*Την ευεργέτησε ο Σιγάλας
*Την ερωτεύτηκε ο Ελύτης
Γράφει ο Παντελής Στεφ. Αθανασιάδης
Τα λεξικά, προσδιορίζουν ότι η έννοια της ευεργεσίας είναι η παροχή βοήθειας ή άλλης υποστηρικτικής ενέργειας, χωρίς ανταλλάγματα. Το μέγεθος της ευεργεσίας συνήθως ποικίλλει, ανάλογα με τις οικονομικές δυνατότητες των ευεργετών. Έτσι στην ελληνική ιστορία και σε διάφορα μέρη της Ελλάδας, έχουμε από απλούς ευεργέτες έως και εθνικούς ευεργέτες.
Ως εθνικοί ευεργέτες χαρακτηρίζονται άτομα τα οποία γίνονται γνωστά για τον μεγάλο αριθμό φιλανθρωπιών και δωρεών προς ένα έθνος. Η τιμή για ένα έθνος να έχει πολίτες που ευεργετούν την πατρίδα τους, είναι μέγιστη. Ωστόσο η φιλογενής διάθεση κάθε ευεργέτη δεν έχει διαβαθμίσεις και βαθμολογήσεις. Το ίδιο άξιοι είναι μικροί και μεγάλοι ευεργέτες, που διαθέτουν τις περιουσίες τους μικρές ή μεγάλες, για να ευεργετήσουν την πατρίδα τους.
Σήμερα θα γνωρίσουμε τον ευεργέτη της Σικίνου του νησιωτικού συμπλέγματος των Κυκλάδων. Πρόκειται για τον Ιάκωβο Σιγάλα, που διέθεσε την περιουσία του για να ευεργετήσει το νησί του.
Εργατικός και δραστήριος
Ο Ιάκωβος Σιγάλας γεννήθηκε στη Σίκινο το 1868. Ο υποδηματοποιός πατέρας του Ελευθέριος και η μητέρα του Μαργαρίτα το γένος Κιμουλιάτη, απέκτησαν δέκα παιδιά. Ο Ιάκωβος ήταν το πέμπτο κατά σειρά.
Ο νεαρός Ιάκωβος πήγε στο τετρατάξιο σχολείο της Σικίνου και σε ηλικία 10 ετών πήγε στη Σύρο όπου φοίτησε στο λεγόμενο Ελληνικό Σχολείο, όπως ίσχυαν τότε οι βαθμίδες της ελληνικής εκπαίδευσης.
Φιλομαθής αλλά και εργατικός, στη Σύρο έπιασε δουλειά σε μπακάλικο με τη συμφωνία, ότι θα μπορεί να φοιτά στο σχολείο. Όταν όμως ο εργοδότης του δεν τήρησε τη συμφωνία τους ο Ιάκωβος έφυγε για την Αθήνα, όπου έπιασε δουλειά σε τυπογραφείο.
Η ζωή ήταν σκληρή μαζί του. Δεν του χαρίστηκε. Δουλεύοντας, του συνέβη ένα σοβαρό ατύχημα. Έπεσε σε ένα λάκκο με ασβέστη, με αποτέλεσμα μετά την αποθεραπεία του να αποκτήσει μια μικρή αναπηρία. Έκτοτε κούτσαινε ελαφρά.
Αργότερα επέστρεψε στη Σύρο, η ανάπτυξη της οποίας είχε φτάσει σε πολύ υψηλά επίπεδα, σε σχέση με την Αθήνα και την υπόλοιπη μικρή Ελλάδα. Αυτή τη φορά ο Ιάκωβος, εργάσθηκε στην παραγωγή των φημισμένων λουκουμιών με τον περίφημο ζαχαροπλάστη Αλέκο Κουντούρη.
Φύση ανήσυχη και δημιουργική ο Ιάκωβος Σιγάλας, το 1885 περίπου, έφυγε για το Ασουάν της Αιγύπτου. Εκεί υπήρχαν πολλοί Σικινιώτες αλλά και ο αδελφός του Ανδρέας, που διατηρούσε πανσιόν και καφενείο. Ο Ιάκωβος άνοιξε δικό του καφενείο στο Ζαγκαζίγκ, που βρίσκονταν στο Δέλτα του Νείλου.
Εν τω μεταξύ ενηλικιώθηκε. Άφησε το καφενείο στο μικρότερο αδελφό του Γιώργο και δείχνοντας τη φιλοπατρία του επέστρεψε στην Ελλάδα, για να καταταγεί στο στρατό.
Στην Αίγυπτο επέστρεψε το 1890, αλλά το καφενείο του ήταν πλέον κλειστό.
Χωρίς να χρονοτριβήσει πήρε το πρώτο πλοίο που περνούσε και πήγε στο Πέρθ της Αυστραλίας.
Εκεί άρχισε να εργάζεται. Η πρώτη δουλειά, ήταν... να ανοίγει στρείδια! Σύντομα όμως μετακόμισε στη Μελβούρνη, κάνοντας και πάλι την ίδια δουλειά, στο κατάστημα ενός Έλληνα.
Το 1892 πήγε στη Νέα Ζηλανδία, όπου δημιούργησε την πρώτη δική του επιχείρηση. Ένα κατάστημα με γλυκά και λουκούμια. Εκεί συνάντησε και τον έρωτα. Γνώρισε και νυμφεύθηκε την ιρλανδικής καταγωγής Ουίνιφρεντ Κάρρυ με την οποία απέκτησε δύο παιδιά. Τον Λευτέρη και τη Μαργαρίτα.
Το 1901 η οικογένεια του Ιάκωβου Σιγάλα μετακόμισε στην Αδελαΐδα, όπου ο Σικινιώτης επιχειρηματίας άνοιξε ένα ζαχαροπλαστείο σε κεντρική θέση ενοικιάζοντας το χώρο. Εν τω μεταξύ απέκτησε και τρίτο παιδί, την Αικατερίνη. Εργατικός και συνετός ανέβασε την επιχείρησή του και μπόρεσε να αγοράσει το κτίριο που νοίκιαζε. Με την πάροδο του χρόνου το κτίριο αυτό απέκτησε σημαντική αξία.
Όταν αργότερα συνέταξε τη διαθήκη του κληροδότησε τις προσόδους αυτού του ακινήτου, εις το διηνεκές, στο Ίδρυμα Ιάκωβου Σιγάλα της Σικίνου και σε δύο νοσοκομεία της Αυστραλίας.
Την επιχείρηση της Αδελαΐδας που πήγε καλά, την ανέθεσε σε ένα συγγενή του και ο ίδιος γύρω στο 1905 μετακόμισε οικογενειακά στη Μελβούρνη, όπου άνοιξε καταστήματα, που έμειναν ιστορικά. Κυρίως ζαχαροπλαστεία και καφετέριες με κύριο προϊόν τα γλυκά, αλλά και τα φημισμένα συριανά λουκούμια. Το 1907 συνεργάσθηκε με τον αδελφό του Ανδρέα, ο οποίος είχε παραμείνει στην Αίγυπτο. Με κεφάλαια δικά του και του αδελφού του, άνοιξε ξενοδοχείο λίγο έξω από το Ασουάν. Ταυτόχρονα ο δραστήριος Ιάκωβος επένδυε στην ανέγερση νέων κατοικιών στη Μελβούρνη. Τη Σίκινο δεν την ξέχασε ποτέ. Από νωρίς, όταν άρχισαν να ανθίζουν τα οικονομικά του, την επισκεπτόταν, τότε που το θαλάσσιο ταξίδι από την Αυστραλία διαρκούσε ανάλογα με τις συνθήκες της θάλασσας, έως και 50 ημέρες!!! Άλλες τόσες και η επιστροφή… Το πρώτο του ταξίδι το έκανε το 1911. Το 1920 ήρθε με τα τρία παιδιά του και τα αρραβώνιασε στη Σίκινο με μέλη των γνωστών οικογενειών Βραχάμη, Αλαφούζου και Νικολαΐδη. Έκτοτε επέστρεφε κάθε δύο χρόνια, 1922, 1924, 1926 και 1928. Επανήλθε το 1932 και έμεινε στη Σίκινο που υπεραγαπούσε δύο χρόνια. Επέστρεψε στην Αυστραλία το 1934. Επανήλθε στην Ελλάδα το 1934. Τελευταία φορά ήρθε το 1936 και έμεινε πάλι δύο χρόνια έως το 1938. Όσο καιρό έμενε στη Σίκινο βάφτιζε παιδιά, άλλα βοηθούσε με κάθε τρόπο, άνοιγε αποταμιευτικούς λογαριασμούς στο Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο για τα μικρά κορίτσια και βοηθούσε νέους, που ήθελαν να σπουδάσουν. Γενικά βοηθούσε όποιον είχε ανάγκη.
Τον απασχόλησε σοβαρά και η έλλειψη γιατρού στο νησί. Γι΄ αυτό φρόντισε να αγοράσει ομολογίες του Ελληνικού Δημοσίου διαθέτοντας ένα τεράστιο ποσό, ώστε από τα μερίσματα να καλυφθούν τα έξοδα σε όποιο παιδί της Σικίνου ήθελε να σπουδάσει Ιατρική στην Αθήνα και μετά να επιστρέψει στο νησί για να προσφέρει τις ιατρικές υπηρεσίες του για τουλάχιστον πέντε χρόνια. Η γενναιόδωρη αυτή προσφορά του δεν βρήκε ανταπόκριση. Εν τω μεταξύ λόγω του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και του πληθωρισμού που ακολούθησε οι ομολογίες του Ελληνικού Δημοσίου έχασαν την αξία τους.
Ο Σιγάλας όμως δεν πτοήθηκε από την μεγάλη οικονομική απώλεια. Με τη συμπαράσταση του φίλου του και νομικού συμβούλου του Θεοκλή Ζ. Λύδη προετοίμασε την επόμενη μεγάλη προσφορά για το νησί της γέννησης του, την οποία επιβεβαίωσε με τη διαθήκη του.
Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και οι άλλες πολεμικές περιπέτειες της Ελλάδας, εξανέμισαν τις ελπίδες του να επισκεφθεί ξανά την Ελλάδα. Το 1941 πέθανε και η σύζυγός του. Ο ίδιος πέθανε στις 12 Ιουλίου 1950 στη Μελβούρνη, χωρίς να ξεχάσει ποτέ τη Σίκινο.
Η υποδειγματική διαθήκη του
Με τη διαθήκη του ο Ιάκωβος Σιγάλας, όρισε σύμφωνα με το αγγλοσαξονικό δίκαιο ως επίτροπο και διαχειριστή της περιουσίας του μια αυστραλιανή εταιρεία, ώστε αυτή να διανέμει τα έσοδα ενός ακινήτου σε κοινωφελή ιδρύματα στην Αυστραλία και στην αγαπημένη του Σίκινο. Για τη Σίκινο ειδικά, υπέδειξε ως θεματοφύλακες των εντολών του πέντε πρόσωπα της απόλυτης εμπιστοσύνης του και τον εκάστοτε ειρηνοδίκη της Σικίνου και περιέγραψε με λεπτομέρειες τον Κανονισμό του Ιδρύματος, που θα έπρεπε αυτοί να δημιουργήσουν, ώστε να διαθέτουν τα εμβάσματα που θα έπαιρναν από την Αυστραλία σύμφωνα με τη βούλησή του.
Έτσι το 1954 οι εκτελεστές της διαθήκης του στην Ελλάδα δημιούργησαν το Ίδρυμα Ιάκωβου Σιγάλα (ΦΕΚ 152Α/ 16 Ιουνίου 1955). Πρόκειται για εθνικό κληροδότημα. Είναι πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, υπαγόμενο στην εποπτεία και τον έλεγχο του υπουργείου Οικονομικών. Την υψηλή εποπτεία του Ιδρύματος ασκούν οι Αυστραλοί Επίτροποι του κληροδοτήματος του Ιάκωβου Σιγάλα, οι οποίοι είναι και οι αποστολείς των εμβασμάτων που λαμβάνει το Ίδρυμα κάθε χρόνο.
66 χρόνια δημιουργίας για τη Σίκινο
Εφέτος, δηλαδή το 2020, το Ίδρυμα Ιάκωβου Σιγάλα συμπλήρωσε 66 χρόνια συνεχούς δημιουργικής λειτουργίας. Δαπάνησε από το 1955 έως το 2001 ποσό 251.747.570,30 δραχμών. Από το 2002, που αντικαταστάθηκε η δραχμή με το ευρώ, έως και το 2019 δαπάνησε 486.750,91 ευρώ, βάσει των ετήσιων απολογισμών του.
Από τα χρήματα αυτά, ένα μέρος δόθηκε με την μορφή απευθείας βοηθημάτων σε φτωχούς, γέροντες, πάσχοντες και άλλους αναξιοπαθούντες της Σικίνου. Το Ίδρυμα έχει ως παράδοσή του στο τέλος του έτους να διανέμει τα εναπομένοντα χρήματα σε κατοίκους της τρίτης ηλικίας, που ζούνε στη Σίκινο. Επίσης ένα μέρος των χρημάτων δίδεται για τη σίτιση απόρων, για αμοιβές γιατρών, για περίθαλψη και παροχής φροντίδας σε υπέργηρους και κατάκοιτους, σε αγορά φαρμάκων, σε εξόφληση λογαριασμών ύδρευσης, για αγορά κυψελών (σ. σ. για όσους δεν γνωρίζουν, η Σίκινος παράγει εκλεκτής και μοναδικής ποιότητας θυμαρίσιο μέλι) ζωοτροφών, διχτυών, καλλιεργητικών μηχανών, για οδοντιατρική φροντίδα των παιδιών, για εξοπλισμό των σχολείων με παιδαγωγικό υλικό κ.λπ.
Επιπλέον σε συνεργασία με το Δήμο και τον Γεωργικό Συνεταιρισμό, δίδονται χρήματα σε έργα υποδομής, που βελτιώνουν το βιοτικό επίπεδο των κατοίκων του νησιού.
Έχει αξία να υπενθυμίσουμε, ότι τα έργα αυτά εκτελέσθηκαν με Σικινιώτες εργάτες και με ντόπια υλικά. Τα έργα αυτά είναι:
* Η ύδρευση της Σικίνου.
*Η δημιουργία σύγχρονου και πλήρως εξοπλισμένου ιατρείου σε χώρο του Συνδέσμου Σικινητών, καθώς και πλήρους οδοντιατρείου στον ίδιο χώρο.
* Η ανακαίνιση του κτιρίου και της αποθήκης του Συνεταιρισμού.
*Η εσωτερική επισκευή του κτιρίου του παλαιού σχολείου.
*Η αγορά και εγκατάσταση του πρώτου ηλεκτροκίνητου πλήρως εξοπλισμένου ελαιοτριβείου, καθώς και του υπάρχοντος υδραυλικού και η διαρκής αναβάθμισή του.
*Η αγορά και εγκατάσταση του πρώτου γερανού ανέλκυσης λέμβων και άλλων βαρέων αντικειμένων, στην προκυμαία της Αλοπρόνοιας.
*Η χρηματοδότηση έργων διαχείρισης των απορριμάτων και της κατασκευής χωνευτών κάδων.
*Ο ευπρεπισμός των νεκροταφείων και η κατασκευή οστεοφυλακίου.
*Η τσιμεντόστρωση της προκυμαίας του λιμανιού και η κατασκευή οικήματος πολλαπλής χρήσης για την εξυπηρέτηση των επιβατών.
*Η δενδροφύτευση του δρόμου Αλοπρόνοιας- Χώρας.
*Χρηματοδοτήθηκαν επίσης πολλά άλλα μικρότερα έργα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι από το 1976 και μετά όλα τα μέλη του ΔΣ του Ιδρύματος, έχουν παραιτηθεί από την αποζημίωση που καθόρισε με τη διαθήκη του ο ίδιος ο ευεργέτης Ιάκωβος Σιγάλας. Έτσι και με την πρωτοβουλία αυτή προσαυξάνονται ανάλογα τα ποσά που διανέμονται κάθε χρόνο στους άπορους κατοίκους της Σικίνου.
Η Σίκινος σήμερα, είναι ένα από τα αυθεντικώτερα νησιά των Κυκλάδων, καθώς δεν την έχουν καταπατήσει τα κύματα του μαζικού τουρισμού. Διατηρεί τον ομορφιά του κυκλαδίτικου τοπίου. Φως, γαλάζιο της θάλασσας, λευκό του ασβέστη και στον αέρα να πλανάται το άρωμα του θυμαριού.
Οδυσσέας Ελύτης και Σίκινος
Ένας άλλος μεγάλος που την ερωτεύτηκε τη Σίκινο, χωρίς ποτέ να την επισκεφθεί ήταν ο νομπελίστας ποιητής του Αιγαίου Οδυσσέας Ελύτης. Τον γοήτευσε ο ήχος του ονόματος του όμορφου νησιού. Σίκινος.
Έτσι, όσο ζούσε ακόμα, εξέφρασε την επιθυμία του να χτίσει εκεί ένα εξωκκλήσι. Η σύντροφος του ποιήτρια Ιουλίτα Ηλιοπούλου υλοποίησε την επιθυμία του και έχτισε το εκκλησάκι της Παναγίας της Παντοχαράς, σε χώρο που παραχώρησε ο Δήμος Σικίνου. Το αρχιτεκτονικό σχεδιασμό έκανε ο αρχιτέκτονας Αλέξανδρος Σαμαράς και οι συνεργάτες του. Το έργο ολοκληρώθηκε με τη φροντίδα της αρχιτέκτονος Λίλιαν Στεφανίδου και του πολιτικού μηχανικού Λάμπρου Κωστάκη το καλοκαίρι του 2011.
Ο ίδιος ο Ελύτης πρόλαβε να υμνήσει ποιητικά τη Σίκινο με αναφορές στα ποιητικά του έργα.
Στο μοναδικό και αξεπέραστο έργο του “Άξιον Εστί” αναφέρει: «Η Ίος, η Σίκινος, η Σέριφος, η Μήλος/ κάθε λέξη κι από ’να χελιδόνι/ για να σου φέρνει την άνοιξη μέσα στο θέρος».
Στα “Ρω του Έρωτα” δίνει τον τόνο της φύσης του Αιγαίου:«Η Παναγιά το πέλαγο/ Κρατούσε στην ποδιά της/ τη Σίκινο την Αμοργό/ Και τ’ άλλα τα παιδιά της».
Στο “Μικρό Ναυτίλο” σημειώνει: «Ψηλά την ώρα που σε μέγα βάθος/ Αφρίζοντας περνά μία Σίκινος».
Και τέλος σε ένα δίστιχό του γράφει: “Πρωτ’ αγαπούσα στο Χωριό, τώρα αγαπώ στο Κάστρο/ Και μες στη Λότζια θα σφαχτώ/ Που βασιλεύει τ’ άστρο». Χωριό και Κάστρο είναι οικισμοί της Σικίνου.
Η Σίκινος είναι ένα αγαπημένο νησί για ευεργέτες και ποιητές.
Παντελής Στεφ. Αθανασιάδης
Υστερόγραφο
*Τα γραφεία του Ιδρύματος Ιάκωβου Σιγάλα, βρίσκονται
στην οδό Απελλού 4, Αθήνα, ΤΚ 105 51
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου