ΑΠΟ ΤΟ ΕΝΘΕΤΟ ΤΗΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ «ΕΛΛΑΔΑ: 20ος ΑΙΩΝΑΣ (1920-1930)» Β΄ ΤΟΜΟΣ
*Ο Φώτης Γιαγκούλας δια χειρός του λαϊκού ζωγράφου Χρηστίδη (πηγή: Απόστολος Δούρβαρης "Σωτήριος Χρηστίδης (1858- 1940)" Ε.Λ.Ι.Α. Αθήνα 1993)
Του κ. Βασίλη Ι. Τζανακάρη*
Η
ληστοκρατία στην Ελλάδα ξεκίνησε ήδη από τα χρόνια που ακολούθησαν τη
δημιουργία του νεοελληνικού κράτους και περατώθηκε το 1935, κλείνοντας μια
εκατονταετία φρίκης και αίματος.
Λίγο
πριν ολοκληρώσει τον κύκλο της (δεκαετία του 1920), σημείωσε μια ασύλληπτη για
την εποχή έξαρση, με πολλούς από τους εκπροσώπους της να χάνονται στην αχλύ του
θρύλου. Κορυφαίος της κατηγορίας αυτής υπήρξε ο λήσταρχος Φώτης ή Φώτος
Γιαγκούλας, ο οποίος τερμάτισε το βίο και την πολιτεία του λίγο μετά το
μεσημέρι της Κυριακής, στις 20 Σεπτεμβρίου 1925.
*Το τέλος του Φώτη Γιαγκούλα
Ο
Γιαγκούλας υπήρξε ο «ενδοξότερος», ο «λαοφιλέστερος» και ο «ωραιότερος» όλων
των ληστών και των λήσταρχων της εποχής του. Λένε πως τη μία και μοναδική φορά
που πήγε στο δικαστήριο, στην αρχή της εγκληματικής του δράσης, ο εισαγγελέας της
έδρας του είπε ότι δεν τον στέλνει στο εκτελεστικό απόσπασμα «για να μην
χαλάσουν οι σφαίρες το όμορφο πρόσωπο του».
Ο θρύλος και η δράση του υπήρξαν
αλληλένδετα, Τον πρώτο τον τροφοδοτούσαν οι εφημερίδες και οι… θρυλοθήρες
δημοσιογράφοι τους, καθώς και τα λαϊκά φυλλάδια των μερικών λεπτών τα οποία
αναφέρονταν στη δράση του, ανεβάζοντας την κυκλοφορία τους σε απίστευτα για την
εποχή ύψη.
Στη σφαίρα του θρύλου εντάσσονταν
τα περί γυμνασιακών του σπουδών, η δήθεν υπογραφή του στα… γαλλικά, το ότι
δραπέτευσε από το τρένο που εκτελούσε δρομολόγιο στη γραμμή Αθήνα- Θεσσαλονίκη
ή ότι κατάφερε να μη συλληφθεί ποτέ από τα καταδιωκτικά αποσπάσματα, η μετάβασή
του στην Αθήνα με το ψευδώνυμο Γιάννης Σκλήμπας, οι επισκέψεις του στα καφενεία
της πλατείας Συντάγματος, καθώς και η «καραϊσκάκεια» απάντηση την οποία έδωσε στο
μοίραρχο Πετράκη, λίγο πριν από το θάνατό του στην Κλεφτοβρύση του Ολύμπου. Στα
παραπάνω θα πρέπει να προστεθεί η αλτρουιστική, όπως θα την χαρακτηρίζαμε,
συμπεριφορά του σε μεγάλο αριθμό φτωχών, ανήμπορων και ιδίως αδικημένων και
καταφρονεμένων χωρικών, καθημαγμένων από την πένα του φοροεισπράκτορα και το
βούρδουλα του «σταυρωτή», όπως αναφέρονταν ορισμένοι από τους χωροφύλακες, τους
οποίους οι ληστές δεν έχαναν την ευκαιρία να κατεξευτελίζουν. Μια συμπεριφορά
που φέρνει στο νου τον επίσης θρυλικό Ρομπέν των Δασών.
*Το μαχαίρι του Γιαγκούλα, η επονομαζόμενη "Παρδάλα" στο Εγκληματολογικό Μουσείο. Στην εγχάρακτη ανορθόγραφη εγγραφή της αναφέρει: "«Προς τους πάντας. Μη δηνάμενος
να εύρο ιδινός δικαίου παρά της δικαιοσήνης των Ελλήνων, ηναγκάσθην να τονίσω
το δίκαιον της Παρδάλας ή Μαχαίρας. Όθεν η ύψηστος αυτή λειτουργός της ανάνδρου
Δικαιοσύνης ονόματι Παρδάλα έχη τον λόγον από σήμερον εις πάντας τους υπευθύνους
και απίστους. Η λειτουργία αυτής έσετε πάντοτε ειλικρινής και ουδέποτε θέλει λησμονήση
τα ιερά καθήκοντά της προς απονομήν του δικαίου. Μάρτιος 1917
Ο Φώτης Γιαγκούλας γεννήθηκε στον
Μεταξά Κοζάνης, μάλλον το 1894. Η ληστρική του δράση άρχισε με τη δολοφονία ενός
χωρικού ο οποίος ονομάζονταν Τριανταφύλλου ή, κατ’ άλλους, με τη δολοφονία του
ανθυπομοίραρχου Αλέκου Καραλή, ο οποίος πρόσβαλε μια εξαδέλφη του. Ακολούθησε
μακρύς κύκλος αίματος, εκβιασμών, εκδικητικών ενεργειών και τρόμου, ο οποίος
κάλυψε ολόκληρη τη Στερεά Ελλάδα, τη Θεσσαλία και μέρος της Ηπείρου. Στην
εγκληματική του δράση εντάχθηκαν δεκάδες δολοφονίες και «τιμωρίες» (ιδίως προδοτών)
των οποίων συνήθιζε να κόβει τα αυτιά. Κυριότερες μεταξύ αυτών είναι οι «κατ΄
εντολή του» δολοφονίες του γιατρού Οδυσσέα Νικολαΐδη στο Καταφύγι, του
υπομοιράρχου Γρηγοράτου, του προέδρου της Τσαπουρνιάς Πάικου αλλά και του
ανθυπασπιστή Αποστόλου. «Χρημάτισε» ληστής, λήσταρχος και αρχιλήσταρχος. Υπήρξε
εξόχως ερωτικό άτομο, με πολυάριθμες ερωμένες. Κατά τη διάρκεια του ληστρικού
του βίου είχε παντρευτεί τη συντοπίτισσά του Ευαγγελία, με την οποία λεγόταν ότι
είχε αποκτήσει και ένα παιδί, που όμως πέθανε από τις κακουχίες στη βουνό.
Λένε πως ο λήσταρχος Γιαγκούλας
είχε στην υπηρεσία του κοντά στους εκατόν πενήντα ανθρώπους, οι οποίοι τον
ειδοποιούσαν για τις κινήσεις των αποσπασμάτων, τον προμήθευαν με τρόφιμα και
μερικοί, οι λεγόμενοι «τραπεζίτες» φύλαγαν τα χρήματά του για ώρα ανάγκης.
Στα τέλη Αυγούστου 1925, στην
απόπειρά του να δραπετεύσει στην Αλβανία, έκανε κολεγιά με τους επίσης
διαβόητους ληστές Πάντο και Λεωνίδα Μπαμπάνη και Κώστα Τσαμήτα. Μαζί τους κατέφυγε,
καταδιωκόμενος από το μοίραρχο Πετράκη και το απόσπασμά του, στο ληστρικό
καταφύγιο της Κλεφτοβρύσης στον Όλυμπο, έχοντας ομήρους τα παιδιά των αδελφών
Ράπτη . Εκεί, προδομένος από έναν έμπιστο συνεργάτη τους και ύστερα από πολύωρη
μάχη, βρήκαν το θάνατο όλοι εκτός από το Λεωνίδα Μπαμπάνη, ο οποίος πιάστηκε
αιχμάλωτος και στη συνέχεια δραπέτευσε.
*Τα κεφάλια των ληστών στο σιδηροδρομικό σταθμό Κατερίνης. Στη μέση ο Γιαγκούλας. Από την εφημερίδα "ΕΜΠΡΟΣ"
Κατά το «έθιμο» της εποχής, οι «αυχενοτόμοι»
οι οποίοι ακολούθησαν το απόσπασμα έκοψαν τα κεφάλια των ληστών και τα
περιέφεραν στα γύρω χωριά καρφωμένα σε πασσάλους. Στη συνέχεια, τα κομμένα
κεφάλια , αφού τοποθετήθηκαν σε κοινή θέα στα κάγκελα του σιδηροδρομικού
σταθμού της Κατερίνης για να τα δει ο τότε δικτάτορας Θεόδωρος Πάγκαλος, ο
οποίος επέστρεφε με το τρένο από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα, στάλθηκαν στην πρωτεύουσα
«προς κρανιολογικήν» και φρενολογικήν εξέτασιν». Αργότερα τοποθετήθηκαν σε
ειδικές προθήκες στο Εργαστήριο
Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, με εκείνο του Φώτη
Γιαγκούλα να διατηρείται στην «καλύτερη κατάσταση».
Στα τέλη της δεκαετίας του 1920,
η ύπαιθρος Ελλάδα και ιδίως τα βουνά της ήταν γεμάτα επικηρυγμένους ληστές αλλά
και «κυνηγούς κεφαλών», κατά το πρότυπο της αμερικανικής Δύσης. Ο Θεόδωρος
Πάγκαλος έσπασε την «μπέσα» που χαρακτήριζε τον άγραφο κώδικα τιμής των ληστών
και επανέφερε το νόμο που έλεγε ότι όποιος ληστής σκότωνε το σύντροφό του και
πήγαινε το κομμένο κεφάλι του στην αστυνομία, έπαιρνε χάρη για την προηγούμενη
ληστρική του δράση και πολλές φορές εντάσσονταν ακόμη και στα καταδιωκτικά
αποσπάσματα. Οι «κυνηγοί» καταθέτοντας το κομμένο κεφάλι, έπαιρναν την επικήρυξη,
η οποία σε πολλές περιπτώσεις ήταν τεράστια για την εποχή. Η επικήρυξη του Φώτη
Γιαγκούλα λίγο πριν το θάνατό του είχε αγγίξει το ένα εκατομμύριο δραχμές.
Αρκετοί ληστές ήταν ενταγμένοι,
με έναν ιδιόμορφο τρόπο, στη διαπλοκή της εποχής. Άπειρές ήταν οι συνεδρίες της
Βουλής στη διάρκεια των οποίων τους υπερασπίστηκαν «με τον τρόπο τους» ουκ
ολίγοι βουλευτές, καθώς τους χρησιμοποιούσαν ως κομματάρχες στις περιοχές
εκλογής τους. Από αυτή τη… συνήθεια δεν ξέφυγε ούτε ο Γιαγκούλας. Είναι
χαρακτηριστική και συνάμα αποκαλυπτική η αγόρευση του βουλευτή Τυρνάβου Γεώργιου
Ροδόπουλου, στις 22 Μαΐου 1929, πέντε χρόνια μετά το θάνατο του λήσταρχου.
*Ομοίωμα της κεφαλής του Γιαγκούλα στο Εγκληματολογικό Μουσείο
Ο βίος και η πολιτεία του Φώτη
Γιαγκούλα έγινε συνέχειες στις εφημερίδες της εποχής, τροφοδότησε λαϊκά
αναγνώσματα, χρονογραφήματα και παραμύθια, έγινε θέμα στον Καραγκιόζη, τη λαϊκή
ζωγραφική, το θέατρο και τον κινηματογράφο. Τα τραγούδια του. Ενταγμένα στη λαϊκή
παράδοση, τραγουδήθηκαν σε γιορτές και πανηγύρια, ενώ φωτογραφίες του
φυλάσσονταν για χρόνια ακόμη και στα εικονοστάσια των ευεργετηθέντων.
Ο Φώτης Γιαγκούλας συνήθιζε να
λέει: Οι κλέφτες θα ξοφλήσουν από τα βουνά και θα κατεβούν στις πόλεις!
Η ζωή δεν τον διέψευσε…
*Ο Βασίλης Τζανακάρης είναι συγγραφέας
*Ο Βασίλης Τζανακάρης είναι συγγραφέας
Σημείωση: Από τις εκδόσεις
Μεταίχμιο κυκλοφορούν τα βιβλία του Βασίλη Τζανακάρη με τίτλό «Φώτης
Γιαγκούλας: Ο απέθαντος και άλλες ληστρικές ιστορίες» Αθήνα 2013 και «Οι
λήσταρχοι: Τα παλληκάρια τα καλά σύντροφοι τα σκοτώνουν» Αθήνα 2016.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου