Πέμπτη 9 Ιανουαρίου 2020

Από το πραξικόπημα στην εισβολή

*Η Λευκωσία βομβαρδίζεται από την τουρκική αεροπορία.






Γράφει ο κ. ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΠΟΛΥΒΙΟΥ*




Το στρατιωτικό πραξικόπημα για την ανατροπή της κυβέρνησης του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου εκδηλώθηκε στις 8.20 το πρωί της 15ης Ιουλίου 1974. Οι μονάδες της Εθνικής Φρουράς (μοίρες καταδρομών, τεθωρακισμένα και μικρό τμήμα του Ναυτικού) και οι διμοιρίες της ΕΛΔΥΚ που εκτέλεσαν το πραξικόπημα στη Λευκωσία, είχαν κύριους στόχους το Προεδρικό Μέγαρο και τον ίδιο τον Μακάριο, το αρχηγείο της Αστυνομίας, το στρατόπεδο του Εφεδρικού Σώματος, το ΡΙΚ (Ραδιοφωνικό Ιδρυμα Κύπρου), την Αρχιεπισκοπή, το Αεροδρόμιο Λευκωσίας, το κεντρικό κτίριο της ΣΥΤΑ (ο κυπριακός οργανισμός τηλεπικοινωνιών), τις Κεντρικές Φυλακές και τον Αστυνομικό Σταθμό Πύλης Πάφου.
Το πραξικόπημα σκηνοθετήθηκε άψογα από την ηγετική ομάδα της δικτατορίας στην Ελλάδα, υπό τον Δημήτριο Ιωαννίδη: Ο αρχηγός της Εθνικής Φρουράς, στρατηγός Γ. Ντενίσης, ο διοικητής της ΕΛΔΥΚ («Ελληνική Δύναμις Κύπρου») και ο πρέσβης της Ελλάδας στην Κύπρο, Ευστάθιος Λαγάκος, είχαν προσκληθεί σε παραπλανητική σύσκεψη στην Αθήνα στις 13 Ιουλίου, που διακόπηκε και θα συνεχιζόταν τη Δευτέρα, 15 Ιουλίου, ώστε να δημιουργηθεί η εντύπωση ότι δεν υπήρχε περίπτωση πραξικοπήματος, απούσης της στρατιωτικής ηγεσίας. Η απομάκρυνση του Ντενίση από την Κύπρο εξυπηρετούσε και τη σκοπιμότητα της υλοποίησης του πραξικοπήματος από τους έμπιστους του Ιωαννίδη.



Σύνθημα: «Αλέξανδρος εισήχθη στο νοσοκομείο»


Η εκδήλωση του πραξικοπήματος (με κωδικό σύνθημα «Αλέξανδρος εισήχθη στο νοσοκομείο») επιλέχθηκε να γίνει μετά την επιστροφή, νωρίς το πρωί, του Μακαρίου στο προεδρικό μέγαρο από την εξοχική προεδρική κατοικία στο Τρόοδος, όπου συνήθιζε να μεταβαίνει τα Σαββατοκύριακα των καλοκαιρινών μηνών, και σε ώρα που η κυκλοφορία στη Λευκωσία ήταν περιορισμένη.
Ήταν το αποκορύφωμα της εκστρατείας μίσους εναντίον του Μακαρίου από τους πραξικοπηματίες που κυβερνούσαν την Ελλάδα από τον Απρίλιο του 1967. Ειδικότερα, οι συνωμότες αξιωματικοί της ομάδας Ιωαννίδη, που είχαν τον απόλυτο έλεγχο της ελληνικής «κυβέρνησης» από τον Νοέμβριο του 1973, μισούσαν θανάσιμα τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο και πίστευαν ότι έπρεπε να απαλλαγούν από την παρουσία του με κάθε τρόπο, διακηρύσσοντας μάλιστα ότι έτσι θα έφτανε η Κύπρος στην Ένωση με την Ελλάδα. 

*Ρίψη Τούρκων αλεξιπτωτιστών στα περίχωρα της πρωτεύουσας. Η εισβολή, αν και είχε προαναγγελθεί από όλα τα διεθνή ειδησεογραφικά πρακτορεία, κατέλαβε εξαπίνης τα στρατιωτικά επιτελεία στην Ελλάδα και στην Κύπρο.

Η απόφαση για το πραξικόπημα είχε ληφθεί τον Φεβρουάριο - Μάρτιο του 1974, από τους Φ. Γκιζίκη, Α. Ανδρουτσόπουλο, Γρ. Μπονάνο και Δ. Ιωαννίδη. Διατάχθηκαν να την υλοποιήσουν ο ταξίαρχος Μιχαήλ Γεωργίτσης, που αναπλήρωνε τον απουσιάζοντα Ντενίση στην αρχηγία του ΓΕΕΦ (Γενικόν Επιτελείον Εθνικής Φρουράς), και ο συνταγματάρχης Κ. Κομπόκης, διοικητής των κυπριακών δυνάμεων καταδρομών, ο οποίος ανέλαβε τη διεύθυνση του επιχειρησιακού τμήματος.
Ο Γεωργίτσης, υπό αντικατάσταση διοικητής της 3ης Ανωτέρας της Εθνικής Φρουράς, τις καθοριστικές ώρες μέχρι την επικράτηση του πραξικοπήματος παρέμεινε κλεισμένος στο στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ.
Για λόγους συνωμοτικότητας, οι μυημένοι στο πραξικόπημα Έλληνες αξιωματικοί στην Κύπρο ήταν μετρημένοι, γύρω στους δέκα με δώδεκα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η εκδήλωσή του, το πρωί της 15ης Ιουλίου 1974, να αιφνιδιάσει πολλούς αξιωματικούς. Ορισμένοι, στην επαρχία Πάφου, που βρέθηκαν έξω από τα στρατόπεδά τους, συνελήφθησαν από τις πιστές στον Μακάριο δυνάμεις χωρίς καν να έχουν αντιληφθεί τι γινόταν. Στη Λεμεσό, ένας εξ Ελλάδος ταγματάρχης δολοφονήθηκε, αφού, εντελώς ανυποψίαστος, έσπευσε στον κεντρικό αστυνομικό σταθμό για να πληροφορηθεί τι ακριβώς συνέβαινε στη Λευκωσία.
Υπήρξαν και περιπτώσεις, στο μικρό σε προσωπικό και μονάδες κυπριακό Ναυτικό, όπου αξιωματικοί αρνήθηκαν κατηγορηματικά να πάρουν μέρος στο πραξικόπημα. Άλλοι, στο Πεζικό, όταν προσεγγίστηκαν, πείστηκαν τελικώς, αφού ζήτησαν πρώτα και έλαβαν τη σχετική διαταγή από τη στρατιωτική ηγεσία στην Ελλάδα.
Ας προστεθεί ότι οι Γεωργίτσης και Κομπόκης, όπως κατέθεσαν μερικά χρόνια αργότερα στην επιτροπή της Βουλής των Ελλήνων για τον «Φάκελο της Κύπρου», είχαν εκφράσει, μερικά εικοσιτετράωρα πριν από τις 15 Ιουλίου, τον φόβο τους για τυχόν τουρκικές αντιδράσεις.
Όμως, η ηγεσία των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων ήταν απολύτως καθησυχαστική. Το ότι αργότερα, μετά την ολοκλήρωση του εγκλήματος εναντίον της Κύπρου, ουδείς εκ της τότε ηγεσίας των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων ανέλαβε το βάρος των ευθυνών που του αναλογούσαν, αποδεικνύει τη θλιβερή ηθική κατάπτωση των ανώτερων αξιωματικών του στρατιωτικού καθεστώτος της επταετίας.


Καταστροφικές συνέπειες στην Εθνική Φρουρά


Το πραξικόπημα ήταν αποτέλεσμα πολύμηνης προετοιμασίας και το ώριμο προϊόν της πολύχρονης υπόσκαψης της κυβέρνησης της Κυπριακής Δημοκρατίας. Συνέπεσε με την αναστάτωση στην Εθνοφρουρά εξαιτίας της ανακοίνωσης από τον Πρόεδρο Μακάριο, στις αρχές Ιουλίου, της δραστικής μείωσης της στρατιωτικής θητείας και της ανάκλησης του συνόλου των εξ Ελλάδος αξιωματικών. Από την άλλη, στην περίοδο Ιουνίου - Ιουλίου 1974 αρκετοί αξιωματικοί είχαν αντικατασταθεί ή επέκειτο ο επαναπατρισμός τους και οι αντικαταστάτες τους δεν είχαν προλάβει να ενημερωθούν για τα πεδία ευθύνης των μονάδων τους. 

*Τα τανκς των πραξικοπηματιών στους δρόμους της Λευκωσίας.

Το αρνητικό κλίμα στις τάξεις των αξιωματικών στην Κύπρο (που τα στοιχεία δείχνουν ότι στην πλειονότητά τους ήταν «παπαδοπουλικοί» και όχι «ιωαννιδικοί») θα επιβάρυνε η μη επιστροφή του στρατηγού Ντενίση από την Αθήνα, ο οποίος όταν διαπίστωσε ότι οργανώθηκε το πραξικόπημα από υφισταμένους του, πίσω από την πλάτη του, υπέβαλε την παραίτησή του και αρνήθηκε να γυρίσει στη Λευκωσία. Παρότι αναζητήθηκε αντικαταστάτης του, από ανώτερους αξιωματικούς με προϋπηρεσία στην Κύπρο, δεν βρέθηκε. Έτσι, παρέμεινε διοικητής της κυπριακής Εθνοφρουράς ο Γεωργίτσης, ο οποίος είχε προαχθεί σε ταξίαρχο μερικές βδομάδες πριν από το πραξικόπημα και ανέμενε, εντός των επόμενων εβδομάδων, την τελική του μετάθεση και επιστροφή στην Ελλάδα. Επρόκειτο για ανατροπή της στρατιωτικής ιεραρχίας, με αποκλειστικό κριτήριο την τυφλή πειθαρχία στον Δ. Ιωαννίδη, γεγονός που θα είχε καταστροφικές συνέπειες στην εγκληματικά ανεπαρκή άμυνα εναντίον της τουρκικής εισβολής, αφού η Εθνική Φρουρά έμεινε ακέφαλη, στα χέρια άβουλων αξιωματικών, απλώς και μόνο για να πετύχει το πραξικόπημα.
Την ανικανότητα της ηγεσίας του ΓΕΕΦ τεκμηριώνουν, με ανείπωτη οδύνη για τον σημερινό αναγνώστη, οι διάλογοι μεταξύ στρατιωτικών επιτελείων Λευκωσίας και Αθήνας, τις πρωινές ώρες της 20ής Ιουλίου 1974: το ΓΕΕΦ, την ώρα που δεχόταν τους τουρκικούς βομβαρδισμούς και παρακολουθούσε την ανενόχλητη ρίψη των Τούρκων αλεξιπτωτιστών ζητούσε εναγωνίως διαταγές από την Αθήνα, η οποία συνιστούσε αυτοσυγκράτηση…
Στη συνέχεια, στις αρχές Αυγούστου 1974, σχεδόν όλοι οι αξιωματικοί - πρωταγωνιστές του πραξικοπήματος αντικαταστάθηκαν και απομακρύνθηκαν από την Κύπρο, ύστερα από την αποκατάσταση της Δημοκρατίας στην Ελλάδα. Και αυτό, όμως, θα αποδεικνυόταν μειονέκτημα για την ελληνική κυπριακή άμυνα στη δεύτερη φάση της τουρκικής εισβολής, αφού οι αντικαταστάτες τους δεν είχαν προλάβει να γνωρίσουν τον τόπο, τους άνδρες και τις μονάδες τους.


Ο Μακάριος διέφυγε στη Μονή Κύκκου


Το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου επικράτησε στη Λευκωσία ύστερα από μερικές ώρες. Όμως, ένας από τους βασικούς στόχους, η δολοφονία του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, δεν επιτεύχθηκε, αφού ο Κύπριος πρόεδρος κατάφερε να διαφύγει από το περικυκλωμένο προεδρικό μέγαρο, πριν αυτό γίνει παρανάλωμα του πυρός. Οι συγκρούσεις για την επικράτηση του πραξικοπήματος είχαν πολλά θύματα, εξαιτίας της αντίστασης στο Προεδρικό, στην Αρχιεπισκοπή, στην περιοχή του Αρχηγείου της Αστυνομίας, και αλλού, στη Λευκωσία, στη Λεμεσό και στη Λάρνακα.
Σύμφωνα με τους επίσημους καταλόγους, το σύνολο των θυμάτων στη διάρκεια του πραξικοπήματος ήταν 98 νεκροί, ένας εξαιρετικά και μακάβρια υψηλός αριθμός για τα κυπριακά δεδομένα, αλλά και σε σύγκριση με την αντίσταση στην επιβολή της απριλιανής δικτατορίας και των προηγούμενων πραξικοπημάτων στην Ελλάδα: Οι πεσόντες στις συγκρούσεις και δολοφονηθέντες από τις πιστές στον πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας δυνάμεις (Αστυνομία / Εφεδρικό και μέλη ενόπλων ομάδων πολιτών) ήταν 41, οι πολίτες-θύματα 16 (ανάμεσά τους και ένα κοριτσάκι επτά χρόνων), ενώ οι στρατιωτικές δυνάμεις που πήραν μέρος στο πραξικόπημα είχαν άλλους τόσους νεκρούς: 36 Κύπριους και πέντε Ελλαδίτες (τρεις αξιωματικοί, οι δύο των ΛΟΚ). Ανάμεσα στα πιο αποτρόπαια εγκλήματα ήταν η εντελώς αναίτια εν ψυχρώ δολοφονία τεσσάρων νέων, πιστών στον Μακάριο, μετά τη σύλληψή τους από άτακτους της ΕΟΚΑ Β΄, στον Άγιο Τύχωνα Λεμεσού, στις 16 Ιουλίου 1974. 

*Το πλήγμα στις δυνάμεις της Εθνικής Φρουράς από το πραξικόπημα υπέσκαψε τη δυνατότητά της να αντιμετωπίσει τους Τούρκους εισβολείς (φωτ.)

Ο πρόεδρος Μακάριος κατάφερε να φτάσει περιπετειωδώς, μέσω της Μονής Κύκκου, στην Πάφο, όπου έγινε δεκτός με ενθουσιασμό. Στη Μητρόπολη Πάφου, το απόγευμα της 15ης Ιουλίου ηχογραφήθηκε το ιστορικό ραδιοφωνικό διάγγελμα με το οποίο ο Κύπριος πρόεδρος διέψευδε την «είδηση» που επαναλαμβανόταν από το ΡΙΚ ότι «ο Μακάριος είναι νεκρός» και καλούσε τον κυπριακό λαό σε αντίσταση στο χουντικό πραξικόπημα. Την επομένη, 16 Ιουλίου, ο Μακάριος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Πάφο με βρετανικό ελικόπτερο, που τον μετέφερε στη στρατιωτική βάση του Ακρωτηρίου. Από εκεί, αεροπλάνο τον μετέφερε στη Μάλτα και στις 17 Ιουλίου έφτασε στο Λονδίνο. Στη συνέχεια μετέβη στη Νέα Υόρκη, όπου στις 19 Ιουλίου μίλησε στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ και κατήγγειλε την ανατροπή του από την ελληνική στρατιωτική δικτατορία.


Συλλήψεις και λογοκρισία


Στη Λευκωσία, το μεσημέρι της 15ης Ιουλίου 1974, ύστερα από αρνήσεις ή αδυναμία εντοπισμού των πρώτων επιλογών, διορίστηκε «πρόεδρος της Δημοκρατίας» ο διευθυντής της εφημερίδας «Μάχη», βουλευτής και παλαιός αγωνιστής της ΕΟΚΑ, Νίκος Σαμψών. Το νέο καθεστώς επέβαλε λογοκρισία στον Τύπο, ενώ το ΡΙΚ τέθηκε υπό στρατιωτικό έλεγχο. Οι κρατούμενοι στις φυλακές μέλη και υποστηρικτές της ΕΟΚΑ Β΄ αφέθηκαν ελεύθεροι και δεκάδες έφεδροι αξιωματικοί κλήθηκαν στα όπλα για να βοηθήσουν στην επιβολή του πραξικοπήματος. Την ίδια ώρα, δεκάδες πολίτες συλλαμβάνονταν και πολλοί από αυτούς υπέστησαν βασανιστήρια. Η «διακήρυξις των κυπριακών Ενόπλων Δυνάμεων» απέδιδε το πραξικόπημα στον «διαγραφόμενον κίνδυνον να περιέλθουν αι Ένοπλοι Δυνάμεις εις χείρας αναρχικών και εγκληματικών στοιχείων» και –για τραγική ειρωνεία– διαβεβαίωνε ότι θα συνεχίζονταν οι διακοινοτικές συνομιλίες αλλά και «η αδέσμευτος εξωτερική πολιτική ως μέχρι τούδε»…
Στις πρωινές ώρες του Σαββάτου, 20ής Ιουλίου 1974, η Κύπρος, σπαρασσόμενη, αποδυναμωμένη και διαιρεμένη από το προηγηθέν πραξικόπημα, δέχθηκε από αέρος και θαλάσσης τουρκική στρατιωτική επίθεση. Ήταν μια στρατιωτική εισβολή που αν και είχε προαναγγελθεί από όλα τα μεγάλα διεθνή ειδησεογραφικά πρακτορεία, κατέλαβε εξαπίνης τα στρατιωτικά επιτελεία στην Αθήνα και στη Λευκωσία: τους ίδιους αξιωματικούς που είχαν αφιερώσει ολόκληρες βδομάδες σχεδιάζοντας το πραξικόπημα εναντίον της κυβέρνησης του προέδρου Μακαρίου...


* Ο κ. Πέτρος Παπαπολυβίου είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κύπρου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

LinkWithin

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...