Τρίτη 11 Μαΐου 2021

Η Αναβάθμιση της πολιτιστικής πολιτικής μετά το 1974

ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ https://www.kathimerini.gr/politics/561349981/anavathmisi-tis-politistikis-politikis/

*Ο Κων. Καραμανλής και ο Κων. Τρυπάνης στην Ακρόπολη. Ο κεντρικός σχεδιασμός είχε στόχο την ενσωμάτωση του ευρύτερου αρχαιολογικού χώρου στο ιστορικό κέντρο της Αθήνας. Φωτ. ΙΔΡΥΜΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Γ. ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ

 

 


*Η ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας

συνοδεύεται από μεγαλόπνοο

και φιλόδοξο πρόγραμμα

στον τομέα του πολιτισμού




 

Γράφει η κ. ΑΝΤΙΓΟΝΗ – ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΠΟΙΜΕΝΙΔΟΥ*

 

 

Η πτώση των συνταγματαρχών και η αποκατάσταση της δημοκρατίας εγκαινίασαν ένα νέο κεφάλαιο στη σύγχρονη ελληνική Ιστορία. Παρόλο που πίσω από την εικόνα θριάμβου της επιστροφής Καραμανλή κρυβόταν μια εύθραυστη πραγματικότητα, καθότι ο κίνδυνος αποτυχίας παρέμενε υψηλός, η μετάβαση στέφθηκε από επιτυχία.

Το αποκαλούμενο «ελληνικό θαύμα» της διετίας 1974-75 πέτυχε όχι μόνο την απομάκρυνση των χουντικών και των υπερσυντηρητικών στοιχείων, ενδυναμώνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τη δημοκρατία, αλλά παράλληλα έδωσε τη δυνατότητα να πραγματοποιηθούν σημαντικές μεταρρυθμίσεις – οι πιο σημαντικές από το 1911. Η εδραίωση ενός νέου κοινοβουλευτικού καθεστώτος συνδυάστηκε με την παράλληλη προσπάθεια για πλήρη και θεσμική ένταξη στο κίνημα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.

Λιγότερη σημασία, πάντως, έχει αποδοθεί στο γεγονός ότι αυτή η αναμόρφωση της εσωτερικής και της εξωτερικής πολιτικής συνοδεύθηκε από την αντίστοιχα συνολική μεταρρύθμιση της πολιτιστικής πολιτικής, με στόχο και τον ριζικό εκσυγχρονισμό της και την προσαρμογή της χώρας στις νέες διεθνείς τάσεις. Η ουσιαστικότερη επισήμανση, σε αυτό το επίπεδο, είναι ότι όλες αυτές οι πρωτοβουλίες, εσωτερικές και εξωτερικές, πολιτικές και πολιτιστικές, υποστηρίζονταν αμοιβαία. 

*Από την ειδησεογραφία της "Καθημερινής" για τα πολιτιστικά


Βάση υποστήριξης της ένταξης στην ΕΟΚ

 

Η επαναφορά στη δημοκρατία επέφερε και μια σημαντική αλλαγή στην προσέγγιση του πολιτισμού από τον πολιτικό κόσμο. Όχι μόνο έπαψε να είναι μέσο προπαγάνδας, όπως συνέβαινε κατά την περίοδο της δικτατορίας, αλλά παράλληλα, για πρώτη φορά στα μεταπολεμικά χρόνια, απελευθερώθηκε από πολιτικές αντικομμουνιστικού χαρακτήρα και από ιδεολογίες οπισθοδρομικής λογικής που είχαν παρατηρηθεί στην προδικτατορική περίοδο. Καθώς κεντρικός άξονας της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής ήταν η προσπάθεια για ένταξη στην ΕΟΚ, η κληρονομιά του ελληνικού πολιτισμού θεωρήθηκε από τις κυβερνήσεις της περιόδου μια συμπληρωματική αλλά εδραία βάση για την υποστήριξη της ευρωπαϊκής πολιτικής. Η έμφαση στην πολιτική πλευρά της ΕΟΚ, ως θεσμού βασισμένου στις κοινές ιδέες και αξίες, ανταποκρινόταν στους στόχους της ελληνικής πλευράς και δεν μαρτυρούσε μια ευκαιριακού χαρακτήρα προσέγγιση του πολιτισμού προς όφελος της ευρωπαϊκής πολιτικής της χώρας. Με άλλα λόγια, η πολιτιστική πολιτική της περιόδου δεν αποτελούσε ένα απλό εργαλείο στην υπηρεσία μιας διπλωματικής στρατηγικής, αλλά έφερε την ουσία του δεσμού μεταξύ ευρωπαϊκής και εθνικής ταυτότητας: βασικό ζητούμενο ήταν η ουσιαστική και πλήρης συμμετοχή της Ελλάδας στα ευρωπαϊκά πολιτιστικά δρώμενα.

Προς αυτή την κατεύθυνση, αξιοσημείωτη υπήρξε η συμβολή σημαντικών προσωπικοτήτων από τον κύκλο των γραμμάτων και των τεχνών, γνωστών στην Ευρώπη. Ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, στον οποίο οφείλεται η σύλληψη των σημαντικότερων πρωτοβουλιών σε επίπεδο πολιτιστικής πολιτικής στη δεκαετία του 1950, αναδείχθηκε στο ύπατο αξίωμα ως ο πρώτος εκλεγμένος Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Διατηρώντας την ιδιότητα του πνευματικού ανθρώπου, ενίσχυσε σημαντικά την ανάδειξη του πολιτιστικού επιχειρήματος.

Σημαντική όμως υπήρξε και η συμβολή δύο καθηγητών του εξωτερικού: ο Κωνσταντίνος Τρυπάνης ορίστηκε υπουργός Πολιτισμού την περίοδο 1974-1977 και ο Παύλος Τζερμιάς, πρώτος γενικός γραμματέας του Ευρωπαϊκού Πολιτιστικού Κέντρου Δελφών, που ιδρύθηκε το 1977 ως διεθνές πνευματικό ίδρυμα υπό την αιγίδα του Συμβουλίου της Ευρώπης. Η τοποθέτησή τους σε θέσεις-κλειδιά αποτέλεσε, ταυτόχρονα, δείγμα της νέας αυτής προσέγγισης και μήνυμα πολιτιστικής χροιάς με αποδέκτες τους Ευρωπαίους.

*Το Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο Δελφών ιδρύθηκε ως πνευματικό ίδρυμα υπό την αιγίδα του Συμβουλίου της Ευρώπης.

 

Μείζων αρχαιολογική έρευνα και πρωτοβουλίες

 

Η ενδελεχής μελέτη της σχέσης Ελλάδας – Ευρώπης και των πολιτικών επιλογών σε πολιτιστικό επίπεδο αποδεικνύει ότι υπάρχει μια παράλληλη πορεία. Όσο η επίτευξη του στόχου – η ένταξη στην ΕΟΚ– πλησίαζε τόσο η πολιτιστική πολιτική αποκτούσε περισσότερο μια «ευρωπαϊκή αύρα». Στην προκειμένη περίπτωση, η έναρξη των διαπραγματεύσεων με την ΕΟΚ αποτέλεσε και το έναυσμα για μια ουσιαστικότερη και πολύπλευρη προσέγγιση του πολιτιστικού τομέα.

Η ανάγκη για ανάδειξη της Αθήνας – της «Πόλης», όπως αναφέρεται σε κείμενα κυβερνητικών κύκλων της εποχής–  σε μια ευρωπαϊκή πρωτεύουσα, βρέθηκε από την αρχή ψηλά στην ατζέντα της πολιτιστικής πολιτικής της κυβέρνησης Καραμανλή. Η προσέγγιση, ωστόσο, δεν υπήρξε μονοδιάστατη, καθώς σημαντικές πρωτοβουλίες ελήφθησαν για αρχαιολογικούς χώρους, μουσεία, αλλά και πολιτιστικά κέντρα. Πιο συγκεκριμένα, το 1976 παρουσιάστηκε ένα ολοκληρωμένο, πολυδιάστατο σχέδιο για την Ακρόπολη από ειδική επιτροπή – την επιτροπή Ακρόπολης, που συστάθηκε τον Μάρτιο του 1975 από τον υπουργό Πολιτισμού Κωνσταντίνο Τρυπάνη. Για πρώτη φορά, προβλεπόταν η διευκόλυνση της πρόσβασης των επισκεπτών στην Ακρόπολη και στην Αρχαία Αγορά, με στόχο την καλύτερη ενσωμάτωση του ευρύτερου αρχαιολογικού χώρου στο ιστορικό κέντρο της πόλης των Αθηνών. Παράλληλα, προβλεπόταν η επαναλειτουργία του αρχαίου θεάτρου του Διονύσου, ενώ υπήρχε μέριμνα για αναδάσωση στον λόφο του Φιλοπάππου με σκοπό την ανακήρυξή του σε προστατευόμενη περιοχή, επιλογή που μαρτυρεί και τις προσπάθειες συντονισμού της Ελλάδας με τις σύγχρονες διεθνείς τάσεις περιβαλλοντικής πολιτικής. Αξιοσημείωτο είναι ότι ο γενικός γραμματέας της UNESCO είχε προσεγγίσει την ελληνική κυβέρνηση με πρόταση που προέβλεπε τη χρηματοδότηση των έργων στην Ακρόπολη, ακολουθούμενη από ένα καθεστώς προστασίας από τον διεθνή οργανισμό. Οι συνομιλίες τελικά δεν ευοδώθηκαν, λόγω των όρων της συμφωνίας που προτάθηκε.

Μεταξύ άλλων, προβλεπόταν ο απόλυτος έλεγχος από τον οργανισμό των αποφάσεων περί εργασιών, και η παροχή προνομίων σε συγκεκριμένους εργολάβους και επιχειρηματίες. Η απάντηση της ελληνικής κυβέρνησης ήταν ξεκάθαρη και, σε μεγάλο βαθμό, αποτυπώνει τη νέα προσέγγιση του πολιτισμού: «Η πολιτιστική κληρονομιά δεν αποτελεί βαρύ φορτίο, όπως πιστεύουν κάποιοι, αλλά αφορά ένα ουσιαστικό στοιχείο μιας ζωτικής πραγματικότητας, μιας πνευματικής, αισθητικής και πολιτικής παράδοσης που έχει βαθιά ρίζα στη σύγχρονη ζωή». Η προστασία της Ακρόπολης από την εντεινόμενη ατμοσφαιρική ρύπανση προωθήθηκε με εθνικούς πόρους.

Παράλληλα, και εκτός Αθηνών, καταγράφεται σημαντική δραστηριότητα, με κομβικό παράδειγμα την ένταση των αρχαιολογικών ανασκαφών στη Μακεδονία, που θα αποφέρουν τα μεγάλα αποτελέσματά τους κυρίως στη Βεργίνα, με τον Μανόλη Ανδρόνικο, και στο Δίον, με τον Δημήτριο Παντερμαλή.

*Ιανουάριος 2000. Ρεκόρ επισκεπτών στην έκθεση «Ελ Γκρέκο» στην Εθνική Πινακοθήκη, η οποία λειτούργησε το 1976. Φωτ. ΑΠΕ

 

Νέοι, μακροπρόθεσμοι σχεδιασμοί

 

Την ίδια εποχή ξεκίνησαν οι μελέτες για το νέο Μουσείο της Ακρόπολης καθώς και για το Μουσείο της Πόλης των Αθηνών, το πρώτο πλάνο του οποίου προέβλεπε την εκμετάλλευση κενού χώρου στο Σύνταγμα. Πρότυπό του υπήρξαν το Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου και το Παλέ ντε λα Ντεκουβέρτ (Palais de la Découverte) του Παρισιού. Στην ίδια λογική εντάσσεται και το φιλόδοξο σχέδιο για ανέγερση του Πολιτιστικού Κέντρου των Αθηνών, που μεταξύ άλλων θα περιλάμβανε τρία μεγάλα κέντρα: ένα αφιερωμένο στις εικαστικές τέχνες, ένα στο θέατρο και ένα στον χορό. Στόχος ήταν να αποτελέσει κέντρο προσέλκυσης τόσο των Αθηναίων όσο και των επισκεπτών της ελληνικής πρωτεύουσας, καθώς και χώρο για εκπαίδευση, διαγωνισμούς και συνεργασίες σε εθνικό και διεθνές επίπεδο. Για τους υπευθύνους, δεν νοείτο μια σύγχρονη ευρωπαϊκή πόλη με τόσο πλούσια πολιτιστική παράδοση σαν την Αθήνα να μη φιλοξενεί ένα μεγάλο πολιτιστικό κέντρο. Ωστόσο, παρά τη φιλόδοξη πολιτική πρωτοβουλία, το έργο δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ, καθώς οι αντιδράσεις και οι επικρίσεις υπήρξαν πολλές.

Η προσπάθεια για εμπλουτισμό της Αθήνας με κτίρια προορισμένα να φιλοξενήσουν πολιτιστικές εκδηλώσεις υψηλών προδιαγραφών δεν περιορίστηκε μόνο στην παραπάνω ατελέσφορη πρωτοβουλία. Την ίδια χρονιά εγκαινιάστηκε το κτιριακό συγκρότημα της Εθνικής Πινακοθήκης, ενώ παράλληλα ξεκίνησε και η κατασκευή του Μεγάρου Μουσικής στη λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας. Στη Βόρεια Ελλάδα παρατηρείται μια παρόμοια κινητικότητα. Πιο συγκεκριμένα, το ενδιαφέρον για την ίδρυση του Βυζαντινού Μουσείου Θεσσαλονίκης είχε αναζωπυρωθεί, καθώς βρισκόταν σε εξέλιξη πανελλήνιος αρχιτεκτονικός διαγωνισμός, που είχε προκηρυχθεί με σχετική πράξη του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου, το 1975.

Φιλόδοξη υπήρξε και η πρόταση του Κωνσταντίνου Καραμανλή, το καλοκαίρι του 1976, για μόνιμη διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων στην Ελλάδα. Η ιδέα, παρότι χαιρετίστηκε από μια μικρή μερίδα υποστηρικτών, βρέθηκε μπροστά σε πολλούς σκοπέλους και τελικά δεν ευοδώθηκε. Ωστόσο, η σημασία της έγκειται στο ότι αποτελεί μέρος του ευρύτερου προσανατολισμού της Ελλάδας που μαρτυρείται την περίοδο αυτή και αντανακλά τον ρόλο που η Ελλάδα διεκδικούσε για τον εαυτό της σε διεθνές επίπεδο.

*Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής στην τελετή θεμελίωσης του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών. Πίσω του η Ελένη Βλάχου. Φωτ. ΙΔΡΥΜΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Γ. ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ

 

Εξωστρέφεια και εναρμόνιση με τις διεθνείς τάσεις

 

Σε κάθε περίπτωση, η μεταπολίτευση έφερε μια σημαντική διαφοροποίηση τόσο στη σύλληψη όσο και στην άσκηση της πολιτιστικής πολιτικής. Με κεντρικούς άξονες το άνοιγμα στο εξωτερικό και τον εκμοντερνισμό, ο προγραμματισμός υπήρξε πολύ πιο δομημένος. Ξεπερνώντας το στενό περιθώριο των αρχαιολογικών χώρων, μαρτυρείται μια πιο σύγχρονη προσέγγιση του πολιτισμού τόσο σε θεωρητικό όσο και σε πρακτικό επίπεδο. Επιπλέον, η εναρμόνιση με τις διεθνείς τάσεις αποδεικνύει ότι πολύ περισσότερο από μια στείρα εκμετάλλευση του πολιτιστικού επιχειρήματος, το πλάνο ήταν πολιτικό, με ιστορικό βάθος, και στόχευε στην ανάδειξη της σύγχρονης Ελλάδας σε διεθνές επίπεδο.

Ένα ακόμη στοιχείο είναι ο φιλόδοξος χαρακτήρας πολλών από τις πρωτοβουλίες που ελήφθησαν το 1976. Σε αυτήν τη φάση, με τα καίρια προβλήματα του διχαστικού παρελθόντος να έχουν πλέον λυθεί, η Ελλάδα είχε τη δυνατότητα να επιδείξει πολιτιστικά έναν πολύ πιο ανοιχτό και δυναμικό χαρακτήρα. Παρά τις δυσκολίες που παρουσιάστηκαν, η χώρα πέτυχε μέσα σε δύο χρόνια να θέσει τις βάσεις μιας πολιτιστικής πολιτικής, συμπληρωματικής της ευρωπαϊκής, ενισχύοντας σημαντικά την εικόνα της ως μιας χώρας που δικαιωματικά επιζητούσε να γίνει οργανικό μέλος της Ευρώπης.

 

* Η κ. Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου είναι διδάκτωρ του Πανεπιστημίου της Σορβόννης, μεταδιδακτορική ερευνήτρια στο τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και υπότροφος του ΙΚΥ.

2 σχόλια:

  1. Μιχαλης Νταγολουδης
    Είχε όραμα..Μεγάλος Ηγέτης..

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Και ποιά ακριβώς ήταν η πολιτιστική εξέλιξη της Ελλάδας μετα το 74; Μήπως η πλήρης κατάληψη των πανεπιστημίων της χώρας και το καπέλωμα της τέχνης από τους τροτσκιστές διεθνιστές;

    ΑπάντησηΔιαγραφή

LinkWithin

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...