό υλικό προς την Τουρκία. Οι πληροφορίες που υπήρχαν ήταν ότι προοριζόμενα δήθεν για τη Βουλγαρία τρόφιμα και άλλα υλικά ξεφορτώνονταν από τα ατμόπλοια στο λιμάνι της Αλεξανδρούπολης και από εκεί κρυφά στέλνονταν σιδηροδρομικώς στην Κωνσταντινούπολη. Κανονική δηλαδή παραβίαση του διεθνούς αποκλεισμού. Απροκάλυπτο λαθρεμπόριο.
Στην Αθήνα ανατέθηκε η εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον Αλέξανδρο Ζαΐμη, στις 24 Σεπτεμβρίου. Κράτησε έως τις 25 Οκτωβρίου 1915. Παραιτήθηκε και ανέλαβε η κυβέρνηση του Στέφανου Σκουλούδη. Την άνοιξη εκείνη της χρονιάς η Αντάντ προσπάθησε να καταλάβει τα Δαρδανέλια και να φτάσει στην Κωνσταντινούπολη, για να αναγκάσει την Οθωμανική Αυτοκρατορία να συνθηκολογήσει. Αυτή η εκστρατεία απέτυχε και τότε η Αντάντ αποφάσισε να καταλάβει τη χερσόνησο της Καλλίπολης. Αλλά και αυτή η εκστρατεία δεν πέτυχε, με όλες τις δραματικές συνέπειες.
Από την 1η Οκτωβρίου 1915 η Βουλγαρία είχε κηρύξει τον πόλεμο κατά της Σερβίας. Στις 3 Οκτωβρίου κήρυξαν τον πόλεμο κατά της Βουλγαρίας η Αγγλία και η Γαλλία.
Έτσι το Θρακικό Πέλαγος γέμισε από πολεμικά πλοία τα οποία επέβλεπαν τον αποκλεισμό. Από τις 7 Οκτωβρίου 1915 η Βουλγαρία είχε ανακοινώσει ότι έβαλε υποβρύχιες νάρκες στα παράλιά της δηλαδή στο Θρακικό Πέλαγος και στον Εύξεινο Πόντο, εφιστώντας την προσοχή των πλοίων γενικώς. Εν τω μεταξύ δημοσιεύθηκαν στον Τύπο πληροφορίες ότι πολυάριθμα συμμαχικά πολεμικά πλοία άρχισαν να περιπλέουν από τις 2 Οκτωβρίου στα παράλια του Δεδέαγατς. Οι πληροφορίες αρχικά ήταν συγκεχυμένες, γιατί έλεγαν ότι η παρουσία του στόλου θα προστατεύσει συμμαχική επιχείρηση απόβασης στρατευμάτων για να καταλάβουν τη σιδηροδρομική γραμμή. Τελικά εφαρμόσθηκε ναυτικός αποκλεισμός για να ελεγχθεί η προσπάθεια της Τουρκίας να εφοδιάζεται με τρόφιμα και πολεμικό υλικό από τη θάλασσα.
Ο βομβαρδισμός της Αλεξανδρούπολης
Ο βομβαρδισμός άρχισε στις 8 Οκτωβρίου 1915 και προκάλεσε τεράστιες καταστροφές στην πόλη. Οι πολυάριθμες οβίδες που έπεφταν προκαλούσαν μεγάλες πυρκαγιές. Ο βουλγαρικός στρατός είχε μεγάλες απώλειες και κατά τις πρώτες πληροφορίες όπως μετέδιδε ο δημοσιογράφος Νικόλαος Ζαρίφης, είχε 1.500 νεκρούς και πολλούς βαριά τραυματισμένους. Οι κάτοικοι, όσοι είχαν απομείνει έσπευδαν να απομακρυνθούν στα πέριξ. Τελευταίος έφυγε ο Έλληνας πρόξενος Αθανάσιος Χαλκιόπουλος, διασώζοντας μάλιστα τα αρχεία του προξενείου. Πάντως υπήρξαν και αρκετοί νεκροί πολίτες, κατά τη διαφυγή τους. Σε σχετική του έκθεση, γραμμένη στις 11 Οκτωβρίου 1915 πληροφορούσε το Υπουργείο Εξωτερικών: «…Άμα τω αρξαμένω σφοδροτάτω βομβαρδισμώ της Πέμπτης άπασαι αι πολιτικαί αρχαί Δεδέαγατς κατέλιπον την πόλιν, τελεία δε ερήμωσις εβασίλευσεν εν τη πόλει πάντων ανεξαιρέτως εγκαταλειψάντων αυτήν λόγω ενσκήψαντος πανικού».
Η πόλη είχε μεταβληθεί σε ένα απέραντο ερείπιο. Στο λιμάνι είχε βυθισθεί μία ατμάκατος και πολλές φορτηγίδες (μαούνες).
Αιτία του ανηλεούς βομβαρδισμού ήταν η είσοδος της Βουλγαρίας στον πόλεμο και οι πληροφορίες για μεγάλες μετακινήσεις τουρκικών στρατευμάτων στην περιοχή της Κεσσάνης στην Ανατολική Θράκη.
Ο βομβαρδισμός έγινε διεθνώς γνωστός από τις αγγλόφωνες εφημερίδες, τόσο στην Αγγλία, όσο και στις ΗΠΑ και την Αυστραλία.
Στα ποικίλα δημοσιεύματα, εξέχουσα θέση κατείχε επιστολή αξιωματικού του Αγγλικού Ναυτικού, που δημοσιεύθηκε στους «Times» του Λονδίνου, στους New York Times στις 10 Νοεμβρίου και αναδημοσιεύθηκε στην ελληνική εφημερίδα της Νέας Υόρκης «Ατλαντίς» στις 15 Νοεμβρίου 1915. Αποτελεί σημαντικό ντοκουμέντο για την ιστορία της πόλης, που υπέστη κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου μεγάλες καταστροφές από τους κανονιοβολισμούς των πλοίων και από την πυρκαγιά που προκλήθηκε. Ζημιές επίσης είχε υποστεί και από τον ναυτικό αποκλεισμό που είχαν επιβάλλει οι συμμαχικοί στόλοι, αλλά και από την ανηλεή βουλγαρική εκδικητική κατοχή.
Το Δεδέαγατς πλήρωσε πολύ ακριβά τους βομβαρδισμούς των συμμάχων, που είχαν στόχο τους Βουλγάρους. Ο πρώτος βομβαρδισμός έγινε στις 8 Οκτωβρίου 1915 και η πόλη χτυπήθηκε άλλες δύο φορές, στις 13 Οκτωβρίου με συμμετοχή υδροπλάνων και στις 16 Οκτωβρίου από θαλάσσης και αέρα. Θεωρείται ότι ήταν η πρώτη ελληνική πόλη που δοκιμάστηκε από αεροπορικό βομβαρδισμό. Τότε η αεροπορία ήταν πρωτόγνωρο όπλο. Στις 9 Οκτωβρίου χτυπήθηκε και η Μάκρη.
Η επιστολή του Άγγλου αξιωματικού αποτελεί την καλύτερη σωζόμενη περιγραφή του ανηλεούς βομβαρδισμού της Αλεξανδρούπολης, ενώ η περιγραφόμενη στάση των Άγγλων ναυτών, δείχνει τα περασμένα μεγαλεία αυτής της χώρας, αλλά και την υπεροψία των πολιτών της.
Η αφήγηση είναι ρέουσα και συναρπαστική. Έχει την αξία του αυτόπτη μάρτυρα συνταρακτικών γεγονότων. Σύμφωνα μ’ αυτήν:
Αρχίζουν τα κανόνια να χτυπάνε την πόλη
Γύρω στη 1.15΄ μ.μ. άρχισε ο κανονιοβολισμός. Πρώτος στόχος ήταν τα παραπήγματα που είχαν ανεγείρει για στρατώνες οι Βούλγαροι προς τα δυτικά της πόλης (σ.σ. στρατώνες στην περιοχή της σημερινής Χηλής). Οι Άγγλοι, μετά τον κανονιοβολισμό αυτόν περίμεναν απάντηση των Βουλγάρων, γιατί υπολόγιζαν ότι θα υπήρχε εκεί στρατός 60.000 ανδρών και 350 τηλεβόλα παραταγμένα στην ακτή. ΟΙ πρώτες βολές που έπεσαν στο έδαφος του Δεδέαγατς, είχαν σαν αποτέλεσμα να βλέπουν από τα πλοία Βουλγάρους να βγαίνουν από τους στρατώνες και να σκορπίζουν στα γύρω χωράφια. Αμέσως έκοψαν το ρυθμό των κανονιοβολισμών για να δώσουν χρόνο στους Βούλγαρους στρατιώτες να απομακρυνθούν.
Σε λίγο άρχισαν πάλι τον έντονο κανονιοβολισμό από απόσταση 2.800 γυαρδών. Έβλεπαν τα βλήματά τους να πέφτουν στη γη και να ανοίγουν μεγάλες οπές και να κατακρημνίζουν κάποια τοιχώματα οχυρώσεων. Οι Άγγλοι έμειναν με την εντύπωση ότι δεν σκότωσαν κανένα Βούλγαρο…
Ύστερα, τα πολεμικά πλοία των Άγγλων κατευθύνθηκαν προς το λιμάνι. Ο πλους αυτός όμως ήταν δύσκολος, γιατί είχαν συγκεντρωθεί έξω από τον χαμηλό κυματοθραύστη πολλά ιστιοφόρα.
Ο Άγγλος αξιωματικός του Ναυτικού έγραψε επίσης ότι ευτυχώς όλοι οι κάτοικοι είχαν απομακρυνθεί και τα στρατεύματα είχαν αποσυρθεί στους γύρω λόφους. Όταν τα διαπίστωσαν αυτά οι Άγγλοι… το γύρισαν στην πλάκα!!!
«Όταν δ’ αντελήφθημεν ότι ουδείς εβλάβη, μετεβάλαμεν τον βομβαρδισμόν μας εις είδος πυροτεχνημάτων, καθόσον συνέπεσεν να είναι η εκατοστή δεκάτη επέτειος της εορτής του Τραφάλγκαρ»!!!
Οι Βούλγαροι αισθάνονταν τον τρόμο που τους προκαλούσαν τα αγγλικά κανόνια, οι άμαχοι κάτοικοι καρδιοχτυπούσαν και οι Άγγλοι διασκέδαζαν!!!
Συνεχίζοντας την αφήγησή του ο Άγγλος αξιωματικός μιλάει για πυρπολήσεις και ότι «τα μόνα τα οποία περιεφρόνουν τα πυρά μας ήταν οι σωροί των χόρτων»!!!
Όμως εκείνος ο βομβαρδισμός άσχετα αν έγινε για να πληγούν οι Βούλγαροι κατακτητές προκάλεσε μεγάλες καταστροφές σε υποδομές και σε περιουσίες της πόλης, όπως παραδέχονταν ο Άγγλος αξιωματικός, που έγραφε:
«Όρη γαιανθράκων ανέπεμψαν φλόγας, σιδηροδρομικαί άμαξαι μετεβλήθησαν εις καιόμενους όγκους, πλοία περιεβλήθησαν υπό φλογών, ως και δύο καταστήματα ελαίων, τας μεγαλοπρεπεστέρας όμως φλόγας, ανέδωσαν αι αποθήκαι αι οποία έκειντο όπισθεν του λιμένος, εν ώ προσωρμίζοντο τα πλοιάρια και έν μέγα εργοστάσιον περιλαμβάνον εκτάκτως εύφλεκτα υλικά. Το εργοστάσιον τούτο είχεν έξ ορόφους και δέκα παράθυρα τετραγωνικά, προς τούτοις δε δύο παραρτήματα τεσσάρων ορόφων έκαστον».
Προφανώς αυτή η περιγραφή αναφέρεται στο βομβαρδισμό του μεγάλου μύλου του Πρωτοπαπά (σ.σ. με τονισμό στη λήγουσα και όχι στην προπαραλήγουσα, όπως το συνηθίζουν οι Αλεξανδρουπολίτες).
Αναφερόμενος στο εργοστάσιο που καίγονταν έγραψε ότι οι σπινθήρες που ξεπετάγονταν από εκεί έβαλαν φωτιά και σε άλλα κτίρια, που βρίσκονταν στην περιοχή, τα οποία κατά τον Άγγλο «εγένοντο θαυμασίως παρανάλωμα του πυρός». Σύμφωνα με τον ίδιο αξιωματικό «το λυπηρόν είναι ότι και ο αναφλεγείς σωρός των γαιανθράκων δεν ηδυνήθη να εξαπλώση τας φλόγας του και μεταδώση το πυρ και ούτως εκάη μόνος, λαμπυρίζων υπό τα ισχυρά του ανέμου ρεύματα».
Την εικόνα της καταστροφής συμπλήρωνε ο άνεμος που έπνεε και η έλλειψη πυροσβεστικής υπηρεσίας, που να είναι σε θέση να αντιδράσει αποφασιστικά. Και μέσα σ’ αυτό το χαλασμό, οι Άγγλοι ναύτες τι έκαναν; Διασκέδαζαν!!! Αφού τα πλοία τους πήγαν μακριά από τη φωτιά περίπου στα 6 και πλέον μίλια ανοιχτά από την ακτή…
«Απηλαύσαμεν έν εκ των παραδοξοτέρων παιχνιδίων του πυρός, του οποίοι αι φλόγες έρριπτον τας σκιάς των εντός της θαλάσσης εις απόστασιν έξ και πλέον μιλίων» γράφει ο επιστολογράφος των «Times» ο οποίος μας δίνει και ένα πρώτο απολογισμό των καταστροφών που προκάλεσαν τα κανόνια τους.
Καταστράφηκαν σχεδόν δώδεκα χιλιόμετρα σιδηροδρομικών γραμμών και κάηκαν πολλές σταθμευμένες αμαξοστοιχίες από της φλόγες που ξεπηδούσαν από το ένα τρένο στο άλλο. Οι συνοικίες της πόλης, η μία μετά την άλλη έγιναν παρανάλωμα του πυρός. Οι οβίδες που έπεφταν στην πόλη θρυμμάτιζαν όλα τα τζάμια των καταστημάτων.
Βομβαρδίστηκε και το Λιμεναρχείο, το οποίο παραδόθηκε στις φλόγες, αλλά κανένας δεν προσπάθησε να σβήσει τη φωτιά.
Ήταν τέτοια η φωτιά που έκαιγε το Δεδέαγατς, που ο Άγγλος αξιωματικός είχε γράψει: «Υποθέτω ότι ουδέποτε θέλω ίδη εις το εξής μεγαλοπρεπεστέρας φλόγας, εκείνων τας οποίας είδον εν Δεδέαγατς»!!!
Πάντως με την επιστολή του επιχείρησε να δικαιολογήσει τη στάση του Αγγλικού Ναυτικού λέγοντας ότι φυσούσε ισχυρός βορειοανατολικών άνεμος και γι’ αυτό το λόγο δεν διέτρεξε σοβαρό κίνδυνο από τη φωτιά το μέρος της πόλης όπου υπήρχαν οι κατοικίες. Ισχυρίζεται επίσης ότι ο Αγγλικός στόλος απέφυγε να βομβαρδίσει το Διοικητήριο και το Ταχυδρομείο, επειδή βρίσκονταν ανάμεσα σε ιδιωτικές κατοικίες.
Εκεί ο αγγλικός στόλος πρέπει να έμεινε έως μεσάνυχτα. Και τι έκαναν ναύτες και αξιωματικοί, σύμφωνα με τη μαρτυρία αυτή;
«Εκεί παραμείναμεν μέχρι βαθείας νυκτός,
απολαμβάνοντες του θεάματος, το οποίον παρουσίαζον αι φλόγες. Αι πύριναι δ’
αυταί γλώσσαι, ιδίως αι των μεγάλων αποθηκών, εξετοξεύοντο εις ύψος 300 και
πλέον ποδών από της στέγης, ενώ το πυρ παρουσίαζεν συμπαγές σώμα από του
υπογείου μέχρις αυτής. Κόλασιν κυριολεκτικώς απετέλει το κτίριον τούτο, εκ των
εξήκοντα του οποίου παραθύρων άτινα ευρίσκοντο εις το μέτωπον και εκ των
παραρτημάτων εξώρμον προς τα ύψη χείμαρροι
πυρός».
Σύμφωνα με τις πληροφορίες που δημοσίευσε ο Πέτρος Αλεπάκος, μοίρα του συμμαχικού στόλου αποτελούμενη από είκοσι βρετανικά πολεμικά πλοία, εκ των οποίων τρία θωρηκτά, δυο βοηθητικά εύδρομα και 15 αντιτορπιλικά μεταξύ των οποίων το HMS Μ 28 και το HMS M 15 έλαβε την εντολή να βομβαρδίσει το Δεδέαγατς. Τα τρία θωρηκτά ήταν το HMS Swiftsure, το HMS Theseus και το HMS Doris, το οποίο ηγούνταν της όλης επιχείρησης , με τον πλοίαρχο Larken.
Ταυτόχρονα Γαλλικά πολεμικά πλοία, με ένα Αγγλικό και το Ρωσικό «Ασκολντ» βομβάρδισαν το Πόρτο Λάγος.
Λίγες μέρες αργότερα, ότι αποκαταστάθηκε η σιδηροδρομική συγκοινωνία, επιβάτες που έφτασαν από το Δεδέαγατς στη Δράμα, ανέφεραν ότι ο βομβαρδισμός ήταν τρομερός, οι ολίγοι κάτοικοι της πόλης ήταν πανικόβλητοι, ενώ καταστράφηκαν δύο τάγματα του 40ου συντάγματος του βουλγαρικού στρατού. Από τους πολίτες είπαν, ότι υπήρξαν 15 νεκροί.
Στην «Νέα Αλήθεια» της Θεσσαλονίκης , δημοσιεύθηκαν
και οι ακόλουθες χαρακτηριστικές πληροφορίες στις 13 Οκτωβρίου 1915:
«Κατά πληροφορίας επιβατών
ελθόντων εκ Δεδέαγατς, ο βομβαρδισμός υπό του συμμαχικού στόλου υπήρξεν
καταστρεπτικώτατος.
Η πόλις σχεδόν ανεσκάφη, ιδία εις
το σημείον όπου τα οχυρωματικά έργα. Πλείσται οικίαι μετεβλήθησαν εις ερείπια,
καθώς και τα στρατιωτικά καταστήματα.
Η σιδηροδρομική γραμμή εβομβαρδίσθη και κατεστράφη εις μήκος πολλών
χιλιομέτρων.
Οι επιβάται Δεδέαγατς μεταβαίνουν πεζή μέχρι του στρατιωτικού σιδηροδρομικού σταθμού της Μπάτοβας, κειμένου προς βορράν του Δεδέαγτς και εις απόστασιν πολλών χιλιομέτρων, οπόθεν αναχωρεί η δια Όκτσιλαρ αμαξοστοιχία».
Ο βομβαρδισμός των συμμάχων ήταν μια από τις μεγαλύτερες δοκιμασίες της Αλεξανδρούπολης, που το 1915 ζούσε κάτω από την ανηλεή βουλγαρική κατοχή, με τους περισσότερους κατοίκους του να έχουν διαφύγει, γιατί δεν άντεχαν να ξαναζήσουν την βουλγαρική εκδικητικότητα, που ήδη την είχαν δοκιμάσει από τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο του 1912.
*Σχετικό είναι και το
θέμα του ναυτικού αποκλεισμού του Δεδέαγατς το 1915. Θα το βρείτε στο https://sitalkisking.blogspot.com/2022/03/1915.html
*Υστερόγραφο
Ευχαριστώ την συγγραφέα
κ. Χριστίνα Φίλιππα, για τη βοήθειά της
ΠΗΓΕΣ
*Εφημερίδα «Νέα
Αλήθεια» Θεσσαλονίκης.
*Εφημερίδα «Ατλαντίς»
Νέας Υόρκης.
*Εφημερίδα «Εμπρός»
Αθηνών.
*Πέτρος Αλεπάκος http://alepakos.blogspot.com/2009/02/to-dedeagatch.html
Άννα Δεληγιάννη - Τσιουλπά
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ γιαγιά μου που ήταν γεννημένη το 1900,μας έλεγε ότι είχε έρθει σε μια οικογένεια στην Αλεξανδρούπολη και θυμόταν τη νοικοκυρά που φώναζε ,μας έκαψε ο Πρωτοπαπάς.και έσπρωχνε τα κορίτσια μαζί και τη γιαγιά μου στο υπόγειο .όταν θα αγόραζα σπίτι στην Αλεξανδρούπολη μου έλεγε:όχ κατά του Προυτουπαπά να πάθιτι απ'τς παλιουβουργάρ'τίπουτα=κάτι.
Χρυσάφης Συκάκης
ΑπάντησηΔιαγραφήΓειά Παντελή.
Προσπαθώ να τα διαβάσω όλα.
Είναι σημαντικό να ξέρουμε τι μας γίνεται.
Είναι ολέθριο που ΔΕΝ ξέρουμε τίποτα!!!
Vaggelis Tsiakiris
ΑπάντησηΔιαγραφήΟΥΤΕ ΤΟ ΕΙΞΕΡΑ ΟΥΤΕ ΤΟ ΕΙΧΑ ΔΙΑΒΑΣΕΙ .ΝΑΣΕ ΚΑΛΑ ΠΑΝΤΕΛΗ ΚΑΛΟ ΒΡΑΔΥ
Κωνσταντίνος Πατιαλιάκας
ΑπάντησηΔιαγραφήΥπέροχη ανάλυση.