Η δίνη στην οποία ενεπλάκη σύσσωµη η ανθρωπότητα µε την έκρηξη του Β΄ Παγκοσµίου Πολέµου δεν ήταν απρόβλεπτη.
Η προπολεµική προπαρασκευή της Γερµανίας, η ιταλική απόβαση στην Αιθιοπία, η διαµόρφωση του Αξονα Ρώµης- Βερολίνου, η ανακατάληψη της Ρηνανίας από τον Χίτλερ και η επέκταση της ναζιστικής κυριαρχίας στα Βαλκάνια µε την αποτελεσµατική προσφυγή στο όπλο της οικονοµικής διείσδυσης έδωσαν στη χιτλερική Γερµανία τη δυνατότητα, προτού κατισχύσει στρατιωτικά και πολιτικά, να αλώσει κυριολεκτικά και εκ των ένδον οικονοµικά τα µικρά κράτη του ευρωπαϊκού περιγύρου της.
Ενα κεφάλαιο της ιστορίας µας, ωστόσο, που εν πολλοίς παραµένει άγνωστο αφορά τη δραµατική τύχη του Ελληνισµού της Αιθιοπίας τις πρώτες κιόλας ώρες που τα ιταλικά στρατεύµατα πραγµατοποιούσαν προέλαση στη χώρα. Από τη διπλωµατική αλληλογραφία της Ελληνικής Αντιπροσωπείας (Légation) στην Αντίς Αµπέµπα αλλά και των ελλήνων προξενικών πρακτόρων στις πόλεις Ντιρέ-Ντάουα και Τζιµπουτί ξεχωρίζουν για το µέγεθος και το ύφος της πληροφόρησης οι εκθέσεις του διοικητή Ασφαλείας της Αιθιοπίας Κλ. Β. Μοσχόπουλου, ο οποίος, επικηρυγµένος από τις ιταλικές αρχές κατοχής, κατέφυγε µε τη βοήθεια των Βρετανών και της πρεσβείας τους στην Αλεξάνδρεια (ΑΠ 13531, 13 Ιουλίου 1936), και του επιτετραµµένου της ελληνικής κυβέρνησης, πρόσεδρου υπουργού, ιατρού Ιάκωβου Ζερβού, φίλου του τελευταίου αυτοκράτορα της χώρας, τον οποίο οι Ιταλοί θεωρούσαν µυστικό σύµβουλό του και άρα εξαιρετικά επικίνδυνο για τα συµφέροντά τους στη χώρα.
Ενα κεφάλαιο της ιστορίας µας, ωστόσο, που εν πολλοίς παραµένει άγνωστο αφορά τη δραµατική τύχη του Ελληνισµού της Αιθιοπίας τις πρώτες κιόλας ώρες που τα ιταλικά στρατεύµατα πραγµατοποιούσαν προέλαση στη χώρα. Από τη διπλωµατική αλληλογραφία της Ελληνικής Αντιπροσωπείας (Légation) στην Αντίς Αµπέµπα αλλά και των ελλήνων προξενικών πρακτόρων στις πόλεις Ντιρέ-Ντάουα και Τζιµπουτί ξεχωρίζουν για το µέγεθος και το ύφος της πληροφόρησης οι εκθέσεις του διοικητή Ασφαλείας της Αιθιοπίας Κλ. Β. Μοσχόπουλου, ο οποίος, επικηρυγµένος από τις ιταλικές αρχές κατοχής, κατέφυγε µε τη βοήθεια των Βρετανών και της πρεσβείας τους στην Αλεξάνδρεια (ΑΠ 13531, 13 Ιουλίου 1936), και του επιτετραµµένου της ελληνικής κυβέρνησης, πρόσεδρου υπουργού, ιατρού Ιάκωβου Ζερβού, φίλου του τελευταίου αυτοκράτορα της χώρας, τον οποίο οι Ιταλοί θεωρούσαν µυστικό σύµβουλό του και άρα εξαιρετικά επικίνδυνο για τα συµφέροντά τους στη χώρα.
*Χάρτης της Αιθιοπίας
Ιδού πόσο δραµατική εµφανίζεται η εξιστόρηση των τελευταίων στιγµών προτού εισέλθει ο ιταλικός στρατός στην αιθιοπική πρωτεύουσα νωρίς το πρωί του Σαββάτου 2 Μαΐου 1936 σε πολυσέλιδη έκθεση (ΑΠ 13531, 13 Ιουλίου 1938) του Μοσχόπουλου:
«Την πρωίαν της Παρασκευής 1ης Μαΐου το Προξενικόν Σώµα, κατόπιν αποφάσεως ληφθείσης εν συνεδρία εν τη Γερµανική Πρεσβεία, απηύθυνεν ρηµατικήν διακοίνωσιν εις την Αιθιοπικήν Κυβέρνησιν ζητούν όπως η τελευταία καταστήση γνωστόν µέχρι τηςεποµένης εάν είχε λάβει µίαν των δύο αποφάσεων: 1ον, να παραδώσει την πρωτεύουσαν άνευ αντιστάσεως, 2ον, να αντιτάξη αντίστασιν προς υπεράσπισιν της πόλεως. Εν τη πρώτη περιπτώσει, αι Πρεσβείαι και τα Προξενεία θα συνίστουν απλώς εις τους υπηκόους των να παραµείνωσιν εις τας οικίας των κατά την είσοδον των ιταλικών στρατευµάτων. Εν τη δευτέρα δε περιπτώσει, όλοι οι ξένοι υπήκοοι, ειδοποιούµενοι, θα προσέφευγον εις τας οικείας Πρεσβείας προς αποφυγήν παντός κινδύνου, εξωτερικού ή εσωτερικού». Για δε τους έλληνες υπηκόους σηµείωνε πως «είχεν αποφασισθή όπως προσφύγωσιν, ειδοποιούµενοι εγκαίρως, εις την περιοχήν της Βελγικής Πρεσβείας, παραπλεύρως της Αγγλικής τοιαύτης. Εν περιπτώσει δε εσωτερικών ταραχών και σοβαρού κινδύνου, ούτοι θα ηδύναντο να εισέλθωσιν εις την γείτονα Αγγλικήν, φρουρουµένην υπό Ινδικών στρατευµάτων». Ωστόσο, όπως αναφέρεται στην ίδια έκθεση, «η αναχώρησις του Αυτοκράτορος µετά της Οικογενείας Του και πολλών Υπουργών την νύκτα της 1ης προς 2αν Μαΐου είχεν ως αποτέλεσµα την διάλυσιν της Κυβερνήσεως και την (επελθούσαν) κατάστασιν αναρχίας, ως ήτο δ’ επόµενον ουδεµία απάντησις εδόθη εις την ταχθείσαν ώρανεις την οµαδικήν διακοίνωσιν των ξένων Προξένων, ευρεθέντων ούτως εν αµηχανία διά την προστασίαν των υπηκόων των». Μεταξύ αυτών βεβαίως και των Ελλήνων, που από εποχής επιγόνων του Μεγάλου Αλεξάνδρου ζούσαν κατά χιλιάδες σε κοινότητες, µε µεγαλύτερες εκείνες της Αντίς Αµπέµπα και της Ντίρε-Ντάουα, πόλεων που διέθεταν σηµαντικά κοινοτικά ιδρύµατα, ναούς και σχολεία. Σηµειωτέον, έµποροι κυρίως οι Ελληνες της Αιθιοπίας, βρέθηκαν σε τέτοιο σηµείο ακµής λόγω της δραστηριότητάς τους ώστε το 1920 αποτελούσαν το 90% επί του συνόλου των ξένων υπηκόων που διαβιούσαν στην Αιθιοπία.
Ανυπεράσπιστοι και στο έλεος του ελαύνοντος εχθρικού στρατού εν µέσω πυροβολισµών που αντηλλάσσοντο µεταξύ οµάδων οι οποίες µετά την αναχώρηση του αυτοκράτορα είχαν παραβιάσει τις αποθήκες των ανακτόρων και ο καθείς «ελάµβανεν όπλα παντός τύπου και πολεµοφόδια ακωλύτως» (όπ.π.), µε τις τηλεφωνικές γραµµές να έχουν διακοπεί, οι περισσότεροι, µεταξύ αυτών και ο Μοσχόπουλος, όπως και ο πρόεδρος της ελληνικής κοινότητας Β. Ασλανίδης, κατέφυγαν στη βρετανική πρεσβεία, όπου «τόσο ο Πρεσβευτής Sir Sidney Barton όπως και η Lady Barton επρωτοστάτουν εις όλα τα υπέρ των προσφύγων λαµβανόµενα µέτρα ασφαλείας και τάξεως». Επειδή µάλιστα πολύ γρήγορα ο αριθµός των προσφύγων που έτρεξαν να βρουν καταφύγιο στην πρεσβεία, οι οποίοι εκτός άλλων ήσαν υποχρεωµένοι να παραδίδουν αµέσως και επί αποδείξει τον οπλισµό τους στον βρετανό στρατιωτικό ακόλουθο Captain Taylor και στον αρχηγό του ινδικού τάγµατος Major Charter, υπερέβη τους 1.700, στήθηκαν αµέσως σκηνές και υπόστεγα«προς προφύλαξιν των γυναικοπαίδων, άρτος δε µετ’ άλλων τροφίµων, ως και γάλα διά τα παιδία, τακτικώς διενέµοντο υπό της Πρεσβείας». Ο Μοσχόπουλος αναφέρει µεταξύ αυτών 200 και πλέον Ελληνες, αν και πολλοί παρέµεναν στις οικίες τους, φοβούµενοι συλήσεις και αρπαγές περιουσιών, όπως πράγµατι συνέβησαν, µάλιστα ακόµη και πρεσβειών – του Βελγίου, της Ελλάδας, της Τουρκίας, της Αιγύπτου – ή εκκλησιών: της Ελληνικής και Αγγλικανικής. Οπως σηµείωνε ο Μοσχόπουλος, «αι περιουσίαι, κινηταί και ακίνητοι, των ηµετέρων κατεστράφησαν εν µέρει ή ολοτελώς, ολίγιστοι δε ήσαν οι ηµέτεροι έµποροι οίτινες εκαλύπτοντο υπό ασφαλειών πολέµου, ενώ άλλων, ηµετέρων και ξένων, είχον λήξει... τρεις ηµέρας προ της ενάρξεως των ταραχών!». Ο ίδιος µε πικρία προσέθετε, αντικρούοντας τις φήµες ότι οι δηλώσεις έγιναν δήθεν µε εντολή του αποχωρούντος αυτοκράτορα, ότι κανένα ιταλικής ιδιοκτησίας µέγαρο, ιδιωτικό ή δηµόσιο, δεν παρεβιάσθη ή έγινε στόχος βανδαλισµών, αποδεικνύοντας έτσι ποιος πραγµατικά κρυβόταν πίσω από τις καταστροφές.
Πάντως, γεγονός παραµένει ότι ακριβώς λόγω του αριθµού και της ευµάρειάς τους ανάµεσα στους λοιπούς ξένους υπηκόους οι Ελληνες δέχθηκαν το ισχυρότερο πλήγµα από τους Ιταλούς, που δυστυχώς κατάφεραν να προσεταιρισθούν µερικούς εξ αυτών, πρόθυµους κατά τον Μοσχόπουλο να καταδώσουν ως «ιταλοφόβους» αρκετούς εκ των συµπατριωτών τους και να λάβουν µερίδια από τις κατασχεθείσες περιουσίες τους. Οι Ιταλοί, µάλιστα, γνωρίζοντας τον βαθµό υπόληψης που διέθετε στην τοπική κοινωνία και βεβαίως στους Ελληνες ο προσωπικός ιατρός του αυτοκράτορα Ιάκωβος Ζερβός, αποκαλούσαν υβριστικώ τω τρόπω τους Ελληνες της πόλης «sudditi del Dottore Zervos»(υπηκόους του ιατρού Ζερβού). Μάλιστα η εφηµερίδα «Τζιορνάλε Ντ’ Ιτάλια» σε φύλλο της τον Ιανουάριο του 1936 συκοφαντούσε τον Ζερβό ως «κοµπογιαννίτη, θαυµατοποιό µε εξειδίκευση σε ενέσεις ναρκωτικών, ραδιούργο και άπληστο», του οποίου µοναδική ενασχόληση στην αυλή του αυτοκράτορα Νέγκους ήταν «να τον απαλλάξη από των ανθρώπων οι οποίοι ηδύναντο να εποφθαλµιώσιν τον θρόνον του» (ΑΠ 350/θ/10, 28 Φεβρουαρίου 1936, από Ρώµη, πρεσβευτής Μεταξάς).
«Την πρωίαν της Παρασκευής 1ης Μαΐου το Προξενικόν Σώµα, κατόπιν αποφάσεως ληφθείσης εν συνεδρία εν τη Γερµανική Πρεσβεία, απηύθυνεν ρηµατικήν διακοίνωσιν εις την Αιθιοπικήν Κυβέρνησιν ζητούν όπως η τελευταία καταστήση γνωστόν µέχρι τηςεποµένης εάν είχε λάβει µίαν των δύο αποφάσεων: 1ον, να παραδώσει την πρωτεύουσαν άνευ αντιστάσεως, 2ον, να αντιτάξη αντίστασιν προς υπεράσπισιν της πόλεως. Εν τη πρώτη περιπτώσει, αι Πρεσβείαι και τα Προξενεία θα συνίστουν απλώς εις τους υπηκόους των να παραµείνωσιν εις τας οικίας των κατά την είσοδον των ιταλικών στρατευµάτων. Εν τη δευτέρα δε περιπτώσει, όλοι οι ξένοι υπήκοοι, ειδοποιούµενοι, θα προσέφευγον εις τας οικείας Πρεσβείας προς αποφυγήν παντός κινδύνου, εξωτερικού ή εσωτερικού». Για δε τους έλληνες υπηκόους σηµείωνε πως «είχεν αποφασισθή όπως προσφύγωσιν, ειδοποιούµενοι εγκαίρως, εις την περιοχήν της Βελγικής Πρεσβείας, παραπλεύρως της Αγγλικής τοιαύτης. Εν περιπτώσει δε εσωτερικών ταραχών και σοβαρού κινδύνου, ούτοι θα ηδύναντο να εισέλθωσιν εις την γείτονα Αγγλικήν, φρουρουµένην υπό Ινδικών στρατευµάτων». Ωστόσο, όπως αναφέρεται στην ίδια έκθεση, «η αναχώρησις του Αυτοκράτορος µετά της Οικογενείας Του και πολλών Υπουργών την νύκτα της 1ης προς 2αν Μαΐου είχεν ως αποτέλεσµα την διάλυσιν της Κυβερνήσεως και την (επελθούσαν) κατάστασιν αναρχίας, ως ήτο δ’ επόµενον ουδεµία απάντησις εδόθη εις την ταχθείσαν ώρανεις την οµαδικήν διακοίνωσιν των ξένων Προξένων, ευρεθέντων ούτως εν αµηχανία διά την προστασίαν των υπηκόων των». Μεταξύ αυτών βεβαίως και των Ελλήνων, που από εποχής επιγόνων του Μεγάλου Αλεξάνδρου ζούσαν κατά χιλιάδες σε κοινότητες, µε µεγαλύτερες εκείνες της Αντίς Αµπέµπα και της Ντίρε-Ντάουα, πόλεων που διέθεταν σηµαντικά κοινοτικά ιδρύµατα, ναούς και σχολεία. Σηµειωτέον, έµποροι κυρίως οι Ελληνες της Αιθιοπίας, βρέθηκαν σε τέτοιο σηµείο ακµής λόγω της δραστηριότητάς τους ώστε το 1920 αποτελούσαν το 90% επί του συνόλου των ξένων υπηκόων που διαβιούσαν στην Αιθιοπία.
Ανυπεράσπιστοι και στο έλεος του ελαύνοντος εχθρικού στρατού εν µέσω πυροβολισµών που αντηλλάσσοντο µεταξύ οµάδων οι οποίες µετά την αναχώρηση του αυτοκράτορα είχαν παραβιάσει τις αποθήκες των ανακτόρων και ο καθείς «ελάµβανεν όπλα παντός τύπου και πολεµοφόδια ακωλύτως» (όπ.π.), µε τις τηλεφωνικές γραµµές να έχουν διακοπεί, οι περισσότεροι, µεταξύ αυτών και ο Μοσχόπουλος, όπως και ο πρόεδρος της ελληνικής κοινότητας Β. Ασλανίδης, κατέφυγαν στη βρετανική πρεσβεία, όπου «τόσο ο Πρεσβευτής Sir Sidney Barton όπως και η Lady Barton επρωτοστάτουν εις όλα τα υπέρ των προσφύγων λαµβανόµενα µέτρα ασφαλείας και τάξεως». Επειδή µάλιστα πολύ γρήγορα ο αριθµός των προσφύγων που έτρεξαν να βρουν καταφύγιο στην πρεσβεία, οι οποίοι εκτός άλλων ήσαν υποχρεωµένοι να παραδίδουν αµέσως και επί αποδείξει τον οπλισµό τους στον βρετανό στρατιωτικό ακόλουθο Captain Taylor και στον αρχηγό του ινδικού τάγµατος Major Charter, υπερέβη τους 1.700, στήθηκαν αµέσως σκηνές και υπόστεγα«προς προφύλαξιν των γυναικοπαίδων, άρτος δε µετ’ άλλων τροφίµων, ως και γάλα διά τα παιδία, τακτικώς διενέµοντο υπό της Πρεσβείας». Ο Μοσχόπουλος αναφέρει µεταξύ αυτών 200 και πλέον Ελληνες, αν και πολλοί παρέµεναν στις οικίες τους, φοβούµενοι συλήσεις και αρπαγές περιουσιών, όπως πράγµατι συνέβησαν, µάλιστα ακόµη και πρεσβειών – του Βελγίου, της Ελλάδας, της Τουρκίας, της Αιγύπτου – ή εκκλησιών: της Ελληνικής και Αγγλικανικής. Οπως σηµείωνε ο Μοσχόπουλος, «αι περιουσίαι, κινηταί και ακίνητοι, των ηµετέρων κατεστράφησαν εν µέρει ή ολοτελώς, ολίγιστοι δε ήσαν οι ηµέτεροι έµποροι οίτινες εκαλύπτοντο υπό ασφαλειών πολέµου, ενώ άλλων, ηµετέρων και ξένων, είχον λήξει... τρεις ηµέρας προ της ενάρξεως των ταραχών!». Ο ίδιος µε πικρία προσέθετε, αντικρούοντας τις φήµες ότι οι δηλώσεις έγιναν δήθεν µε εντολή του αποχωρούντος αυτοκράτορα, ότι κανένα ιταλικής ιδιοκτησίας µέγαρο, ιδιωτικό ή δηµόσιο, δεν παρεβιάσθη ή έγινε στόχος βανδαλισµών, αποδεικνύοντας έτσι ποιος πραγµατικά κρυβόταν πίσω από τις καταστροφές.
Πάντως, γεγονός παραµένει ότι ακριβώς λόγω του αριθµού και της ευµάρειάς τους ανάµεσα στους λοιπούς ξένους υπηκόους οι Ελληνες δέχθηκαν το ισχυρότερο πλήγµα από τους Ιταλούς, που δυστυχώς κατάφεραν να προσεταιρισθούν µερικούς εξ αυτών, πρόθυµους κατά τον Μοσχόπουλο να καταδώσουν ως «ιταλοφόβους» αρκετούς εκ των συµπατριωτών τους και να λάβουν µερίδια από τις κατασχεθείσες περιουσίες τους. Οι Ιταλοί, µάλιστα, γνωρίζοντας τον βαθµό υπόληψης που διέθετε στην τοπική κοινωνία και βεβαίως στους Ελληνες ο προσωπικός ιατρός του αυτοκράτορα Ιάκωβος Ζερβός, αποκαλούσαν υβριστικώ τω τρόπω τους Ελληνες της πόλης «sudditi del Dottore Zervos»(υπηκόους του ιατρού Ζερβού). Μάλιστα η εφηµερίδα «Τζιορνάλε Ντ’ Ιτάλια» σε φύλλο της τον Ιανουάριο του 1936 συκοφαντούσε τον Ζερβό ως «κοµπογιαννίτη, θαυµατοποιό µε εξειδίκευση σε ενέσεις ναρκωτικών, ραδιούργο και άπληστο», του οποίου µοναδική ενασχόληση στην αυλή του αυτοκράτορα Νέγκους ήταν «να τον απαλλάξη από των ανθρώπων οι οποίοι ηδύναντο να εποφθαλµιώσιν τον θρόνον του» (ΑΠ 350/θ/10, 28 Φεβρουαρίου 1936, από Ρώµη, πρεσβευτής Μεταξάς).
ΜΝΗΜΗ ΙΑΚΩΒΟΥ ΖΕΡΒΟΥ
Χάθηκαν τα έγγραφα και η δικαιοσύνη
*Η κυρία Φωτεινή Τομαή είναι ιστορικός, πρεσβευτής σύμβουλος Α΄ στο υπουργείο Εξωτερικών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου