Με αφορμή το άρθρο μου «Η Θράκη
στον ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1878» ο κ. Βασίλης Σακελλαρίδης από τη Θεσσαλονίκη,
είχε την καλοσύνη να μου στείλει ένα απόσπασμα από το βιβλίο του παππού του
Αναστάσιου Βαλιούλη "Ο διωγμός των Σκοπιανών Ανατολικής Θράκης" (σήμερα
επικρατεί ο όρος Σκοπηνών για τους κατοίκους της ελληνικής κοινότητας Σκοπού, πλησίον των Σαράντα Εκκλησιών).
Το απόσπασμα αφορά περιστατικά εκείνου του ρωσοτουρκικού
πολέμου και δείχνει ανάγλυφα τα δεινά των Ελλήνων, που βρέθηκαν ανάμεσα στις μυλόπετρες
της Ρωσίας και της Τουρκίας.
Έκρινα ότι το κείμενο αυτό αποτελεί μια αξιόλογη ιστορική πτυχή
από τα βάσανα του Ελληνισμού της Θράκης, μια σημαντική αυθεντική μαρτυρία. Για το λόγο
αυτό το αναρτώ σ’ αυτή την ιστοσελίδα. Για
να γνωρίζει η νέα γενιά των Θρακών….
Από το βιβλίο του Αναστάσιου Βαλιούλη
....Ότε αργότερον εκηρύχθη ο Ρωσσοτουρκικός πόλεμος του
1877-78 και αι πρώται μάχαι απέβησαν υπέρ των Ρώσσων, η Τουρκία, καταπατούσα τα
προνόμια μας, προέβη εις την στρατολόγησιν των Ελλήνων υπηκόων της (ραγιάδων)
δια των οποίων ήλπιζε να αντιμετώπιση νικηφόρως τους Ρώσσους. Εστρατολογήθησαν
και εξωπλίσθησαν τότε και οι Σκοπιανοί, οι οποίοι τελείως αγύμναστοι όντες
επρόκειτο να αποσταλώσιν αμέσως εις το μέτωπον του Δουνάβεως. Πολλοί δε από
τους στρατολογηθέντας Σκοπιανούς διωρίσθησαν τσαούσηδες καθώς και ο πατέρας
μου. Επί μίαν δε εβδομάδα οι στρατολογηθέντες Σκοπιανοί τίποτε άλλο δεν έκαμνον
ειμή μόνον να τρώγουν, να πίνουν, να διασκεδάζουν και ένοπλοι να περιφέρωνται
εις τους δρόμους του Σκοπού, αναμένοντες την ώραν της δια το πολεμικόν μέτωπον
αναχωρήσεώς των. Ένας μάλιστα από αυτούς, ο Λουλούδης Αντ. Παύλογλου, καθώς
διηγούντο οι συστρατιώται του, ωμολογούσε δε αργότερον και ο ίδιος εις εμέ,
εισερχόμενος εις την πατρικήν του οικίαν, άφηνε το γιαταγάνι του να σύρεται
θορυβοδώς επάνω εις το λιθόστρωτον της αυλής φωνάζων εις την μητέρα του: «μάνα
τουρκιάς μυρίζω κάνε μιλίνα (γλυκεία πήτα) να φάγω, φεύγω στον πόλεμο και δεν
θα με ξαναϊδής».
*Ο Κωνσταντινουπολίτης δημοσιογράφος Σταύρος Βουτυράς
Ευτυχώς όμως ο πανελληνίως γνωστός αείμνηστος Σταύρος
Βουτυράς έσχε το σθένος δια της εφημερίδος του «Νεολόγος» να καυτηρίαση την υπό
της Τουρκίας καταπάτησιν των εθνικών μας προνομίων και την παράνομον όσον και
άδικον στρατολόγησιν των Ελλήνων ραγιάδων, να επισύρη δε την προσοχήν, ως και
την άμεσον επέμβασιν της Αγγλίας και των άλλων Ευρωπαϊκών Δυνάμεων.
Τοιουτοτρόπως εματαιώθη το τουρκικόν σχέδιον, οι δε ραγιάδες, μαζί δε με αυτούς
και ο Λουλούδης, εγύρισαν εις τα σπίτια των, χωρίς να ιδούν το μέτωπον του
Δουνάβεως. Τα μαρτύρια όμως των Σκοπιανών, καθώς και όλου του θρακικού
ελληνικού στοιχείου, δεν είχαν τελειώσει. Επειδή ο τουρκικός στρατός ηττούτο
και το μέτωπον κατέρρεε, μάζαι τουρκικού αμάχου πληθυσμού εκ των περί τον Δούναβιν
και την Βουλγαρίαν εδαφών, ήρχισαν να κατέρχωνται συν γυναιξί και τέκνοις
χρησιμοποιούσαι αμάξια, ίππους, όνους και άλλα μεταφορικά μέσα, κατευθυνόμεναι
προς την Κων/πολιν. Απέβησαν δε αληθής και φοβερά μάστιξ του δυστυχούς θρακικού
Ελληνισμού. Ήσαν ακρίδες της Αιγύπτου. Κατέτρωγον τα πάντα. Διήρπαζον,
ελεηλάτουν, εφόνευον αδιακρίτως μεγάλους και μικρούς, και έτρεχαν να περάσουν
προς το μέρος της Κων/πόλεως.
Μία τοιαύτη μάζα αποτελουμενη από στρατόν οπλισμένον μέχρις
ονύχων, τον Οκτώβριον του 1877 ενεφανίσθη προ του Σκοπού και εστρατοπέδευσεν
δυτικώς του Σκοπού εις την θέσιν «Βαλανιά Αγιούδα» μέσα εις χωράφια και
αμπέλια. Ανενόχλητοι οι Τούρκοι θα εισήρχοντο μέσα εις τον Σκοπόν, εάν οι
Σκοπιανοί δεν προέβλεπον εγκαίρως τον κίνδυνον και δεν έθετον πολιτικοφύλακας
φρουρούς εις τας άκρας του Σκοπού. Κατά την εποχήν εκείνην η τουρκική εξουσία
αντεπροσωπεύετο εν Σκοπώ από ένα δεκανέα χωροφυλακής (όμπαση) και δύο
χωροφύλακας (ζαπτιέδες). Άρα η τουρκική Αρχή δεν ήτο εις θέσιν να επέμβη
ενεργώς και να τηρήση την τάξιν. Κατ’ ανάγκην αμετάτρεπτον οι Σκοπιανοί μόνοι
των ανέλαβον την φρούρησιν του Σκοπού. Ευθύς ως κατεσκήνωσαν έξωθι του Σκοπού
οι Τούρκοι, εζήτησαν να τους επιτραπή η εις την πόλιν είσοδος δια την αγοράν
δήθεν τροφίμων και άλλων αναγκαιούντων εις αυτούς πραγμάτων. Αλλ’ οι Σκοπιανοί
δεν τους επέτρεψαν να εισέλθουν και τους ώρισαν, όπως την πρωϊαν της επομένης
αμέσως αναχωρήσουν εκείθεν διότι εν εναντία περιπτώσει θα ηναγκάζοντο να κάμουν
χρήσιν των όπλων. Εν τω μεταξύ οι Σκοπιανοί δεν έμειναν με σταυρωμένα χέρια.
Δι’ όλης της νυκτός έβγαλαν μέσα εις τους δρόμους ληνούς, βαρέλια, αμάξια,
σανίδας, ξύλα και άλλα αντικείμενα, με τα οποία έφραξαν τους δρόμους. Εκτός των
οδοφραγμάτων και των
άλλων έργων αμύνης, όλοι οι δυνάμενοι φέρειν όπλα ωπλίσθησαν
με παντός είδους όπλα και έτρεξαν εις την δυτικήν άκραν του Σκοπού, η οποία
μετεβλήθη εις μέτωπον αμύνης κατά των επιδρομέων. Συγχρόνως και όλαι αι άλλαι
άκραι του Σκοπού ενισχύθησαν υπό αρκετών ενόπλων πολιτών. Εις την νοτίαν
πλευράν του Σκοπού, εκτός των ανδρών, προσέτρεξαν και γυναίκες ωπλισμέναι με
αξίνας, πελέκεις και άλλα σιδηρά αντικείμενα, τα οποία εκράδαιναν άνωθεν των
κεφαλών των, ώστε μακρόθεν να φαίνωνται ως πλήθος λογχοφόρων.
*Το εξώφυλλο και το οπισθόφυλλο του βιβλίου του Αναστάσιου Βαλιούλη
Όταν ανέτειλεν ο ήλιος την άλλην ημέραν, οι Σκοπιανοί
περίμεναν να ίδουν τους Τούρκους απερχόμενους εκείθεν. Αυτοί όμως ήρχισαν να
ανεγείρουν δια λίθων τοίχον ως πρόχωμα, σκοπόν έχοντες να πολεμήσουν κατά των
Σκοπιανών. Οι Σκοπιανοί τότε απέστειλαν προς τους Τούρκους διμελή επιτροπήν,
αποτελουμένην από τον Οσμάν αγάν και Παναγιώτην Πάγκον, με την ρητήν διαταγήν,
όπως, προς πρόληψιν άσκοπου και αδίκου αιματοχυσίας, πείσουν τους Τούρκους να
απέλθωσιν. Η επιτροπή μετ’ ολίγον επέστρεψεν ανέπρακτος, καθ’ ότι οι Τούρκοι
επέμενον να εισέλθουν εις τον Σκοπόν. Η ρήξις επέκειτο. Οι Τούρκοι νομίζοντες,
ότι οι Σκοπιανοί, ως γκιαούρηδες, θα ήσαν δειλοί και θα ενέδιδον εις τας
αξιώσεις των, δεν επίστευον, ότι θα έφθανον να συγκρουσθώσι με αυτούς. Άλλ’ οι
Σκοπιανοί γνήσιοι υιοί των αρχαίων Θρακών, δεν εδείλιασαν προ της επιμονής των
Τούρκων. Άμα ως επέστρεψεν η επιτροπή και ανεκοίνωσεν τας παραλόγους αξιώσεις
των Τούρκων, δηλαδή να τους επιτραπή να εισέλθωσιν εις τον Σκοπόν, οπότε
βεβαίως θα προέβαινον εις φόνους και διαρπαγάς και θα ελεηλατούσαν, σύμφωνα με
τας συνήθειας των, τον Σκοπόν, τον οποίον εν τέλει και θα κατέστρεφον ολοτελώς,
συνήλθον εις σύσκεψιν οι αρχηγοί των Σκοπιανών αποφασίσαντες να μη υποχωρήσουν,
να αντιτάξωσι δε άμυναν κατά των επιδρομέων Τούρκων. Και πριν ή κάμουν χρήσιν
των όπλων απεφάσισαν, όπως δια τελευταίας τινός προσπαθείας επιτύχωσι την
πρόληψιν αιματοχυσίας και την ειρηνικήν εκείθεν απομάκρυνσιν των Τούρκων.
Εκάλεσαν λοιπόν τον Οσμάν αγάν και του είπαν: «Πήγαινε μόνος Οσμάν αγά, ως
Τούρκος που είσαι και συ και πάσχισε να τους αποτρέψης να χτυπηθούν μαζί μας,
εάν δε το κατορθώσης τότε να σήκωσης αυτό το άσπρο μανδήλι (και του ενεχείρισαν
ένα άσπρο μανδήλι) ως σημείον ειρηνικής διευθετήσεως της διαφοράς, και ότι οι
Τούρκοι επείσθησαν να αποσυρθούν, χωρίς να εισέλθουν εις τον Σκοπόν. Αλλ’ εάν
δεν κατορθώσεις να τους πείσης τότε μήτε και συ να γυρίσης οπίσω εις τον
Σκοπόν.
*Ο Σκοπός Ανατολικής Θράκης (1923)
Και καθ’ ον χρόνον εβάδιζεν ο Οσμάν αγάς προς το εχθρικόν
στρατόπεδον, οι Σκοπιανοί έπιασαν όλοι τας θέσεις και τα μετερίζια των, δια να
είναι έτοιμοι δια πάν ενδεχόμενον. Τώρα όλων τα βλέμματα είναι εστραμμένα προς
το εχθρικόν στρατόπεδον, οπόθεν περιμένουν να φανή επανερχόμενος ο Οσμάν αγάς.
Η ώρα περνά και ο Οσμάν δεν φαίνεται πουθενά. Καμιά κίνησις δεν παρατηρείται
και εις τας τάξεις των εχθρών. Αγωνία κατέχει τους πάντας. Οι Σκοπιανοί το
έχουν αποφασίσει και θα πολεμήσουν. Θα πουλήσουν ακριβά την ζωήν των. Ο Οσμάν
αγάς βραδύνει να επιστρέψη και η συγκίνησις των Σκοπιανών κορυφούται. Μη τυχόν
ο Οσμάν αγάς, Τούρκος ων, θελήση να προδώση τους Σκοπιανούς; Αλλ’ αυτό είναι
μία στιγμιαία σκέψις και δεν γίνεται πιστευτή. Τότε διατί λοιπόν αργοπορεί
τόσον πολύ; Έχει περάσει μια ώρα αγωνίας και οι Σκοπιανοί νομίζουν, ότι
επέρασεν ένας αιώνας από την στιγμήν της αναχωρήσεως του Οσμάν αγά. Οι
Σκοπιανοί τώρα πλέον δεν ζουν και δεν αναπνέουν. Τα μάτια των είναι στηλωμένα
εις το σημείον που εξηφανίσθη και που πρόκειται να ξαναφανή ο Οσμάν αγάς.
Αλλ’ ιδού εις το εχθρικόν στρατόπεδον κάτι κινείται εις τον
αέρα. Είναι το άσπρο μανδήλι του Οσμάν αγά. Κύματα χαράς και αγαλλιάσεως
διατρέχουν τας τάξεις των Σκοπιανών, οι οποίοι καρφωμένοι στάς θέσεις των,
εκδηλώνουν την ικανοποίησίν των. Ναι! ο Οσμάν αγάς εφάνη και πλησιάζει, οι δε
Τούρκοι ήρχισαν ήδη να εκκινούν και να απέρχωνται προς νότον. Οι Σκοπιανοί όμως
παρακολουθούν αγρύπνως τας κινήσεις των Τούρκων και σπεύδουν να πυκνώσουν τας
τάξεις των προς την νοτίαν πλευράν του Σκοπού φρουρούντων Σκοπιανών, χωρίς αι
κινήσεις των να γίνονται αντιληπταί υπό των εχθρών. Οι πρωτοπόροι Τούρκοι
φθάσαντες εις το σημείον, όπου ο προς τας Σαράντα Εκκλησίας δρόμος του Σκοπού
συναντά το μικρόν ρυάκιον ηθέλησαν να στραφώσι προς τον Σκοπόν, βέβαιοι όντες,
ότι θα εύρισκον το μέρος εκείνο αφρούρητον.
Όταν όμως ο επί κεφαλής της τουρκικής ορδής έφιππος αρχηγός,
βληθείς υπό σφαίρας του Αβτζή Πεγίου, (κατ’ άλλους του Παναγιώτου Σκούργιου),
έπεσε νεκρός, οι Τούρκοι επανεύρον γρήγορα τον κανονικόν αρχικόν δρόμον των,
χωρίς να τολμήσουν νέαν τινά απόπειραν εισβολής εις τον Σκοπόν. Καθ’ ον δε
χρόνον διεδραματίζοντο τα ανωτέρω εις την βορείαν άκραν του Σκοπού, εις την
θέσιν «Καρυδιές», όμιλος εκ τριάκοντα πέντε και πλέον Τούρκων Σαζαραλήδων,
αποτελούμενος από άνδρας και γυναίκας απεπειράθη να εισέλθη εις τον Σκοπόν. Η
φύλαξις της ως άνω θέσεως είχεν ανατεθή εις τον Κώτσον Βαλιούλην, (τον πατέρα
μου) και τον Κυριάκην Βακιρτζήν, οι οποίοι είχον εγκαταστήσει το φυλάκιόν των
οπίσω από τους βράχους της οχυρός εκείνης και ωραίας τοποθεσίας. Μόλις εφάνησαν
οι Τούρκοι και ηθέλησαν να διαβώσι τον ποταμόν, ο πατήρ μου τους εκάλεσε να
ρίψωσι τα όπλα των κατάγης και να σηκώσωσι τας χείρας των. Εκείνοι όμως
ηρνήθησαν και ήρχισαν να υβρίζουν τους γκιαούρηδες. Τότε ο πατήρ μου χωρίς να
χάση καιρόν και χωρίς να καλοσκεφθή πηδά κάτω από τους βράχους και ορμά ένοπλος
κατά των Τούρκων. Με ένα χτύπημα του ανέτρεψε τον αρχηγόν του ομίλου. Όλοι δε
οι άλλοι, άνδρες και γυναίκες έσπευσαν να βγάλουν τα κρυμμένα όπλα των και να
τα παραδώσουν. Αι χανούμισσαι, μάλιστα, αντί ενός έβγαλαν δύο και τρία όπλα
μέσα από τα ρούχα των και τα παρέδοσαν. Κατόπιν τούτου επετράπη εις τους
Σαζαραλήδες να εισέλθουν εις τον Σκοπόν.
*Ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος του 1878. Πίνακας του Victor Mazurofski
Πόσην εθνικήν υπερηφάνειαν και ικανοποίησιν αισθάνεται
κανείς βλέπων τους Σκοπιανούς μέσα εις τουρκικόν περιβάλλον, χωρίς όπλα και
χωρίς καμίαν έξωθεν υποστήριξιν, να μάχωνται γενναίως και ακλονίστως υπέρ της
ελευθερίας των! Εις τον Σκοπόν είχον καταφύγει τότε και περί τας εξήκοντα
οικογενείας Τατάρων, τας οποίας οι Σκοπιανοί εφιλοξένησαν και εστέγασαν επί
οκτώ περίπου μήνας. Αργότερον αι οικογένειαι αύται μετεκινήθησαν εις
Ουσκιούπδερε, Καραμτζάκι και εις άλλα νοτίως του Σκοπού κείμενα Τουρκοχώρια.
Μετά την κατάρρευσιν του Τουρκικού Μετώπου και την κάθοδον του Ρωσσικού
Στρατού, οι Σκοπιανοί δεν ησύχασαν. Ήλθαν ημέραι δύσκολαι και πονηραί
χειρότεραι και από τας ημέρας της Τουρκοκρατίας. Εις τας 30 Ιανουαρίου 1878 οι
Ρώσσοι έφθασαν και εις τον Σκοπόν. Οι Σκοπιανοί ενθουσιασμένοι, που υπεδέχοντο
τους σωτήρας και ελευθερωτάς των Χριστιανών της Τουρκίας, έσπευσαν να τους
υποδεχθώσι, προσφέροντες εις αυτούς το αθάνατο κρασί του Σκοπού. Μετά μιαν
εβδομάδα διήρχετο από τον Σκοπόν ο στρατηγός Ραντέσκυ με 35 χιλιάδας στρατού.
Εκτός του στρατού του Ραντέσκυ, εις τον Σκοπόν κατ’ εκείνας τας ημέρας υπήρχον
έτεροι 15 χιλιάδες Ρωσσικού στρατού. Την νύκτα της εις τον Σκοπόν παραμονής του
Ραντέσκυ, ο στρατός είχε κατασκηνώσει μέσα εις τας πλατείας και τους δρόμους
του Σκοπού, ο οποίος μετεβλήθη εις Ρωσσικόν στρατοπεδον. Τα καζάνια δια την
παρασκευήν φαγητού τα είχαν στήσει κάτω από τα «Καραγάτσια», εκεί όπου
τελευταίως ήτο εκτισμένον το καφενείον του Περικλή Χατηζανέστη. Οι αξιωματικοί
εστεγάσθησαν εις τας οικίας των Σκοπιανών. Αι νέαι γυναίκες και τα κορίτσια των
Σκοπιανών εκλείσθησαν εις τα ασφαλέστερα μέρη των οικιών και δεν ετολμούσαν να
εμφανισθούν, αφού, άλλωστε και αυτοί οι άνδρες εφοβούντο να κυκλοφορήσωσιν
ελευθέρως, διατρέχοντες τον κίνδυνου να ληστευθώσιν υπό των στρατιωτών. Κατ’
εκείνο το έτος πρώτος μουχτάρης της ενορίας Κυριακού ήτο ο γηραιός Φώτης
Φώτογλου και δεύτερος ο πατήρ μου Κώτσος Βαλιουλης. Αμφότεροι ευρίσκοντο επί
ποδός δια να εξυπηρετήσωσι τους Ρώσσους. Ήσαν δε συνηγμένοι οι μουχτάρηδες με
το συμβούλιον των αζάδων εις το καφενείον Κώστογλου. Εκεί λοιπόν παρουσιάζεται,
μετά την δύσιν του ηλίου, ένας Κοζάκος στρατιώτης, ο οποίος εζήτησεν από τον
μουχτάρην δύο αμάξια και ένα πολίτην, διά τας ανάγκας του στρατού. Ο μουχτάρης
αμέσως επροθυμοποιήθη να εύρη και να παρουσίαση εκ των κατά την ώραν εκείνην
ευρισκομένων Σκοπιανών δύο αμαξάδες καθώς και έτερον ενα πολίτην, τους οποίους
παρουσίασεν εις τον Κοζάκον στρατιώτην. Η μετά του Κοζάκου συνομιλία διεξήγετο
βουλγαριστί. Ηρώτησαν λοιπόν τον Κοζάκον πότε θέλει να ζεύξουν τα αμάξια των οι
αμαξάδες, αφ’ εσπέρας ή το πρωί και πότε να παρουσιασθή ο πολίτης. Αλλ’ ο
Κοζάκος είτε μη εννόων καλώς την βουλγαρικήν, είτε τυγχάνων κακής ψυχής
άνθρωπος, ήρχισεν όλως αναιτίως, να δέρη τους υποδειχθέντας εις αυτόν αμαξάδες,
καθ’ ον χρόνον ο γέρων μουχτάρης φοβηθείς εζάρωσεν εις μιαν γωνίαν του
καφενείου. Τότε ο πατήρ μου, μη δυνάμενος να βλέπη τους συμπολίτας του να
δέρωνται αδίκως υπό του Κοζάκου, είχε το θάρρος να επέμβη και να παρακάλεση
αυτόν να παύση δέρων τους αμαξάδες. Αλλ’ ο Κοζάκος ηθέλησε να εγείρη το
μαστίγιόν του και εναντίον του πατρός μου. Ο πατήρ μου μη γνωρίζων τους
ρωσσικούς νόμους, ως και ποίας συνεπείας θα είχεν η τυχόν αντίστασίς του κατά
του στρατιώτου, ηθέλησε να αποφύγη την ρήξιν και προσεπάθησε δια καλού τρόπου
να καταπραΰνη τον εξαγριωθέντα Σκύθην. Όταν όμως είδεν, ότι ο Κοζάκος δεν
έννοιωθεν από ευγενείς και παρακλητικούς τρόπους και κατέφερε το μαστίγιόν του
κατά του πατρός μου, ετόλμησε να πιάση το χέρι του Κοζάκου και να το κράτηση
εις ακινησίαν. Γύρω δε εξεγερθέντες οι εν τω καφενείω ήσαν έτοιμοι να επιτεθώσι
κατά του Κοζάκου. Βλέπων την θέσιν του δεινήν ο Κοζάκος και μη ελπίζων να
εξέλθη εκείθεν σώος, πρότεινεν εις τον πατέρα μου να υπάγουν εις τον
αξιωματικόν του.
Ο πατήρ μου εδέχθη και εξεκίνησαν αμέσως μέσα εις τα χιόνια και την θεοσκότεινην νύκτα, χωρίς όμως να αφήση το χέρι του Κοζάκου. Επί τέλους έφθασαν εις το σπίτι του Βεργή Δαβάκη. Εις την θύραν εφρουρούσαν διπλοσκοποί. Μέσα εις την αυλήν άλλοι φρουροί εφύλαττον το θησαυροφυλάκιον στρατού. Ο Κοζάκος κρατούμενος πάντοτε υπό του πατρός μου επροχώρησε μέχρι της εσωτερικής θύρας και δια του εκεί φυλάσσοντος σκοπού διεμήνευσεν εις του ανώτερόν του την επιστροφήν του.
*Ρωσοτουρκικός πόλεμος. Κοζάκοι με Οθωμανικά λάφυρα.
Ο πατήρ μου εδέχθη και εξεκίνησαν αμέσως μέσα εις τα χιόνια και την θεοσκότεινην νύκτα, χωρίς όμως να αφήση το χέρι του Κοζάκου. Επί τέλους έφθασαν εις το σπίτι του Βεργή Δαβάκη. Εις την θύραν εφρουρούσαν διπλοσκοποί. Μέσα εις την αυλήν άλλοι φρουροί εφύλαττον το θησαυροφυλάκιον στρατού. Ο Κοζάκος κρατούμενος πάντοτε υπό του πατρός μου επροχώρησε μέχρι της εσωτερικής θύρας και δια του εκεί φυλάσσοντος σκοπού διεμήνευσεν εις του ανώτερόν του την επιστροφήν του.
Μετά δύο λεπτά κατήλθεν ανώτερος αξιωματικός και εις
άπταιστον ελληνικήν είπεν εις τον πατέρα μου: «Κύριε μουχτάρη, έχομεν ανάγκην
από έναν πολίτην, ο οποίος θα χρησιμεύση ως οδηγός μέχρι της Γέννας, όπου
πρόκειται να μεταβώσιν αυτήν την στιγμήν δύο στρατιώται μας. Επίσης θέλομεν και
δύο αμάξια, εις τα οποία θα φορτώσωμεν ασθενείς στρατιώτας αύριον το πρωί δια να
τους μεταφέρουν εις Σαράντα Εκκλησίας και εκείθεν θα παραλάβουν άλλα
στρατιωτικά είδη δια τον Σκοπόν». Ο πατήρ μου διηγήθη την υπόθεσιν του Κοζάκου,
τον οποίον επέπληξεν ο στρατηγός και τον διέταξε να μην ακολουθήση τον πατέρα
μου. Μόλις όμως ο στρατηγός εκαληνύκτισε δια χειραψίας τον πατέρα μου και
απεσύρθη εις τον κοιτώνα του, ο δε πατήρ μου εξήρχετο της αυλής, ο Κοζάκος
έσπευσε να ξαναπιάση αυτός τώρα τον πατέρα μου, έτοιμος να ξαναρχίση το
μαστίγωμα κατά του πατρός μου.
Αυτήν την φοράν όμως ο πατήρ μου, ενθαρρυνόμενος από την
προς αυτόν καλήν συμπεριφοράν του στρατηγού, δεν εδίστασε να επανέλθη εις την
θύραν του στρατηγού και να είπη, ότι ο Κοζάκος τον εμποδίζει να εκτέλεση την
εις αυτόν ανατεθείσσν υπηρεσίαν και ότι εφ’ όσον παρακολουθείται υπ’ αυτού δεν
θα ηδύνατο να τους φανή χρήσιμος. Τότε ο στρατηγός εκάλεσε δύο λοχίας με τα
μαστίγια ανά χείρας και τους διέταξε να μαστιγώσουν τον εις την διαταγήν του
απειθήσαντα Κοζάκον. Οι λοχίαι αφού κατέβασαν τα πανταλόνια του Κοζάκου, τον
εκαλοσυγύρισαν με τα μαστίγια. Μετά ταύτα ο πατήρ μου μετέβη εις το Κονάκι
(Διοικητήριον) όπου ήλπιζε να εύρη κανένα εκ των ημετέρων και τον οδήγηση εις
τον αξιωματικόν ως οδηγόν. Δυστυχώς όμως εκεί δεν εύρε κανένα. Εύρε μόνον εις
ένα μεγάλο ντολάπι κρυμμένον και σχεδόν νεκρόν από φόβον τον Οσμάν αγάν. Άμα
ούτος είδε τον πατέρα μου, ήρχισε να κλαίη και να τον παρακαλή διά να σώση την
ζωήν του. Ο πατήρ μου τον ελυπήθη και τον οδήγησεν εις το σπίτι μας, όπου
διέμεινε μέχρις ότου εβελτιώθη η κατάστασις. Που να ήξερεν όμως ο δυστυχής
πατήρ μου, ότι διά της πράξεως του εκείνης θα εγίνετο πρόξενος μεγάλου κακού
αργότερον εις τους Σκοπιανούς. Διότι ο έκφυλος και αιμοβόρος Σουλεϊμάν, υιός
του Οσμάν αγά κατά το 1915 ανταποδίδων το καλόν εις τους Σκοπιανούς δια την
διάσωσιν του πατρός του, εισηγήθη και επεδίωξε την καταστροφήν του Σκοπού και
τον σφαγιασμόν των καλλιτέρων τέκνων του Σκοπού. Αλλά περί τούτων θα ομιλήσωμεν
εις το οικείον μέρος του βιβλίου και εις ιδιαίτερον κεφάλαιον.
Μετά την προέλασιν του Ρωσσικού στρατού μέχρι Κωνσταντινουπόλεως,
όλη η Θράκη περιήλθεν εις την κατοχήν των Ρώσσων. Ο νομός Αδριανουπόλεως
περιλάμβανε τότε την Ανατολικήν, την Δυτικήν, ως και την Βόρειον Θράκην, ήτοι
ολόκληρον την Θράκην, της οποίας οι κάτοικοι ήσαν ακραιφνείς Έλληνες. Τούτο δε
απεδείχθη τρανώτατα κατά το έτος 1874, οπότε σύμφωνα με το Σύνταγμα του Μουχάν
Πασά, διενεργηθεισών βουλευτικών εκλογών εξελέγησαν δεκαέξ βουλευταί του Νομού
Αδρ/πόλεως, οι οποίοι ήσαν μόνον Έλληνες. Εάν δε υπήρχαν εις την Θράκην και
Τούρκοι και ελάχιστοι Βούλγαροι, ούτοι απετέλουν όλως ασήμαντους μειονότητας μη
δυναμένας να βαρύνωσιν επί του καθορισμού της τύχης της Θράκης.
Μόλις λοιπόν οι Θράκες απελευθερώθησαν από τα τουρκικά δεσμά
και ανέπνευσαν οπωσδήποτε ελεύθερον αέρα, έσπευσαν να συγκροτήσουν Εθνικόν
Θρακικόν Συνέδριον εις την Φιλιππούπολιν, εις το οποίον αντεπροσωπεύθη και ο
Σκοπός, ως και όλαι αι πόλεις και τα χωριά ολοκλήρου της Θράκης. Το Εθνικόν Θρακικόν
Συνέδριον Φιλιππουπόλεως, ως αρχήν και σκοπόν του είχε την άμεσον απαλλαγήν των
Θρακών από του Τουρκικού ζυγού και την ένωσιν της Θράκης μετά της μητρός
Ελλάδος εν η δε περιπτώσει δεν θα ήτο τούτο δυνατόν, την εις ανεξάρτητον κράτος
ανακήρυξιν της Θράκης υπό την αιγίδα των Μεγάλων Δυνάμεων της Ευρώπης........
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΗΛΙΚΟΥΔΗΣ
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολυ ευστοχο και επικαιρο κυριε Αθανασιαδη
Alejis Panagiotopoulos
ΑπάντησηΔιαγραφήΜπράβο για τα άρθρα σας
Vassilios Kazakidis
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολύ ενδιαφέρον! Γενικά ξέρουμε λίγα για την περίοδο αυτή. Μεγάλες Ρωσσοτουρκικές μάχες έγιναν στη βόρεια Βουλγαρία στα βουνά του Αίμου. Η περαιτέρω κάθοδος των Ρώσσων στη Θρακική πεδιάδα δεν συνοδεύτηκε από μάχες μέχρι την κάθοδο τους έξω από την Πόλη, όπου σταμάτησαν με παρέμβαση των αγγλογάλλων. Η μετακίνηση μεγάλων μονάδων στρατού συνοδεύτηκε από την εξάπλωση τύφου τόσο στο στράτευμα, όσο και στους κατοίκους. Στη νότιο Ελλάδα η περίοδος αυτή είναι συνδεδεμένη με την συμφωνία για την προσάρτηση της Θεσσαλίας, που έγινε λίγο μετά την συνθήκη του Βερολίνου (1878). Στη Θράκη οι Ρώσσοι μείνανε για περίπου δύο χρόνια. Τότε έκαναν και το ρυμοτομικό σχέδιο στην Αλεξανδρούπολη (Δεδέαγάτς τότε). Η περίοδος αυτή το Διδυμότειχο ήταν γνωστή σαν Δεύτερη Ρωσία (η πρώτη ήταν το 1828) και συνδεόταν με την ηλικία κάποιου: πχ "αυτός/ή είναι γεννηθείς με την πρώτη/δεύτερη Ρωσσία"κλπ, όπως αναφέρεται σε ένα απο τα συγγράματα του Βαφείδη στα Θρακικά... Η εικόνα κάτω είναι από την υπογραφή της συνθήκης του Αγ. Στεφάνου (1878). Η συνθήκη του Βερολίνου υπογράφτηκε λίγο αργότερα την ίδια χρονιά.
2