ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
*Στο διαμέρισμά του στο Παρίσι. Τα έντεκα χρόνια αυτοεξορίας και αναγκαστικής απραξίας ήταν μια κατ’ εξοχήν δύσκολη περίοδος για έναν δυναμικό πολιτικό.
Γράφει ο κ. ΕΥΑΝΘΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ*
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είχε, το 1963, αποχωρήσει από την πολιτική και από την Ελλάδα επειδή δεν μπορούσε να επιφέρει τη συνταγματική αναθεώρηση, την οποία θεωρούσε θεμελιώδη προϋπόθεση για τη συνέχιση της ανοδικής πορείας της χώρας. Σε εκείνα τα χρόνια, ο Καραμανλής και οι στενοί πολιτικοί του φίλοι έβλεπαν ως πρότυπο την ορμητική μεταρρυθμιστική δράση του Καρόλου ντε Γκωλ στη Γαλλία το 1958, όταν διαμορφώθηκε η Πέμπτη Δημοκρατία με ταχύτητα, σθένος και κεραυνοβόλες πρωτοβουλίες, χωρίς να διακυβευθεί το δημοκρατικό πολίτευμα.
Αλλά τέτοιες προϋποθέσεις δεν υπήρχαν στην Ελλάδα των μέσων της δεκαετίας του 1960. Ήταν μια πικρή εποχή για τον Καραμανλή. Υπέστη από τους πολιτικούς του αντιπάλους χυδαίες επιθέσεις, δέχθηκε εμφανώς ασύστατες κατηγορίες, παρακολούθησε ακόμη και μια απόπειρα παραπομπής του στο Ειδικό Δικαστήριο, για ένα τεράστιο αναπτυξιακό έργο, το οποίο συνέχιζε η κυβέρνηση η οποία αποπειράθηκε να τον παραπέμψει! Ακόμη και το 1966-67, η έλλειψη της θεμελιώδους προϋπόθεσης (η δυνατότητα συνταγματικής μεταρρύθμισης) τον ώθησε να απορρίψει προτάσεις του βασιλιά Κωνσταντίνου αλλά και πολιτικών δυνάμεων (ΕΡΕ, «αποστάτες», Σπ. Μαρκεζίνης) να επανέλθει στην Ελλάδα και να αναλάβει την πρωθυπουργία: «υπό τας συνθήκας αυτάς [δηλαδή χωρίς θεσμική αναμόρφωση], και εάν εκέρδιζα τας εκλογάς, όπως με διαβεβαίουν, μετά εξάμηνον θα ευρισκόμουν εις την ανάγκην να φύγω και πάλιν από την πολιτικήν ή να καταφύγω σε κάποιο είδος εκτροπής».
*Μοναχικοί περίπατοι στο Παρίσι, στη διάρκεια της αυτοεξορίας του
Η επιβολή της δικτατορίας αποτελούσε, για τον Καραμανλή, τη χειρότερη δυνατή συνέχεια στην επώδυνα καθοδική πορεία της χώρας τα προηγούμενα χρόνια. Επρόκειτο για τον σφετερισμό της εξουσίας από ανθρώπους ανεξέλεγκτους, ανεπαρκείς και ανεύθυνους. Στο πλαίσιο αυτό, η ηγεσία της ελληνικής Κεντροδεξιάς- ο Καραμανλής, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, τα ηγετικά στελέχη της ΕΡΕ- συστηματικά ανήγειρε ένα αδιαπέραστο φράγμα μεταξύ των οπαδών της ΕΡΕ και των δικτατόρων, οι οποίοι έχασαν έτσι τη δυνατότητα μιας έμμεσης έστω «νομιμοποίησης» και εδραίωσης. Αυτό, όμως, ήταν μια αυτονόητη, «αμυντική» κίνηση. Πώς θα μπορούσε να εξασφαλιστεί το μέλλον;
Άμεση αποδοκιμασία του πραξικοπήματος
Η πρώτη αντίδραση του Καραμανλή στην επιβολή της δικτατορίας υπήρξε η δήλωσή του, στις 23 Απριλίου 1967, με την οποία αποδοκίμασε το πραξικόπημα και τόνισε ότι προείχαν η «αποτροπή δεινών μεγαλυτέρων» και η αναζήτηση μεθόδων «αποκαταστάσεως της ομαλότητος».
Δεν είχε μεγάλες ελπίδες για κάτι τέτοιο ο Καραμανλής, ούτε και πίστευε ότι το ελληνικό πολιτικό σύστημα- τόσο κραυγαλέα ανεπαρκές το 1963-67- θα επιδείκνυε έξαφνα την απαιτούμενη ωριμότητα. Υπό αυτή την έννοια, η δήλωση υπήρξε απλώς μια καταγραφή της αντίδρασής του και μια προειδοποίηση για τα δεινά που έρχονταν. Δεν εξέφραζε όμως την πλήρη έκταση της απελπισίας που τον διακατείχε. Η δικτατορία κινδύνευε να οδηγήσει στην αναίρεση όλων των βασικών προτεραιοτήτων του: ανάπτυξη, πολιτική ομαλότητα, Ευρώπη.
*Σαρλ Ντε Γκωλ και Καραμανλής
Αντιλαμβανόταν, άλλωστε, ο Καραμανλής ότι οι δικτάτορες ήταν αποχαλινωμένοι, ανεύθυνοι άνθρωποι και δεν επρόκειτο να παραδώσουν την εξουσία. Ακριβώς τους φόβους αυτούς εξέφρασε με επιστολή του στον «πρωθυπουργό» της χούντας και άνθρωπο των Ανακτόρων, Κωνσταντίνο Κόλλια, στις 20 Ιουνίου: «Θεωρώ περιττόν να τονίσω τους κινδύνους που συνεπάγεται για το Έθνος οιαδήποτε απόπειρα μονιμοποιήσεως του παρόντος καθεστώτος». Τόνιζε ότι η κατάσταση στην Ελλάδα επί χρόνια χαρακτηριζόταν από «αθλιότητα», αλλά «είναι αληθώς ατύχημα ότι η αντίδρασις [...] δεν προήλθεν από τους κόλπους του πολιτικού κόσμου της χώρας- όπως συνέβη εις Γαλλίαν» (ιδού πάλι το γκωλικό πρότυπο). Υπογράμμιζε, σε κάθε περίπτωση, ότι η αποκατάσταση της ομαλότητας ήταν η μόνη λύση. Από το αρχείο του- π.χ. την αλληλογραφία του με τον Κωνσταντίνο Παπακωνσταντίνου, που παρέδωσε την επιστολή στον Κόλλια- προκύπτει ότι δεν πίστευε πως οι δικτάτορες είχαν τέτοια πρόθεση. Δεχόμενος στο Παρίσι τον στρατηγό ε.α. Βασίλειο Καρδαμάκη τον Οκτώβριο του 1967 (και διαβλέποντας ότι αυτός είχε την πρόθεση να αναφέρει τις προθέσεις του στους συνταγματάρχες), του επισήμανε ότι οι δικτάτορες έπρεπε να παραδώσουν την εξουσία «μέχρι τέλος του έτους» σε κυβέρνηση «η οποία να δύναται να κάμη αυτά οποία δεν δύνανται να κάμουν οι ίδιοι». Στην προτροπή του Ν. Μακαρέζου, τον Νοέμβριο, να εισφέρει τη γνώμη του για την πορεία της χώρας, απάντησε ότι «δεν μπορώ να δώσω συμβουλάς διότι δεν τους έχω εμπιστοσύνην και διότι είναι πλέον αργά». Και στη συνέντευξή του στον «Monde» στις 28 Νοεμβρίου 1968, τόνισε ότι η δικτατορία θα είχε αποτραπεί εάν είχε επέλθει ο εκσυγχρονισμός του δημοσίου βίου, «άνευ του οποίου είναι αδύνατος η λειτουργία της Δημοκρατίας εν Ελλάδι».
*Άαχεν. Η βράβευσή του με το βραβείο Καρλομάγνου
Η «λύση Καραμανλή» και τα όριά της
Μετά την 21η Απριλίου, η συχνότητα των δημοσίων δηλώσεων του Καραμανλή καθοριζόταν από την πεποίθησή του ότι οι παρεμβάσεις του όφειλαν να προκαλέσουν μείζονα πολιτικά αποτελέσματα, αλλιώς θα βρισκόταν και ο ίδιος στη θέση των «λογάδων» τους οποίους δεν θεωρούσε σοβαρούς. Η ανάγκη για σοβαρότητα ήταν η πρώτη του προτεραιότητα. Όπως τόνισε σε επιστολή προς τον Κωνσταντίνο Τσάτσο τον Σεπτέμβριο του 1968, οι πρώτες ήδη σχετικές δηλώσεις του ήταν αρκετές, και οι Ελληνες πολιτικοί μπορούσαν να τον ακούσουν· «Αντ’ αυτού επιδίδονται εις κουτσομπολιά και έχουν αξίωσιν από μένα να ομιλώ για να τους διασκεδάζω».
Οπωσδήποτε, ήταν για τον ίδιο μία ηθική δικαίωση το γεγονός ότι, σύντομα μετά την 21η Απριλίου, όλοι πλέον (συμπεριλαμβανομένου του Α. Παπανδρέου) επιζητούσαν «λύση Καραμανλή». Αλλά, για έναν άνθρωπο σαν τον Καραμανλή, αυτό δεν σήμαινε ότι υπήρχαν οι προϋποθέσεις μιας δικής του επιτυχούς παρέμβασης. Αν μη τι άλλο, δεν εμπιστευόταν τους πολιτικούς που τα είχαν «κάνει θάλασσα» το 1963-67. Για να δοθεί ένα ενδεικτικό παράδειγμα, το 1969 έδωσε (μετά από πολλούς δισταγμούς) τη συγκατάθεσή του να χρησιμοποιηθεί το όνομά του ως πιθανού ηγέτη μιας μεταβατικής κυβέρνησης από τα δύο μεγάλα κόμματα (ΕΡΕ και Ένωση Κέντρου) σε συνομιλίες με τους Αμερικανούς κατά τη διάσκεψη του ΝΑΤΟ που συνέπεσε με την κηδεία του Ντουάιτ Αϊζενχάουερ στην Ουάσιγκτον. Αλλά ενώ προηγουμένως η Ένωση Κέντρου είχε πιέσει για την προβολή του ονόματός του, την τελευταία στιγμή υπαναχώρησε, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μία τραγελαφική εικόνα. Για έναν άνθρωπο σαν τον Καραμανλή, που έδινε τόσο μεγάλη σημασία στην αξιοπιστία, τούτο αποτελούσε δείγμα έλλειψης σοβαρότητας, που οδηγούσε και σε δική του γελοιοποίηση. Έκτοτε, απαίτησε να μην ξαναχρησιμοποιηθεί το όνομά του σε τέτοιες υποθέσεις. Όπως σημείωνε στον Ν. Μομφεράτο: «Νομίζω ότι θα καταλαβαίνης καλύτερα τώρα την απροθυμίαν που είχα δι’ οιανδήποτε επαφήν μ’ έναν κόσμον αδιόρθωτον, ο οποίος ωδήγησε την χώραν στο σημερινό της κατάντημα και εξ αιτίας του οποίου εγκατέλειψα την πολιτικήν».
*Η επιστροφή του στην Ελλάδα, το δραματικό 1974
Προϋποθέσεις για την επιτυχή πορεία της χώρας
Κατά τον Καραμανλή, η απλή επάνοδός του δεν αρκούσε. Πάνω από όλα, έπρεπε να υπάρχει ένα σχέδιο που να οδηγεί όχι στην «επιστροφή» στην προδικτατορική δημοκρατία, αλλά στον γενναίο εκσυγχρονισμό του δημοκρατικού πολιτεύματος. Έθεσε δηλαδή, στο νέο πλαίσιο, τον ίδιο στόχο με αυτόν που είχε θέσει το 1963-67. Σε αυτή τη θέση ενέμεινε σταθερά: π.χ. στην επιστολή του προς τον βασιλιά Κωνσταντίνο τον Νοέμβριο του 1967, στη συνέντευξή του στον Monde τον ίδιο μήνα, στη συνομιλία του με τον Θεόδωρο Κουλουμπή το 1972, στις δηλώσεις του το 1973 αλλά και με άλλες ευκαιρίες.
*Ο πρώην βασιλεύς Κωνσταντίνος
Επιστολή προς τον βασιλιά
Η στοχοθεσία του διαφαίνεται στην επιστολή του προς τον Κωνσταντίνο στις 9 Νοεμβρίου 1967. Σε αυτήν επαναλάμβανε τις προϋποθέσεις για την επιτυχή πορεία της χώρας: «Ο βασικώτερος [λόγος για τη μη αποδοχή της πρότασης να επιστρέψει στην πολιτική το 1966] ήτο η πεποίθησίς μου ότι η Δημοκρατία δεν ήτο δυνατόν να λειτουργήση εν Ελλάδι χωρίς την εξυγίανσιν και τον εκσυγχρονισμόν της δημοσίας μας ζωής, αρχής γενομένης από το Σύνταγμα. Εις την πεποίθησίν μου, άλλωστε, αυτήν ωφείλετο και η αποχώρησίς μου από την πολιτικήν μετά την αποτυχίαν των προσπαθειών μου όπως αναμορφώσω τον δημόσιον βίον της χώρας». Πρότεινε μια συστηματική προσπάθεια ανατροπής της δικτατορίας, υπό την καθοδήγηση του βασιλιά, είτε με τον εξαναγκασμό των δικτατόρων να παραδώσουν ειρηνικά την εξουσία είτε και με τη βία- αν και ο ίδιος, όπως τόνιζε, δεν διέθετε τα δεδομένα για να αποφασίσει σχετικά με τη μέθοδο. Μετά την ανατροπή των δικτατόρων, όμως, η νέα κυβέρνηση θα έπρεπε έχει μια συγκροτημένη στόχευση: να «κατασιγάση τα πάθη και να δημιουργήση ουσιαστικάς και ψυχολογικάς προϋποθέσεις που θα επιτρέψουν την αναδιάρθρωσιν και τον εκσυγχρονισμόν της πολιτικής μας ζωής»· να καταρτίσει νέο σύγχρονο Σύνταγμα· να αναμορφώσει την διοίκηση και την Παιδεία· «να εξυγιάνη διά ριζικών και αντιδημοτικών μέτρων την οικονομίαν»· να αποκαταστήσει την πειθαρχία στον στρατό, και να λύσει το Κυπριακό. Και κατόπιν να διενεργήσει δημοψήφισμα και εκλογές. Είχε ήδη τονίσει στον υπασπιστή του βασιλιά, Γ. Αρναούτη, ότι δεν θα δεχόταν να ηγηθεί αυτής της κυβέρνησης. Σχεδόν με την ίδια φρασεολογία παρουσίασε τις ίδιες σκέψεις και στη συνέντευξή του στον Monde στα τέλη του μήνα.
Ωστόσο, προϋπόθεση για όλα αυτά- όπως τόνιζε έντονα- ήταν ο προσεκτικός σχεδιασμός των κινήσεων για την αποκατάσταση της ομαλότητας. Δεν έπρεπε να υπάρξουν σπασμωδικές ενέργειες και αποτυχίες. Μιλώντας με τον Αρναούτη, «επέστησα την προσοχήν του και του είπα, ότι μια τέτοια επιχείρησις [ανατροπής των δικτατόρων] θα πρέπει να έχη πλήρως παρασκευασθή διότι ενδεχομένη αποτυχία της θα είναι συμφορά». Λίγο αργότερα, έγινε ακριβώς αυτό που φοβόταν. Το σκοτάδι θα γινόταν πιο πυκνό.
* Ο κ. Ευάνθης Χατζηβασιλείου είναι καθηγητής στο τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου