ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
*Ο ρόλος των Πλαστήρα
και Φωκά
και η δυσφορία του
Πάγκαλου
Γράφουν: Βασίλης Μηνακάκης , Μυρτώ Κατσίγερα
13η/26η Σεπτεμβρίου 1922, ο ουρανός των Αθηνών γέμισε προκηρύξεις
υπογεγραμμένες από τον συνταγματάρχη Στ. Γονατά. Ανακοινώνοντας την εκδήλωση
(πριν από δύο ημέρες) του κινήματος του στρατού και του στόλου, με επικεφαλής
τον ίδιο και μέλη της επαναστατικής επιτροπής τον συνταγματάρχη Ν. Πλαστήρα και
τον αντιπλοίαρχο Δημ. Φωκά, ο Γονατάς ζητούσε την παραίτηση του βασιλιά
Κωνσταντίνου υπέρ του διαδόχου, την άμεση διάλυση της Εθνοσυνέλευσης, τον
σχηματισμό κυβέρνησης «αχρόου, εμπνεούσης
εμπιστοσύνην εις την Αντάντ» και την άμεση ενίσχυση του θρακικού μετώπου.
Ο σαρανταεξάχρονος Γονατάς βρισκόταν τότε στη Μυτιλήνη, μετά την απόσυρση των ελληνικών στρατευμάτων από τη Μικρά Ασία. Η στρατιωτική του εμπειρία ήταν πλούσια: είχε συμμετάσχει στον πόλεμο του 1897 (ως λοχίας εύελπις, προγυμναστής νεοσυλλέκτων και εθελοντών), στον Μακεδονικό Αγώνα (όντας υπολοχαγός, ως διοικητικός υπάλληλος στο ελληνικό προξενείο της Αδριανούπολης, το 1907-1908), στους Βαλκανικούς Πολέμους (στο επιτελείο της Ι Μεραρχίας) και στην εκστρατεία της Κριμαίας (1919).
Στη μικρασιατική εκστρατεία
διετέλεσε αρχικά υποδιοικητής της βάσεως Σμύρνης και έπειτα διοικητής της Ι
Μεραρχίας Πεζικού. Από τις 15 Σεπτεμβρίου 1920 ήταν διοικητής της βάσεως
Σμύρνης, επιτελάρχης του Α΄ Σώματος Στρατού από τον Νοέμβριο του 1920, διοικητής
της ΙΙ Μεραρχίας από τον Ιούνιο του 1922 και από τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου
μέχρι και το τέλος των επιχειρήσεων στη Μικρά Ασία διοικητής του Α΄ Σώματος
Στρατού. Όταν το μέτωπο κατέρρευσε (Αύγουστος 1922), ο Γονατάς, έχοντας
αναλάβει να κρατήσει τις οπισθοφυλακές της υποχώρησης του στρατού, έζησε από
κοντά τις προσπάθειες των Ελλήνων στρατιωτών να εξασφαλίσουν διέξοδο επιστροφής
στην Ελλάδα. Θα γράψει στα απομνημονεύματά του (Αθήνα, 1958): «23 Αυγούστου. Η φάλαγξ μακρά και
ατελείωτος. Βαδίζουν όλαι αι μεραρχίαι, σχεδόν επί της αυτής οδού, επί της
σιδηροδρομικής γραμμής και εκατέρωθεν αυτής και χρειάζεται να έχουν
εμπροσθοφυλακήν, οπισθοφυλακήν και πλαγιοφυλακήν, διότι τσέτες και ιππείς του
εχθρού δύνανται να αιφνιδιάσουν τας φάλαγγας και να ενσπείρουν τον πανικόν, να
διαλύσουν τα μεταγωγικά και να τα αιχμαλωτίσουν. Τα πόδια των περισσοτέρων
ανδρών έχουν πρησθή εκ των μακρών πορειών. Ποδαλγοί και ασθενείς πίπτουν
παραπλεύρως των οδών και ζητούν να τους πάρουν. Ουδείς όμως τους προσέχει,
έκαστος φροντίζει δι’ εαυτόν και μόνον. Πολλοί αποκοιμούνται και εγειρόμενοι
κατόπιν ακολουθούν οιανδήποτε μονάδα διέρχεται».
Τελικά, καταφέρνει να οδηγήσει τη
ΙΙ Μεραρχία στη Μυτιλήνη. Εκεί και στη Χίο είχαν μεταφερθεί με πλοία τα
υπολείμματα της νότιας στρατιάς: «Υπάρχουν
μονάδες εν Μυτιλήνη», γράφει, «των
οποίων τα καζάνια ευρίσκονται εις την Χίον και αξιωματικοί εν Χίω των οποίων αι
αποσκευαί ευρίσκονται εν Μυτιλήνη. […] Ολοι μας δεν ημπορούμεν να συνηθίσωμεν
ακόμη ότι ο πόλεμος έληξε και διαρκώς αναμένομεν επίθεσιν. Είναι χρόνια
ολόκληρα τώρα που είμεθα εν εκστρατεία, αλλ’ υπήρξαμεν ατυχείς. Αφού υπέστημεν
τόσας στερήσεις, κακουχίας, κινδύνους, αφού είχομεν πραγματικάς επιτυχίας, την
δόξαν των οποίων δεν απηλαύσαμεν, επανερχόμεθα τώρα, μετά μιαν στρατιωτικήν
καταστροφήν, εν μέσω μιας γενικής δυστυχίας, διά να υποστώμεν την περιφρόνησιν
του ηττημένου, διότι ο λαός κρίνει μόνον εκ του αποτελέσματος, χωρίς να
πολυεξετάζη τα αίτια». Όσο ο στρατός βρίσκεται στα νησιά, ο Γονατάς και
άλλοι αξιωματικοί διακρίνουν ότι η ψυχολογία του ήταν «λίαν εχθρική προς την κυβέρνησιν, εις την οποίαν απέδιδε δημοκοπικόν
και όχι εθνικόν χειρισμόν των ζητημάτων». Θεωρούσαν, επίσης, πως η
κυβέρνηση λάμβανε μέτρα που κατέτειναν στον αποκλεισμό του στρατού, θέτοντας σε
κίνδυνο και τη Θράκη.
Μέσα σε αυτό το κλίμα εκδηλώνεται
το επαναστατικό κίνημα υπό τους Γονατά, Πλαστήρα και Φωκά. Ο Γονατάς, έχοντας
πείρα από το κίνημα του 1909 (είχε διατελέσει διαγγελέας του ηγέτη του,
συνταγματάρχη Νικ. Ζορμπά), αναλαμβάνει την αρχηγία του, με την πεποίθηση –όπως
γράφει– ότι «η τοιαύτη επανάστασις δεν πρέπει να λάβη μορφήν ούτε βενιζελικήν
ούτε καθαρώς αντιβασιλικήν, διά να έχη το σύνολον του λαού μαζί της». Τα
τελεσίγραφα για την παραίτηση της κυβέρνησης και του Κωνσταντίνου αποστέλλονται
και ο επαναστατικός αναβρασμός μεταδίδεται και στην Αθήνα. Ο υποστράτηγος Θ.
Πάγκαλος αναλαμβάνει να προετοιμάσει το έδαφος για τους επαναστάτες στην
πρωτεύουσα. Η κυβέρνηση Τριανταφυλλάκου (η οποία είχε διαδεχθεί την
παραιτηθείσα κυβέρνηση Πρωτοπαπαδάκη) παραιτείται, όπως και ο Κωνσταντίνος υπέρ
του διαδόχου Γεωργίου. Η Επαναστατική Επιτροπή ζητεί από τον Ελ. Βενιζέλο, ο
οποίος βρισκόταν στο Παρίσι, να συνδράμει αναλαμβάνοντας να εκπροσωπήσει την
Ελλάδα στις διεθνείς διαπραγματεύσεις, πρόταση την οποία αποδέχεται.
Στο πολεμικό «Λήμνος», στο οποίο βρίσκεται ο Γονατάς, δέχεται τον Θ. Πάγκαλο, ο οποίος έχει προχωρήσει σε συλλήψεις των πολιτικών και στρατιωτικών προσωπικοτήτων που θεωρήθηκαν υπαίτιοι της καταστροφής (μεταξύ άλλων, Γούναρης, Πρωτοπαπαδάκης, Στράτος, Μπαλτατζής, Θεοτόκης, Χατζανέστης, Γούδας, Στρατηγός). Ο Γονατάς θα γράψει: «Διάφοροι φανατικοί εζήτουν τον άμεσον τυφεκισμόν των, ως προδοτών και υπαιτίων της καταστροφής. Οι περισσότεροι εξ αυτών με επί κεφαλής τον Στρατηγόν Πάγκαλον ήλθον προς συνάντησίν μας εις την “Λήμνον”, εις το Φάληρον, μας είπον τι είχαν κάμει, ο δε Πάγκαλος μάς υπέδειξε το τι έδει να κάμωμεν περαιτέρω, δυσφορών, ίσως, διότι αυτός δεν ήτο ο αρχηγός του κινήματος, και ελπίζων, συν τη εξελίξει των πραγμάτων, ότι θα εγίνετο τοιούτος. Ημείς ηκούσαμεν απλώς τας εισηγήσεις των, αλλά δεν απεμακρύνθημεν της γραμμής την οποίαν ήδη είχομεν χαράξει». Ο Γονατάς και ο Πλαστήρας εμφανίζονταν πιο μετριοπαθείς και διστακτικοί σε σχέση με την πιθανή εκτέλεση των θεωρούμενων υπαιτίων της καταστροφής.
«Ητο καθαρώς Εθνική»
Ο Γονατάς θα γράψει για το τέλος
της επαναστατικής περιόδου, τον Ιανουάριο του 1924: «Διά της ορκωμοσίας της νέας Κυβερνήσεως [σημ. Βενιζέλου] απηλλάγην των
πρωθυπουργικών καθηκόντων μου και ούτω έληξεν η Επαναστατική περίοδος.
Περιεβλήθην την πολιτικήν μου ενδυμασίαν και έκτοτε δεν εφόρεσα πλέον
στρατιωτικήν στολήν. Συγχρόνως υπέβαλα και αίτησιν αποστρατείας –καίτοι, κατά
τον ισχύοντα τότε νόμον, ηδυνάμην να μείνω εν ενεργεία, εφ’ όσον θα ήμην
πληρεξούσιος– και μετά 2 ημέρας εδημοσιεύθη το διάταγμα της αποστρατείας μου με
τον βαθμόν του συνταγματάρχου, βαθμόν τον οποίον είχον και προ της
Επαναστάσεως, και ούτω επανήλθον εις τον ιδιωτικόν μου βίον. […] Αποχωρήσαντες
οικειοθελώς της Αρχής –πράγμα που δεν συμβαίνει εις τας Επαναστάσεις–
απεκομίσαμεν την εντύπωσιν ότι εξεπληρώσαμεν εις το ακέραιον το καθήκον μας –
θα ήτο αδύνατον να επιβληθή η τάξις και να αναδημιουργηθή ο διαλελυμένος
στρατός άνευ της Επαναστάσεως εκείνης. Η Επανάστασις του 1922 δεν ήτο
κοινωνική, διά να αποβλέψη εις την θεραπείαν των κοινωνικών αιτίων τα οποία την
προεκάλεσαν, δεν ήτο πολιτειακή ή πολιτική, ήτο καθαρώς Εθνική, επιζητήσασα την
σωτηρίαν της Πατρίδος, η οποία εκινδύνευε να καταποντισθή και κατά γενικήν
ομολογίαν το κατώρθωσε».
Το «Αποβατικόν Σώμα», η κυβέρνηση Κροκιδά και η Δίκη των Έξι
Οι δυνάμεις των επαναστατών –«το “Αποβατικόν Σώμα” καταλήψεως των Αθηνών», όπως είχαν ονομαστεί– έφτασαν στο Λαύριο στις 13 Σεπτεμβρίου. Δύο ημέρες αργότερα, «εξαντλημένοι, αλλά στοιχημένοι», όπως σημείωσε ο Βρετανός πρεσβευτής, περίπου 12.000 στρατιώτες-υποστηρικτές του κινήματος πορεύονταν στους κεντρικούς δρόμους της Αθήνας. Παράλληλα, ορκίζεται βασιλιάς ο Γεώργιος Β΄ (ο Κωνσταντίνος είχε παραιτηθεί στις 14 Σεπτεμβρίου) και ανατίθεται η πρωθυπουργία στον παλαίμαχο Αλέξανδρο Ζαΐμη, που όμως βρισκόταν στην Αυστρία. Αναλαμβάνει προσωρινά ο Σωτ. Κροκιδάς μέχρι την επιστροφή του, η οποία στην ουσία δεν έγινε ποτέ. Στις 28 Σεπτεμβρίου υπογράφεται η ελληνοτουρκική συνθήκη ανακωχής των Μουδανιών. Αποφασίζεται ότι ο ελληνικός στρατός θα αποσυρόταν από τις περιοχές της Θράκης που βρίσκονται ανατολικά του ποταμού Έβρου. Εκατοντάδες χιλιάδες χριστιανοί ελληνικής καταγωγής υποχρεώνονται να εγκαταλείψουν την περιοχή.
*Οι ηγέτες της επανάστασης του 1922 Στ. Γονατάς και Νικ.
Πλαστήρας με πολίτες και στρατιωτικούς (Πολεμικό Μουσείο, Αθήνα).
Στο εσωτερικό της χώρας, παρότι
τα διαγγέλματα της Επαναστατικής Επιτροπής διαβεβαίωναν ότι οι συλληφθέντες ως
υπεύθυνοι για την καταστροφή θα έμεναν υπό κράτηση, ώσπου να αποφασίσει η νέα Εθνοσυνέλευση
πώς θα δικάζονταν– μια σημαντική παραχώρηση– η εύθραυστη αυτή ισορροπία έμελλε
να ανατραπεί πολύ σύντομα. Σύμφωνα με τον Μάικλ Λιουέλιν-Σμιθ, η ηγεσία της
επανάστασης επιχειρούσε να εξευμενίσει τους εξτρεμιστές της, οι οποίοι ζητούσαν
την με συνοπτικές διαδικασίες εκτέλεση των υπαιτίων. Παρά τις προσπάθειες των διάφορων
διπλωματών, το Έκτακτο Στρατοδικείο κατηγορεί τους Εξι για εσχάτη προδοσία. Οι
εν λόγω κατηγορίες είχαν διττό σκοπό: να ξεπλυθεί η εθνική καταισχύνη που είχε
υποστεί ο στρατός από την ήττα του στο μικρασιατικό μέτωπο και παράλληλα να
αποδιαρθρωθεί η βασιλική –
αντιβενιζελική παράταξη με την πολιτική δολοφονία των ηγετών της. Η
κυβέρνηση Κροκιδά, «προβλέπουσα την
επικειμένην καταδίκην των δικαζομένων πολιτικών και μη θέλουσα να υπέχη έστω
και εμμέσως ευθύνας», παραιτήθηκε στις 14 Νοεμβρίου (μία ημέρα πριν από την
έκδοση της απόφασης στη Δίκη των Εξι). Τη διαδέχθηκε η Επαναστατική Κυβέρνηση
με πρωθυπουργό τον Γονατά και υπουργό Στρατιωτικών τον Θ. Πάγκαλο.
Μετά την εκτέλεση των Έξι, τη
δίκη του πρίγκιπα Ανδρέα και την παραχώρηση γενικής αμνηστίας, ο Γονατάς
παρέμεινε στην πρωθυπουργία μέχρι τον Ιανουάριο του 1924, οπότε παρέδωσε την
εξουσία στον Βενιζέλο και, με ψήφισμα της Εθνοσυνέλευσης, προήχθη σε
αντιστράτηγο. Κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησής του, ανασυντάχθηκε η Στρατιά
του Έβρου, υπογράφηκε η Συνθήκη της Λωζάννης (24 Ιουλίου 1923) και
διενεργήθηκαν εκλογές για τη Δ΄ Συντακτική Συνέλευση (Δεκέμβριος 1923). Δύο
ημέρες μετά, ο Γεώργιος Β΄ αναγκάστηκε σε απομάκρυνση από τον θρόνο και η
αντιβασιλεία ανατέθηκε στον ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη. Μετέπειτα, ο Γονατάς
εξελέγη γερουσιαστής Αττικοβοιωτίας με το Κόμμα Φιλελευθέρων, ενώ διετέλεσε
υπουργός Συγκοινωνίας (1929), υπουργός Γενικός Διοικητής Μακεδονίας (1929-1932)
και πρόεδρος της Γερουσίας μέχρι την κατάργηση του σώματος το 1935.
Κατηγορήθηκε ότι αναμείχθηκε στο φιλοβενιζελικό κίνημα του 1935 και καταδικάστηκε σε πενταετή φυλάκιση, αποφυλακίστηκε όμως μερικούς μήνες αργότερα, με την αμνηστία που δόθηκε στους πολιτικούς. Το 1936 αντιτάχθηκε στο καθεστώς της 4ης Αυγούστου, με αποτέλεσμα να συλληφθεί και να εκτοπιστεί στη Σύρο και τη Μύκονο μέχρι το 1941. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, ανέπτυξε αντιστασιακή δράση, συνελήφθη από τις Γερμανικές Αρχές Κατοχής και κρατήθηκε στο Στρατόπεδο Χαϊδαρίου (Μάιος – Σεπτέμβριος 1944). Το 1945 ίδρυσε το Κόμμα των Εθνικών Φιλελευθέρων και διετέλεσε βουλευτής και υπουργός σε μετέπειτα κυβερνήσεις. Πέθανε στις 29 Μαρτίου 1966.
Θωμάς Τασιούλας
ΑπάντησηΔιαγραφήΔλδ επί της ουσίας ως υπεύθυνος οπισθοφυλακής,τι έπραξε για τις δυνάμεις που υποχωρούσαν,πέραν των σημειώσεων που κρατούσε;