ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΤΗΣ
ΚΥΡΙΑΚΗΣ http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_ell_2_22/12/2012_505901
*Οι
δύο πλευρές επιχείρησαν
να
ξεχάσουν το παρελθόν
και
να επιστρέψουν σε μια ειρηνική συμβίωση
Της
Ελένης Πασχαλούδη*
Η
θεσμική μνήμη μιας κοινωνίας συνήθως συγκροτείται από ιστορικά γεγονότα και
σύμβολα που προάγουν την κοινωνική και την εθνική συνοχή, αλλά και την αίσθηση
της ιστορικής συνέχειας στον χώρο και στον χρόνο. Γι’ αυτό, κατά κανόνα δεν
θεωρούνται αξιομνημόνευτες όλες οι ιστορικές στιγμές μιας χώρας ούτε και φυσικά
εορτάσιμες.
Αντίθετα, επιλέγονται για
να αναδειχθούν και να εορταστούν γεγονότα θετικής σημασίας που μπορούν να
χρησιμοποιηθούν ως σύμβολα εθνικής υπερηφάνειας και ως παραδείγματα προς
μίμηση. Τέτοια γεγονότα μπορεί να είναι, για παράδειγμα, η απόκρουση ενός
παντοδύναμου ή επικίνδυνου εχθρού (28 Οκτωβρίου 1940) ή η επανάσταση με σκοπό
την ίδρυση εθνικού κράτους (25 Μαρτίου 1821).
Αντίθετα, ένας εμφύλιος πόλεμος,
που τελειώνει με την απόλυτη επικράτηση της μιας πλευράς πάνω στην άλλη και
συνοδεύεται από μεγάλο αριθμό νεκρών, εξόριστων και φυλακισμένων δεν είναι ένα
γεγονός που μπορεί να μνημονεύεται. Ο εορτασμός της νίκης επί ενός
αντιπάλου-αδερφού είναι ένα ζήτημα εξαιρετικά λεπτό. Είναι πολύ δύσκολο να
συμβαδίσουν η χαρά της νίκης για το τέλος των εχθροπραξιών και ο θρίαμβος των
νικητών με την τραγωδία μιας αδελφοκτόνου σύγκρουσης.
Ο ελληνικός
εμφύλιος πόλεμος υπήρξε ένας από τους πιο αιματηρούς και καταστροφικούς
πολέμους στη νεότερη ελληνική ιστορία. Αμέσως μετά τη λήξη των συγκρούσεων τον
Αύγουστο του 1949, επιθυμία όλων, και των νικητών και των ηττημένων, ήταν να
ξεχάσουν το παρελθόν για να επιστρέψουν στην ειρηνική συμβίωση, στην πρόοδο και
στην ευημερία που υποσχόταν η μεταπολεμική περίοδος. Υπήρχε, όμως, τρόπος να
ξεχάσει η κοινωνία αυτήν τη διαίρεση; Και αν δεν την ξεχνούσε πώς θα μπορούσε
να τη θυμάται;
Νικητές
και ηττημένοι σε διαφορετική πορεία
Ο
εμφύλιος πόλεμος και η ήττα των Ελλήνων κομμουνιστών δεν μπορούσαν απλώς να
περιπέσουν στη λήθη, παρά την επιθυμία όλων για το αντίθετο. Η κοινωνία πριν
από την επιστροφή στην καθημερινότητα είχε ανάγκη, καταρχήν, να ερμηνεύσει τη
διαμάχη και να δικαιώσει τους πολεμιστές της. Οι νικητές επιπλέον δεν μπορούσαν
να αρκεστούν μόνο στον στρατιωτικό θρίαμβο. Χρειάζονταν και μια πολιτική νίκη,
η οποία θα επισφράγιζε τη στρατιωτική και θα εγγυόταν ότι η διαίρεση σε
εθνικόφρονες και μη εθνικόφρονες θα οριοθετούσε στο εξής την πολιτική και
κοινωνική ζωή. Με άλλα λόγια, μετά τη στρατιωτική συντριβή έπρεπε επιπλέον να
διασφαλιστεί και η ολοκληρωτική περιθωριοποίηση των ηττημένων. Η συγκρότηση
μιας επίσημης ερμηνείας για το διαιρετικό παρελθόν ήταν, λοιπόν, απαραίτητη
προκειμένου να δικαιώσει τις πολιτικές επιλογές των νικητών στο παρελθόν, αλλά
κυρίως στο παρόν και στο μέλλον.
Η
ερμηνεία αυτή συγκροτήθηκε καταρχήν με τη θεσμοθέτηση της 29ης Αυγούστου 1949
ως εθνικής εορτής το 1950. Από την επόμενη χρονιά, το 1951, ορίστηκε με Β.Δ. ως
«ημέρα προσκυνήματος και δεήσεως υπέρ των
πεσόντων καθ’ όλον τον αντικομμουνιστικόν αγώνα του Εθνους» και εορτασμού
της «πολεμικής αρετής των Ελλήνων».
Με αυτόν τον τρόπο ο αντικομμουνιστικός αγώνας αφενός οριζόταν ως συνέχεια των
μεγάλων εθνικών αγώνων εναντίον των ξένων επιδρομέων και κατοχυρωνόταν ως η
τελευταία μεγάλη νίκη του ελληνικού έθνους εναντίον των εχθρών του. Αφετέρου, η
επέτειος αποκτούσε ευρύτερη αποδοχή και θα μπορούσε μακροπρόθεσμα να αναδειχθεί
εξίσου σημαντική με την 28η Οκτωβρίου και την 25η Μαρτίου.
«Έξωθεν»
Παράλληλα,
η αφήγηση των νικητών για τον εμφύλιο πόλεμο αποκρυσταλλώνεται και
χρησιμοποιείται στον πολιτικό λόγο των κομμάτων της Δεξιάς και του Κέντρου. Η
εμφύλια σύγκρουση, ο «συμμοριτοπόλεμος», ερμηνεύεται μέσα από το σχήμα των
τριών κομμουνιστικών επαναστάσεων, οι οποίες υπαγορευμένες από τα συμφέροντα
του διεθνούς κομμουνισμού είχαν στόχο να υποβιβάσουν την Ελλάδα σε δορυφόρο της
Σοβιετικής Ένωσης. Την αποχώρηση των στρατευμάτων Κατοχής το 1944 ακολούθησε η
ανταρσία του Δεκεμβρίου, η οποία βύθισε τη χώρα στο χάος του «συμμοριτοπόλεμου»
αφού υπέστη την κομμουνιστική επιδρομή η οποία σχεδιάστηκε εξ ολοκλήρου
«έξωθεν». Η γενικευμένη σύγκρουση της περιόδου 1946-1949 δεν αντιμετωπίζεται ως
εμφύλια, αλλά ως αγώνας μέχρις εσχάτων μεταξύ Ελλήνων και ξένων, δηλαδή Σλάβων,
και εντάσσεται στο μακραίωνο παρελθόν της φυλής και σε όλους τους μεγάλους
αγώνες που έδωσαν οι Ελληνες για να διασφαλίσουν την ελευθερία τους, ενώ
θεωρείται επίσης αυτονόητη συνέχεια του ελληνοϊταλικού πολέμου 1940-1941.
Αντιθέσεις
στο Κέντρο
Σε
αυτήν την αφήγηση, η οποία κατοχύρωνε τη διαίρεση της εθνικοφροσύνης, βασίστηκε
και η πολιτική ταυτότητα της αναδομημένης μεταπολεμικής Δεξιάς. Το Κέντρο,
παρόλο που ανήκε στους νικητές του εμφυλίου πολέμου, δεν μπόρεσε ποτέ να
ταυτιστεί πλήρως με τις διαιρέσεις της εθνικοφροσύνης. Από τη μια πλευρά
ανταγωνιζόταν με τη Δεξιά διεκδικώντας τη θέση του στον χώρο των εθνικοφρόνων.
Οι πολιτικοί του Κέντρου εκείνη την εποχή υπενθύμιζαν στους λόγους τους τον
ρόλο που έπαιξαν στην τελική έκβαση του πολέμου οι κεντρώες κυβερνήσεις. Από
την άλλη πλευρά, όμως, στόχευε στην πολιτική εκπροσώπηση ενός μεγάλου τμήματος
της μη κομμουνιστικής Αριστεράς, η οποία κινούνταν εκτός των ορίων της
εθνικοφροσύνης. Έτσι, η σχέση της παράταξης με το εμφυλιοπολεμικό παρελθόν
παρέμεινε αμφίθυμη και προβληματική, φέρνοντας στην επιφάνεια τις αντιθέσεις
στο εσωτερικό της παράταξης και την αδυναμία της να συγκροτηθεί σε ενιαίο
κομματικό φορέα.
Για
τους ηττημένους τα πράγματα ακολούθησαν διαφορετική πορεία. Μετά την ήττα του
1949, το ΚΚΕ δεν ήταν παρά ένα μικρό παράνομο κόμμα αποτελούμενο από την
ηγετική ομάδα και έναν υποτυπώδη κομματικό μηχανισμό. Στην ασφάλεια της
υπερορίας ο μηχανισμός αυτός συντηρούσε μια επαναστατική ρητορική, η οποία
επαγγελλόταν τη διατήρηση της «επαναστατικής κατάστασης» στην Ελλάδα. Η
ρητορική αυτή εκφραζόταν με το γνωστό σύνθημα το «όπλο παρά πόδα». Στο
εσωτερικό της χώρας τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά. Όσοι αριστεροί
παρέμειναν στην Ελλάδα εκφράστηκαν πολιτικά μέσα από τη Δημοκρατική Παράταξη
και κυρίως από την Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά (ΕΔΑ), η οποία ιδρύθηκε λίγο
πριν από τις εκλογές του 1951. Στον λόγο της ΕΔΑ ο εμφύλιος πόλεμος
αποσιωπάται, ενώ αναδεικνύεται το εαμικό-αντιστασιακό παρελθόν το οποίο θα
αποτελέσει τη σταθερή αναφορά της Αριστεράς στον μεταπόλεμο
Έγινε
θέμα - ταμπού για την ελληνική κοινωνία
Η
πρώτη αυτή μετεμφυλιακή περίοδος κλείνει με τη διατύπωση του αιτήματος της
λήθης, της οριστικής, δηλαδή, τοποθέτησης του διχαστικού εμφυλίου πολέμου στο
παρελθόν. Οι δύο μεγάλοι αντίπαλοι, η Δεξιά και η Αριστερά, σχεδόν ταυτόχρονα
εντάσσουν στον πολιτικό τους λόγο τη «λήθη» ως στρατηγική και ως πρόταγμα. Η
μνημόνευση των διαιρέσεων, έστω και σε επίπεδο ρητορικής, εκείνη τη χρονική
στιγμή δεν θα προσέφερε καμία απολύτως υπηρεσία ούτε στους νικητές ούτε στους
ηττημένους. Αντίθετα, θα δυναμίτιζε την προσπάθεια της χώρας να επουλώσει τις
πληγές της και να ανασυγκροτηθεί. Ούτε η Δεξιά ούτε η Αριστερά, αντίθετα ίσως
με ό,τι πιστεύουμε, θέλησαν να συγκροτήσουν τον πολιτικό τους λόγο με άξονα τη
διαίρεση της κοινωνίας. Αντίθετα, νικητές και ηττημένοι, αμέσως μετά τη λήξη
του εμφυλίου πολέμου, αναζήτησαν στο παρελθόν γεγονότα, πρότυπα και σύμβολα,
των οποίων η υπενθύμιση θα μπορούσε να λειτουργήσει στο παρόν ενωτικά και όχι
διαιρετικά.
Για
τη Δεξιά, μετά τις εκλογές του 1952 και τη συντριπτική νίκη του Ελληνικού
Συναγερμού (Ε.Σ.), το σύνθημα «λήθη στο παρελθόν» αποδείχθηκε σοφή πολιτική
επιλογή. Ο Α. Παπάγος παρουσιάστηκε ως «ειρηνοποιός», γεγονός που επέτρεψε στον
Ε.Σ. να διευρύνει την επιρροή του στο εκλογικό σώμα και ταυτόχρονα προσέδωσε
περισσότερο κύρος στην πολιτική του. Για την Αριστερά, η διατύπωση του
αιτήματος της «λήθης» από το ΚΚΕ την άνοιξη του 1951 αποτελεί το εισιτήριο για
την επανεγγραφή των αριστερών στην πολιτική ζωή της χώρας. Η εγκατάλειψη της
εμφυλιοπολεμικής ρητορικής ήταν απαραίτητη προκειμένου να εδραιώσει η ΕΔΑ την
κοινοβουλευτική της παρουσία. Επιπλέον, στο εσωτερικό της παράταξης, η προτροπή
της ηγεσίας του ΚΚΕ «να ξεχάσουν όλοι τις παλιές αντιπαραθέσεις», αφού πρέπει
να εργαστούν για τον ίδιο σκοπό, στόχευε να αμβλύνει τις αντιθέσεις με τη μη
κομμουνιστική Αριστερά και να ενδυναμώσει την ΕΔΑ. Για τον χώρο του Κέντρου,
τέλος, οι διαιρέσεις του παρελθόντος αποτελούσαν πάντοτε ένα επικίνδυνο
παρελθόν. Η παράταξη, βέβαια, είχε δημιουργηθεί εξαιτίας της ρήξης μεταξύ της
Αριστεράς και της Δεξιάς, αλλά η ύπαρξη και η ενδυνάμωσή της προϋπέθεταν την
υπέρβασή της.
Στον
λόγο του Ε.Σ. ήδη από την προεκλογική περίοδο του 1951, η επίκληση του εμφυλίου
πολέμου αποφεύγεται. Αντικαθίσταται από την υπόσχεση για ένα καλύτερο και
ειρηνικό μέλλον. Επίσης, από το 1952 και μετά, ο εορτασμός της 29ης Αυγούστου
αν και συνεχίζεται δεν προβάλλεται με την ίδια έμφαση από τον Τύπο, ενώ κάθε
χρόνο όλο και λιγότεροι εκπρόσωποι της κυβέρνησης παρίστανται στις εκδηλώσεις. Άλλωστε
η 29η Αυγούστου δεν έγινε ποτέ επίσημη αργία, όπως συνέβη με τις άλλες δύο
εθνικές επετείους. Ο εμφύλιος πόλεμος, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του
1950, έγινε ένα θέμα ταμπού για την ελληνική κοινωνία. Παρόλο που οι διαιρέσεις
που κληροδότησε καθόρισαν την ελληνική πολιτική ζωή τουλάχιστον μέχρι το 1974,
καμία πολιτική δύναμη δεν θέλησε να ταυτιστεί με τις αρνητικές και διαιρετικές
συμπαραδηλώσεις που προκαλούσε η υπενθύμισή του.
*Η κ. Ελένη
Πασχαλούδη είναι διδάκτωρ Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών
Η Ε. Πασχαλούδη είναι καλοπροαίρετη στην ανάγνωσή της, αλλά θεωρώ πως για τον λόγο αυτό υποβαθμίζει κατά την γνώμη μου κάποια πολύ σημαντικά δεδομένα. Το ένα είναι ο ξένος παράγων και η πολιτική που προωθούσε – για το οποίο η αρθογράφος δεν αναφέρεται πουθενά. Είναι για παράδειγμα φανερό, πως ο αέρας του σχεδίου Μάρσαλ αναβάθμιζε την αντικομμουνιστική προπαγάνδα σε άλλα επίπεδα, όπου κάποιου είδους λήθη ενσωματωνόταν στην προπαγάνδα αντί να την αναιρεί. Το δεύτερο είναι ότι η εθνική συμφιλίωση θεμελιώνεται στην πράξη, μονάχα επί Χούντας, όταν η παράταξη των νικητών του εμφυλίου αντιλαμβάνεται πως στους κόλπους της έχει εκτραφεί ένα τέρας που κατασπαράσσει και την ίδια. Οι συνέπειες δε, της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο, συνιστούν μια πραγματική εθνική τραγωδία που υπερβαίνει κατά πολύ τις διαιρέσεις των πρώην αντιπάλων.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕίναι μονάχα μετά τη Χούντα – και όχι το ‘52 - που τα μνημόσυνα στο στρατόπεδο Μακρυγιάννη και αλλού, αρχίζουν να αποκρατικοποιούνται για να περιθωριοποιηθούν πλήρως στη συνέχεια. Βεβαίως, εάν στον εμφύλιο είχε επικρατήσει το κομμουνιστικό στρατόπεδο, το πλέον πιθανό θα ήταν να είχε καθιερωθεί ένα περιστατικό (π.χ. η επίθεση του ΔΣΕ στο Λιτόχωρο) ως ημερομηνία έναρξης της «επανάστασης για τη Λαϊκή Δημοκρατία», με αντίστοιχα αμφίβολη ιστορική αντοχή.
Ένας τρίτος παράγων είναι
ενδεχομένως και η στάση της Εκκλησίας. Παρότι οι παραεκκλησιαστικοί κύκλοι που την λυμαίνονταν, χρεώνονται την διαμόρφωση τμήματος της ιδεολογικής παρακαταθήκης της χουντικής επταετίας που ακολούθησε, και παρότι η εκκλησιαστική ιεραρχία συνδέεται σαφώς με τους νικητές του εμφυλίου, η Εκκλησία απέφυγε να οξύνει τον υφιστάμενο διχασμό πέραν των ορίων που το ίδιο το κράτος έθετε. Σε αντίθεση για παράδειγμα, με το υπόδειγμα της λατινικής Εκκλησίας στην Ισπανία και της ρωσικής Εκκλησίας μετά την πτώση του κομμουνισμού, η Εκκλησία της Ελλάδας εδίωξε τους αριστερίζοντες ή ΕΑΜίτες ιερείς, αλλά δεν οσιοποίησε κανέναν από τους εθνικόφρονες ιερείς που έχασαν τη ζωή τους κατά τη διάρκεια της Κατοχής ή τον εμφύλιο σε εμφύλιες συγκρούσεις. Η ελλαδική Εκκλησία απέφυγε να παγιώσει ανεπανόρθωτα την εμφύλια (όσο και ιδεολογική) διαμάχη. Το γεγονός αυτό, δυστυχώς επισκιάστηκε από την χουντική ιδεολογία της «Ελλάδος Ελλήνων Χριστιανών», και κατά την γνώμη μου είναι σωστό να αναδειχθεί στις μέρες μας.
Τέλος, ενδιαφέρον θα ήταν να εστιαστεί ο ιστορικός του μέλλοντος και σε ένα ιστορικό παράδοξο: Το πώς ο ελληνικός εθνικισμός, κατέταξε μεν τους κομμουνιστές στο «σλαβικό» στρατόπεδο, αλλά άφησε παράλληλα ένα παράθυρο «επανένταξης» δια της φόρμουλας της «παραπλάνησής τους από την προδοτική τους ηγεσία». Ίσως στο επίπεδο αυτό, θα πρέπει να διακρίνουμε πως το ένστικτο της εθνικής επιβίωσης ενός πολύπαθου λαού όπως ο ελληνικός, απεδείχθη ισχυρότερο από τον πολιτικό φανατισμό, όσο οξυμένος κι αν ήταν ο τελευταίος κατά περιοχές, από τους ποταμούς αίματος που χύθηκαν.
Η Ε. Πασχαλούδη είναι καλοπροαίρετη στην ανάγνωσή της, αλλά θεωρώ πως για τον λόγο αυτό υποβαθμίζει κατά την γνώμη μου κάποια πολύ σημαντικά δεδομένα. Το ένα είναι ο ξένος παράγων και η πολιτική που προωθούσε – για το οποίο η αρθογράφος δεν αναφέρεται πουθενά. Είναι για παράδειγμα φανερό, πως ο αέρας του σχεδίου Μάρσαλ αναβάθμιζε την αντικομμουνιστική προπαγάνδα σε άλλα επίπεδα, όπου κάποιου είδους λήθη ενσωματωνόταν στην προπαγάνδα αντί να την αναιρεί. Το δεύτερο είναι ότι η εθνική συμφιλίωση θεμελιώνεται στην πράξη, μονάχα επί Χούντας, όταν η παράταξη των νικητών του εμφυλίου αντιλαμβάνεται πως στους κόλπους της έχει εκτραφεί ένα τέρας που κατασπαράσσει και την ίδια. Οι συνέπειες δε, της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο, συνιστούν μια πραγματική εθνική τραγωδία που υπερβαίνει κατά πολύ τις διαιρέσεις των πρώην αντιπάλων.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕίναι μονάχα μετά τη Χούντα – και όχι το ‘52 - που τα μνημόσυνα στο στρατόπεδο Μακρυγιάννη και αλλού, αρχίζουν να αποκρατικοποιούνται για να περιθωριοποιηθούν πλήρως στη συνέχεια. Βεβαίως, εάν στον εμφύλιο είχε επικρατήσει το κομμουνιστικό στρατόπεδο, το πλέον πιθανό θα ήταν να είχε καθιερωθεί ένα περιστατικό (π.χ. η επίθεση του ΔΣΕ στο Λιτόχωρο) ως ημερομηνία έναρξης της «επανάστασης για τη Λαϊκή Δημοκρατία», με αντίστοιχα αμφίβολη ιστορική αντοχή.
Ένας τρίτος παράγων είναι ενδεχομένως και η στάση της Εκκλησίας. Παρότι οι παραεκκλησιαστικοί κύκλοι που την λυμαίνονταν, χρεώνονται την διαμόρφωση τμήματος της ιδεολογικής παρακαταθήκης της χουντικής επταετίας που ακολούθησε, και παρότι η εκκλησιαστική ιεραρχία συνδέεται σαφώς με τους νικητές του εμφυλίου, η Εκκλησία απέφυγε να οξύνει τον υφιστάμενο διχασμό πέραν των ορίων που το ίδιο το κράτος έθετε. Σε αντίθεση για παράδειγμα, με το υπόδειγμα της λατινικής Εκκλησίας στην Ισπανία και της ρωσικής Εκκλησίας μετά την πτώση του κομμουνισμού, η Εκκλησία της Ελλάδας εδίωξε τους αριστερίζοντες ή ΕΑΜίτες ιερείς, αλλά δεν οσιοποίησε κανέναν από τους εθνικόφρονες ιερείς που έχασαν τη ζωή τους κατά τη διάρκεια της Κατοχής ή τον εμφύλιο σε εμφύλιες συγκρούσεις. Η ελλαδική Εκκλησία απέφυγε να παγιώσει ανεπανόρθωτα την εμφύλια (όσο και ιδεολογική) διαμάχη. Το γεγονός αυτό, δυστυχώς επισκιάστηκε από την χουντική ιδεολογία της «Ελλάδος Ελλήνων Χριστιανών», και κατά την γνώμη μου είναι σωστό να αναδειχθεί στις μέρες μας.
Τέλος, ενδιαφέρον θα ήταν να εστιαστεί ο ιστορικός του μέλλοντος και σε ένα ιστορικό παράδοξο: Το πώς ο ελληνικός εθνικισμός, κατέταξε μεν τους κομμουνιστές στο «σλαβικό» στρατόπεδο, αλλά άφησε παράλληλα ένα παράθυρο «επανένταξης» δια της φόρμουλας της «παραπλάνησής τους από την προδοτική τους ηγεσία». Ίσως στο επίπεδο αυτό, θα πρέπει να διακρίνουμε πως το ένστικτο της εθνικής επιβίωσης ενός πολύπαθου λαού όπως ο ελληνικός, απεδείχθη ισχυρότερο από τον πολιτικό φανατισμό, όσο οξυμένος κι αν ήταν ο τελευταίος κατά περιοχές, από τους ποταμούς αίματος που χύθηκαν.
Η Ε. Πασχαλούδη είναι καλοπροαίρετη στην ανάγνωσή της, αλλά θεωρώ πως για τον λόγο αυτό υποβαθμίζει κατά την γνώμη μου κάποια πολύ σημαντικά δεδομένα. Το ένα είναι ο ξένος παράγων και η πολιτική που προωθούσε – για το οποίο η αρθογράφος δεν αναφέρεται πουθενά. Είναι για παράδειγμα φανερό, πως ο αέρας του σχεδίου Μάρσαλ αναβάθμιζε την αντικομμουνιστική προπαγάνδα σε άλλα επίπεδα, όπου κάποιου είδους λήθη ενσωματωνόταν στην προπαγάνδα αντί να την αναιρεί. Το δεύτερο είναι ότι η εθνική συμφιλίωση θεμελιώνεται στην πράξη, μονάχα επί Χούντας, όταν η παράταξη των νικητών του εμφυλίου αντιλαμβάνεται πως στους κόλπους της έχει εκτραφεί ένα τέρας που κατασπαράσσει και την ίδια. Οι συνέπειες δε, της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο, συνιστούν μια πραγματική εθνική τραγωδία που υπερβαίνει κατά πολύ τις διαιρέσεις των πρώην αντιπάλων.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕίναι μονάχα μετά τη Χούντα – και όχι το ‘52 - που τα μνημόσυνα στο στρατόπεδο Μακρυγιάννη και αλλού, αρχίζουν να αποκρατικοποιούνται για να περιθωριοποιηθούν πλήρως στη συνέχεια. Βεβαίως, εάν στον εμφύλιο είχε επικρατήσει το κομμουνιστικό στρατόπεδο, το πλέον πιθανό θα ήταν να είχε καθιερωθεί ένα περιστατικό (π.χ. η επίθεση του ΔΣΕ στο Λιτόχωρο) ως ημερομηνία έναρξης της «επανάστασης για τη Λαϊκή Δημοκρατία», με αντίστοιχα αμφίβολη ιστορική αντοχή.
Ένας τρίτος παράγων είναι ενδεχομένως και η στάση της Εκκλησίας. Παρότι οι παραεκκλησιαστικοί κύκλοι που την λυμαίνονταν, χρεώνονται την διαμόρφωση τμήματος της ιδεολογικής παρακαταθήκης της χουντικής επταετίας που ακολούθησε, και παρότι η εκκλησιαστική ιεραρχία συνδέεται σαφώς με τους νικητές του εμφυλίου, η Εκκλησία απέφυγε να οξύνει τον υφιστάμενο διχασμό πέραν των ορίων που το ίδιο το κράτος έθετε. Σε αντίθεση για παράδειγμα, με το υπόδειγμα της λατινικής Εκκλησίας στην Ισπανία και της ρωσικής Εκκλησίας μετά την πτώση του κομμουνισμού, η Εκκλησία της Ελλάδας εδίωξε τους αριστερίζοντες ή ΕΑΜίτες ιερείς, αλλά δεν οσιοποίησε κανέναν από τους εθνικόφρονες ιερείς που έχασαν τη ζωή τους κατά τη διάρκεια της Κατοχής ή τον εμφύλιο σε εμφύλιες συγκρούσεις. Η ελλαδική Εκκλησία απέφυγε να παγιώσει ανεπανόρθωτα την εμφύλια (όσο και ιδεολογική) διαμάχη. Το γεγονός αυτό, δυστυχώς επισκιάστηκε από την χουντική ιδεολογία της «Ελλάδος Ελλήνων Χριστιανών», και κατά την γνώμη μου είναι σωστό να αναδειχθεί στις μέρες μας.
Τέλος, ενδιαφέρον θα ήταν να εστιαστεί ο ιστορικός του μέλλοντος και σε ένα ιστορικό παράδοξο: Το πώς ο ελληνικός εθνικισμός, κατέταξε μεν τους κομμουνιστές στο «σλαβικό» στρατόπεδο, αλλά άφησε παράλληλα ένα παράθυρο «επανένταξης» δια της φόρμουλας της «παραπλάνησής τους από την προδοτική τους ηγεσία». Ίσως στο επίπεδο αυτό, θα πρέπει να διακρίνουμε πως το ένστικτο της εθνικής επιβίωσης ενός πολύπαθου λαού όπως ο ελληνικός, απεδείχθη ισχυρότερο από τον πολιτικό φανατισμό, όσο οξυμένος κι αν ήταν ο τελευταίος κατά περιοχές, από τους ποταμούς αίματος που χύθηκαν....
Andreas Makrides