Τις προάλλες, στο βιβλιοπωλείο Π. Κυριακίδη στην οδό Μητροπόλεως 62 της
Αθήνας, έγινε η παρουσίαση του βιβλίου "Εμείς
οι Γκαγκαβούζηδες" του Χρήστου Κοζαρίδη. Η διαδρομή των
Γκαγκαβούζηδων στο χρόνο και στο χώρο των Βαλκανίων, είναι η συναρπαστική
ιστορία ενός αρχαίου θρακικού φύλου, που επιβίωσε ως τις μέρες μας, μέσα από
τις συμπληγάδες αέναης προσφυγιάς, διώξεων, υποτιμήσεων και εχθρικών
αντιμετωπίσεων. Η ομιλία του συγγραφέα, που αναλύει μεθοδικά αυτό το φαινόμενο,
που πολλοί σύγχρονοι Έλληνες αγνοούν, δημοσιεύεται εδώ, γιατί κρίθηκε πως
περιέχει όλα εκείνα τα επιστημονικά, ιστορικά και κοινωνικά στοιχεία, που θα
βοηθήσουν όσους αγνοούν το ζήτημα, να το κατανοήσουν
Σε
ορισμένους από εσάς που βρίσκεστε σε αυτή την αίθουσα όταν λάβατε την
πρόσκληση για την εκδήλωση- παρουσίαση του βιβλίου μου θα γεννήθηκε η απορία:
Γκαγκαβουζηδες-ποιοι είναι αυτοί πάλι όπως και σε άλλους γιατί τώρα αυτή η
εκδήλωση;
Αντίστοιχα
σε ανύποπτο χρόνο ένας καταξιωμένος καθηγητής ιστορίας ο Κ. Φωτιάδης σε μια
ομιλία του πριν από 7-8 χρόνια είχε πει απευθυνόμενος σε ανάλογο ακροατήριο πως
τα επόμενα 20 χρόνια στην εξωτερική πολιτική αυτής της χώρας θα κυριαρχεί ή θα
αποτελεί μια από τις προτεραιότητες της το θέμα των Γκαγκαβουζηδων.
Όταν αυτό το
γεγονός μου το μετέφεραν φίλοι που έτυχε να είναι στην εκδήλωση και ήξεραν πως
ήδη είχα ξεκινήσει την ερευνά μου για το θέμα της καταγωγής των Γκαγκαβούζηδων
αισθάνθηκα πως βρισκόμουν ανάμεσα στις συμπληγάδες, διότι θα έπρεπε η έρευνα
και η καταγραφή που είχα ήδη ξεκινήσει να είχε όλα εκείνα τα αντικειμενικά
χαρακτηριστικά μιας πραγματικής ιστορικής έρευνας δίχως να κυριαρχούν τα
συναισθήματα μου λόγω της καταγωγής, βιώματα της ζωής μου αλλά και των
προγονών, της απόρριψης του χλευασμού της υποτίμησης, των διώξεων και των
απαγορεύσεων. Και όταν θα ολοκληρώνονταν αυτή η έρευνα θα μπορούσε ο καθένας
από μας με υπερηφάνεια να υψώσει το ανάστημα του και να πει ΝΑΙ ΕΙΜΑΙ
ΓΚΑΓΚΑΒΟΥΖΗΣ.
Αυτό το
τελευταίο το έζησα και στις δυο εκφάνσεις του και είμαι υπερήφανος που πρώτος
έβαλα αυτό το λιθαράκι της αναγνώρισης και της αποδοχής ενός ταλαίπωρου
θρακιώτικου φύλου.
Άρα τα πρώτα
εμπόδια είχαν υψωθεί μπροστά μου και έμοιαζαν ανυπέρβλητα. Αυτά δεν είχαν να
κάνουν και δεν έμπαιναν μόνο από εξωτερικούς παράγοντες αλλά και μέσα από
ανθρώπους της ίδιας μας της ράτσας οι οποίοι κάθε φορά ακόμη και σήμερα τόνιζαν
και τονίζουν πως περπατάμε σε ένα τεντωμένο σχοινί και υπάρχει ο κίνδυνος
μειονοτικών θέσεων και συνολικής απόρριψης της ομάδας μας. Πολιτειακοί
παράγοντες όταν ζήτησα να τους συναντήσω για να συνεισφέρουν στην έκδοση με
προέτρεψαν αν το κάνω τελικά να τονίζω σε όλους τους τόνους και τους χρόνους
πως είμαστε Έλληνες και να προσέχω μήπως κάνω την Ορεστιάδα Κόσσοβο!! Έτσι
προχώρησα μόνος μου στην χρηματοδότηση αυτής της έκδοσης διότι δεν ήθελα να
υποκύψω σε κανέναν από όλους αυτούς που αν και επίσημα πρόσωπα και γνώστες της
περιοχής επέμεναν να μας χαρακτηρίζουν Τούρκους μόνο και μόνο επειδή μιλούσαμε
μια παραλλαγή της τουρκικής γλώσσας, της γλώσσας του πιο μισητού εχθρού
της πατρίδας μας. Το μυαλό μου πήγαινε και πηγαίνει πάντα σε μια αυτοβιογραφική
επιστολή του Περικλή Πελτέκη πρόσφυγα από τις Σαράντα Εκκλησιές που στα 95 του
χρόνια με πλήρη διαύγεια μυαλού ανάμεσα στα άλλα γράφει….. Η αλήθεια είναι ότι
όταν ήρθαμε πρόσφυγες το 1922 όπου και να είμεθα Θράκη Μακεδονία Ήπειρο,
Πελοπόννησο, δεν μας χώνευαν σε μερικά μέρη κάτι κακότροποι μας έλεγαν
Τουρκόσπορους. Πάντως 57 χρόνια που πέρασαν από την προσφυγιά μας συμπεθέριασαν
Μικρασιάτικες, Θράκες, Πόντιοι Παλαιοελλαδιτες και σμίχτηκε το αίμα με το αίμα
και έτσι ήρθε η ομόνοια και η αγάπη εις όλους τους Έλληνες και ζούμε ωσάν φίλοι
στη ωραία και δοξασμένη Ελλάδα μας…….
*Σελίδα από το βιβλίο
του Χρ. Κοζαρίδη. Γκαγκαβούζηδες με τις χαρακτηριστικές φορεσιές τους
Μία δεύτερη
απάντηση σε όλους αυτούς θα έπρεπε να είναι το γεγονός πως στην σημερινή εποχή
η όποια πολιτισμική ετερότητα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως πολιτισμικός πλούτος
ενός κράτους παρά ως κίνδυνος για την εθνική συνοχή του. Ειδικά όσο αφορά στην
ελληνική πολιτεία πιστεύω πως θα έπρεπε να αντιμετωπίζετε ως ευλογία και να
πάψει να αποτελεί κατάρα.
Πριν από 4
χρόνια όταν για πρώτη φορά το συγκεντρωμένο υλικό μου περίπου 150 σελίδες το
έδωσα στην επίκουρο καθηγήτρια ιστορίας στο τμήμα Νηπιαγωγών Φλώρινας κ.
Βαμβακίδου Ιφιγένεια να εκτιμήσει αν θα μπορούσε να εκδοθεί ένα βιβλίο με θέμα
την καταγωγή των Γκαγκαβούζηδων μου απάντησε μετά από λίγο καιρό με δύο
παρατηρήσεις:
Α) αν θες να
κάνεις ένα ιστορικό βιβλίο θα πρέπει να βγάλεις από έξω όλες εκείνες τις
φράσεις που υποκρύπτουν και εκφράζουν έντονα τη συναισθηματική και προσωπική
σου σχέση με τους Γκαγκαβούζηδες και
Β) προχώρα
διότι όσο και να έψαξα στην ελληνική βιβλιογραφία δεν βρήκα πουθενά ένα
ολοκληρωμένο βιβλίο σχετικά με εσάς.
Ως προς την
πρώτη παρατήρηση είναι γεγονός πως αγωνίστηκα παρά πολύ πάνω στα γραπτά μου για
να φτάσω όπως θα είδατε ή θα δείτε να μην εκφράζω καθόλου τον συναισθηματικό
μου κόσμο και να κρίνω αντικειμενικά τις διάφορες θεωρίες που έχουν αναπτυχθεί
κατά καιρούς γύρω από την καταγωγή των Γκαγκαβούζηδων. Ίσως κάποιοι από εσάς να
σκέφτονται πως ο τίτλος του βιβλίου και ειδικά το «Εμείς» αποτελεί έναν
επιθετικό προσδιορισμό με τον οποίο θέλεις να τονίσεις την διαφορετικότητα σας
ανεξάρτητα αν δεν θέλεις έτσι να τον προσδιορίζεις. Δεν θα διαφωνούσα πλήρως με
αυτήν την παρατήρηση διότι οι περισσότεροι από εσάς δεν γνωρίζετε και δεν
μπορείτε να φανταστείτε τι έχουν περάσει στο διάβα των χρονών οι Γκαγκαβούζηδες
λόγω της ετερογλωσσίας τους όπως και οι υπόλοιποι αλλόγλωσσοι πληθυσμοί και
ομάδες στην πατρίδα μας. Η γκετοποίηση στα πρώτα χρόνια δεν επιβλήθηκε μόνο από
τους έχοντες εξουσία-το κράτος- αλλά και από τους ίδιους τους εαυτούς τους ως
άμυνα στην χλεύη στην υποτίμηση και στους διωγμούς. Έτσι ως κλειστή κοινωνία
πορεύτηκαν και κατάφεραν να επιβιώσουν. Με τα χρόνια η αστυφιλία και η
αστικοποίηση της ίδιας της αγροτικής κοινωνίας τους ανάγκασε να ανοίξουν τα
σύνορα της κοινότητας τους. Αρχικά δέχτηκαν στους κόλπους της
αλλόγλωσσους και μετά σιγά-σιγά τα σύνορα άνοιξαν και όλοι συγγένεψαν.
Στην μακροχρόνια έρευνά μου έβλεπα και βλέπω ακόμη στις κοινότητες των
Γκαγκαβούζηδων να αντιμετωπίζονται σε μικρότερο βαθμό οι νύφες και οι γαμπροί
από άλλη ράτσα ως «ξένοι».
Στη δεύτερη
παρατήρηση της κ. Βαμβακίδου πράγματι το είχα διαπιστώσει και εγώ πως δεν
υπήρχαν εκτεταμένες αναφορές πάνω στο θέμα της καταγωγής μας. Μια αναφορά από
τον αξιοσέβαστο δάσκαλο καθηγητή Αλέξη Σαββίδη ο οποίος στο βιβλίο του ΟΙ
ΤΟΥΡΚΟΙ ΚΑΙ ΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ μας εντάσσει στα πρωτοτουρκικά φύλα και μια του επίσης
αξιοσέβαστου δάσκαλου και καθηγητή κ. Οργανογόνου που μας ενέταξε στους
Καραμανλήδες. Όλη η άλλη βιβλιογραφία δυστυχώς είναι ξενόγλωσση και προέρχεται
από την τουρκική και σοβιετική σχολή ιστορίας. Πάνω σε αυτή διάφοροι ερευνητές
μέσα από εργασίες, ομιλίες άρθρα και βιβλία τους αναμασούν την προπαγάνδα
των Τούρκων και Ρώσων ιστορικών δίχως να ρωτήσουν τους ιδίους τους
Γκαγκαβούζηδες. Και εγώ που μεγάλωσα ως Ρουμ Γκαγκαούζ έπρεπε να αποδείξω πως
δεν έχουμε σχέση ιστορικά με οποιοδήποτε τουρκικό φύλο που εμφανίστηκε στα
βυζαντινά χρόνια.
*Σελίδα από το βιβλίο
του Χρ. Κοζαρίδη. Γκαγκαβούζηδες
με τις χαρακτηριστικές
φορεσιές τους
Ήταν πιστέψτε με πολύ δύσκολο να περπατάς συνεχώς πάνω σ ένα τεντωμένο
σκοινί να ακροβατείς συνεχώς για να μην κατηγορηθείς ως εθνικιστής ούτε από την
μια πλευρά ούτε από την άλλη. Ακόμη δε περισσότερο να κατηγορηθείς πως επίτηδες
λόγω της καταγωγής μου άπλωσα ένα πέπλο αγνότητας πάνω από τους
Γκαγκαβούζηδες.
Έτσι
αναγκαστικά η έρευνα μου επεκτάθηκε σε γειτονικές χώρες που από τα αρχεία τους
έβρισκα σημαντικές πληροφορίες για το θέμα της καταγωγής των Γκαγκαβούζηδων.
Στην έρευνά μου αυτή με βοήθησε παρά πολύ η καλή γνώση της τουρκικής και
ρουμάνικης γλώσσας και η πολύ καλή σχέση μου με το διαδίκτυο. Τα αρχεία που
έβρισκα στα ρώσικα και βουλγάρικα αναγκαστικά πήγαιναν για μετάφραση με κόστος
οικονομικό για μένα αλλά πάντα με αγωνία το τι καινούργιο θα συναντούσα μπροστά
μου.
Όταν
ολοκλήρωσα αυτή την πρώτη και σημαντική καταγραφή ιστορικών πηγών είδα
έκπληκτος πως η πρώτη κοιτίδα των Γκαγκαβούζηδων ήταν η Δοβρουτσά της βόρεια
Βουλγαρίας. Έκπληκτος διότι πάντα άκουγα τον συγχωρεμένο πατέρα μου να μου λέει
πως αν θέλουμε να μάθουμε για εμάς θα πρέπει να ψάξουμε τις ρίζες μας και προς
την Βουλγαρία και όχι μόνο στην Ανατολική Θράκη.
Ακολούθησε
και δεύτερη συνεχόμενη έκπληξη!! Επιβεβαιώνονταν μια ακόμη σκέψη μου πως όλοι
οι ιστορικοί έκρυβαν επιμελώς κάτω από το χαλί της ιστορίας τα φύλα που
κατοικούσαν και προϋπήρχαν των Γκαγκαβούζηδων στη περιοχή αυτή. Είχα προσέξει
πως οι αναφορές όλων σταματούσαν στον 18ο αιώνα και κανείς δεν έβλεπε ή δεν
ήθελε να δει τι υπήρχε τα προηγούμενα χρόνια. Έτσι εντόπισα πως στην ίδια
περιοχή από τη αρχαιότητα και μέχρι τα πρώτα βυζαντινά χρόνια κατοικούσε στην
περιοχή ένα θρακικός λαός οι Κροβούζοι ή Κατταούζοι στα ρωμαϊκά χρόνια. Ο
Οβίδιος γράφει πως μιλούσαν τα ελληνικά με γετική βαρβαρίζουσα προφορά. Στάθηκα
σε αυτές τις αναφορές διότι για πρώτη φορά καταρρίπτονταν μέσα μου ο μύθος που
είχε πλάσει μέχρι τότε η τουρκική σχολή πως είμαστε απόγονοι των Ούζων του 11ου
αιώνα. Η σχολή αυτή επιμένει πως το όνομα μας προέρχεται από το όνομα ενός από
τα 22 φύλα των Ούζων που ονομάζοντας Γκαγκ!! Τέτοιο φύλο όσο και να έψαξα ποτέ
δεν ήρθε στα Βαλκάνια, αντίθετα έφτασε μέχρι την Κασπία Θάλασσα όπου και
αφομοιώθηκε από τα άλλα τουρκογενή φύλα. Έτσι για πρώτη φορά μπορεί να γίνει ο
συσχετισμός των Κατταούζων με τους Γκαγκαβούζηδες με βάση το όνομά τους. Επίσης
αξίζει να αναφερθεί η παρατήρηση του πατέρα της ρουμάνικης ιστορίας Ν. ΓΙΟΡΚΑ ο
οποίος όταν καταγράφει τους λαούς τα έθνη και τα φύλα του ποταμού Δούναβη
σημειώνει πως ανάμεσα τους ζούσαν και οι Γκαγκαούτσοι και δεν μπορεί αυτός ο
λαός να εξαφανίστηκε έτσι ξαφνικά από το πρόσωπο της ιστορίας.
Έτσι άρχισα
και επιβάλλονταν να χαλάσω όλο το πάζλ της καταγωγής των Γκαγκαβούζηδων που
είχα σχηματίσει στο μυαλό μου αλλά και στα γραπτά μου κείμενα. Έπρεπε να
προσθέσω ψηφίδες στο πάζλ προσθέτοντας κείμενα αρχαίων Ελλήνων, Ρωμαίων και
Βυζαντινών ιστορικών και χρονικογράφων. Ο Ηρόδοτος ο Στράβωνας, ο Πτολεμαίος ο
γεωγράφος οι Ρωμαίοι Πλίνιος και Οβίδιος αναφέρονται στους Κροβούζους και
Κατταούζους. Αργότερα ο Απόστολος Παύλος στην προς Ρωμαίους επιστολή του
γράφει: ασπάζεστε επίσκοπον Αμπλίαν ως εαυτό μου!! Ο Απόστολος Ανδρέας
προσηλυτίζει με υπομονή και επιμονή όλους τους λαούς ειδικά των παραθαλάσσιων
περιοχών τους έχοντας ελληνικήν παιδείαν όπως βρέθηκε σε κείμενα εποχής. Ο
Άγιος Γότθος κατάγεται από την ίδια περιοχή όπως και ο επίσκοπος Λουφλιλας
αιρετικός αργότερα αλλά υπεύθυνος για τον εκχριστιανισμό των λαών του Δούναβη
κατάγεται από την ίδια περιοχή και στα χρονικά των βυζαντινών καταγράφεται ως
ομιλών ελληνικά με βαρβαρίζουσα προφορά. Ο Ηρόδοτος δε τους χαρακτηρίζει
ως λαό ανδρειώτατο, γαλακτοφόρο και πολεμικό το γένος. Όλες αυτές οι αναφορές
αποκρύπτονται εντέχνως και συστηματικά από τους σύγχρονους ιστορικούς.
Εδώ μπορεί
και πρέπει να μπει ένα βασικό ερώτημα που θα μπορούσε να μου απευθύνει ο οποιοσδήποτε
από εσάς: μα είναι τόσο καθαροί οι Γκαγκαβούζηδες και δεν ήρθαν σε επαφή με
άλλους λαούς;
Δεν το
αρνούμαι και ίσα-ίσα δέχομαι πως δεν είναι δυνατόν να μην υπήρξαν επιμιξίες
μεταξύ διαφορετικών φύλων και λαών ανεξάρτητα της γλώσσας και της καταγωγής.
Ένα φαινόμενο άλλωστε που παρατηρήθηκε σε όλα τα Βαλκάνια. Πώς όμως και κάτω
από ποιες συνθήκες είναι το δεύτερο ερώτημα. Είμαι σίγουρος και πεισμένος πως
όλες αυτές έγιναν διότι σε όλα τα Βαλκάνια είχε επικρατήσει ο χριστιανισμός ως
η κοινή θρησκεία όλων των λαών που είχαν ενταχθεί οικιοθελώς η με την βία στο
κρατικό σύστημα της νέας αναδυόμενης και ανερχόμενης παγκόσμιας δύναμης του
βυζαντινού κράτους. Ανεξάρτητα από τις πεποιθήσεις του καθενός μας θα πρέπει να
δεχτούμε πως ο χριστιανισμός σαν κρατική ιδεολογία από τα πρώτα χρόνια του
Βυζάντιου αποτέλεσε σε ένα μεγάλο βαθμό το χωνευτήρι των ιδιαίτερων
χαρακτηριστικών, καταγωγής, φύλου παραδόσεων, εθίμων, πολιτιστικής κληρονομίας
και ένας νέος τύπος πολίτη κάνει την εμφάνιση του αυτός του Βυζαντινού πολίτη,
ο οποίος για να αναρριχηθεί στα ανώτερα αξιώματα στρατιωτικά και πολιτικά θα
έπρεπε να γίνει υποχρεωτικά χριστιανός στο θρήσκευμα. Επίσης η μεγαλοπρέπεια
και η αίγλη που προσέδιδε σε όλους τους λαούς η Κωνσταντινούπολη, ανάγκαζε
όλους να στρέφουν το βλέμμα τους προς αυτή είτε για να την κατακτήσουν είτε για
να ενταχθούν πλήρως στο πολιτικό-οικονομικό-κοινωνικό σύστημα της.
*Σελίδα από το βιβλίο
του Χρ. Κοζαρίδη. Γκαγκαβούζηδες
με τις χαρακτηριστικές
φορεσιές τους
Κάτω από
αυτές τις συνθήκες γαλουχήθηκαν και οι πρόγονοι των Γκαγκαβούζηδων οι
Κατταούζοι. Οι πηγές από τους βυζαντινούς χρονικογράφους δεν αναφέρονται σε ένα
ξεχωριστό έθνος που έπειτα από μια επιδρομή νικηθήκαν από το βυζαντινό στρατό
και ως ηττημένοι να εγκαταστάθηκαν σε εδάφη που τους παραχώρησε το Βυζάντιο.
Απεναντίας μιλούν για ελληνόγλωσσους πληθυσμούς τουλάχιστον στο επίπεδο των
πόλεων και των διοικήσεων. Άρα θα πρέπει να καταλήξουμε στο συμπέρασμα πως
έχουμε να κάνουμε τουλάχιστον με ελληνοχριστιανικούς πληθυσμούς που εντάχθηκαν
από νωρίς στο βυζαντινό σύστημα διοίκησης.
100 χρόνια
πριν την επέλαση των Οθωμανών στα Βαλκάνια στην ίδια περιοχή καταγράφεται το
Δεσποτάτο της Καβάρνας ως ανεξάρτητο από το βουλγαρικό κράτος και φόρου
υποτελής στο Βυζάντιο. Με την επέλαση των Οθωμανών είχαν να επιλέξουν ανάμεσα
στην υποταγή ή στην αντίσταση. Επέλεξαν την αντίσταση και νικήθηκαν στη μάχη
της Βάρνας το 1396-98 διότι δεν δέχτηκε ο Δεσπότης τους Ιβαγκός να διαθέσει το
στρατό του εναντίον του βασιλιά της Σερβίας Λαζάρου. Η σθεναρή τους αντίσταση
και η ανάγκη των σουλτάνων να συντηρήσουν πάνω από ένα εκατομμύριο στρατιώτες
στην περιοχή θα πρέπει να είναι το γεγονός που δεν προχώρησαν στην
εξολόθρευση του πληθυσμού της περιοχής. Φαινόμενα βίαιων εξισλαμισμών παρατηρήθηκαν
αλλα σε μεμονωμένα πεδία. Στην παράδοση των Γκαγκαβούζηδων της Δοβρουτσάς
υπάρχει καταγραμμένο το γεγονός της μαζικής αυτοκτονίας Γκαγκαούζων γυναικών
στο φρούριο της Καλιάκρας ως άλλες γυναίκες του Ζαλλόγγου. Στη θέση που έπεσαν
οι απόγονοι τους έστησαν ένα άγαλμα για να τις τιμήσουν. Σε αυτό το ασφυκτικό
περιβάλλον μέσα στο οποίο ζούσαν με τις μαζικές μεταναστεύσεις τουρκογενών
πληθυσμών αυτοί ως μειοψηφία αναγκάζονται να αλλάξουν την γλώσσα τους για να
επιβιώσουν. Ακούγεται ως απλοϊκό επιχείρημα; Και όμως δεν είναι.
Ένας
σημαντικός παράγοντας που κράτησε τους Γκαγκαβούζηδες στη αγκαλιά του
ελληνισμού ήταν η φανατική προσκόλληση τους στο Χριστιανισμό και στα βυζαντινά
πρότυπα διοίκησης και αυτοδιοίκησης των κοινοτήτων τους. Σημαντικό παράγοντα αποτέλεσε
επίσης το ειδικό καθεστώς εκκλησιαστικής διοίκησης της περιοχής με την
μορφή της Εξαρχίας μέχρι τα μέσα του 18ου αιώνα. Η άμεση σχέση τους με τον
εκάστοτε Έξαρχο, ο όποιος ήταν και Μέγας Λογοθέτης του Πατριαρχείου ίσως να
συνετέλεσε στο να λένε οι γέροντες Γκαγκαβούζηδες όταν τους ρωτούσα από πού
καταγόμαστε να μου απαντούν: « μπιζ ολουμ εβλιατ οτζιακ γκελντιμ». Έτσι σε ένα
αγροτοκτηνοτροφικό πληθυσμό αγράμματο συνεχίζει τα επόμενα χρόνια να περνά στο
υποσυνείδητο τους πως είναι κάτι ξεχωριστό και πάντα σε σχέση με το
Πατριαρχείο.
Μπορεί όλα
αυτά να θεωρούνται απλοϊκές προσεγγίσεις σε ένα σημαντικό θέμα όπως είναι η
καταγωγή των Γκαγκαβούζηδων και να προκαλούν θυμηδία σε ιστορικούς κύκλους. Αν
ήταν όντως τουρκικό φύλο γιατί δεν εντάχθηκαν αμέσως ή και μετά από λίγα χρόνια
στο οθωμανικό σύστημα με τον πλήρη εξισλαμισμό τους για να αποφύγουν τα βίαια
και συχνά ξεσπάσματα της οθωμανικής διοίκησης επάνω τους, όπως έκαναν άλλα
τουρκογενή φύλα; Απεναντίας παρέμειναν χριστιανοί προσκολλημένοι στο αδύναμο
αρχικά Πατριαρχείο και μετέπειτα στο ισχυρό ελληνορθόδοξο αυτοδιοίκητο
σύστημα των κοινοτήτων.
Σε όλους
τους ρωσοτουρκικούς πολέμους συμμετείχαν στο πλευρό των Ρώσων προσβλέποντας
στην απελευθέρωση τους από το Ξανθό γένος. Ποιος τους οργανώνει και ποιου το
όνομα έχουν αποδώσει σε χωριά τους στην Βεσσαραβία και στην Ανατολική Θράκη.
Του Δημήτρη Βατικιώτη, έμπορο από τα Βατικα της Λακωνίας, Απόστολος της Φιλικής
Εταιρείας και εμψυχωτής και οργανωτής της περίφημης Βουλγάρικης Λεγεώνας.
Κατακτητής της Σίλιστρας με τους Γκαγκαβούζηδες στρατιώτες τους. Ως νέος
Οδυσσέας σκέφτηκε ένα τέχνασμα ανάλογο του Δούρειου Ίππου για να κατακτήσει την
επί 6 μήνες πολιορκούμενη και αντιστεκόμενη πόλη στα ρωσικά πυρά. Δεν πρόλαβε
να ολοκληρώσει το έργο του διότι πέθανε πολύ μικρός Αλλά έμεινε στην μνήμη των
Γκαγκαβούζηδων που τον τιμούν ακόμη και σήμερα.
Η συμμέτοχή
τους στα επαναστατικά γεγονότα της Μολδοβλαχίας είναι αδιαμφισβήτητη ανεξάρτητα
αν προσπαθούν να την αποσιωπήσουν οι Βούλγαροι ιδίως ιστορικοί.
Οι μεγάλες
αναγκαστικές μεταναστεύσεις τους ξεκίνησαν μετά το 1840 και ολοκληρώθηκαν το
1880 για να αποφύγουν τα αντίποινα των οθωμανικών στρατευμάτων που μετά από
κάθε τους ήττα στα πολεμικά θέρετρα της περιοχής ξεσπούσαν σε λεηλασίες και
σφαγές των ντόπιων χριστιανικών πληθυσμών. Οι περισσότεροι κατέφυγαν στη
Βεσσαραβία υπολογίζεται πως περίπου 100.000 εγκαταστάθηκαν στις στέπες της.
15-20.000 κατευθύνθηκαν νότια προς την Ανατολική Θράκη σε χωριά γύρω από
την Αδριανούπολη όπου με βάση τις πληροφορίες τους ήρθαν να βρουν τους ήδη
εγκατεστημένους από το 1540-60 Γκαγκαβούζηδες από την γυναίκα του σουλτάνου
Σελίμ Α' την Ρωξελάνη, Ουκρανή στην καταγωγή. Όσοι παρέμειναν βιώσαν
νέους διωγμούς από το νεοϊδρυόμενο βουλγαρικό κράτος και αφού υπέφεραν μαζί με
τον υπόλοιπο ελληνισμό της Βουλγαρίας αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις
προγονικές τους εστίες και να διασκορπιστούν στην Ανατολική Θράκη και
Μακεδονία. Στην Ανατολική Θράκη εντάχθηκαν στο ελληνορθόδοξο σύστημα διοίκησης
και μαζί με τον υπόλοιπο ελληνισμό υπέφεραν αλλά και μεγαλούργησαν κάτω από
αντίξοες συνθήκες. Ίδρυσαν σχολεία εκκλησιές, συμμετείχαν στους αγώνες του
θρακιώτικου ελληνισμού για ελευθερία όπως μαρτυρούν τα προξενικά έγγραφα της
Αδριανούπολης και οι αφηγήσεις των: Γονατά, Ιων Δραγούμη και άλλων προξένων.
Τελικά το
1922-24 εγκαταλείπουν οριστικά τις εστίες τους και εγκαθίστανται η μεγάλη τους
πλειοψηφία σε 22 χωριά του Έβρου και σε χωριά της Κομοτηνής Ξάνθης των
Σερρών και του Λαγκάδα Θεσσαλονίκης. Ένας νέος Γολγοθάς ξεκίνησε όπως και για
όλους τους πρόσφυγες της Ανατολής. Πάλεψαν παρά τις αντιξοότητες και τα εμπόδια
που τους επέβαλε το επίσημο ελληνικό κράτος λόγω της γλώσσας τους. Παρέμειναν
πιστοί στην Εκκλησία και στον ελληνισμό δίχως να χάνουν ποτέ την πιστή τους πως
κάποτε θα δικαιωθούν.
*Σελίδα από το βιβλίο του Χρ. Κοζαρίδη.
Γκαγκαβούζηδες
με τις χαρακτηριστικές
φορεσιές τους
Λίγα λόγια
για την Μολδαβία. Σήμερα αποτελούν την αυτόνομη δημοκρατία της Γκαγκαουζίας, με
πληθυσμό 170.000 Γκαγκαούζους. Η ανακήρυξη της δημοκρατίας το 1990 δεν έγινε
αποδεκτή από κανένα διεθνή οργανισμό παρά μόνο από την Τουρκία και την Ρωσία.
Από τα πρώτα χρόνια μέχρι και σήμερα επικρατεί μια σύγχυση για την ιστορία
τους. Η άμεση προσέγγιση τους από τους Τούρκους, η χρηματοδότηση αναπτυξιακών
προγραμμάτων τους εγκλώβισε στην αγκαλιά της τουρκικής εξωτερικής πολίτικης.
Από την άλλη η ελληνική πλευρά δεν ενδιαφέρθηκε ουσιαστικά ποτέ να τους
προσεγγίσει με βάση τους ιστορικούς δεσμούς. Η Ρωσία τα πρώτα μετασοβιετικά
χρόνια δεν είχε τις οικονομικές δυνατότητες να τους βοηθήσει. Με αποτέλεσμα να
δοθεί η καλύτερη ευκαιρία στην τουρκική πλευρά να εκμεταλλευτεί και να
επενδύσει στο αυτόνομο αυτό κρατίδιο. Παρεμβάσεις μέσω εκκλησιαστικών
οργανώσεων από την Ελλάδα ενώ ξεκίνησαν με ενθουσιασμό γρήγορα απογοητεύθηκαν η
σταμάτησαν για διαφόρους λόγους. Βασικά πιστεύω πως κανείς από τους υπευθύνους
αυτών των αποστολών δεν είχε προσεγγίσει η δεν ήξερε να τους προσεγγίσει στη
βάση της κοινής καταγωγής. Ένας δεύτερος λόγος είναι η φτώχεια και η δυστυχία
που κυριαρχούν και αναγκάζουν τους Γκαγκαούζους να μεταναστεύσουν ή και να
αποδέχονται το λόγο του Θεού από χίλιες δυο χριστιανικές αιρέσεις που κερδίζουν
ολοένα και περισσότερο έδαφος. Η παρέμβαση της επίσημης πολιτείας περιορίστηκε
στην χρηματοδότηση μιας έδρας ελληνικής γλώσσας στο πανεπιστήμιο του Κομρατ και
στην ίδρυση τμημάτων ελληνικής γλώσσας σε ορισμένα σχολεία που γρήγορα όμως
έπαψαν να λειτουργούν. Γιατί όλα αυτά; Διότι ποτέ μέχρι και σήμερα δεν ρώτησαν
εμάς τους ίδιους τους Γκαγκαβούζηδες για τρόπους συνεργασίας και αποτελεσματικής
πολιτικής απέναντι στους αδελφούς μας της Γκαγκαουζίας. Αλλά πώς να μας
ρωτήσουν όταν ακόμη και μέχρι πέρσι από επίσημα χείλη της πολιτείας ακούγαμε
πως είμαστε Τούρκοι και δεν αξίζει να ασχοληθούν μαζί μας διότι θα είχαν ακόμη
ένα πρόβλημα εθνικό στα ήδη υπάρχοντα της Θράκης.
Και όμως
εμείς μια ομάδα παθιασμένων Γκαγκαβούζηδων με δική μας πρωτοβουλία και με δικά
μας έξοδα πραγματοποιήσαμε επισκέψεις εδώ και τρία χρόνια παρεμβαίνοντας
ουσιαστικά στα πολιτιστικά πολιτικά δρώμενα και στους ιστορικούς κύκλους
αναγκάζοντας ορισμένους τουρκόφιλους ηγέτες να παραδέχονται πως τελικά το
βλέμμα τους πρέπει να το στρέψουν προς τα Βαλκάνια και την Ελλάδα. Έκλεισε ο
κύκλος; Όχι τώρα έχει ανοίξει και μας περιμένει να δώσουμε ακόμη περισσότερα
για την υπόθεση των Γκαγκαβούζηδων
Κάναμε την
αρχή!! Ναι!! Ζητάμε την υποστήριξη της πολιτείας της εκκλησιάς, του τύπου και
των διαφόρων οργανώσεων. Για να μπορούν να δικαιωθούν ως το τέλος όλες οι ψυχές
των Γκαγκαβούζηδων. Η έκδοση αυτού του βιβλίου είναι μια ουσιαστική παρέμβαση
στο να κατανοήσουν όλοι, εμάς τους Γκαγκαβούζηδες. Παράλληλα φίλοι όπως ο
Αλέξης Παρτινούδης ο καλύτερος λυράρης της Θράκης και των Γκαγκαβούζηδων
καταγράφει συστηματικά τις μουσικές και τα τραγούδια μας. Κυκλοφόρησαν τα πρώτα
τραγούδια μας σε CD ευελπιστούμε πως το επόμενο βήμα θα είναι η έκδοση ενός
CD μόνο με γκαγκαβούζικα τραγούδια. Οι σύλλογοι με πρωτεργάτη τον
Άγγελο Νικολαίδη μαθαίνουν και διδάσκουν σε όλη την Ελλάδα χορούς
Γκαγκαβούζικους. Εδώ στην Αθήνα είχαμε την ευτυχή συγκύρια μια φίλη
Μπουζνοχωρίτισσα μεν αλλά πολύ καλή φίλη των Γκαγκαβουζηδων να εντάξει τους
χορούς μας στα ΤΕΦΦΑ μέσω μιας έρευνας της που μπορεί να γίνει και διδακτορικό.
Έτσι όλοι μαζί και ο καθένας χωριστά προσπαθούμε να δώσουμε να εκλαϊκεύουμε
αυτό το τόσο πολυσύνθετο για τους ιστορικούς αλλά τόσο απλό για μας τους ιδίους
θέμα της καταγωγής μας: Πως είμαστε ένα θρακιώτικο φύλο με ελληνική παιδεία και
πολιτισμό.
ΣΑΣ
ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΠΟΛΥ
* O Χρήστος Στ. Κοζαρίδης είναι οδοντίατρος