Τετάρτη 8 Δεκεμβρίου 2010

ΟΙ ΥΠΟΔΟΥΛΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΤΗΣ ΘΡΑΚΗΣ "ΠΛΗΡΩΝΑΝ" ΤΟΥΣ ΠΟΛΕΜΟΥΣ ΤΩΝ ΟΘΩΜΑΝΩΝ- ΑΡΘΡΟ 3ο

 *Τούρκοι αξιωματικοί

Γράφει ο Παντελής Στεφ. Αθανασιάδης

         Μια από τις μεγαλύτερες και αιματηρότερες επιθέσεις Κιρκασίων σημειώθηκε στη Βιζύη, μόλις υποχώρησαν οι Τούρκοι υπό τον στρατηγό Μεχμέτ Αλή Πασά, προ των προελαυνόντων Ρώσων. Έχουν καταγραφεί φόνοι, βιασμοί γυναικών, διαρπαγές, βεβηλώσεις ναών, και πυρπόληση της Μητρόπολης.
          Οι ορδές των Κιρκασίων μετά τη Βιζύη πήγαν στα χωριά Άγιος Γεώργιος, Άγιος Ιωάννης, Πινακά, Τζακλί, Καβάκι, Σεράγι, Γιοβαλί, Μαγκριώτισσα, Άσβουγα κλπ. όπου συνέχισαν το ληστρικό τους έργο.
          Όμως ένα πραγματικό ολοκαύτωμα συνέβη με τους ατυχείς κατοίκους του χωριού Άγιος Γεώργιος. Περίπου 1.000 άτομα κατέφυγαν σε μια σπηλιά στην τοποθεσία Καρά Ντερέ. Οι Κιρκάσιοι ανακάλυψαν το κρησφύγετό τους, αλλά δεν μπορούσαν να συλλάβουν τους έγκλειστους Χριστιανούς επειδή εκείνοι αντιστέκονταν σθεναρά. Η εφημερίδα «Παλιγγενεσία» των Αθηνών τη 1 Φεβρουαρίου 1878, δημοσιεύει μια συνταρακτική ανταπόκριση, σύμφωνα με την οποία οι Κιρκάσιοι κατέφυγαν σε ένα πανούργο και βάρβαρο τέχνασμα. Άνοιξαν με μοχλούς τρύπες στο θόλο της σπηλιάς και έριξαν μέσα θειάφι και πίσσα. Μετά άρχισαν να πυροβολούν. Το μίγμα πήρε φωτιά και οι ατυχείς Χριστιανοί πέθαναν από ασφυξία. Γλίτωσαν μόνο 18 άτομα.






          Τη Μήδεια, τρεις φορές αποπειράθηκαν να την καταλάβουν, αλλά αποκρούσθηκαν από τους οπλισμένους Έλληνες, που τους κατηύθυνε ο Ν. Βαζικιάδης.
*Οι φοβεροί Κιρκάσιοι

          Μια μέρα νωρίτερα η ίδια εφημερίδα περιέγραφε με τα μελανότερα χρώματα, την επίθεση των Κιρκασίων εναντίον της Βιζύης και των γύρω χωριών της, κάνοντας λόγο για λεηλασίες, πυρπολήσεις, φόνους, ατιμώσεις γυναικών και αρπαγές κοριτσιών. Τόνιζε μάλιστα: «Έξι χιλιάδες άμαξαι διήλθον πλήρεις λαφύρων και κορασίων».
          Στην Οθωμανική Βουλή ο ομογενής βουλευτής Πετράκης, κατήγγειλε απερίφραστα τα εγκλήματα των Κιρκασίων αποκαλύπτοντας, ότι και μέσα στην Κωνσταντινούπολη πουλούσαν ως δούλους μικρά παιδιά, που είχαν αρπάξει υποχωρώντας ενώπιον των Ρώσων.
          Η διάλυση του τουρκικού στρατού ήταν ένα φοβερό γεγονός. Στον «Τηλέγραφο» των Αθηνών εστάλη από το Πόρτο Λάγος μια δραματική επιστολή που περιέγραφε αυτή τη διάλυση. Η επιστολή αυτή αναδημοσιεύθηκε στην «Παλιγγενεσία»[1]. Ο επιστολογράφος που δεν κατονομάζεται έγραφε μεταξύ άλλων:
*Παλαιά καρτ ποστάλ του Πόρτο Λάγους

          «Ητοιμαζόμην να σοι γράψω ότε μας κατεπλάκωσε ο στρατός του Σουλεϊμάν Πασά 40-45.000 Άραβες, Γκέκαι, γυμνοί πεινώντες και διψώντες, 10.000 περίπου ίπποι ημιθανείς εκ του καμάτου…».
          Και παρακάτω έγραφε: «Ο πυρετός η έλλειψις ξύλων και ύδατος απεδεκάτισαν εις τοιούτον βαθμός τον στρατόν, ώστε δεν βλέπει τις άλλο πέριξ της οικίας μου ειμή τάφους και πτώματα».
          Αλλά, σοβαρά δεινοπάθησε και η Ροδόπη κυρίως από τους Βούλγαρους. Είναι χαρακτηριστική η ακόλουθη δημοσίευση του «Νεολόγου»[2].
          «Η Ροδόπη βρίθει προσφύγων εκ των πέριξ της Φιλιππουπόλεως, Τατάρ Παζαρτζηκίου, Στενημάχου και λοιπών μερών. Βούλγαροι της περιπύστου (Σ. Σ. διαβόητης) λεγεώνος των, διατρέχουσι μετά σημαίας και βουλγαρικού συρφετού την Ροδόπην και επιτίθενται ενόπλως κατά των προσφύγων προς λεηλασίαν, συγκροτούνται δε συμπλοκαί, διότι αμφότεροι είναι ωπλισμένοι. Οι Βούλγαροι διαπράττουσιν όσα οι βασιβουζούκοι και οι Κιρκάσιοι».
*Η σημαία της Βουλγαρικής Λεγεώνας

          Οι Λεγεώνες αποτελούν ένα κομμάτι της νεώτερης ιστορίας της Βουλγαρίας. Η πρώτη Βουλγαρική Λεγεώνα, με 500 άτομα είχε συγκροτηθεί το 1861 από τον Γκ. Ρακόφσκι στη Σερβία και πήρε μέρος με τις σερβικές δυνάμεις σε μάχες εναντίον των Τούρκων. Σ’ αυτήν μετείχε ο εθνικός ήρωας των Βουλγάρων Βασίλ Λέφσκι. 
*Ο Γκεόργκι Ρακόφσκι
Οι Σέρβοι αποστράτευσαν τη Λεγεώνα αυτή το 1862. Η δεύτερη συγκροτήθηκε το 1867 στη Στρατιωτική Σχολή του Βελιγραδίου και αποστρατεύθηκε από τους Σέρβους το 1868. Οι απόπειρες να συγκροτηθούν Βουλγαρικές Λεγεώνες αργότερα, δεν είχαν ιδεολογικό υπόβαθρο και λαϊκή απήχηση. Τις περισσότερες φορές ήταν ομάδες ατάκτων, χωρίς πειθαρχία και συνοχή
          Στο Δεδέαγατς οι Ρώσοι διόρισαν αρχιγραμματέα των τελωνείων τον Νικόλαο Βαφειάδη, ο οποίος συνέτασσε τα τελωνειακά έγγραφα των πλοίων στα ελληνικά και τα σφράγιζε με μια σφραγίδα που έγραφε «Άγιος Νικόλαος».
*Το Διδυμότειχο σε παλαιά καρτ ποστάλ

          Στο Διδυμότειχο διόρισαν Βούλγαρο τοπικό διοικητή. Στα τέλη Μαρτίου του 1878 εκρατούντο ακόμα στην πόλη 57 Μουσουλμάνοι στρατιώτες αιχμάλωτοι, που κάθε μέρα τους έβαζαν να εργάζονται σε καταναγκαστικά έργα. Κατασκεύαζαν λιθόστρωτο δρόμο μπροστά από μια εκκλησία, η οποία δεν κατονομάζεται σε δημοσίευμα του «Νεολόγου». Πρόκειται μάλλον για τον εκτός του Βυζαντινού Κάστρου ιερό ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, που έσπευσαν να καταλάβουν οι Βούλγαροι και να εγκαταστήσουν Βούλγαρο ιερέα.
          Ιδιαίτερα κακή μεταχείριση από τους Βουλγάρους όπως φαίνεται από τα πολλά δημοσιεύματα, υπέστησαν οι Σαράντα Εκκλησίες.
          Το Φεβρουάριο του 1878 οι Ρώσοι εγκατέστησαν συμβούλιο προσωρινής διοίκησης της πόλης. Αν και υπερτερούσαν πληθυσμιακά αλλά και σε μόρφωση οι Έλληνες, το 18μελές συμβούλιο απαρτίσθηκε από οχτώ αμόρφωτους Βούλγαρους εργάτες, τέσσερις Έλληνες, τέσσερις Οθωμανούς και δύο Εβραίους. Επίσημη γλώσσα όρισαν τη Βουλγαρική και η πόλη μετονομάσθηκε σε Λόζινγραντ, που σημαίνει Αμπελούπολη. Οι Σαράντα Εκκλησίες είχαν περίφημους αμπελώνες και παρήγαν εκλεκτό κρασί, τον «μπογιαμά».
          Οι Ρώσοι όταν κατέλαβαν τη Θράκη, στη Στενήμαχο και τη Φιλιππούπολη, άρχισαν να επισκευάζουν τα εγκαταλελειμμένα σπίτια των Τούρκων και εγκαθιστούσαν Βούλγαρους, που τους μετέφεραν από τις παραδουνάβιες περιοχές για να αποδείξουν ότι υπερτερεί το βουλγαρικό στοιχείο.
          Το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης δεν έμεινε ασυγκίνητο από το δράμα των κατοίκων της Θράκης και έστειλε σχετικό υπόμνημα στην Υψηλή Πύλη, διαμαρτυρόμενο για τους φόνους, τις ληστείες τους βιασμούς, τις καταστροφές ναών και σχολείων από τους Κιρκάσιους και τους άλλους άτακτους. Υπάρχουν σχετικά δημοσιεύματα στις εφημερίδες της Κωνσταντινούπολης, αλλά και στο Ιστορικό Αρχείο του Υπουργείου των Εξωτερικών έχει διασωθεί η μετάφραση στα Ελληνικά, ενός «τακριρίου», δηλαδή μιας διακοίνωσης, του Οικουμενικού Πατριαρχείου προς την Υψηλή Πύλη. Το διαβιβαστικό με το οποίο εστάλη για ενημέρωση από την Κωνσταντινούπολη στην Αθήνα έχει ημερομηνία 4 Φεβρουαρίου 1878[3].
          «... οι κακούργοι ούτοι, δίκην εχθρών εκδικήσεως διψώντων αίμα εις τοιαύτας παρεκτροπάς και θηριωδίας προέβησαν παραδόντες ανηλεώς πλείστους άνδρας και γυναίκας, νέους και γέροντας, μικρούς τε και μεγάλους μαχαίρα τε και πυρί, ίνα εξαλείψωσιν αυτούς από τους προσώπου της γης και εις τοιούτον βαθμόν εξωρμήθησαν να καταστρέψωσι τας ανθούσας Χριστιανικάς κωμοπόλεις και χωρία των, ώστε κάλαμος ανθρώπου αδυνατεί να περιγράψη , μαρτυρεί δε άλλως τούτο η σημερινή τεφρώδης και καθημαγμένη αυτών κατάστασις...».
*Οι Σαράντα Εκκλησίες σήμερα

          Απ’ όπου περνούσαν οι Κιρκάσιοι άφηναν στάχτη και αίμα. Στο «τακρίριο» αυτό γίνεται ευθέως λόγος για κλοπές ιερών σκευών από τις εκκλησίες, που τα πουλούσαν στους δρόμους της Κωνσταντινούπολης και για αρπαγή αγοριών και κοριτσιών, που τα πουλούσαν σαν δούλους.    
*Η Ροδόπη

          Ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα της εποχής εκείνης, εν πολλοίς άγνωστο στην ιστοριογραφία, είναι η εξέγερση των Πομάκων της Ροδόπης, εξαιτίας των καταπιέσεων και ατιμώσεων που υφίσταντο από τους Βούλγαρους. Η εξέγερση αυτή, είχε πολλές ένοπλες και αιματηρές συγκρούσεις, που ανάγκασαν τους Ρώσους να επιτάξουν πολλά σπίτια στην Αδριανούπολη για να βάζουν τραυματίες.
          Στον φάκελο της Βιβλιοθήκης της Βουλής, υπάρχει και ένα άλλο ανυπόγραφο και χωρίς ημερομηνία έγγραφο, από το οποίο πληροφορούμαστε, ότι από 18 χωριά της Ανατολικής Θράκης, οι Χριστιανοί κάτοικοί τους μετανάστευσαν κατά την αναχώρηση των ρωσικών στρατευμάτων και παρέμειναν αμιγώς οθωμανικά πλην δύο, που έμειναν αμιγώς αρμενικά.
          Όταν μπήκαν οι Ρώσοι στη Φιλιππούπολη, έκαναν ακόμα και βιασμούς Οθωμανίδων. Είναι αποκαλυπτικό, ένα έγγραφο του πρόξενου Αθανάσιου Ματάλα στις 21 Μαρτίου 1878, στο οποίο αναφέρει, ότι ο Άγγλος υποπρόξενος κατήγγειλε βιασμούς στο Ρώσο στρατιωτικό διοικητή και τον οδήγησε μάλιστα στο Ορφανοτροφείο των Οθωμανοπαίδων που διατηρούσε η Προξενική Επιτροπή, όπου τέσσερις γυναίκες Οθωμανίδες «ατιμασθείσαι είχον καταφύγει εκεί, ως άσυλον». 
          Το υπουργείο των Εξωτερικών δημοσίευσε τον Απρίλιο του 1878 στη γαλλική γλώσσα στο Παρίσι εκθέσεις των Ελλήνων προξένων, οι οποίοι αφηγούνταν τα κακουργήματα που διέπραξαν οι τουρκικές αρχές, ο τουρκικός στρατός, οι ζεϊμπέκοι, οι Γκέκηδες, οι βασιβουζούκοι και οι Κιρκάσιοι κατά των Ελλήνων, στις διάφορες επαρχίες του Οθωμανικού κράτους.[4]
*Η υπογραφή του προξένου του Δεδέαγατς Γ. Καραγιαννόπουλου

          Το μίσος που είχαν εκθρέψει οι Τούρκοι στους Χριστιανικούς πληθυσμούς, καλλιεργούσαν οι Ρώσοι, όταν τους χρησιμοποιούσαν άκριτα, εναντίον των Τούρκων, οι οποίοι δεν έχαναν καμιά ευκαιρία να κακοποιήσουν Χριστιανούς.
          Ο Έλληνας υποπρόξενος στο Δεδέαγατς Γ. Καραγιαννόπουλος με την υπ. αριθμ. πρωτοκόλλου 231 αναφορά του της 17 Οκτωβρίου 1878, στο υπουργείο Εξωτερικών[5] γνωστοποιεί ότι λίγες μέρες νωρίτερα, στο Οθωμανικό χωριό Ντεμιργιουρέ όπως το κατονομάζει (κατά πάσα πιθανότητα, πρόκειται για το Ντεμιργιάν, το σημερινό Σιδηρώ, που απαντάται και ως Ντεμίρβιραν)  που απείχε τρεις ώρες από το Σουφλί, ένας έμπορος έστειλε δύο Χριστιανούς να παραλάβουν τα καπνά του. Οι Οθωμανοί όμως του χωριού κατακρεούργησαν τους δύο δυστυχείς Χριστιανούς. Το γεγονός αυτό πληροφορήθηκε ο Ρώσος αξιωματικός που έδρευε στο Σουφλί και είχε υπό τις διαταγές του δύναμη 200 ιππέων. Πήρε αμέσως μερικούς ιππείς και πήγε στο Ντεμιργιουρέ. Όταν έφθασε στο χωριό οι Οθωμανοί και μερικοί άτακτοι από τη Ροδόπη, έπιασαν τα προχώματα που είχαν στήσει μόνοι τους στο χωριό και άρχισαν να πυροβολούν. Κατόρθωσαν να εξαναγκάσουν το Ρώσο αξιωματικό να οπισθοχωρήσει στο Σουφλί, όπου δεν το έβαλε κάτω. Μάζεψε όλους τους διαθέσιμους στρατιώτες του και 200 άλλους άοπλους Σουφλιώτες και επανήλθε. Περίζωσε το Ντεμιργιουρέ και άρχισε μάχη που κράτησε τρεις ώρες, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν- όπως ελέχθη τότε- 150 Οθωμανοί και κανένας Χριστιανός. Και προσθέτει ο Καραγιαννόπουλος:
          «Επί τέλους τρέπει εις φυγήν τους Οθωμανούς και νικητής εισέρχεται εις το χωρίον. Οι δε ημέτεροι Σουφλιώται ενώπιον του Ρώσου αξιωματικού κατέσφαξαν πολλάς των εναπομεινασών γυναικών και τέκνων».
          Για την αντιτουρκική στάση των Σουφλιωτών την εποχή εκείνη, ο Καραγιαννόπουλος σε άλλη αναφορά του με την ίδια ημερομηνία γνωστοποιούσε ότι έφθασε σιδηροδρομικώς από την Αδριανούπολη στο Δεδέαγατς ο Μαζχάρ Πασάς, με στόχο να ζητήσει βοήθεια για να περισταλεί το φαινόμενο της έντονης μετανάστευσης από τη Θράκη, με την αποχώρηση των Ρώσων. Κατά τον Έλληνα υποπρόξενο «ο πασσάς ούτος όταν κατήρχετο εξ Αδριανουπόλεως, εξήλθεν εις το ελληνικόν χωρίον Σουφλή, το εις την δικαιοδοσίαν της Αδριανουπόλεως υπαγόμενον, όπως εισέλθει εν αυτώ και το καθησυχάσει από του να ανεγείρη προχώματα και μελετά να παρακολουθήση τους Ρώσσους, όταν αποχωρήσωσιν. Το χωρίον όμως απειλητικόν παρεμπόδισε την εισαγωγήν αυτού, ειπόν ότι περιτταί είναι αι συμβουλαί του, διότι μετά των Οθωμανών δεν δύναται να συμβιώση του λοιπού».   
          Την αναστάτωση των κατοίκων της Θράκης που προσανατολίζονταν να μεταναστεύσουν μόλις έφυγαν τα ρωσικά στρατεύματα διαπίστωσε και ο υποπρόξενος της χώρας στην Καλλίπολη Πέτρος Τζαννέτος. Την τάση αυτή όμως την απέδιδε σε υποκίνηση των Ρώσων και των Βουλγάρων που διέδιδαν ότι «οι Τούρκοι προτίθενται να τους εξοντώσουν».
          Από άλλη αναφορά του της 5 Νοεμβρίου 1878 προκύπτει, ότι οι Ρώσοι συνέλαβαν το Μητροπολίτη Κεσσάνης όταν βγήκε στα χωριά συνεννοημένος με τον Τζαννέτο να νουθετήσει τους κατοίκους να μην εγκαταλείψουν τα χωριά τους. Τον μετέφεραν για να τον εκφοβίσουν, με συνοδεία 20 κοζάκων στο Ουζούν Κιοπρού.
          Το κακό κλίμα για τους Χριστιανούς, που προδιέγραφε η επιστροφή των Οθωμανών μετά την αποχώρηση των Ρώσων, εξαιτίας και κάποιων υπερβασιών που έκαναν οι Χριστιανοί προκειμένου να καρπωθούν περιουσίες Τούρκων που είχαν φύγει πρόσκαιρα, εξαιτίας της Ρωσικής κατοχής διαπιστώνεται σε πολλά διπλωματικά έγγραφα της εποχής. Ο υποπρόξενος της Αίνου Ξένος σε αναφορά[6] του πρόβλεπε ότι «πολλά απαίσια θα συμβούν εν τω μέλλοντι κατά των Χριστιανών ένεκεν της επανόδου των Οθωμανών διότι οι πρώτοι επίστευον εις την Διδαχήν των Ρώσσων όταν εισήλθον ως κατακτηταί των μερών τούτων. Κατά συνέπειαν πλείστοι των ημετέρων και τινες πλούσιοι ολοκλήρους περιουσίας Οθωμανικάς κατεβρόχθισαν αναφανδόν τη βοηθεία των Ρώσσων. Σήμερον δε ότε οι Οθωμανοί επανήλθον εις τα εστίας των, φυσικώ τω λόγω ζητούν τας περιουσίας των δια φανατικών αντεκδικήσεων, ώστε κακίστην εντύπωσιν εσχημάτισαν δια την μέλλουσαν ευημερίαν των Χριστιανών και τοιαύτης ούσης της θέσεως των πραγμάτων, φανερόν εστίν ότι οι Χριστιανοί δύνανται να περιμένουν τα επίχειρα των πλείστων όσων καταχρήσεων διεπράχθησαν παρ’ αυτών.
          Ακόμη δε πλείστοι εξ αυτών πιστεύουν ότι οι Ρώσσοι θα επανέλθουν εις αυτά τα μέρη ή εν εναντία περιπτώσει αντ’ αυτών τα ημέτερα στρατεύματα».
          Πανικός βέβαια κατέλαβε και τους Βουλγάρους, όταν άρχισαν να αποχωρούν τα ρωσικά στρατεύματα δυνάμει της Συνθήκης του Βερολίνου. Είχαν λόγους να φοβούνται αντεκδικήσεις εκ μέρους των Τούρκων.
*Η Αδριανούπολη

          Ο πρόξενος της Αδριανούπολης Ν. Γεννάδης, το διαπίστωσε ταξιδεύοντας με το τρένο από το Δεδέ Αγάτς προς Αδριανούπολη. Σε αναφορά του στις 27 Σεπτεμβρίου 1878 προς την Ελληνική πρεσβεία της Κωνσταντινούπολης[7]. Στον πρώτο σταθμό στις Φέρρες επιβιβάσθηκαν περίπου 200 Βούλγαροι που μετανάστευαν στη Βουλγαρία. Εκεί πληροφορήθηκε από τους κατοίκους, ότι έγιναν από  Τούρκους, πολλές διαρπαγές στα γύρω χωριά και ότι δολοφονήθηκαν δυο Χριστιανοί. Στο Σουφλί «κωμόπολιν καθαρώς ελληνικήν» τον κύκλωσαν- αναφέρει- μόλις έφθασε το τρένο στο σταθμό, οι πρόκριτοι και οι ιερείς και πολύς κόσμος. Εκεί τον πληροφόρησαν, ότι οι κάτοικοι 15 χριστιανικών ελληνικών χωριών εγκατέλειψαν τις εστίες τους και κατέφυγαν στο Σουφλί και το Διδυμότειχο. Επίσης οι κάτοικοι του Ορτάκιοϊ εγκατέλειψαν τα σπίτια τους και κατέφυγαν στην Αδριανούπολη.
          Ο Γεννάδης τους συμβούλευσε να μην εγκαταλείπουν τις εστίες τους φρονώντας ότι οι φόβοι τους ήταν υπερβολικοί. Φρόντισε επίσης να ενταθεί η ιδέα της μετανάστευσης των Βουλγάρων στη Βουλγαρία. Εισηγήθηκε επίσης να υπομνησθεί στην Υψηλή Πύλη η ανάγκη λήψης μέτρων για να σταματήσει ο πανικός των Χριστιανών.
          Παρόμοιο κλίμα μετανάστευσης όταν επέστρεφαν οι Τούρκοι, περιγράφει και ο υποπρόξενος της Φιλιππούπολης Αθ. Ματάλας με έγγραφό του στις 23 Σεπτεμβρίου 1878 προς την πρεσβεία της Κωνσταντινούπολης[8]. Ανάλογο κλίμα αναφέρεται και από το υποπροξενείο Ραιδεστού. Στην περιοχή των Μαλγάρων, εκκενώθηκαν τουλάχιστον τέσσερα βουλγαρικά χωριά και διάφορα άλλα από τις περιοχές Βιζύης και Μήδειας.
          Επίσης ο υποπρόξενος του Δεδέαγατς Γ. Καραγιαννόπουλος ειδοποιούσε στις 3 Οκτωβρίου 1878 ότι οι Ρώσοι «αποχωρούντες εντεύθεν, κατώρθωσαν να εμβάλουν τους πανικούς φόβους εις τους Χριστιανούς ότι θα καταστώσι θύματα της Οθωμανικής θηριωδίας».
***
          Όταν έφυγαν οι Ρώσοι, οι Χριστιανοί δεν έπαψαν να έχουν προβλήματα με τους Οθωμανούς που επέστρεφαν και ζητούσαν εκδίκηση.
          Ο Εμμ. Ξένος υποπρόξενος της Ελλάδας στην Αίνο, σε μια αναφορά του προς την πρεσβεία της Κωνσταντινούπολης, στις 2 Οκτωβρίου 1878,αντίγραφο της οποίας σώθηκε στο Ιστορικό Αρχείο του Υπουργείου Εξωτερικών[9] αφηγείται ότι την επομένη της αναχώρησης των Ρώσων, δηλαδή στις 27 Σεπτεμβρίου 1878, στο χωριό Αχούρκιοϊ που απείχε πέντε ώρες από την Αίνο και είχε περίπου 50 σπίτια με Χριστιανικές μόνο οικογένειες, μπήκαν 20 Οθωμανοί οι οποίοι έκλεψαν πολλά ζώα, τραυμάτισαν μερικούς κατοίκους, σκότωσαν ένα οικογενειάρχη 70 ετών και «προσέβαλαν την τιμήν μερικών παρθένων, αναχωρήσαντες την πρωίαν». Οι κάτοικοι απέδωσαν αυτή τη ληστεία σε Οθωμανούς των Υψάλων.
          Πολλές αρπαγές και κλοπές σημειώθηκαν στα περίχωρα της Αίνου μετά την αποχώρηση των Ρώσων καθώς και μέσα στην ίδια την πόλη. Κυρίως εκλάπησαν βόδια και άλογα. Αυτές οι κλοπές αποδίδονταν σε Βουλγάρους, αλλά και Οθωμανούς.
Οι κλοπές αυτές, δεν είχαν σταματήσει ούτε στο εννεάμηνο της Ρωσικής κατοχής. Ο Ξένος στο κείμενό του ευθέως εξέφραζε την άποψη, ότι οι Ρώσοι αξιωματικοί παρότρυναν τους στρατιώτες τους και τους Βουλγάρους και προσέθετε ότι «το κατά των Ελλήνων μίσος των είναι απεριόριστον, αμφιβολία δεν μας μένει ότι οι Ρώσσοι υποκινούν τοιαύτα κακουργήματα, προς βλάβην του ατυχούς Έλληνος. Απεδείχθη δε καλώς ότι η ύπαρξις του εν Θράκη Χριστιανού δεν εξησφαλίσθη μετά την εμφάνισιν των Ρώσσων. Ούτως οι εδώ κάτοικοι ως και εκείνοι των περιχώρων, ήλπιζον ότι οι αξιωματικοί και στρατιώται Ρώσσοι εκήρυττον αναφανδόν (και εις ημάς αυτούς) ότι εισήλθον ενταύθα ως κατακτηταί και ουδέποτε θα εγκαταλείψουν τα μέρη ταύτα».  
*Δεδέαγατς (η σημερινή Αλεξανδρούπολη)

          Πάντως όταν τερματίσθηκε η ρωσοτουρκική περιπέτεια από το λιμάνι του Δεδέαγατς έφυγαν μερικές χιλιάδες εφέδρων του Τουρκικού στρατού.
Τότε με αυτοκρατορικό διάταγμα άρχισε η διάλυση των εφεδρικών ταγμάτων. Για το σκοπό αυτό το Ναυαρχείο όρισε πλοία για την μεταφορά 31.308 εφέδρων, όπως πληροφορούμαστε από δημοσιεύματα του Τύπου της εποχής. Μεταξύ άλλων το αρματαγωγό «Σουάρι Νουσρέτ» διατάχθηκε να μεταφέρει από το Δεδεαγάτς στο Βόλο 1896 έφεδρους. Επίσης η φρεγάτα «Χουδαβεντικιάρ» κάνοντας το ίδιο δρομολόγιο θα μετέφερε 4.000 άτομα. Τα οπλιταγωγά «Μεδάρ Τεφήκ», «Ασσήρ», και «Σερέφ Ρεσάν» επρόκειτο να μεταφέρουν από το Δεδέαγατς στο Δυρράχιο και την Πρέβεζα 2.026 άτομα. Η μεταφορά όλων, θα άρχιζε από τις 16 Απριλίου 1879.     
Παντελής Στεφ. Αθανασιάδης














[1] 9 Φεβρουαρίου 1878
[2] 23 Απριλίου 1878
[3] ΙΑΥΕ ΑΑΚ/Γ΄
[4] «Παλιγγενεσία» Αθηνών 13 Απριλίου 1878
[5] ΙΑΥΕ 1877 φάκ. ΑΑΚ/Ε΄. Η πληροφορία αυτή, δεν διασταυρώνεται από άλλη πηγή, ούτε φαίνεται να επιζεί στην προφορική παράδοση της περιοχής Σουφλίου, κάτι σχετικό.
[6] ΙΑΥΕ 1878 φάκ. 35,3
[7] ΙΑΥΕ 1878 φάκ. ΑΑΚ/ΙΗ΄
[8] ΙΑΥΕ 1878 φάκ. ΑΑΚ/ΙΗ΄
[9] ΙΑΥΕ 1878 φάκ. ΑΑΚ/Ε΄







5 σχόλια:

  1. Στον φάκελο της Βιβλιοθήκης της Βουλής, υπάρχει και ένα άλλο ανυπόγραφο και χωρίς ημερομηνία έγγραφο, από το οποίο πληροφορούμαστε, ότι από 18 χωριά της Ανατολικής Θράκης, οι Χριστιανοί κάτοικοί τους μετανάστευσαν κατά την αναχώρηση των ρωσικών στρατευμάτων και παρέμειναν αμιγώς οθωμανικά πλην δύο, που έμειναν αμιγώς αρμενικά.

    ΓΙΑ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΥΤΟ ΜΙΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ!! ΔΥΟ ΑΠΟ ΤΑ ΧΩΡΙΑ ΕΙΝΑΙ ΤΟΝ ΚΟΥΓΙΟΥΝ- ΚΙΑΒΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΚΟΤΖΑ ΧΙΝΤΙΡ!! ΘΕΩΡΩ ΠΩΣ ΟΙ ΑΠΟΓΟΝΟΙ ΤΩΝ ΚΑΤΟΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΤΟΥ ΣΗΜΕΡΙΝΟΥ ΧΩΡΙΟΥ IZVOARELE(ΠΗΓΕΣ) ΤΗΣ ΡΟΥΜΑΝΙΑΣ, ΔΙΟΤΙ ΕΧΟΥΝ ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΑΚΡΙΒΩΣ ΘΡΑΚΙΩΤΙΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟ ΤΩΝ ΣΑΡΑΝΤΑ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ ΑΠΟ ΟΠΟΥ ΠΙΣΤΕΥΩ ΠΩΣ ΞΕΚΙΝΗΣΑΝ ΤΗΝ ΜΕΓΑΛΗ ΤΟΥΣ ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΑ ΒΟΡΕΙΑ ΑΚΟΛΟΥΘΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΡΩΣΙΚΟ ΣΤΡΑΤΟ!! ΟΣΟ ΓΑΙ ΤΟΥΣ ΚΑΤΟΙΚΟΥΣ ΤΟΥ ΔΕΥΤΕΡΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΟΡΙΣΜΕΝΟΙ ΚΑΤΕΥΦΥΓΑΝ ΣΤΟ ΧΑΣΚΙΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟΙ ΣΤΕ ΧΩΡΙΑ ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΓΙΑΜΠΟΛ!! ΑΝ ΟΜΩΣ ΤΟ ΕΙΧΑ ΑΥΤΟ ΤΟ ΕΓΓΡΑΦΟ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΙΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΤΟΥ ΝΑ ΕΞΑΓΟΥΜΕ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ!!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Εξαιρετικό από κάθε άποψη

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Χρήστο, ευχαριστώ θερμά. Οι γνώσεις σου για τον Βαλκανικό μας περίγυρο, είναι ασύλληπτες!!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Stylianos Xenokrates
    Ειναι ατελειωτες οι Ιστοριες βιας κατα των Ελληνων ειτε αυτες εγιναν απο τους Οθωμανους, ειτε ως Νεοτουρκων, εγιναν παντα απο τον ιδιο λαο, δλδ απο τους Τουρκους.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Δημήτριος Χαλαυτής
    Αδελφέ, χαλάς το συλλογισμό μερικών κουτοπόνηρων, που τάχα θα φτιάξουν καλές σχέσεις με τον "φίλο τουρκικό λαό", ενώ το μόνο που έχουν στο μυαλό τους είναι οι προσωπικές 'μπίζνες', ακόμη και με εθνική απώλεια...

    ΑπάντησηΔιαγραφή

LinkWithin

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...