ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ https://www.kathimerini.gr/society/562443334/to-anexitilo-stigma-tis-dolofonias-polk/
*Στιγμιότυπο από την κηδεία του Τζορτζ Πολκ. Πίσω από το
καλυμμένο με την αστερόεσσα φέρετρο η σύζυγος του εκλιπόντος και δεξιότερα η
μητέρα του, συνοδευόμενη από τον υπουργό Τύπου Μιχαήλ Αιλιανό (δεξιά) και τον
υπουργό άνευ χαρτοφυλακίου Μιχαήλ Μαυρογορδάτο. Φωτ. A.P.
Γράφει ο κ. ΙΩΑΝΝΗΣ Ο. ΙΑΤΡΙΔΗΣ
Μία από τις περισσότερο ανησυχητικές εξελίξεις της εποχής μας είναι η
αυξανόμενη βία εναντίον δημοσιογράφων. Κατά τη διάρκεια του 2022, αναφέρθηκαν
67 δολοφονίες δημοσιογράφων και 363 φυλακίσεις μόνο στη Λατινική Αμερική και
στην Ευρώπη. Δράστες ήταν υποστηρικτές του αυταρχισμού που επιζητούν την
εξουσία μέσω της καταστροφής των ανεξάρτητων δικτύων πληροφόρησης και της
καταπίεσης των πολιτικών ελευθεριών. Έτσι, η εξόντωση δημοσιογράφων γίνεται
δείκτης που σηματοδοτεί τον θάνατο της ελευθερίας και της δημοκρατικής
διακυβέρνησης, καθώς oι κοινωνίες γρήγορα συνηθίζουν την απώλειά τους και τη
λησμονούν.
Δεν ήταν πάντοτε έτσι. Τον Μάιο 1948, ο Τζορτζ Πολκ, Αμερικανός ανταποκριτής, που είχε ασκήσει κριτική στην πολιτική της φιλοδυτικής ελληνικής κυβέρνησης και των Αμερικανών υποστηρικτών της κατά τον εμφύλιο πόλεμο, βρέθηκε δολοφονημένος κοντά στην προκυμαία της Θεσσαλονίκης. Το έγκλημα συγκλόνισε τον ελεύθερο κόσμο και επί μήνες προβαλλόταν στον διεθνή Τύπο σχεδόν όσο ο αποκλεισμός του Βερολίνου που εξελισσόταν το ίδιο διάστημα.
Η αντίδραση της Ουάσιγκτον ήταν ταχεία και αυστηρή. Ο στρατηγός Ντόνοβαν, γνωστός Αμερικανός αρχικατάσκοπος των χρόνων του πολέμου, έφθασε στην Αθήνα ζητώντας εξονυχιστική έρευνα. Βοηθός του ήταν ο συνταγματάρχης Κέλις, έμπειρος αξιωματικός της αντικατασκοπείας, εξοικειωμένος με ζητήματα της ελληνικής ασφάλειας. Στη Θεσσαλονίκη, ο Αμερικανός γενικός πρόξενος συνομιλούσε με ανώτατους Έλληνες αξιωματούχους, διαμαρτυρόταν για την ανεπαρκή πρόοδο της έρευνας. Οι Αμερικανοί ανταποκριτές έκαναν τις δικές τους έρευνες και δημοσίευσαν μια ανεξάρτητη έκθεση. Τελικά, όμως, η διαδικασία και η απόφαση του ποινικού δικαστηρίου βασίστηκαν στην ομολογία ενός ελάχιστα γνωστού δημοσιογράφου, του Γρηγόρη Στακτόπουλου, ο οποίος καταδικάστηκε σε ισόβια. Δύο κομμουνιστές καταδικάστηκαν ερήμην σε θάνατο ως φυσικοί αυτουργοί.
Παρά την απόφαση του δικαστηρίου,
σήμερα, 75 χρόνια μετά, οι δολοφόνοι του Πολκ παραμένουν άγνωστοι, όπως και τα
κίνητρά τους. Όσο για τον Στακτόπουλο, τα στοιχεία εναντίον του κατασκευάστηκαν
βάσει της ομολογίας του, η οποία είχε αποσπαστεί με μακρά βασανιστήρια,
σωματικά και ψυχολογικά. Δεν είναι δύσκολο να διαπιστωθούν οι λόγοι για τους
οποίους συνέβη αυτό. Το 1948, στο μέσον μιας κομμουνιστικής εξέγερσης και
ενόψει του κινδύνου σοβιετικής επιθετικότητας στην Ευρώπη, η Ελλάδα ήταν μια
εξαντλημένη και εμπόλεμη χώρα, εξαρτημένη από τους πάτρωνές της, τη Βρετανία και
τις ΗΠΑ. Ο φόβος του κομμουνισμού κυριαρχούσε στην πολιτική της και καθόρισε
τους χειρισμούς στην υπόθεση Πολκ/Στακτόπουλου. Παραδείγματος χάριν, η επιλογή
του ταγματάρχη Νικολάου Μουσχουντή της Ειδικής Ασφάλειας, ως επικεφαλής των
ερευνών, έγινε κατόπιν βρετανικών και αμερικανικών εισηγήσεων.
Την άνοιξη του 1948, η εκτεταμένη
έρευνα στην περιοχή της Θεσσαλονίκης δεν βρήκε στοιχεία, ενώ διάφορες θεωρίες
απέδιδαν τους δράστες σε όλο το πολιτικό φάσμα από τους κομμουνιστές έως τους
βασιλικούς, είτε στις βρετανικές μυστικές υπηρεσίες, στη CIA και στην KGB. Ο
υπουργός Δημοσίας Τάξεως, Ρέντης, ήθελε να ερευνηθεί η δράση ακροδεξιών
παραστρατιωτικών οργανώσεων, αλλά εμποδίστηκε από συντηρητικούς που διηύθυναν
την έρευνα. Ο Γεώργιος Βλάχος, εκδότης της «Καθημερινής», σημείωνε σε κύριο
άρθρο του: «Ύψιστε Θεέ, δώσε να είναι οι
δολοφόνοι κομμουνισταί, διότι εχαθήκαμε αν δεν είναι». Απογοητευμένος και
ντροπιασμένος, ο Μουσχουντής, τον οποίο ο Ντόνοβαν φέρεται να απείλησε να
χαστουκίσει, εξέτασε το ενδεχόμενο να αυτοκτονήσει.
Η ξένη πίεση καθόρισε τις
ελληνικές ενέργειες. Έπειτα από βρετανική απαίτηση, οι ερευνητές απέφυγαν να
κάνουν αναφορές στο πρακτορείο Ρόιτερς και σε Βρετανούς αξιωματούχους, παρά το
γεγονός ότι συνεργάτες του Πολκ συνδέονταν με το πρώτο και ο ίδιος ο Πολκ είχε
ζητήσει τη βοήθεια ενός Βρετανού διπλωμάτη στη Θεσσαλονίκη, του Κόουτ, για να
πάρει συνέντευξη από τον αρχηγό του ΔΣΕ, τον Μάρκο Βαφειάδη. Ο Κόουτ, που ανήκε
στις μυστικές υπηρεσίες, καλλιεργούσε επαφές με κομμουνιστές και είχε
παλαιότερα προθυμοποιηθεί να βοηθήσει ένα δημοσιογράφο του Ρόιτερς να πάρει
συνέντευξη από τον Μάρκο. Σοβαρό προβληματισμό για την πιθανή ανάμειξη του
Κόουτ στη δολοφονία Πολκ εξέφρασε και ο Κ. Μ. Γουντχάουζ, ο θρυλικός
«συνταγματάρχης Κρις» της εποχής της Κατοχής. Κατόπιν συνέντευξης με τον Κόουτ
το 1992, ο Γουντχάουζ διατύπωσε την υπόθεση ότι «χωρίς πρόθεση, ανεύθυνα αλλά χωρίς δολοφονική διάθεση», ο Κόουτ
συνέβαλε σε άγνωστα γεγονότα που προκάλεσαν τη δολοφονία. Ο Γουντχάουζ δεν
γνώριζε την ύπαρξη μιας επιστολής στο προσωπικό αρχείο του Κόουτ, με την οποία
ένας Γάλλος κομμουνιστής δημοσιογράφος συνέστησε τον Βρετανό διπλωμάτη στο
αρχηγείο του Μάρκου, ως «παλαιό μέλος του
ΕΛΑΣ που θέλει να ανανεώσει την επαφή». Ο Γάλλος ήταν γνωστός ως συμπαθών
τους Έλληνες κομμουνιστές, αλλά η αχρονολόγητη επιστολή του παραμένει
ενδιαφέρουσα και ανεξήγητη.
Η σαφέστερη ένδειξη παρεμβάσεων σχετίζεται με τον ρόλο των Αμερικανών στην παρουσίαση του Στακτόπουλου ως κύριου υπόπτου. Όταν ο Κέλις αποκάλυψε ότι η έρευνά του αναδείκνυε ακροδεξιούς ως υπευθύνους, η πρεσβεία φρόντισε να ανακληθεί στην Αμερική. Ο Κέλις έγραψε στον Ντόνοβαν κατηγορώντας τον Μουσχουντή ότι παραπλανούσε την έρευνα και ανέφερε δέκα ονόματα προσώπων «πιθανώς αναμεμιγμένων στο έγκλημα» ή που «ίσως ήξεραν κάτι» γι’ αυτό. Από τους δέκα, οι οκτώ ήταν ανώτατοι στρατιωτικοί ή κυβερνητικά στελέχη· ο δέκατος ήταν ο Στακτόπουλος, δημοσιογράφος και μεταφραστής στη Θεσσαλονίκη, ο οποίος επιδίωκε επαφές με ξένους ανταποκριτές και είχε συναντήσει τον Πολκ.
Πλην του Στακτόπουλου, τα άλλα
πρόσωπα του καταλόγου, τον οποίο ο Ντόνοβαν έδωσε στον υπουργό Ρέντη, ήταν πολύ
επιφανή για να θεωρηθούν ύποπτα. Όταν ο Ρέντης ανακοίνωσε σε μια υπουργική
επιτροπή ότι χωρίς σύλληψη και καταδίκη του ενόχου, η αμερικανική βοήθεια θα
σταματούσε, το όνομα του Στακτόπουλου ήρθε στο προσκήνιο και κυριάρχησε στην
έρευνα. O Στακτόπουλος συνελήφθη (14 Αυγούστου 1948), ανακρίθηκε και
φυλακίστηκε στο υπόγειο της Ασφάλειας. Παρέμεινε σε απομόνωση κατά τη διάρκεια
της δίκης του (12-21 Απριλίου 1949) και μετά την καταδίκη του επί τέσσερα ακόμη
χρόνια, έως ότου αποκαλύψεις για την κακομεταχείρισή του οδήγησαν στη μεταφορά
του σε κανονικές φυλακές. Το 1956 δημοσίευσε τρεις επιστολές, με τις οποίες
διακήρυττε την αθωότητά του και περιέγραφε την ταλαιπωρία του. Τον Αύγουστο του
1960 απολύθηκε, έχοντας εκτίσει τα δύο τρίτα της ποινής του. Το 1977 η προσφυγή
του στο ανώτατο δικαστήριο για επανεκδίκαση της υπόθεσής του απορρίφθηκε και πέθανε
το 1998.
Ο Τζορτζ Πολκ συνάντησε τον
φρικτό του θάνατο προσπαθώντας να καλύψει δημοσιογραφικά τον ελληνικό εμφύλιο
πόλεμο αντικειμενικά και από τις δύο πλευρές. Ο Στακτόπουλος υπήρξε θύμα μιας
κυνικής σκοπιμότητας και δικαστικής αδικίας. Η μνήμη τους αποτελεί στίγμα στα
χρονικά της σύγχρονης Ελλάδας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου