Τετάρτη 13 Ιουλίου 2022

Η Παιδεία στην περιφέρεια της Αδριανούπολης το 1901-1902

*Σχολική γιορτή στην Αδριανούπολη το 1902


 



 

*Έκθεση του επισκόπου Μυρέων Στέφανου

προς τον ‘Έλληνα πρόξενο Μιχαήλ Νικολάου

 

 


Γράφει ο Παντελής Στεφ. Αθανασιάδης

 


               Η Παιδεία στις περιοχές του αλύτρωτου Ελληνισμού, ήταν το μέγιστο ζητούμενο στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου. Σημαντικός εθνικός στόχος για να διατηρηθεί η εθνική ταυτότητα των υπόδουλων Ελλήνων. Υπήρξαν σημαντικές επιτυχίες, αλλά και εξίσου σημαντικές αδυναμίες στην προσπάθεια αυτή. Πρωτεύουσα θέση στις προσδοκίες του Θρακικού Ελληνισμού κατείχε η Παιδεία.

Μετά τα μαύρα χρόνια που ακολούθησαν την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, οι Θράκες άρχισαν σταδιακά να στρέφονται προς την Παιδεία, προσπαθώντας να βελτιώσουν την καθημερινότητά τους, να διατηρήσουν τον εθνισμό τους, την γλώσσα τους και την πίστη τους. Οι δυσκολίες ήταν τεράστιες. Έτσι αναπτύχθηκε το λεγόμενο «κρυφό σχολειό». Όσο και αν επιχειρήθηκε να αμφισβητηθεί αυτός ο θρύλος, η ύπαρξή του στη Θράκη είναι αδιαμφισβήτητη. Ακόμα και πολλά χρόνια μετά την επανάσταση του 1821. Μιλάμε π.χ. για το 1880. Υπάρχουν ιστορικά τεκμήρια. Θα αναφέρω μόνο ένα. Στα Αρχεία της Βιβλιοθήκης της Βουλής υπάρχει μια «Στατιστική έκθεση» για την εκπαίδευση στα χωριά της Θράκης περί το 1880. Περιέχει δραματικές διαπιστώσεις για την ελληνική εκπαίδευση, έξω από τα αστικά κέντρα, δεδομένου ότι στις πόλεις, υπήρχαν αξιόλογα εκπαιδευτήρια, χάρη στις προσπάθειες φιλογενών Ελλήνων. Ειδικότερα, η έκθεση γράφει:

«Η δημοτική εκπαίδευσις εν τη Θράκη είναι τοσούτον οικτρά, ώστε δύναται να θεωρηθεί ως μη υπάρχουσα. Εις πολλά μεν των χωρίων, ουδέν υπάρχει περί την των γραμμάτων διδασκαλίαν. Εις πλείστα η δημοτική εκπαίδευσις συνίσταται εις την υπό αγραμμάτων ιερέων ή ψαλτών ή κανδηλαναπτών διδασκαλίαν της Οκτωήχου και του Ψαλτηρίου».

Βέβαια, αυτό αφορούσε τα πολύ μικρά χωριά. Στα μεγάλα αστικά κέντρα είχαμε το εκ διαμέτρου αντίθετο φαινόμενο. Ονομαστά σχολεία ήταν: Το «Ζάππειο» στην Αδριανούπολη. Τα «Ζαρίφεια Εκπαιδευτήρια» και η «Μαράσλειος Σχολή στη Φιλιππούπολη. Τα «Θεοδωρίδεια» και το «Γεωργιάδειον» στη Ραιδεστό. Τα «Αρχιγένεια Εκπαιδευτήρια» στους Επιβάτες. Η «Φωτάκειος Σχολή στις Μέτρες (Τσατάλτζα). Η «Τσανάκλειος Σχολή» στην Κομοτηνή. Η «Λεονταρίδειος Αστική Σχολή Αρρένων» στην Αλεξανδρούπολη και πολλά άλλα σχολεία σε διάφορες πόλεις της Θράκης.

Η ανάπτυξη σημαντικών σχολείων, εν μέρει ήταν και αποτέλεσμα των μεταρρυθμίσεων, που επέβαλαν οι Ευρωπαίοι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές είναι γνωστές με τη  λέξη Τανζιμάτ και συνδέθηκαν στενά με την Οθωμανική Αυτοκρατορία του 19ου αιώνα. Αναφέρονται σε μια σειρά από μεταρρυθμίσεις και εκσυγχρονιστικές απόπειρες, με στόχο την αναδιοργάνωση σε επίπεδο διοίκησης, οικονομίας και σχέσεών της με τους υπηκόους της. Τα Τανζιμάτ εξελίχθηκαν χρονικά στο διάστημα 1839-1876. Η λέξη Τανζιμάτ, στην τουρκική γλώσσα σημαίνει αναδιοργάνωση, ενώ για τους δυτικούς, ερμηνεύτηκε ως εκσυγχρονισμός. Τα Τανζιμάτ στο διάστημα αυτό, υπήρξαν η ελπίδα των υπόδουλων λαών, αν και δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα.

*Η σφραγίδα της Κεντρικής Εφορείας Εκπαιδεύσεως της Αδριανούπολης


Εδώ πρέπει να σημειώσουμε κάτι ακόμα. Την δράση των ελληνικών συλλόγων, κυρίως της Κωνσταντινούπολης, που κράτησαν ζωντανή την Παιδεία, γιατί το κυρίαρχο Οθωμανικό κράτος, δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ για την παιδεία όλων των υπόδουλων εθνοτήτων. Η εθνικά επωφελής δράση των ελληνικών συλλόγων στη Θράκη, αλλά και σε άλλα μέρη της Ελλάδας, κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, είναι μια πτυχή της εποποιίας του Ελληνισμού κατά τα σκοτεινά χρόνια της Τουρκοκρατίας.

Έχει λεχθεί και είναι σωστό, ότι σε εποχές που το ελληνικό κράτος ήταν αδύναμο, φτωχό και ανοργάνωτο, το ρόλο του υπουργείου Παιδείας για την εκπαίδευση των υπόδουλων Ελλήνων, είχαν αναλάβει άτυπα, αλλά με γενναιοδωρία, οι διάφοροι σύλλογοι που ξεκίνησαν τη δράση τους στην  Κωνσταντινούπολη και απλώθηκαν στις αλύτρωτες περιοχές. Γραμμή έδινε βέβαια και το κράτος της Αθήνας.

Χαρακτηριστική είναι η εγκύκλιος του υπουργού Εξωτερικών Αλέξανδρου Κουμουνδούρου σε διπλωμάτες ο  οποίος έγραφε: «Επειδή ουδέν δύναται να στηρίξει τον Ελληνισμόν και το εθνικόν αίσθημα, όσον η ελληνική παίδευσις και γλώσσα, όπου η κοινότης είναι πολυμελής, θέλετε καταβάλη κάθε προσπάθειαν όπως συνιστάται σχολήν αρρένων και κορασίων».

Προς την κατεύθυνση αυτή κινήθηκε τόσο το Οικουμενικό Πατριαρχείο, όσον και οι σύλλογοι της Κωνσταντινούπολης.  Ειδικά στη Θράκη, η φιλογενής δράση των συλλόγων υπήρξε ανεκτίμητη από κάθε πλευρά. Η αναγνώριση της δράσης αυτών των συλλόγων είναι εθνικό καθήκον όλων μας. 

*Το τέλος της έκθεσης με την υπογραφή του επισκόπου Μυρέων Στέφανου

 

Η έκθεση για κώμες και κωμοπόλεις της Αδριανούπολης

 

               Η Αδριανούπολη, υπήρξε ανέκαθεν κέντρο του Θρακικού Ελληνισμού. Η ευμάρεια των κατοίκων της επέτρεπε να υπάρχουν ονομαστά σχολεία, υψηλού επιπέδου.

               Η αυγή του 20ου αιώνα βρήκε τους αλύτρωτους Έλληνες να αντιμετωπίζουν μεγάλα προβλήματα, κυρίως εξαιτίας της ανόδου του εθνικισμού των Βουλγάρων, που οδήγησε σταθερά σε αιματηρούς αγώνες στη Μακεδονία και τη Θράκη. Και ήταν επόμενο η φροντίδα για την Παιδεία να κατέχει σημαντική θέση στις επιδιώξεις των Θρακών, αλλά και των φιλογενών συλλόγων της Κωνσταντινούπολης, και του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

               Ιστορικό ενδιαφέρον παρουσιάζει μια έκθεση την οποία είχε συντάξει το 1902 και την υπέβαλε στον Έλληνα πρόξενο της Αδριανούπολης Μιχαήλ Νικολάου, ο επίσκοπος Μυρέων Στέφανος. Ο επίσκοπος αυτός ήταν ένας από τους βοηθούς  επισκόπους της Αρχιεπισκοπής Κωνσταντινουπόλεως. Επρόκειτο δηλαδή για τιτουλάριο επίσκοπο. Από άλλο προξενικό έγγραφο πληροφορούμαστε ότι στον επίσκοπο Μυρέων είχε ανατεθεί η εποπτεία των σχολείων της Αδριανούπολης πλην των γυμνασίων. Η έκθεση αυτή διασώζεται στο Ιστορικό Αρχείο του Υπουργείου Εξωτερικών.

               Η σημαντική αυτή έκθεση για να γνωρίζουμε σήμερα την κατάσταση της Παιδείας στην περιφέρεια της Αδριανούπολης, συντάχθηκε μετά από περιοδεία, που πραγματοποίησε ο επίσκοπος Μυρέων Στέφανος. Για τον επίσκοπο Στέφανο ο Μιχαήλ Νικολάου ανέφερε προς το υπουργείο Εξωτερικών, ότι επισκεπτόταν και τα γυμνάσια που την εποπτεία τους είχε ο γυμνασιάρχης, μαζί με δύο Εφόρους Εκπαίδευσης και ζητούσε λεπτομερή ενημέρωση. Το γεγονός αυτό υποχρέωνε τους διδάσκοντες να επιδίδονται με μεγάλη προσοχή στα εκπαιδευτικά τους καθήκοντα.

Η αναφερθείσα περιοδεία, ήταν αποτέλεσμα εντολής είτε του Πατριαρχείου, είτε άλλων παραγόντων και υποβλήθηκε στον Έλληνα πρόξενο της Αδριανούπολης για να προωθηθεί στην Ελληνική κυβέρνηση. Άλλωστε στην εισαγωγή της ο επίσκοπος σημείωνε ότι η περιοδεία εκείνη, έγινε «εξ ιερού καθήκοντος» και ότι την διέκρινε «εθνικός σκοπός». Ο επίσκοπος Μυρέων υπογραμμίζει ότι η έκθεση περιλαμβάνει τις εντυπώσεις που αποκόμισε εξ ιδίας αντιλήψεως.

               Την κατάσταση των εκπαιδευτηρίων της Αδριανούπολης και των προαστίων της, την χαρακτηρίζει ενθαρρυντική και υπενθυμίζει ότι βρίσκονταν σε επαφή με την Κεντρική Εφορεία της Εκπαιδεύσεως της πόλης, ανά δεκαπενθήμερο.

               Στη συνέχεια δίνει εικόνα των εκπαιδευτικών πραγμάτων στην περιφέρεια της Αδριανούπολης. Οι παρατηρήσεις του επισκόπου είναι σημαντικές γιατί μας παρέχουν και πληθυσμιακά στοιχεία, πλην των σχολείων.

*Το Χάσκιοϊ. Οι Βούλγαροι το προφέρουν Χάσκοβο 

               Χάσκιοϊ: Κωμόπολη με 120 οικογένειες. Οι κάτοικοί της πλην ελαχίστων εξαιρέσεων μιλούσαν τουρκικά, αλλά ήταν όλοι Ορθόδοξοι. Υπήρχε σχολή αρρένων και θηλέων, στην οποία είχαν εγγραφεί κατά το σχολικό έτος 1901-1902, 80 μαθητές και μαθήτριες, από τους οποίους τελικά φοιτούσαν τακτικά 65. Η λειτουργία της σχολής ήταν δυνατή «χορηγούσης και της ευσεβούς πηγής» αναφέρει ο επίσκοπος, υπονοώντας το χορηγικό ρόλο της Εκκλησίας.

               Το συμπέρασμα του επισκόπου είναι ότι:

                «Μετ’ ευχαριστήσεως αναγράφομεν ενταύθα ότι η από τετραετίας παρατηρουμένη πρόοδος είναι ενθαρρυντική συντελέσασα εις την διάδοσιν της γλώσσης, παρά τη νεολαία και αναζωπυρώσασα τα εθνικά αισθήματα».

               Υπενθυμίζουμε εμείς ότι την εποχή εκείνη το Χάσκιοϊ εθεωρείτο επίκαιρο σημείο, γιατί βρίσκονταν στην μεθόριο γραμμή, που χώριζε την Ανατολική Ρωμυλία από το βιλαέτι της Αδριανούπολης.

               Γκέρντελι:  «Κώμη αρτισύστατος» που αριθμούσε 250 οικογένειες καθαρά Ελληνικές. Τα δύο προηγούμενα χρόνια παρουσίαζε ανάπτυξη και όσον αφορούσε τον πληθυσμό του συνοικισμού αυτού και όσον αφορούσε «την πνευματικήν  συγκομιδήν».

               Οι κάτοικοι, 80 οικογένειες, ήταν Έλληνες και Βουλγαρόφωνοι, Ορθόδοξοι  όλοι, με επικράτηση όμως των Ελλήνων. Στο σχολείο είχαν εγγραφεί 35 μαθητές και μαθήτριες. «Συντηρείται υπό της ευσεβούς πηγής».

               Σκόπελος: Ήταν κωμόπολη με 250 οικογένειες καθαρά ελληνικές. Διατηρούσε ένα αρρεναγωγείο και από την προηγούμενη χρονιά απόκτησε και παρθεναγωγείο. Στα δύο αυτά σχολεία είχαν εγγραφεί 160 μαθητές και μαθήτριες, από τους οποίους φοιτούσαν τακτικά περί τους 140.

               «Η πρόοδος ενταύθα είναι επαινετή, έγραφε στην έκθεσή του ο επίσκοπος Μυρέων Στέφανος, χρήζουσα διακανονισμού προς τα προγράμματα, οι δε κάτοικοι διακρίνονται δια  τα ακμαία εθνικά και θρησκευτικά αισθήματα».

               Πέτρα: Κωμόπολη, που αριθμούσε 650 οικογένειες όλες Ελληνικές, πλην 15 οικογενειών Οθωμανικών. Οι κάτοικοι συντηρούσαν εξ ιδίων εξατάξια δημοτική σχολή  στην οποία φοιτούσαν και κορίτσια. Δίδασκαν δύο δάσκαλοι. Κατά το σχολικά έτος 1901-1902, είχαν εγγραφεί 180 αγόρια και κορίτσια, «η δε σχολή διατελεί εις αρκούντως ανθηράν κατάστασιν». Υπήρχε όμως ένα πρόβλημα, που το επεσήμαινε στη έκθεσή του ο επίσκοπος Στέφανος.

               «Αλλ΄ η προς τα γράμματα επίδοσις είναι λίαν δυσανάλογος προς τον πληθυσμόν. Ενταύθα προέβημεν εις επανασύστασιν Εφορείας, σύνταξιν προγράμματος δια το επιόν έτος και κανονισμού ιδιαιτέρου της Εφορείας, εξ ών ελπίζεται αύξησις του αριθμού των μαθητών επαισθητή».

*Σαράντα Εκκλησίες: Το Ελληνικό Γυμνάσιο

               Τεσσαράκοντα Εκκλησίαι: Πόλη που αριθμούσε 2.360 οικογένειες. Ο πληθυσμός της μικτός. Δηλαδή Έλληνες, Βούλγαροι και μερικοί Εβραίοι. Οι Ελληνικές οικογένειες ήταν 1.530. Συντηρούσαν κεντρική αστική σχολή οκτατάξια. Η ανώτατη τάξη αντιστοιχούσε προς την Α΄ Γυμνασίου. Εκείνη τη χρονιά είχαν εγγραφεί 270 μαθητές. Συντηρούσαν επίσης κεντρικό παρθεναγωγείο στο οποίο είχαν εγγραφεί 240 μαθήτριες, στις τέσσερις τάξεις που είχε. Υπήρχε επίσης κεντρικό νηπιαγωγείο, στο οποία είχαν εγγραφεί τότε 66 νήπια. Στην πόλη υπήρχαν επίσης τρία δημοτικά σχολεία, το καθένα με τρεις τάξεις. ήταν δηλαδή το σχολείο της ενορία των Σαράντα Μαρτύρων με 89 μαθητές και μαθήτριες. Το σχολείο της ενορίας των Αγίων Πάντων με 75 παιδιά και της ενορίας του Αγίου Ιωάννου με 60 παιδιά. Υπήρχε ακόμα νηπιοπαρθεναγωγείο με 85 νήπια.

               Από τα σχολεία αυτά, τα κεντρικά συντηρούνταν με δαπάνες του Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου και εισοδήματα από τόκους, προαιρετικές εισφορές και δίδακτρα. Τα υπόλοιπα σχολεία συντηρούσαν διάφορες Αδελφότητες, αλλά και εισοδήματα από τις εκκλησίες κάθε ενορίας.

               Συμπερασματικά στην έκθεση αναφέρεται:

               «Η εις τα ανώτερα των σχολείων τούτων λειτουργία βαίνει κανονικώς αποδίδουσα ευαρέστους καρπούς. Εκ του διδάσκοντος δε προσωπικού διακρίνεται ο διευθυντής της αστικής, όστις είναι τελειόφοιτος της Φιλολογίας. Μόνον τα ανώτερα σχολεία εν σχέσει προς το πρόγραμμα και την διδασκαλίαν χρήζουσιν βελτιώσεως».

*Ο Σκοπός Ανατολικής Θράκης

               Σκοπός: Η κωμόπολη αυτή αριθμούσε 930 οικογένειες, από τις οποίες οι 14 ήταν Βουλγαρικές, 12 Τουρκικές και όλες οι υπόλοιπες Ελληνικές.

               Οι κάτοικοι με δικές τους δαπάνες συντηρούσαν εξατάξια αστική σχολή, στην οποία δίδασκαν τέσσερις δάσκαλοι τελειόφοιτοι του Γυμνασίου. Το 1901-1902 είχαν φοιτήσει 390 μαθητές. Υπήρχε ακόμα νηπιοπαρθεναγωγείο με 163 νήπια, αγόρια και κορίτσια.

               Ο επίσκοπος Μυρέων Στέφανος στην έκθεσή του παρατηρούσε:

«Μετ’ ενδομύχου χαράς παρατηρούμεν ενταύθα ότι οι κάτοικοι είναι λίαν φιλοπρόοδοι. Η λειτουργία των σχολών είναι αρίστη και το εθνικόν και θρησκευτικόν αίσθημα μέχρι φανατισμού ακμαιότατον».

Γέννα: Κωμόπολη που αριθμούσε 350 Ελληνικές οικογένειες και 130 Βουλγαρικές. Οι  Έλληνες διατηρούσαν δημοτική σχολή, στην οποία είχαν εγγραφεί 170 μαθητές. Δίδασκαν τρεις δάσκαλοι. Υπήρχε και παρθεναγωγείο με βοηθό, στο οποίο είχαν εγγραφεί 115 μαθήτριες . Από το προσωπικό μόνο τη βοηθό μισθοδοτούσε «η ευσεβής πηγή».

Οι Βούλγαροι σχισματικοί διατηρούσαν τα τρία τελευταία χρόνια σχολείο και δικό τους ιερέα.

«Οι  Έλληνες της κωμοπόλεως, κατά τον επίσκοπο Στέφανο, είναι εν γένει φιλοπρόοδοι, διατηρούντες καλώς το εθνικόν φρόνημα. Εγένοντο ζωηραί απόπειραι, ίνα επανέλθωσιν οι σχισματικοί εις την πρώτην αυτών εθνικήν θέσιν, αλλ’ ο εθνικός αγών, όστις διεξάγεται  αυτόθι πεισματωδέστερος, απαιτεί θερμοτέραν υποστήριξιν. Εν τω σημείω τούτω της εθνικής παλαίστρας επιστήσαμεν τα μάλιστα την προσοχήν ημών, προέβημεν δε και εις την σύνταξιν κανονισμού των εκπαιδευτηρίων και αποκατάστασιν της Εφορείας».

Βουνάρ Χισάρ: Κωμόπολη που αριθμούσε 750 οικογένειες από τις οποίες περίπου 300 ήταν ελληνικές, που διατηρούσαν με δικές τους δαπάνες εξατάξια αστική σχολή με 196 μαθητές. Δίδασκαν τρεις δάσκαλοι. Η «ευσεβής πηγή» συντηρούσε παρθεναγωγείο με 85 μαθήτριες.

«Μετά μεγάλης ημών ευχαριστήσεως αναγράφομεν ότι ενταύθα λειτουργεί η ακμαιοτέρα σχολή παρ’ όλην την σύντονον ενέργειαν των Βουλγάρων, χάρις εις την άοκνον δραστηριότητα του μετ’ απαραμίλλου ζήλου και αισθήματος διευθύνοντος την σχολήν κ. Δ. Φλωρά εις την προσπάθειαν του οποίου πολλάς περί προσηλυτίσεως των Βουλγάρων δυνάμεθα να εξαρτήσωμεν ελπίδας. Και η εργασία της διδασκαλίσσης είναι επαινετή. Ενταύθα επίσης προέβημεν εις σύνταξιν κανονισμού και σύστασιν Εφορείας» τόνιζε ο επίσκοπος Μυρέων Στέφανος. 

*Καροποιοί στο Σκεπαστό Ανατολικής Θράκης
 

Σκεπαστός: Ήταν κωμόπολη που αριθμούσε 350 οικογένειες γνήσιες Ελληνικές. Εκεί η κοινότητα συντηρούσε δημοτική σχολή όπου δίδασκαν δύο δάσκαλοι, τους 140 μαθητές που είχαν εγγραφεί εκείνη τη χρονιά. Η «ευσεβής πηγή» συντηρούσε παρθεναγωγείο, στον οποίο είχαν εγγραφεί 56 μαθήτριες.

Κατά τον συντάξαντα την έκθεση επίσκοπο Μυρέων, που διέκρινε σπέρματα διχόνοιας :

«Εις αμφότερα τα σχολεία ταύτα η λειτουργία εφέτος υπήρξεν ενθαρρυντικωτέρα και ιδία του νηπιοπαρθεναγωγείου. Και ενταύθα προέβημεν εις την σύνταξιν κανονισμού και επιδιώξαμεν την συνδιαλλαγήν των διχογνωμούντων μερών εγκαταστήσαντες εκπαιδευτικάς αρχάς».

Κουρού Δερέ: Επρόκειτο για κωμόπολη, που αριθμούσε 80 οικογένειες Ορθόδοξες, οποίες μιλούσαν Ελληνικά και Βουλγαρικά. Στην κωμόπολη αυτή «η ευσεβής πηγή» συντηρούσε σχολείο, στο οποίο εκείνη τη χρονιά είχαν εγγραφεί 36 μαθητές, που είχαν ένα δάσκαλο.

«Η σχολή επεδείξατο αρκετήν πρόοδον και η διάδοσις της γλώσσης είναι λίαν ενθαρρυντική ελπίζεται δε συν των χρόνω να επιτελεσθεί η ποθουμένη αφομοίωσις» παρατηρούσε ο επίσκοπος Στέφανος.

Ευκάρυον: Με μικτό πληθυσμό Ελλήνων και Βουλγάρων η κωμόπολη αυτή αριθμούσε 120 οικογένειες, με επικράτηση των Ελλήνων. Και εκεί «η ευσεβής πηγή» συντηρούσε σχολή δημοτική στην οποία είχαν εγγραφεί 85 μαθητές που είχαν ένα δάσκαλο, του οποίου η εργασία είχε χαρακτηρισθεί επαινετή «και ενταύθα η γλώσσα και το εθνικόν φρόνημα κατακτώσιν έδαφος».

Οσμανλή: Κωμόπολη με 125 οικογένειες. Ορθόδοξοι αλλά Βουλγαρόφωνοι όλοι. Κατά την έκθεση του επισκόπου «ενταύθα η ευσεβής πηγή συντηρεί δημοτικήν σχολήν εν ή ενεγράφησαν εφέτος 53 μαθηταί υπό ένα διδάσκαλον. Η γλώσσα άρχεται διαδιδομένη».

*Χάρτης της Αν. Θράκης. Διακρίνεται η Χάφσα και το Χάσκοβο και οι Σαράντα Εκκλησίες

Χάφσα: Η κωμόπολη αυτή είχε 117 οικογένειες με κατοίκους Ορθόδοξους Ελληνόφωνους και Τουρκόφωνους. Και εδώ «η ευσεβής πηγή» συντηρούσε δημοτική σχολή με εγγεγραμμένους 60 μαθητές και μαθήτριες με μία δασκάλα, που εργάσθηκε ευδοκίμως. «Οσημέραι η γλώσσα διαδίδεται» ήταν η γενική διαπίστωση.

Αμπαλάριον: Αλαβανόφωνες ήταν οι 90 οικογένειες αυτής της κωμόπολης. ΟΙ άνδρες και οι νεώτεροι και των δύο φύλων γνώριζαν Ελληνικά. Οι κάτοικοι συντηρούσαν μαζί με χορηγία «της ευσεβούς πηγής» δημοτική σχολή με εγγεγραμμένους 55 μαθητές υπό ένα δάσκαλο. «Η πρόοδος της σχολής υπήρξεν αρκετά καλή» διαπίστωσε ο επίσκοπος Στέφανος.

Όλ- Πασά: Κωμόπολη που αριθμούσε 130 οικογένειες Τουρκοφώνων. Και εδώ «η ευσεβής πηγή» διατηρούσε νηπιοπαρθεναγωγείο με εγγεγραμμένα 68 παιδιά. Η πρόοδος υπήρξε καλή, κατά την έκθεση προς τον πρόξενο της Ελλάδας.

Τσουρέκιοϊ: Οι γνωστές μας σήμερα Καστανιές, κωμόπολη Ελληνικότατη με 243 οικογένειες. Οι κάτοικοι συντηρούσαν τότε πλήρη δημοτική σχολή με 147 μαθητές και ένα νηπιοπαρθεναγωγείο υπό μία δασκάλα. Το 1901-1902 είχαν εγγραφεί 84 μαθήτριες. Η λειτουργία των δύο σχολείων «βαίνει κανονική» κατά την έκθεση.

Βοσνοχώριον: Ελληνικότατη κωμόπολη με 225 οικογένειες. Και εκεί οι κάτοικοι διατηρούσαν δημοτική σχολή με δύο δασκάλους και εγγεγραμμένους 123 μαθητές. Διατηρούσαν και ένα νηπιοπαρθεναγωγείο υπό μία δασκάλα με 62 μαθήτριες. Κατά τον επίσκοπο Μυρέων  Στέφανο «η πρόοδος των σχολών ενταύθα καλή, καίτοι ελαττωματική η φοίτησις των μαθητών».

Μαράσια: Κώμη με 130 οικογένειες. Οι κάτοικοι Ορθόδοξοι μιλούσαν κατά το μεγαλύτερο μέρος Βουλγαρικά. Οι άνδρες όμως μιλούσαν Ελληνικά, που είχαν αρχίσει να διαδίδονται και στους νεωτέρους. Και εδώ «η ευσεβής πηγή» διατηρούσε αρρενοπαρθεναγωγείο με εγγεγραμμένους 68 μαθητές και μαθήτριες. «Η πρόοδος καλλίστη» σημείωνε ο επίσκοπος.

*Από τη σχολική ζωή του Καραγάτς (Αρχείο Λαογραφικού Μουσείου Ν. Ορεστιάδας)

Καραγάτσι: Κωμόπολη που διατηρούσε περισσότερες από 280 οικογένειες Ορθόδοξες. Υπήρχαν και 87 οικογένειες Δυτικών Βουλγάρων, Αρμενίων και λίγων Οθωμανών. Οι Έλληνες διατηρούσαν πλήρη δημοτική σχολή επτατάξια με τέσσερις δασκάλους, παρθεναγωγείο με δύο δασκάλες. Χορηγούσε «η ευσεβής πηγή» την μισθοδοσία του παρθεναγωγείου για μία δασκάλα.  Στη δημοτική σχολή είχαν εγγραφεί εκείνη τη σχολική χρονιά 145 μαθητές, 96 μαθήτριες στο παρθεναγωγείο και 89 στο νηπιαγωγείο.

Κατά τον επίσκοπο Μυρέων «η λειτουργία και των τριών σχολείων υπήρξε λίαν κανονική και η πρόοδος καλλίστη».

Μπεκτεσίδες: Η γνωστή μας σήμερα Μηλέα είχε το 1902 75 οικογένειες όλες Ελληνικές. Εκεί συντηρούσαν ένα γραμματοδιδασκαλείο, το οποίο είχαν εγγραφεί 35 μαθητές. «Η πρόοδος αρκετά καλή» κατά την έκθεση προς τον πρόξενο.

Κουμαρλή: Αυτό ήταν το όνομα του σημερινού χωριού της περιοχής Νέας Ορεστιάδας, Κόμαρα. Θεωρείτο κώμη που αριθμούσε 120 οικογένειες. Όλοι ήταν Χριστιανοί Ορθόδοξοι. Ανάμεσά τους υπήρχαν και 70 Βουλγαρόφωνοι. Εδώ «η ευσεβής πηγή» συντηρούσε «αρτισύστατον νηπιοπαρθεναγωγείον» με 42 αγόρια και κορίτσια.

Ο μητροπολίτης Στέφανος εντυπωσιάσθηκε και έγραψε:

«Το αίσθημα εν τω κώμη ταύτη αναγεννάται δια της σχολής αναδειξάσης απροσδόκητα αποτελέσματα».

Μπες-Ντεπέ: Πρόκειται για τον σημερινό Πεντάλοφο. Κώμη που αριθμούσε 165 οικογένειες που μιλούσα Ελληνικά. Οι κάτοικοι της συντηρούσαν με δικές τους δαπάνες αρρεναγωγείο με ένα δάσκαλο και 75 μαθητές.

«Το εθνικόν αίσθημα εν τη κώμη ταύτη είναι ακμαιότατον. Η πρόοδος υπήρξε των μαθητών αρίστη. Κατά το αρξάμενον έτος προστεθήσεται δεύτερος διδάσκαλος ως βοηθός», τόνιζε ο επίσκοπος Μυρέων.

               Γιαϊλά: Η εγκαταλελειμμένη σήμερα από το 1923 Γιαλιά, ακριβώς στη γραμμή των ελληνοβουλγαρικών συνόρων. Το 1902 είχε 85 οικογένειες καθαρά Ελληνικές και συντηρούσε με δικά της έξοδα γραμματοδιδασκαλείο με ένα δάσκαλο και 38 μαθητές. ΟΙ κάτοικοί της θεωρούνταν φιλοπρόοδοι και ευσεβείς.

               Μπάρα: Άλλη μια εγκαταλελειμμένη κωμόπολη επί των βουλγαρικών συνόρων. Είχε 79 οικογένειες καθαρά Ελληνικές και συντηρούσε με δικά της έξοδα γραμματοδιδασκαλείο με ένα δάσκαλο και 27 μαθητές. «Το αίσθημα ακμαίον» παρατηρούσε ο επίσκοπος Στέφανος.

Καραμπάγ: Πρόκειται για τα Πετρωτά, που είχαν το 1902 289 οικογένειες όλες καθαρά Ελληνικές. Διατηρούσαν με δικές τους δαπάνες ένα αρρεναγωγείο με ένα δάσκαλο και 89 μαθητές και ένα νηπιοπαρθεναγωγείο με 104 μαθήτριες με μία δασκάλα. «Η πρόοδος ενταύθα απεδείχθη αρκετά καλή»  τόνιζε ο συντάκτης της έκθεσης.

Μουσταφά Πασά: Είναι το σημερινό Σβίλεγκραντ της Βουλγαρίας. Τότε αριθμούσε 140 Ελληνικές οικογένειες και 300 κυρίως Βουλγαρικές οικογένειες. Υπήρχαν εκεί δύο ελληνικά εκπαιδευτήρια. Ένα αρρεναγωγείο υπό δύο δασκάλους  με 82 μαθητές και ένα νηπιοπαρθεναγωγείο υπό δύο δασκάλες με 74 μαθήτριες. Το μισθό του διευθυντή του και της νηπιοπαρθεναγωγού πλήρωνε «η ευσεβής πηγή». Την λοιπή δαπάνη κατέβαλε η κοινότητα των Ελλήνων.

«Η πρόοδος των σχολείων αναλόγως των προσδοκιών λίαν επαινετή. Οι Έλληνες ενταύθα διατηρούσαν ανθηρότατον το εθνικόν φρόνημα, αλλά δια τε την υπεροχήν του αριθμού των Βουλγάρων και την γεωγραφικήν θέσιν, η πόλις αύτη αποτελεί έν των κυριωτέρων σημείων της εθνικής παλαίστρας, ει και ο αγών διεξάγεται πεισματωδέστατα επιστήσαμε την προσοχήν εις τας θερμάς υμών ευεργεσίας και ενισχύσαμεν το εθνικόν φρόνημα και τον φανατισμόν κατά των Βουλγάρων» κατέληγε ο επίσκοπος.

Δημητρίκιοϊ: Ορθόδοξους Ελληνόφωνους και Βουλγαρόφωνους είχε η κώμη αυτή που αριθμούσε 119 οικογένειες. Εκεί λειτουργούσε ένα νηπιοπαρθεναγωγείο με μία δασκάλα και 73 μαθητές και μαθήτριες. Τη δασκάλα μισθοδοτούσε «η ευσεβής πηγή».

Κατά τις διαπιστώσεις της έκθεσης «το αίσθημα ενταύθα ακμαίον, η δε γλώσσα άρχεται διαδιδομένη».

*Ελληνική οικογένεια από το Σκούταρι Αδριανούπολης

Σκούταρι: Καθαρά Ελληνική ήταν η κωμόπολη αυτή, που αριθμούσε 275 οικογένειες. Διατηρούσε με δικές της δαπάνες δημοτική σχολή με ένα δάσκαλο και εγγεγραμμένους 173 μαθητές και μαθήτριες.

Ο επίσκοπος Μυρέων Στέφανος διαπίστωσε ότι:

«Η κωμόπολις αύτη είχεν ανάγκην υποστηρίξεως και ευχής έργον θα ήτο αν η ευσεβής πηγή επήρχετο προς υποστήριξιν της παιδείας και πρόληψιν πάσης εισβολής ξένης και (προπαγάνδας) και δη Βουλγαρικής».

Μιχαλήτς:  Μικρή κώμη με 27 Ελληνικές οικογένειες. Οι κάτοικοι συντηρούσαν με δικές τους δαπάνες ένα νηπιοπαρθεναγωγείο με μία δασκάλα και 35 μαθητές «επιδείξαντας αρκούσαν πρόοδον».

Ο επίσκοπος Μυρέων Στέφανος μετά την περιγραφή της εκπαιδευτικής κατάστασης στις κώμες και κωμοπόλεις της εκκλησιαστικής περιφέρειας Αδριανούπολης παρατηρούσε ότι σε πολλά σχολεία ο αριθμός των μαθητών είναι κατώτερος από εκείνον που θα περίμενε κανείς. Σε όλα τα σχολεία πάντως ο αγροτικός βίος επιδρούσε στο χρόνο φοίτησης των μαθητών στα σχολεία, που τον περιόριζε στο διάστημα από τον Οκτώβριο έως τον Απρίλιο, που άρχιζαν οι αγροτικές εργασίες. (σ.σ. Είναι γνωστό ότι όλες οι αγροτικές οικογένειες απασχολούσαν και τα παιδιά τους στις αγροτικές εργασίες). Μερικές φορές μάλιστα οι αγροτικές ασχολίες των οικογενειών προκαλούσαν και την μη τακτική φοίτηση των μαθητών όλο το σχολικό έτος.

Η Παιδεία υπήρξε μια άγνωστη εποποιία του Θρακικού Ελληνισμού, που έδωσε μάχες την εποχή του αλυτρωτισμού για την Παιδεία και τον Πολιτισμό του, τα ίχνη του οποίου είναι εμφανή ακόμα και σήμερα, όχι μόνο στην ελεύθερη Δυτική Θράκη, αλλά και στα άλλα τμήματά της που κατέχονται σήμερα από την Τουρκία και τη Βουλγαρία.

 

Παντελής Στεφ. Αθανασιάδης


 

ΠΗΓΕΣ

*Ιστορικό Αρχείο Υπουργείου Εξωτερικών, Φακ. 1902 Προξενεία Ελλάδος, αρ. 63, σελ. 40

---------


ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ 

ΤΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥΠΟΛΙΤΏΝ "Ο ΦΑΡΟΣ"

ΤΕΥΧΟΣ 84

ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ-ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ-ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2022

















6 σχόλια:

  1. Τέλειο Παντελή, να είσαι πάντα καλά, καλό απόγευμα!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. ΓΙΑΝΝΗΣ ΛΥΜΠΕΡΙΔΗΣ
    Εξαιρετικό το άρθρο κ. Παντελή...το στενάχωρο είναι ο τόσος ελληνικός πληθυσμός που εξαφανίστηκε...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. ΕΓΕΝΙΑ ΚΑΤΟΥΦΑ
    Παντελή μου για το Κρυφό Σχολειό έχω μια επιφύλαξη κ μια βεβαιότητα
    Α. Επιφύλαξη διότι οι Τούρκοι δεν εμπόδιζαν την ελληνική παιδεία κ μάλιστα σε κάποιες φάσεις είχαν προστατέψει κ τα αρχαία μνημεία. Η πρώτη συμφωνία που έκαναν μετά την Άλωση, ήταν η Εκκλησία να αναλάβει τη διοίκηση, την παιδεία, τη θρησκεία κ βέβαια τη συλλογή φόρων από τους υπόδουλους. Άλλωστε κ η Μαρία Ευθυμίου λέει ότι πουθενά δεν έχει βρεθεί ντοκουμέντο που να δηλώνει ότι οι ραγιάδες εμποδίζονταν στην παιδεία κ για αυτό έπρεπε να την εφαρμόζουν στο σκοτάδι.
    Β. Η βεβαιότητα είναι ότι οι κληρικοί που εφάρμοζαν την παιδεία είχαν κι άλλα καθήκοντα, θρησκευτικά, οικονομικά, διοικητικά ακόμη κ αγροτικά. Επομένως ποτέ τους έμενε χρόνος; Το βράδυ με το λιονταράκι κ το φεγγαράκι. Και φυσικά δεν υπήρχαν σχολεία με τη σημερινή έννοια του χώρου. Σχολεία ήταν τα μοναδτηρια, οι εκκλησίες, ενίοτε κ τα σπίτια των διδασκόντων, όχι μόνο στην τουρκοκρατούμενη επικράτεια, αλλά κ στις παροικίες, π. Χ. Τεργέστη...
    Τι λες κι εσύ;;;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Καλησπέρα Ευγενία,όλα αυτά που λες ισχύουν, αλλά οι Οθωμανοί ναι μεν δεν εμπόδιζαν την Παιδεία, αλλά ούτε και έδιναν δεκάρα γι' αυτήν. Μιλάμε πάντα για την Παιδεία των υπόδουλων. Στις μεγάλες πόλεις τα προβλήματα ήταν πολύ λιγότερα γιατι τα χρήματα ήταν περισσότερα και όλοι βοηθούσαν να υπάρχουν καλύτερα σχολεία. Εξ ού και έχει μείνει στην ιστορία ο μεγαλειώδης ρόλος των φιλογενών Ελληνικών συλλόγων. Το πρόβλημα ήταν στα χωριά και στις απομονωμένες περιοχές και εκεί ήταν σημαντικός ο ρόλος της Εκκλησίας. Η φράση "κρυφό σχολειό" έχει μόνο σημειολογική σημασία και υποδηλώνει τις δυσχέρειες στην Παιδεία των αλύτρωτων Ελλήνων.ΠαντελήςΥ.Γ. με την ευκαιρία αυτή, διάβασε και αυτό https://sitalkisking.blogspot.com/2010/05/blog-post_16.html

      Διαγραφή
  4. Αλέξανδρος Περούδης

    Τα συγχαρητήρια μου για το άρθρο.Μηπως υπάρχουν περισσότερες πληροφορίες για το χωριό των παππούδων μου Σκούταρι Ανδριανούπολης;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Κάποιες λίγες πληροφορίες θα υπάρξουν για το Σκούταρι σε επόμενο άρθρο μου.

      Διαγραφή

LinkWithin

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...