ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
http://www.kathimerini.gr/843697/article/epikairothta/ellada/oi-ekloges-ths-29hs-oktwvrioy-1961
*Βάρκες και καΐκια προϋπαντούν
τον Κωνσταντίνο Καραμανλή κατά την προεκλογική περιοδεία του στην Κέρκυρα.
Γράφει ο κ. ΧΡΗΣΤΟΣ ΧΡΗΣΤΙΔΗΣ*
Ο πολιτικός χρόνος το φθινόπωρο του 1961
αποδείχθηκε εξαιρετικά πυκνός. Με αφετηρία τη συγκρότηση της Ένωσης Κέντρου στα
τέλη Σεπτεμβρίου και κατάληξη την καταγγελία του αποτελέσματος των εκλογών του
Οκτωβρίου ως προϊόντος «βίας και νοθείας» από σύσσωμη την αντιπολίτευση στα
μέσα Νοεμβρίου, η εν λόγω περίοδος συνιστά καίρια τομή για τις εξελίξεις των
επόμενων μηνών και ετών.
Ο
ευρύτερα μεταβατικός χαρακτήρας των αρχών της νέας δεκαετίας σε επίπεδο
κοινωνικό και οικονομικό εκφράστηκε κατά τρόπο δυναμικό με αφορμή τις εκλογές
του 1961, συντελώντας στη δημιουργία νέων δεδομένων για τα χρόνια που θα
ακολουθήσουν. Κατά τούτο οι εκλογές του 1961 συνιστούν μείζονα καμπή στην
ιστορία του ελληνικού πολιτικού συστήματος.
Καταλυτική ενοποίηση του πολύπαθου κεντρώου χώρου
Η
ενοποίηση του πολύπαθου κεντρώου χώρου, που ανακοινώθηκε στις 20 Σεπτεμβρίου
1961, επρόκειτο να μεταβάλει καταλυτικά τον πολιτικό χάρτη της χώρας, ο οποίος
για πρώτη φορά μετά τον πόλεμο διέθετε τρεις ενιαίους σχηματισμούς στον άξονα
Δεξιά- Κέντρο- Αριστερά. Παράλληλα όμως, η Ένωση Κέντρου αποτελούσε έναν
νεοπαγή φορέα με μηδαμινή συνοχή και έντονες εσωτερικές αντιθέσεις. Είναι δε
χαρακτηριστικό ότι πέρα από τον Γεώργιο Παπανδρέου, οι αποφάσεις λαμβάνονταν
από οκταμελή διοικούσα επιτροπή που απετελείτο από εκπροσώπους των κομμάτων που
είχαν συνασπισθεί υπό τη σκέπη του νέου φορέα. Την επομένη της ανακοίνωσης της
συγκρότησης του ενιαίου πλέον Κέντρου, η κυβέρνηση Καραμανλή παραιτήθηκε
προκηρύσσοντας εκλογές για τις 29 Οκτωβρίου 1961. Επρόκειτο για ακόμη μία
επιβεβαίωση- μετά τις ευνοϊκές ρυθμίσεις του ψηφισθέντος εκλογικού νόμου τον
Ιούνιο του 1961- του ενδιαφέροντος του Κωνσταντίνου Καραμανλή για ένα ενιαίο
Κέντρο, το οποίο θα μπορούσε πλέον να αναλάβει τον ρόλο της «εθνικόφρονος»
αντιπολίτευσης περιορίζοντας την απήχηση της Αριστεράς. Ως παραχώρηση προς το
Κέντρο παρουσιάζει, άλλωστε, ο ίδιος και την εισήγησή του για διορισμό υπηρεσιακής
κυβέρνησης από τον βασιλιά Παύλο. Παρά την αρχική συμφωνία των δύο ανδρών περί
ανάθεσης της πρωθυπουργίας στον στρατηγό Θρασύβουλο Τσακαλώτο και του
υπουργείου Εθνικής Αμύνης στον αρχηγό ΓΕΕΘΑ, αντιστράτηγο Αθανάσιο Φροντιστή,
οι τελικές επιλογές του βασιλιά απείχαν από την πρόταση του υπεύθυνου συμβούλου
του. Τόσο ο διορισμός ως πρωθυπουργού του αρχηγού του στρατιωτικού οίκου του
βασιλιά, στρατηγού Κωνσταντίνου Δόβα, όσο- κυρίως- η ανάθεση του κρίσιμου
χαρτοφυλακίου του υπουργείου Εθνικής Αμύνης στον πτέραρχο Χαράλαμπο Ποταμιάνο
δημιούργησαν εξαρχής σοβαρές επιφυλάξεις για τους στόχους της υπηρεσιακής
κυβέρνησης.
Έντονες πιέσεις προς τους ψηφοφόρους
Αν η
σύνθεση της υπηρεσιακής κυβέρνησης αποτελούσε λόγο σοβαρότατης ανησυχίας για
τον τρόπο διενέργειας των επερχόμενων εκλογών, το κλίμα που επικρατούσε ήδη από
τις πρώτες ημέρες της προεκλογικής περιόδου- κατά κύριο λόγο στην επαρχία- δεν
άφηνε περιθώρια αμφιβολιών. Η ανάδειξη της ΕΔΑ σε αξιωματική αντιπολίτευση κατά
τις εκλογές του 1958 είχε θορυβήσει το εγχώριο πολιτικό σύστημα και παράγοντες
με ισχύ εντός και εκτός αυτού, ξυπνώντας έντονα αντικομμουνιστικά
αντανακλαστικά. Το κλίμα πίεσης που βίωσαν οι ψηφοφόροι της Αριστεράς- και σε
μικρό μόνον βαθμό οι ψηφοφόροι του Κέντρου- κατά τη διάρκεια της προεκλογικής
περιόδου του Οκτωβρίου του 1961, συνιστά προφανή ένδειξη των διαθέσεων ενός
τμήματος του κρατικού μηχανισμού. Το ερώτημα που τίθεται εξακολουθητικά γύρω
από τις παραπάνω διαπιστώσεις αφορά την ύπαρξη ή όχι ενός συγκεκριμένου
σχεδίου, το οποίο καταστρώθηκε και ακολουθήθηκε κατά τη διάρκεια των εκλογών
προκειμένου να νοθευθεί το αποτέλεσμα μέσα από την άσκηση ψυχολογικής και
σωματικής βίας έναντι των εκλεκτόρων. Το ζήτημα σχετίζεται με τη συζήτηση περί
της ύπαρξης του «σχεδίου Περικλής», που ήρθε στο προσκήνιο το 1965. Ήταν λοιπόν
απαραίτητο ένα συγκεκριμένο σχέδιο; Η απάντηση μπορεί με σχετική ασφάλεια να
είναι αρνητική. Η ΕΡΕ του Κωνσταντίνου Καραμανλή διέθετε σαφή υπεροχή έναντι
των αντιπάλων της και, σύμφωνα με όλες τις εκτιμήσεις, θα μπορούσε να διασφαλίσει
κοινοβουλευτική πλειοψηφία- έστω και μειωμένη- ακόμη και χωρίς καμία παρέμβαση.
Αυτή η επισήμανση δεν αναιρεί τη διαπίστωση ότι σε πολλές περιπτώσεις ασκήθηκε
σωματική και ψυχολογική βία σε πολίτες και στρατευμένους, προκειμένου να
περιοριστούν τα εκλογικά ποσοστά της Αριστεράς· η προσπάθεια ωστόσο για
διατήρηση κεκτημένων από συγκεκριμένες ομάδες, που είχαν τη δυνατότητα να
επιβάλουν τις θέσεις τους, δεν προϋποθέτει απαραίτητα και την ύπαρξη κεντρικού
σχεδιασμού.
Οι
επιφυλάξεις που διατυπώνονται αναφορικά με την υλοποίησή του δεν συνιστούν σε
καμία περίπτωση άρνηση της βίας που ασκήθηκε, επανατοποθετούν όμως το ζήτημα σε
νέα βάση. Αν και κανείς δεν μπορεί να υποστηρίξει ότι η ΕΡΕ δεν ενισχύθηκε από
το κλίμα στο οποίο διενεργήθηκαν οι εκλογές, αυτό δεν καθιστά την ηγεσία της
απαραιτήτως συνυπεύθυνη. Οι ευθύνες του ίδιου του Κωνσταντίνου Καραμανλή
δείχνουν να είναι υπαρκτές, αλλά, όπως έχει βάσιμα υποστηριχθεί, συνίστανται
κυρίως στην αποτυχία του να εκκαθαρίσει τον κρατικό μηχανισμό από τα κατάλοιπα
άλλων εποχών. Επρόκειτο για παράγοντες που είτε προέρχονταν από το περιβάλλον
των Ανακτόρων είτε από κύκλους εκτός πολιτικής και έδρασαν καίρια για ακόμη μία
φορά, επιδιώκοντας να ελέγξουν τις πολιτικές εξελίξεις.
*Ο υπηρεσιακός πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Δόβας
ΕΡΕ 50,81%, Ε.Κ. 33,65% και ΠΑΜΕ 14,62%
Αν και
η ΕΔΑ κατήγγειλε από την αρχή με σφοδρότητα τις επιθέσεις που είχαν δεχθεί κατά
την προεκλογική περίοδο υποψήφιοι και ψηφοφόροι της, η στάση της ηγεσίας της Ένωσης
Κέντρου έδειχνε να διαφέρει. Επιφυλακτικός αρχικά- ίσως ελπίζοντας σε μία
ενίσχυση του Κέντρου από εκείνους, που πιεζόμενοι δεν θα ψήφιζαν ΕΔΑ- ο
Γεώργιος Παπανδρέου μόλις λίγα εικοσιτετράωρα προ των εκλογών κατήγγειλε
πιέσεις προς κεντρώους ψηφοφόρους. Τελούσε άραγε εν γνώσει της προσπάθειας
αλλοίωσης του εκλογικού αποτελέσματος η ηγεσία του κόμματος; Οποιαδήποτε
προσπάθεια απάντησης αυτού του ερωτήματος θα συνιστούσε απλή εικασία. Δείχνει
πάντως πιθανό, να γνώριζε και ένα τμήμα τουλάχιστον της ηγεσίας του Κέντρου την
προσπάθεια περιορισμού των ποσοστών της ΕΔΑ, χωρίς όμως να μπορεί να υπολογίσει
την έκταση του εγχειρήματος.
Σε κάθε
περίπτωση και μόνο η παραπάνω παραδοχή είναι ενδεικτική του κλίματος μιας
εποχής κατά την οποία σχετικές συζητήσεις αποτελούσαν εν πολλοίς «παραδεκτή»
τακτική επιβεβαιώνοντας στην πράξη την απόσταση που χώριζε τις πολιτικές
ηγεσίες και τους πολίτες αναφορικά με το βασικό ζητούμενο που δεν μπορούσε να
είναι άλλο παρά μόνο η εμπέδωση μιας ουσιαστικής δημοκρατίας. Συνεπώς, το
πολιτικό προσωπικό αποδεικνυόταν μάλλον κατώτερο των περιστάσεων και η
επικράτηση της βούλησης εξωπολιτικών παραγόντων συνέχιζε να έχει βαρύτητα στον
καθορισμό των εξελίξεων. Την ίδια στιγμή, όμως, μία νέα κοινωνική δυναμική
άρχιζε να διαμορφώνεται καθορίζοντας τις εξελίξεις και διαμορφώνοντας τους
κανόνες της επόμενης μέρας, σε επίπεδο πολιτικής βάσης και ηγεσιών.
Τα αποτελέσματα
Οι
εκλογές έδωσαν στην ΕΡΕ ποσοστό 50,81% και 176 έδρες, στην Ένωση Κέντρου 33,65%
και 100 έδρες- εκ των οποίων οι 14 του συνεργαζόμενου κόμματος των Προοδευτικών
του Σπύρου Μαρκεζίνη- και στο ΠΑΜΕ 14,62% και 24 έδρες. Επιχειρώντας μία
ερμηνεία του αποτελέσματος είναι σκόπιμο να επισημανθεί ότι η άσκηση πίεσης
έναντι των ψηφοφόρων της Αριστεράς δεν ήταν κάτι το πρωτοφανές, ούτε κάτι που
αφορούσε μόνο την περίοδο των εκλογών. Περίπου δέκα χρόνια από το τέλος του Εμφυλίου,
οι διχαστικές λογικές παρέμεναν ισχυρές παρά τις προσπάθειες μετριασμού τους.
Παρά ταύτα, η δυναμική της εποχής δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνειών. Η Ένωση
Κέντρου αποτελούσε μία συνένωση πολιτικών δυνάμεων, που μετρούσε μόλις ένα μήνα
ενιαίας παρουσίας στον πολιτικό στίβο, και έμοιαζε ακατόρθωτο να αμφισβητήσει
την πρωτοκαθεδρία του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Συνιστά άλλωστε κοινή παραδοχή
ότι ακόμη και χωρίς την άσκηση πιέσεων, η ΕΡΕ θα κέρδιζε τις εκλογές με μεγάλη
διαφορά.
Εποχή διεκδικήσεων
Οι
εκλογές του 1961 αποτελούν ορόσημο στην πολιτική ιστορία της νεότερης Ελλάδας,
καθώς οριοθετούν μία νέα εποχή που ξεκινά ταυτόχρονα με την απαρχή της νέας
δεκαετίας. Πρόκειται για μία εποχή διεκδικήσεων, κυρίως γύρω από το θέμα του
σεβασμού των πολιτικών ελευθεριών και ευρύτερων αναζητήσεων μιας γενιάς που
πλέον έμπαινε δυναμικά στο πολιτικό σκηνικό και το κοινωνικό γίγνεσθαι. Ο
δυναμισμός αυτής της γενιάς θα ανακοπεί κατά τρόπο δραματικό με τη συνολική
οπισθοδρόμηση που επέφερε η εκτροπή του 1967.
* Ο κ. Χρήστος Χρηστίδης διδάσκει στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου