Από την ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ της ΚΥΡΙΑΚΗΣ
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_civ_2_05/06/2011_444647
*Το εξώφυλλο του βιβλίου
*Ο καθηγητής Νίκος Αλιβιζάτος
ΝΙΚΟΣ ΑΛΙΒΙΖΑΤΟΣ
"Το Σύνταγμα και οι εχθροί του στη νεοελληνική ιστορία, 1800 -2010" εκδόσεις Πόλις, σελ. 724
"Το Σύνταγμα και οι εχθροί του στη νεοελληνική ιστορία, 1800 -2010" εκδόσεις Πόλις, σελ. 724
Το Σύνταγμα ήταν, φυσικά, στο επίκεντρο της διαδικασίας συγκρότησης και της νεοελληνικής κοινωνίας και του ελληνικού κράτους από την έναρξη ακόμα της Επανάστασης του 1821 και γύρω από αυτό δόθηκαν πολλές πολιτικές και ιδεολογικές μάχες.
Την εκδήλωση του συνταγματικού φαινομένου στη νεοελληνική ιστορική διαχρονία και τους ποικίλους τρόπους της διερευνά και αναστοχάζεται ο καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου Νίκος Αλιβιζάτος στο πρόσφατο βιβλίο του «Το Σύνταγμα και οι εχθροί του στη νεοελληνική ιστορία, 1800 - 2010». Ευθύς εξαρχής ο συγγραφέας δηλώνει την οπτική του. «Τα Συντάγματα, οι πολιτικοί θεσμοί και το δίκαιο αντιμετωπίζονται μεν ως αντανάκλαση των οικονομικών και των πολιτικών δομών της νεοελληνικής κοινωνίας, αλλά ταυτόχρονα δεν παραβλέπεται ότι αναπτύσσουν τη δική τους δυναμική. Επιδρούν, δηλαδή και αυτά- κατά περιόδους μάλιστα με καίριο τρόπο- στην εξέλιξη τούτων των δομών», σημειώνει στην εισαγωγή του. Με το πρίσμα αυτό εξετάζει τη νεοελληνική συνταγματική ιστορία και προβαίνει σε μια περιοδολόγησή της.
Η πρώτη περίοδος εκτείνεται από το 1800 μέχρι το 1915 και ονομάζεται από τον Αλιβιζάτο «εποχή της ανόδου». Είναι η περίοδος κατά την οποία αρχικά εκδηλώνεται η Επανάσταση του 1821 και στη συνέχεια συγκροτείται το νεοελληνικό κράτος. Τα τρία Συντάγματα του Αγώνα- Επιδαύρου, Αστρους, Τροιζηνίας- τα οποία καταρτίστηκαν με σχετικά δημοκρατικό τρόπο και ενσωμάτωσαν τις φιλελεύθερες δυτικοευρωπαϊκές ιδέες, ακολούθησαν οι απολυταρχικές διακυβερνήσεις του Καποδίστρια και του Οθωνα. Ο τελευταίος, δε, δεν τήρησε ούτε το συντηρητικό – μοναρχικό σύνταγμα του 1844 που αναγκάστηκε να παραχωρήσει και καταλύθηκε η βασιλεία του.
Η δεύτερη περίοδος, που διακρίνει ο Αλιβιζάτος και κατά την οποία το Σύνταγμα βρίσκεται στη «δίνη των διχασμών», εκτείνεται από το 1915 έως το 1974. Την περίοδο αυτή, με τα πολλά και συνταρακτικά γεγονότα, το Σύνταγμα δοκιμάστηκε και είτε παραβιάστηκε με την υπέρμετρη ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας είτε καταργήθηκε ευθέως. Το κρίσιμο συνταγματικό διακύβευμα του εθνικού διχασμού ήταν εάν κυβερνά ο ανεύθυνος μονάρχης ή ο κυρίαρχος λαός με τον εκλεγμένο πρωθυπουργό. Η οξύτητα του διχασμού, το πολιτειακό ζήτημα, οι δικτατορίες, κυρίως του Μεταξά και των συνταγματαρχών, και βέβαια ο Εμφύλιος, συνετέλεσαν ώστε η δίωξη των φρονημάτων και των πολιτικών αντιπάλων με έκτακτα μέτρα, όπως οι εκτοπίσεις, οι φυλακίσεις, οι εκτελέσεις συχνά, να είναι μόνιμα φαινόμενα. Σ’ αυτήν τη δύσκολη περίοδο τα Συντάγματα που ίσχυσαν ήταν δύο. Το Σύνταγμα του 1927 καθιέρωσε ρητά το κοινοβουλευτικό σύστημα με δύο νομοθετικά σώματα και με Πρόεδρο Δημοκρατίας. Επανίδρυσε το Συμβούλιο της Επικρατείας και όρισε και κοινωνικά δικαιώματα. Το Σύνταγμα του 1952 είναι, σύμφωνα με τον συγγραφέα, μια συντηρητική εκδοχή του 1911. Υποβάθμισε τη Βουλή, διεύρυνε την εκδοχή της κατάστασης πολιορκίας, απαγόρευσε την απεργία των δημοσίων υπαλλήλων, επέβαλε τον έλεγχο του Τύπου και γενικά εξέφρασε την ιδεολογία των νικητών του Εμφυλίου. Διατήρησε δε τα έκτακτα μέτρα και επέτρεψε τη λειτουργία ενός παρασυντάγματος εις βάρος κυρίως της Αριστεράς. Το 1963 ο Καραμανλής επιχείρησε μια «τομή» στο Σύνταγμα με πρόσχημα τον εκσυγχρονισμό του. Κυρίως όμως ήταν μια απόπειρα σύνθεσης του Συντάγματος με το παρασύνταγμα. Τον Ιούλιο δε του 1965 επανήλθε δραματικά το ερώτημα εάν ο βασιλιάς κυβερνά ή βασιλεύει, με αποτέλεσμα την αποπομπή του νόμιμου πρωθυπουργού και τη γνωστή αποστασία. Η ιστορική αυτή ενότητα έκλεισε με τη δικτατορία του 1967 και την αναστολή και πάλι των ελευθεριών, την κατάσταση πολιορκίας και τα έκτακτα στρατοδικεία. Η δικτατορία επιχείρησε μια μάταιη αναζήτηση της νομιμότητας, όπως σημειώνει ο συγγραφέας, με το Σύνταγμα του 1968 αρχικά και του 1973 αργότερα, όταν ενέταξε τη «φιλελευθεροποίηση» στους σχεδιασμούς της.
Η πρώτη περίοδος εκτείνεται από το 1800 μέχρι το 1915 και ονομάζεται από τον Αλιβιζάτο «εποχή της ανόδου». Είναι η περίοδος κατά την οποία αρχικά εκδηλώνεται η Επανάσταση του 1821 και στη συνέχεια συγκροτείται το νεοελληνικό κράτος. Τα τρία Συντάγματα του Αγώνα- Επιδαύρου, Αστρους, Τροιζηνίας- τα οποία καταρτίστηκαν με σχετικά δημοκρατικό τρόπο και ενσωμάτωσαν τις φιλελεύθερες δυτικοευρωπαϊκές ιδέες, ακολούθησαν οι απολυταρχικές διακυβερνήσεις του Καποδίστρια και του Οθωνα. Ο τελευταίος, δε, δεν τήρησε ούτε το συντηρητικό – μοναρχικό σύνταγμα του 1844 που αναγκάστηκε να παραχωρήσει και καταλύθηκε η βασιλεία του.
*Ο καθηγητής Νίκος Αλιβιζάτος
H δεδηλωμένη
Σύμφωνα με τον συγγραφέα, η Ελλάδα έγινε προηγμένο συνταγματικά κράτος με το Σύνταγμα του 1864 με βασιλιά τον Γεώργιο. Είναι το μακροβιότερο στην ιστορία, καθιέρωσε ως πολίτευμα τη βασιλευόμενη δημοκρατία και αναγνώρισε τις αρχές της λαϊκής κυριαρχίας και της δεδηλωμένης με αποτέλεσμα την επικράτηση πλέον του κοινοβουλευτικού συστήματος. Βελτιώθηκε ακόμα η προστασία των ατομικών δικαιωμάτων και ξεκίνησε ό έλεγχος των νόμων. Ο Αλιβιζάτος επισημαίνει ότι τότε άρχισε να συγκροτείται και η εγχώρια συνταγματική επιστήμη. Το Σύνταγμα του 1911 ήταν επακόλουθο του κινήματος στο Γουδί και φέρει τη σφραγίδα του Βενιζέλου. Προώθησε σημαντικές μεταρρυθμίσεις, όπως την κατοχύρωση της δικαστικής ανεξαρτησίας, τη μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων, την υποχρεωτική και δωρεάν στοιχειώδη εκπαίδευση, την ίδρυση του Συμβουλίου της Επικρατείας. Σε αρκετές περιπτώσεις, όπως στο γλωσσικό, ο Βενιζέλος συμβιβάστηκε. Προτίμησε τις μεταρρυθμίσεις που εδραίωναν τη νομιμότητα, την ασφάλεια δικαίου και την ασφάλεια των συναλλαγών. Τελικά, σημειώνει εύστοχα ο συγγραφέας, το Σύνταγμα του 1911 απηχούσε την άνοδο της αστικής τάξης και την αξίωσή της για τις θεσμικές προϋποθέσεις που θα επέτρεπαν την ανεμπόδιστη, οικονομική της κυρίως, δραστηριότητα.Η δεύτερη περίοδος, που διακρίνει ο Αλιβιζάτος και κατά την οποία το Σύνταγμα βρίσκεται στη «δίνη των διχασμών», εκτείνεται από το 1915 έως το 1974. Την περίοδο αυτή, με τα πολλά και συνταρακτικά γεγονότα, το Σύνταγμα δοκιμάστηκε και είτε παραβιάστηκε με την υπέρμετρη ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας είτε καταργήθηκε ευθέως. Το κρίσιμο συνταγματικό διακύβευμα του εθνικού διχασμού ήταν εάν κυβερνά ο ανεύθυνος μονάρχης ή ο κυρίαρχος λαός με τον εκλεγμένο πρωθυπουργό. Η οξύτητα του διχασμού, το πολιτειακό ζήτημα, οι δικτατορίες, κυρίως του Μεταξά και των συνταγματαρχών, και βέβαια ο Εμφύλιος, συνετέλεσαν ώστε η δίωξη των φρονημάτων και των πολιτικών αντιπάλων με έκτακτα μέτρα, όπως οι εκτοπίσεις, οι φυλακίσεις, οι εκτελέσεις συχνά, να είναι μόνιμα φαινόμενα. Σ’ αυτήν τη δύσκολη περίοδο τα Συντάγματα που ίσχυσαν ήταν δύο. Το Σύνταγμα του 1927 καθιέρωσε ρητά το κοινοβουλευτικό σύστημα με δύο νομοθετικά σώματα και με Πρόεδρο Δημοκρατίας. Επανίδρυσε το Συμβούλιο της Επικρατείας και όρισε και κοινωνικά δικαιώματα. Το Σύνταγμα του 1952 είναι, σύμφωνα με τον συγγραφέα, μια συντηρητική εκδοχή του 1911. Υποβάθμισε τη Βουλή, διεύρυνε την εκδοχή της κατάστασης πολιορκίας, απαγόρευσε την απεργία των δημοσίων υπαλλήλων, επέβαλε τον έλεγχο του Τύπου και γενικά εξέφρασε την ιδεολογία των νικητών του Εμφυλίου. Διατήρησε δε τα έκτακτα μέτρα και επέτρεψε τη λειτουργία ενός παρασυντάγματος εις βάρος κυρίως της Αριστεράς. Το 1963 ο Καραμανλής επιχείρησε μια «τομή» στο Σύνταγμα με πρόσχημα τον εκσυγχρονισμό του. Κυρίως όμως ήταν μια απόπειρα σύνθεσης του Συντάγματος με το παρασύνταγμα. Τον Ιούλιο δε του 1965 επανήλθε δραματικά το ερώτημα εάν ο βασιλιάς κυβερνά ή βασιλεύει, με αποτέλεσμα την αποπομπή του νόμιμου πρωθυπουργού και τη γνωστή αποστασία. Η ιστορική αυτή ενότητα έκλεισε με τη δικτατορία του 1967 και την αναστολή και πάλι των ελευθεριών, την κατάσταση πολιορκίας και τα έκτακτα στρατοδικεία. Η δικτατορία επιχείρησε μια μάταιη αναζήτηση της νομιμότητας, όπως σημειώνει ο συγγραφέας, με το Σύνταγμα του 1968 αρχικά και του 1973 αργότερα, όταν ενέταξε τη «φιλελευθεροποίηση» στους σχεδιασμούς της.
*Ο καθηγητής Νίκος Αλιβιζάτος
H μεταπολίτευση
Οψιμη εξομάλυνση θεωρεί και ονομάζει ο Αλιβιζάτος την τρίτη περίοδο της μελέτης του με όριο εκκίνησης το 1974 και τη μεταπολίτευση. Τότε φαίνεται ότι η ελληνική κοινωνία έκλεισε πολλούς λογαριασμούς της με το παρελθόν. Το Σύνταγμα του 1975, παρά τις όποιες διαφωνίες, ήταν αποτέλεσμα συναινέσεων και αρκετά σύγχρονο και δημοκρατικό. Η μόνη έντονη σύγκρουση ήταν για τις ενισχυμένες αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας. Αντεξε και λειτούργησε στην εναλλαγή του 1981 και στη συγκατοίκηση Παπανδρέου- Καραμανλή. Δεν εμπόδισε τις σημαντικές μεταρρυθμίσεις της κυβέρνησης αλλά ούτε και τις αποτυχίες της. Η αιφνιδιαστική απόφαση του ΠΑΣΟΚ να μην προτείνει την επανεκλογή του Καραμανλή στην προεδρία συνδέθηκε με την αναθεώρηση του Συντάγματος του 1975. Πράγματι, η αναθεώρηση του 1986 κατάργησε τις «υπερεξουσίες» του Προέδρου και φάνηκε ότι ολοκλήρωσε την αποκατάσταση της δημοκρατίας και συνταγματικά. Ο Αλιβιζάτος όμως διαφωνεί. Θεωρεί ότι η αφαίρεση των αρμοδιοτήτων έγινε για να ενισχυθεί ο ρόλος του πρωθυπουργού και το κοινοβουλευτικό σύστημα να καταστεί πλέον πρωθυπουργικό χωρίς θεσμικά αντίβαρα. Οι επόμενες αναθεωρήσεις του 2001 και του 2008 ασχολήθηκαν, κατά τον συγγραφέα, με ήσσονος σημασίας ζητήματα. Με αφορμή όμως τις περιπτώσεις του βασικού μετόχου και του ασυμβίβαστου των βουλευτών, επιβεβαιώθηκε ότι το ευρωπαϊκό δίκαιο υπερισχύει ακόμα και των συνταγματικών διατάξεων. Ο Αλιβιζάτος στέκεται και στα νέα προβλήματα με τα οποία έρχεται αντιμέτωπο το Σύνταγμα. Το πιο επίκαιρο βέβαια είναι το Μνημόνιο. Ο συγγραφέας εκθέτει τις ενστάσεις αντισυνταγματικότητάς του, αλλά θεωρεί ότι μάλλον δεν θα ευοδωθούν. Η παγκοσμιοποίηση θέτει επίσης πολλές προκλήσεις στο Σύνταγμα, από τις οποίες κρίσιμες είναι η έννοια της εθνικής κυριαρχίας στον σύγχρονο μετανεωτερικό κόσμο και η μετεξέλιξη των κοινωνιών σε πολυπολιτισμικές.Βιβλίο αναφοράς
Ο Αλιβιζάτος, στην αναστοχαστική διαδρομή του, σκιαγραφεί τους εχθρούς του Συντάγματος, που δεν ήταν πάντα οι πολέμιοί του, αλλά και πολλοί που το χρησιμοποίησαν για να διατηρήσουν τα προνόμιά τους ή να εξυπηρετήσουν τις πολιτικές σκοπιμότητές τους. Διαβλέπει στο Σύνταγμα μια σταθερή προτίμηση της ισότητας έναντι της ελευθερίας και ως επακόλουθο της απουσίας φιλελεύθερης φιλοσοφικής παράδοσης μια δυσπιστία απέναντι στους εθνικά, εθνοτικά και θρησκευτικά διαφορετικούς. Διαπιστώνει δε μια αντίφαση ανάμεσα στη δεκτικότητα των ξένων επιδράσεων και των διάφορων «πρωτότυπων» εθνικών φοβικών ρυθμίσεων, όπως για την επικρατούσα θρησκεία, την προστασία της επίσημης γλώσσας, την απαγόρευση της μεταγλώττισης της Αγίας Γραφής στη δημοτική κ.λπ. Τονίζει ως εξαιρετικά αρνητικό την απόδοση, έως τώρα, πολιτικών μόνον ευθυνών και κυρώσεων στους πολιτικούς και επιμένει στην ύπαρξη θεσμικών αντιβάρων- μια έννοια που επανέρχεται συχνά στην προβληματική του- για τον έλεγχο και τον περιορισμό του πλειοψηφικού κοινοβουλευτισμού που επικράτησε. Παρά τα πολλά προβλήματα όμως, θεωρεί ότι δημιουργήθηκε μια θετική κοινοβουλευτική παράδοση στην Ελλάδα και οι εκλογές συνιστούν την κανονικότητα και όχι την εξαίρεση. Ο Νίκος Αλιβιζάτος, ο συνταγματολόγος αλλά και ο ιστορικός που συχνά ξεπρόβαλε πίσω του, με την επιστημονική και γλαφυρή συνάμα αφήγησή του, διερεύνησε και ανέδειξε την πολλαπλή ιστορία των ελληνικών συνταγμάτων, τα τοποθέτησε στις πολιτικές συνθήκες της εποχής τους και στην αντίστοιχη νομικοθεωρητική συγκυρία, και δημιούργησε ένα βιβλίο αναφοράς.
Ο Αλιβιζάτος, στην αναστοχαστική διαδρομή του, σκιαγραφεί τους εχθρούς του Συντάγματος, που δεν ήταν πάντα οι πολέμιοί του, αλλά και πολλοί που το χρησιμοποίησαν για να διατηρήσουν τα προνόμιά τους ή να εξυπηρετήσουν τις πολιτικές σκοπιμότητές τους. Διαβλέπει στο Σύνταγμα μια σταθερή προτίμηση της ισότητας έναντι της ελευθερίας και ως επακόλουθο της απουσίας φιλελεύθερης φιλοσοφικής παράδοσης μια δυσπιστία απέναντι στους εθνικά, εθνοτικά και θρησκευτικά διαφορετικούς...
ΑπάντησηΔιαγραφήΠαρασκευή Τρίγκα
Σύρος 7 Δεκεμβρίου 2014.Ώρα 15.30
ΑπάντησηΔιαγραφήΠρο ολίγων ημερών η Νέα Δημοκρατία ανέλαβε αναθεωρητική πρωτοβουλία,η οποία έχει ως στόχο κυρίως να καλύψει τα κενά και τις ελλείψεις,τις οποίες έχουν αφήσει πίσω τους για διαφόρους λόγους οι αναθεωρήσεις του 2001 και 2008 του ισχύοντος Συντάγματος.Αλλά και να οδηγήσει στη θέσπιση,και αυτή ακριβώς είναι η μεγαλύτερη πρόκληση για την όλη πρωτοβουλία,ρυθμίσεων ικανών να εμπεδώσουν τη διαφάνεια και να υπερασπισθούν το κύρος του πολιτικού κόσμου έναντι των αιτιάσεων,οι οποίες έχουν δημιουργήσει τα τελευταία χρόνια των μνημονίων ένα επικίνδυνο νοσηρό κλίμα για την ίδια την ποιότητα της Δημοκρατίας μας.
Το θέμα της αναθεώρησης του Συντάγματος είναι πρωτίστως θέμα ευθύνης,είναι θέμα θεσμών.Η αναθεώρηση προϋποθέτει συναίνεση.Δεν θα πρέπει να αποτελέσει προσπάθεια αποπροσανατολισμού από τα μεγάλα προβλήματα του Εληνικού Λαού,ούτε προσπάθεια πολιτικοποίησης των Θεσμών,κατά τον τρόπο τον οποίο ζήσαμε στο παρελθόν.Δεν θα πρέπει επίσης να επικεντρωθεί σε ορισμένα ήσσονος σημασίας ζητήματα.Προς αυτή την κατεύθυνση απαιτείται να εργασθεί η συσταθείσα Επιτροπή.Με ομόνοια και σύμπνοια να καταλήξει σε όσο το δυνατόν κοινές προτάσεις.Γιατί είναι γνωστό ότι,όταν οι θεσμοί προέρχονται μέσα από συναίνεση,γίνονται περισσότερο σεβαστοί και διαρκούν περισσότερο.Η αναθεώρηση είναι υπόθεση της κοινωνίας,του ίδιου του Ελληνικού Λαού,και όχι των κομμάτων.
Ζητήματα προς αναθεώρηση θα μπορούσαμε να αναφέρουμε ενδιεκτικά:
1.Την ίδρυση της Γερουσίας,όπως συμβαίνει σε πολλά Ευρωπαϊκά κράτη και συνέβαινε στην Ελλάδα παλαιότερα.Ένα δεύτερο νομοθετικό σώμα θα αποτελούσε σοβαρό αντίβαρο στην παντοδυναμία της Βουλής,αφού συζητώντας και ψηφίζοντας και αυτό τους νόμους,θα μπορούσε να λειτουργήσει διορθωτικά,βελτιώνοντας την ποιότητα του νομοθεικού έργου.
2.Την ίδρυση και τις λεπτομέρειες λειτουργίας του Εθνικού Συμβουλίου Εξωτερικής Πολιτικής και Άμυνας και του Συνταγματικού Δικαστηρίου.
3.Την ποινική ευθύνη των πολιτικών,υπουργών και βουλευτών,με τη ριζική αναθεώρηση των άρθρων 62 [ασυλία] και86 [ποινική ευθύνη υπουργών] του ισχύοντος Συντάγματος.
4.Την ενίσχυση των πολιτικών ελέγχων,με αναβάθμιση του ρόλου της Βουλής,αλλαγή του τρόπου επιλογής των μελών των Ανεξαρτήτων Αρχών και εξορθολογισμό της λειτουργίας τους.
5.Την ενίσχυση του ρυθμιστικού ρόλου του Προέδρου της Δημοκρατίας,με ανάθεση σε αυτόν αρμοδιοτήτων.
6.Την αναθεώρηση του άρθρου 16 του ισχύοντος Συντάγματος για την πρόβλεψη δυνατότητας ίδρυσης και μη κρατικών,μη κερδοσκοπικών,ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης,προκειμένου αφενός να μην μεταναστεύουν Ελληνόπουλα για σπουδές σε ξένες χώρες και αφετέρου η Ελλάδα να αποτελεί πόλον έλξης για φοίτηση παιδιών από ξένα κράτη.
Δίνεται η ευκαιρία στην παρούσα Βουλή να ψηφίσει τα προς αναθεώρηση ζητήματα,ώστε η επόμενη Βουλή,ως Αναθεωρητική,να τα ενσωματώσει ψηφίζοντάς τα στο ισχύον Σύνταγμα.Εάν για κομματικούς λόγους την αποφύγουν,τότε η επόμενη αναθεώρηση θα μπορεί να γίνει μετά το 2020.
Κωνστ. Πατιαλιάκας
Αντιστράτηγος ε.α