Πέμπτη 16 Απριλίου 2020

Ο Ανδρέας Παπανδρέου ιδρύει το ΠΑΣΟΚ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ https://www.kathimerini.gr/1073578/gallery/epikairothta/politikh/o-andr-papandreoy-idryei-to-pasok
*Ο Ανδρέας Παπανδρέου με τη «Διακήρυξη της 3ης Σεπτέμβρη» στο χέρι ανακοινώνει την ίδρυση του ΠΑΣΟΚ. Πίσω τους διακρίνονται ο Γιάννης Χαραλαμπόπουλος, η Αμαλία Φλέμινγκ και η Σύλβα Ακρίτα.




Του κ. ΣΠΥΡΟΥ ΔΡΑΊΝΑ*


Με τρόπο αιματηρό, η τουρκική απόβαση στην Κύπρο στις 20 Ιουλίου 1974 απέδειξε την εγκληματική απερισκεψία της απόφασης του «αόρατου δικτάτορα» Δημητρίου Ιωαννίδη να ανατρέψει τον Κύπριο πρόεδρο, Αρχιεπίσκοπο Μακάριο. 
Στον απόηχο της τουρκικής εισβολής, η χούντα του Ιωαννίδη δεν άντεξε τις συνέπειες των πράξεών της. Και την ίδια τη μέρα της εισβολής, ο Ανδρέας Παπανδρέου, ως αρχηγός του Πανελλήνιου Απελευθερωτικού Κινήματος (ΠΑΚ), εξέδωσε μια ανακοίνωση για να προετοιμάσει τους οπαδούς του για τις επικείμενες εξελίξεις. «Ο αγώνας πρέπει να συνεχιστεί με όλα τα μέσα», δήλωσε, «όποιο και αν είναι το νέο προσωπείο, όποια και αν είναι η νέα νατοϊκή φρουρά που θα εγκαταστήσει στην Αθήνα η Ουάσιγκτον για να επιφέρει την εκτόνωση της αγανάκτησης του ελληνικού λαού».
Αυτή η ανακοίνωση συμβάδιζε σε γενικές γραμμές με τις επιφυλάξεις των εμπλεκόμενων σε αντιστασιακές οργανώσεις σχετικά με την ενδεχομένη πολιτική αλλαγή. Οπως θα γράψει ο Κώστας Σημίτης, όταν στις 23 Ιουλίου κυκλοφόρησε η είδηση ότι κλήθηκαν εκπρόσωποι του πολιτικού κόσμου από τον «πρόεδρο» της χούντας για να αντιμετωπιστεί η αναδυόμενη κρίση εξουσίας, υπήρχε ο φόβος «μήπως προέκυπτε ένα άλλο πείραμα τύπου Μαρκεζίνη», δηλαδή, μία απόπειρα μεταμφίεσης της χούντας με πολιτική ενδυμασία. Κατά τον Σημίτη, «μετά την απόφαση για επάνοδο του Καραμανλή, σημειώθηκε ραγδαία αλλαγή του κλίματος».

Στο Τορόντο, ο Ανδρέας Παπανδρέου έμεινε εκτός του νέου κλίματος. Μόλις έμαθε για την κάθοδο του Καραμανλή, δήλωσε ότι «η νέα νατοϊκή φρουρά εγκατεστάθη στην Ελλάδα. Πηγή της εξουσίας της παραμένουν οι Αμερικανοί, το ΝΑΤΟ και οι ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις που βαρύνονται σήμερα και με την εθνική προδοσία στο Κυπριακό». Η δήλωση αυτή, βέβαια, ήταν συνεπής με την προηγούμενη, καθώς και με τη πεποίθησή του ότι οι ιθύνοντες της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής ήταν σε θέση να ελέγξουν αποφασιστικά την τροπή των πραγμάτων στην Ελλάδα. Επίσης υποδήλωνε το ενδεχόμενο της μη επιστροφής του στην Ελλάδα.


Αλλαγή πλεύσης με νέα πολιτική στρατηγική

Σύντομα, πάντως, ο Παπανδρέου αντιλήφθηκε ότι έσφαλε. Είχε υποτιμήσει το βάθος της πολιτικής αλλαγής, αλλά και τις προοπτικές που αυτή άνοιγε. Το ζήτημα πλέον δεν ήταν εάν θα επιστρέψει, αλλά πώς θα ανταποκριθεί στο απροσδόκητο κάλεσμα της τύχης. Ύστερα από μια δεκαήμερη περιοδεία στην Ευρώπη για διαβουλεύσεις με στελέχη του ΠΑΚ, ξαναγύρισε στο Τορόντο αποφασισμένος να επιστρέψει στην Ελλάδα για να προωθήσει ένα τολμηρό εγχείρημα: τη δημιουργία, στο πλαίσιο μιας ρευστής συγκυρίας, ενός καινοφανούς, προοδευτικού πολιτικού φορέα.
Στις 13 Αυγούστου, τρεις ημέρες πριν από την άφιξή του στην Αθήνα, η «Απογευματινή» δημοσίευσε μία συνέντευξή του, όπου ρωτήθηκε για τη φαινομενική αλλαγή στη στάση του. «Είπατε στην πρώτη δήλωσή σας μετά την ορκωμοσία της κυβερνήσεως Καραμανλή πως πηγή της εξουσίας παραμένουν οι Αμερικανοί, το ΝΑΤΟ και αι Ένοπλαι Δυνάμεις», ρωτήθηκε. «Κάτω από αυτές τις συνθήκες πώς δικαιολογείτε την επιστροφή σας στην Ελλάδα;». Στην απάντησή του, ο Παπανδρέου εμμένει στην ορθότητα της αρχικής δήλωσής του. «Δεν νομίζω πως κανείς αμφισβητεί την ακρίβεια των διαπιστώσεων που περιέχονται σ’ αυτή τη δήλωση. Η σημερινή κυβέρνηση δεν αναδείχτηκε από το λαό. Στηρίζεται στη ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων». Αλλά συνέχισε με μια αξιοσημείωτη επεξήγηση: «Αυτό, όμως, δεν σημαίνει πως τίποτα δεν άλλαξε. Κάτι πράγματι άλλαξε». Και με αναφορά στην αποτυχημένη επιχείρηση του Παπαδόπουλου να νομιμοποιήσει τη χούντα το προηγούμενο έτος, ο Παπανδρέου εξήγησε τι ήταν αυτό. «Ο Καραμανλής δεν είναι Μαρκεζίνης. Εκπροσωπεί τις δυνάμεις της παραδοσιακής Δεξιάς στην Ελλάδα και είναι σε θέση σε μεγάλο βαθμό να τις ενώσει. Διαθέτει γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο μια διαπραγματευτική δύναμη απέναντι στην ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων».
*Επτά χρόνια χωρίζουν την ενθουσιώδη επιστροφή του Ανδρέα Παπανδρέου στην Αθήνα τον Αύγουστο του 1974 από την ογκώδη προεκλογική συγκέντρωση τον Οκτώβριο του 1981. Στο διάστημα αυτό το εκλογικό ποσοστό του ΠΑΣΟΚ σχεδόν τετραπλασιάστηκε. 

Η παραδοχή ότι, με Καραμανλή στην εξουσία, «κάτι» έχει αλλάξει είναι αξιοσημείωτη. Από την πρώτη τους συνάντηση το καλοκαίρι του 1960, ο Παπανδρέου είχε εκτιμήσει τον Καραμανλή ως έναν αποφασιστικό ηγέτη με τον δυναμισμό, το πείσμα και τη δεξιοτεχνία να επιβάλλει τη θέλησή του. Εντούτοις, αυτή η εκτίμηση δεν ισοδυναμούσε με μια ταύτιση των πολιτικών πεποιθήσεών τους. Αντιθέτως, η επισήμανση της ικανότητας του Καραμανλή, στην υφιστάμενη συγκυρία, να ενώσει τη Δεξιά, υπονοεί τη φιλοδοξία του Παπανδρέου να αναδειχθεί ως το αντίπαλον δέος του στον χώρο της Αριστεράς.


Ενθουσιώδης υποδοχή στο αεροδρόμιο

Για να πετύχει αυτή η φιλοδοξία, ο Παπανδρέου έλαβε υπόψη το γεγονός ότι, ενώ η παράδοση της εξουσίας στους πολιτικούς ήταν ειρηνική, η μετάβαση προς κάποια εκδοχή κοινοβουλευτικής δημοκρατίας ήταν κάθε άλλο παρά βελούδινη. Περικυκλώθηκε από αγκάθια και κινδύνους. Και μάλιστα, στις 11 Αυγούστου, μερικές μέρες πριν από την επιστροφή του Παπανδρέου, ο Καραμανλης είχε μία αποφασιστική αναμέτρηση με τα απομεινάρια της χούντας στις τάξεις του στρατού. Οταν τα τεθωρακισμένα, ακόμα υπό τον έλεγχο του Ιωαννίδη, αρνήθηκαν να εκτελέσουν τις διαταγές της κυβέρνησης να αποσυρθούν από την Αττική, ο Καραμανλής απείλησε να παραιτηθεί.
Ο Καραμανλής κέρδιζε το στοίχημα, αλλά τρεις μέρες μετά, ήρθε από το εξωτερικό μια νέα απειλή με το ξέσπασμα του δεύτερου Αττίλα της πρωινές ώρες της 14ης Αυγούστου. Με την κήρυξη πολέμου ανέφικτη, ο Καραμανλής διέταξε την απόσυρση των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, μία πράξη που, κατά τον στενό του συνεργάτη, Τάκη Λαμπρία, λειτούργησε ως ένα «άνοιγμα βαλβίδας για τη διαφυγή της εκρηκτικά συσσωρευμένης λαϊκής αγανακτήσεως» για την αδρανή στάση της Ατλαντικής Συμμαχίας απέναντι στην τουρκική επιθετικότητα.
Μέσα σ’ αυτό το υπερφορτισμένο κλίμα, ο Ανδρέας Παπανδρέου επέσπευσε την επιστροφή του στην Ελλάδα που προγραμματιζόταν για λίγο αργότερα. Η απόφαση της αποχώρησης από το ΝΑΤΟ– που, κατά τρόπο ειρωνικό, απηχούσε μία από το πιο αμφιλεγόμενες θέσεις του ΠΑΚ– ανακοινώθηκε στην Αθήνα στις 9 ώρα το βράδυ της εισβολής. Αμέσως ο Αντώνης Λιβάνης πήρε τηλέφωνο στο σπίτι τού Παπανδρέου στο Τορόντο, όπου ήταν 2 η ώρα το πρωί. Μέχρι το απόγευμα της ίδιας μέρας, ο Παπανδρέου, μαζί με τη Μαργαρίτα και την Αγγέλα Κοκκόλα, κατευθύνονταν αεροπορικώς προς την Ελλάδα. Με στάση μιας ημέρας στο Λονδίνο, όπου ο Παπανδρέου είχε μια ζοφερή, δίωρη συνομιλία με τον Μακάριο, έφθασε στο Ελληνικό στις 16 Αυγούστου για μία ενθουσιώδη, αν και χαοτική υποδοχή.
*Προεκλογική συγκέντρωση του ΠΑΣΟΚ στην πλατεία Συντάγματος 

Ριζοσπαστική η ιδρυτική διακήρυξη

Σε γραπτή ανακοίνωσή του (την οποία δεν μπόρεσε να εκφωνήσει λόγω των συνθηκών που επικρατούσαν στο αεροδρόμιο, αλλά δημοσιεύτηκε στον Τύπο), ο Παπανδρέου αναφέρθηκε στις τελευταίες εξελίξεις: «Ο λαός έχει συναγάγει τα συμπεράσματά του. Η προσχώρηση τις Ελλάδας στη συμμαχία του ΝΑΤΟ και η εξάρτηση από τις Ηνωμένες Πολιτείας όχι μόνο δεν απετέλεσαν εγγύησι της εδαφικής ακεραιότητος, αλλά το αντίθετον. Απετέλεσαν τον ακρογωνιαίο λίθο του διαμελισμού της Κύπρου και της μεγάλης μας εθνικής περιπέτειας». Και έκλεισε με τον ισχυρισμό με τον οποίο θα ανοίξει η διακήρυξη της 3ης Σεπτεμβρίου, το ιδρυτικό μανιφέστο το ΠΑΣΟΚ, δεκαοκτώ ημέρες αργότερα: «Η ρίζα της εθνικής μας κακοδαιμονίας είναι και ήταν η εξάρτησις της χώρας μας […] πρέπει να θέσουμε τέρμα […] να σπάσουμε τα δεσμά που χάλκευσε ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός στα πλαίσια της Ατλαντικής Συμμαχίας». Και έτσι, με σημαία την εθνική ανεξαρτησία, ο Παπανδρέου σηματοδοτούσε την πρόθεσή του να εμμείνει στις ριζοσπαστικές θέσεις τις οποίες διαμόρφωσε ως αρχηγός του ΠΑΚ κατά τη διάρκεια της χούντας.
Ωστόσο, ο Παπανδρέου δεν γύριζε στην Ελλάδα με ανατρεπτικές προθέσεις. Αντιθέτως, άρρηκτα συνδεδεμένη με την απόφαση της επιστροφής ήταν η υποστήριξη της μετάβασης προς την κοινοβουλευτική δημοκρατία. Βέβαια, το πρόγραμμα του ΠΑΣΟΚ ήταν ριζοσπαστικό. Αλλά η προοπτική του στηριζόταν στην επιτυχή επαναφορά του κοινοβουλευτισμού. Και ως προς τούτο, η δραστηριότητα του Παπανδρέου διαμορφώθηκε με βάση δύο ειδών προαπαιτούμενα: προαπαιτούμενα «διαφοροποίησης» και προαπαιτούμενα «σταθεροποίησης».
Τα πρώτα επιβλήθηκαν από την ανάγκη να διαφοροποιηθεί με κάθε δυνατό τρόπο από όλους τους τύπους και συμβολισμούς του παλαιού πολιτικού κατεστημένου και συγκεκριμενοποιήθηκαν με την άρνησή του να ηγηθεί της παλαιάς Ένωσης Κέντρου. Επίσης, με τον χαρακτηρισμό του ΠΑΣΟΚ ως κινήματος και όχι κόμματος, με την εισαγωγή του όρου και της έννοιας του σοσιαλισμού στο κέντρο του δημόσιου λόγου του, με την πρόσκληση στον λαό για αυτοοργάνωση, και ακόμα με το ζιβάγκο και το πέτσινο σακάκι.
*Ο Ανδρέας Παπανδρέου αρνήθηκε να ηγηθεί της παλαιάς Ένωσης Κέντρου.

Εντούτοις, ο Παπανδρέου έδρασε και σταθεροποιητικά με τον περιορισμό των κινητοποιήσεων και των πολιτικών απαιτήσεων. Τρεις ημέρες μετά την άφιξή του στην Αθήνα, δήλωσε ότι δεν πρόκειται να οργανώσει διαδηλώσεις και πορείες διαμαρτυρίας. Και, ενώ η διακήρυξη της 3ης Σεπτεμβρίου πρότεινε ριζοσπαστικές αλλαγές, οι άμεσες απαιτήσεις της ήταν μετρημένες: «τιμωρία των ενόχων», «κάθαρση του κρατικού μηχανισμού» και «αποκατάσταση των θυμάτων της χούντας». Στη συνέντευξη Τύπου για την ίδρυση του ΠΑΣΟΚ, υπογράμμισε ότι η ικανοποίηση αυτών των απαιτήσεων ήταν αναγκαία για την εκπλήρωση των ριζοσπαστικών στόχων του νέου φορέα, προσθέτοντας επίσης την ανάγκη να εξασφαλίσει η πολιτική ηγεσία τον απόλυτο έλεγχο των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας.
Στις 17 Νοεμβρίου 1974 διεξάχθηκαν οι πρώτες μεταχουντικές εκλογές, με το ΠΑΣΟΚ να αναδεικνύεται τρίτο κόμμα. Ηταν ένα βαρύ πλήγμα για το ηθικό του αρχηγού του. Συνήλθε, όμως, καθώς διαισθανόταν ότι, πάρα τις προσπάθειες του Καραμανλή να ανανεώσει τη Δεξιά στο απόηχο της πτώσης της χούντας, υπήρχαν ακόμα ανέκφραστα υπόγεια κοινωνικά ρεύματα που θα ευνοήσουν τη ανάπτυξη του ΠΑΣΟΚ. Και προχώρησε στην εκπλήρωση μιας τρίτης κατηγορίας προαπαιτουμένων, που ήταν απαραίτητα, κατά τη γνώμη του, για τη επιτυχία του: την καθιέρωση της θέσης του ως αδιαμφισβήτητου αρχηγού, ανεξάρτητου και κυρίαρχου, με πλήρη ελευθερία κινήσεων.

* Ο κ. Σπύρος Δραΐνας είναι συγγραφέας του βιβλίου «Ανδρέας Παπανδρέου: Η Γέννηση ενός Πολιτικού Αντάρτη», εκδόσεις Ψυχογιός.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

LinkWithin

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...