Γιατί δημιουργήθηκε το νέο Σύμφωνο
Του Ευάνθη Xατζηβασιλείου*
Στις 4 Απριλίου 1949, υπογράφηκε στην Ουάσιγκτον ο Οργανισμός του Βορειοατλαντικού Συμφώνου (North Atlantic Treaty Organization).
Επρόκειτο για τη συμμαχία των ΗΠΑ και του Καναδά με χώρες της Δυτικής Ευρώπης (Βρετανία, Γαλλία, Ιταλία, Βέλγιο, Ολλανδία, Λουξεμβούργο, Νορβηγία, Δανία, Πορτογαλία, Ισλανδία), με σκοπό την προστασία της Γηραιάς Ηπείρου από ενδεχόμενη στρατιωτική επίθεση της Σοβιετικής Ενωσης. Οι ΗΠΑ είχαν πολεμήσει σε δύο παγκοσμίους πολέμους στην Ευρώπη, και είχαν επίσης, μετά το 1945, αναλάβει υποχρεώσεις πολιτικής και οικονομικής υφής (με το Δόγμα Τρούμαν και το Σχέδιο Μάρσαλ). Ηταν όμως η πρώτη φορά που η νεόκοπη υπερατλαντική υπερδύναμη επωμιζόταν, επίσημα και μακροπρόθεσμα, στρατιωτικές υποχρεώσεις στο ανατολικό ημισφαίριο σε καιρό ειρήνης. Υπό την έννοια αυτή, η ίδρυση του ΝΑΤΟ αποτέλεσε κομβικό σημείο για την εξέλιξη του Ψυχρού Πολέμου. Ηταν η επισημοποίηση του γεγονότος ότι ο Ψυχρός Πόλεμος περιλάμβανε και τη στρατιωτική αντιπαράθεση των δύο «κόσμων» στην καρδιά της Ευρώπης.
Επρόκειτο για τη συμμαχία των ΗΠΑ και του Καναδά με χώρες της Δυτικής Ευρώπης (Βρετανία, Γαλλία, Ιταλία, Βέλγιο, Ολλανδία, Λουξεμβούργο, Νορβηγία, Δανία, Πορτογαλία, Ισλανδία), με σκοπό την προστασία της Γηραιάς Ηπείρου από ενδεχόμενη στρατιωτική επίθεση της Σοβιετικής Ενωσης. Οι ΗΠΑ είχαν πολεμήσει σε δύο παγκοσμίους πολέμους στην Ευρώπη, και είχαν επίσης, μετά το 1945, αναλάβει υποχρεώσεις πολιτικής και οικονομικής υφής (με το Δόγμα Τρούμαν και το Σχέδιο Μάρσαλ). Ηταν όμως η πρώτη φορά που η νεόκοπη υπερατλαντική υπερδύναμη επωμιζόταν, επίσημα και μακροπρόθεσμα, στρατιωτικές υποχρεώσεις στο ανατολικό ημισφαίριο σε καιρό ειρήνης. Υπό την έννοια αυτή, η ίδρυση του ΝΑΤΟ αποτέλεσε κομβικό σημείο για την εξέλιξη του Ψυχρού Πολέμου. Ηταν η επισημοποίηση του γεγονότος ότι ο Ψυχρός Πόλεμος περιλάμβανε και τη στρατιωτική αντιπαράθεση των δύο «κόσμων» στην καρδιά της Ευρώπης.
Τα αίτια της δημιουργίας του ΝΑΤΟ πρέπει να αναζητηθούν σε δύο επίπεδα: πρώτον, την εντεινόμενη δυτικοευρωπαϊκή ανασφάλεια, και δεύτερον τη συμπεριφορά της Σοβιετικής Ενωσης το έτος 1948, που τελικά έπεισε τους Αμερικανούς για την ανάγκη δικής τους παρέμβασης. Στο πρώτο επίπεδο, οι Δυτικοευρωπαίοι -κυρίως οι Βρετανοί και οι Γάλλοι- είχαν πλήρη επίγνωση της στρατιωτικής αδυναμίας τους έναντι της Μόσχας, και επίμονα πίεζαν την Ουάσιγκτον για εγκαθίδρυση μιας συμμαχικής σχέσης. Είναι ενδεικτικό ότι μετά τη σύναψη της αγγλογαλλικής Συνθήκης της Δουνκέρκης το 1947 (μιας συμμαχίας των δύο κρατών), τα βρετανικά στρατιωτικά σχέδια ασχολούνταν αποκλειστικά με το πώς ο βρετανικός στρατός θα έβρισκε λιμάνι για να φύγει από την Ευρώπη, και όχι με το πώς και πού θα πολεμούσε... Ωστόσο, έως το 1948, οι Αμερικανοί ήταν απρόθυμοι να εμπλακούν σε μια στρατιωτική συμμαχία στη Γηραιά Ηπειρο, που θα τερμάτιζε και επίσημα τη «μεγάλη συμμαχία» του 1941 με τους Σοβιετικούς. Αφενός η Ουάσιγκτον δεν θεωρούσε ότι οι Σοβιετικοί επιδίωκαν ένοπλη αναμέτρηση, και αφετέρου η αμερικανική κοινή γνώμη ζητούσε την επιστροφή των στρατιωτών στην πατρίδα τους- «to bring the boys home». Η Ουάσιγκτον διαμήνυσε στους Δυτικοευρωπαίους ότι σε κάθε περίπτωση, θα εξέταζε το αίτημά τους μόνον εάν οι ίδιες οι ευρωπαϊκές χώρες αποδείκνυαν την προθυμία τους να υπερβούν τις παλαιές εθνικιστικές διενέξεις τους και να συνεργαστούν. Τούτο οδήγησε στη σύναψη του Συμφώνου των Βρυξελλών, τον Μάρτιο του 1948, μεταξύ της Βρετανίας, Γαλλίας, Βελγίου, Ολλανδίας και Λουξεμβούργου. Ετσι, οι Δυτικοευρωπαίοι ικανοποίησαν έναν όρο που έθεταν οι Αμερικανοί για να εξετάσουν τη δική τους ανάμειξη. Ωστόσο, το Σύμφωνο των Βρυξελλών (που αργότερα εξελίχθηκε στη Δυτικοευρωπαϊκή Ένωση) δεν εκπροσωπούσε επαρκή στρατιωτική ισχύ.τική Συμμαχία
Οι Δυτικοευρωπαίοι, επομένως, συνέχιζαν να νιώθουν ανασφαλείς. Και- κατά τρόπο ειρωνικό- το πρόβλημά τους το έλυσε η ίδια η Σοβιετική Ενωση, η οποία το 1948-49 έκανε ό,τι μπορούσε ώστε να πείσει τους Δυτικούς για τις επιθετικές της προθέσεις. Το πραξικόπημα της Πράγας, τον Φεβρουάριο του 1948, έδωσε αποφασιστική ώθηση στη δημιουργία του Συμφώνου των Βρυξελλών, ενώ επίσης ενίσχυσε τις αμερικανικές τάσεις για μια συμμαχία με τη Δυτική Ευρώπη. Κυρίως, ο αποκλεισμός του Βερολίνου από τον Ιούνιο του 1948 έπεισε τους Αμερικανούς ότι οι Σοβιετικοί θα μπορούσαν να προκαλέσουν έναν νέο πόλεμο, αν μη τι άλλο λόγω της μεγάλης ανισορροπίας ισχύος που υπήρχε στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Οι διαπραγματεύσεις για την ίδρυση του ΝΑΤΟ άρχισαν μετά την επιβολή του αποκλεισμού του Βερολίνου, και εξελίχθηκαν ταυτόχρονα με τις δικές του εντάσεις. Με τη σκληρή στάση τους, οι Σοβιετικοί συνένωσαν τις δυτικές χώρες εναντίον τους. Στην ίδρυση του ΝΑΤΟ, αναγνωρίζεται ευρέως ο ρόλος που έπαιξε ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών, Ερνεστ Μπέβιν, εκ των ηγετών του Εργατικού Κόμματος.
Ο ρόλος των Αμερικανών και ο «αυτοματισμός»
Η απόφαση των Αμερικανών να αποδεχθούν μια συμμαχία με τους Δυτικοευρωπαίους εδραζόταν στην ανάγκη που διέβλεψαν να παρέμβουν ώστε να αποκαταστήσουν την ισορροπία στη Γηραιά Ηπειρο: έκριναν δηλαδή ότι η δική τους ανάμειξη ήταν αναγκαία ώστε να μην ελέγξουν οι Σοβιετικοί τη Δυτική Ευρώπη και επομένως το σύνολο του ευρασιατικού χερσαίου χώρου. Ηταν επίσης και παροχή μιας διαβεβαίωσης στους Δυτικοευρωπαίους, το ηθικό των οποίων είχε καταρρακωθεί από τις σοβιετικές κινήσεις στην Τσεχοσλοβακία και το Βερολίνο. Πάντως, σε αυτή την πρώτη φάση, το ΝΑΤΟ δεν διέθετε σημαντική στρατιωτική δύναμη και οργάνωση, τις οποίες απέκτησε μόνον μετά τον πανικό που δημιούργησε στη Δύση ο πόλεμος της Κορέας. Το 1949-50, το ΝΑΤΟ παρέμενε μια κατά βάση πολιτική εγγύηση των ΗΠΑ για την ανεξαρτησία των δυτικοευρωπαϊκών κρατών από τη Μόσχα.
Η έκταση της δυτικοευρωπαϊκής ανασφάλειας διαφάνηκε από τη σημασία που προσέλαβε, κατά τις διαπραγματεύσεις, το περιλάλητο ζήτημα του «αυτοματισμού» της εγγύησης, η οποία ενσωματωνόταν στο άρθρο 5 του Βορειοατλαντικού Συμφώνου. Το σύμφωνο όριζε ότι επίθεση εναντίον ενός μέλους θα αντιμετωπίζεται ως επίθεση εναντίον όλων. Εξ ορισμού, όμως, η αξιοπιστία μιας συμμαχίας αυξάνεται όταν προβλέπει πως, σε περίπτωση επίθεσης εναντίον ενός μέλους, όλα τα υπόλοιπα βρίσκονται «αυτομάτως» σε κατάσταση πολέμου με τον επιτιθέμενο. Ωστόσο, όπως έκαναν σαφές οι Αμερικανοί στους Δυτικοευρωπαίους, τούτο δεν μπορούσε να προβλεφθεί στο Βορειοατλαντικό Σύμφωνο, καθώς βάσει του αμερικανικού Συντάγματος, η κήρυξη του πολέμου ανήκει στις αρμοδιότητες του Κογκρέσου και όχι της κυβέρνησης. Εάν μια τέτοια «αυτόματη» ρύθμιση ενσωματωνόταν στη συμφωνία (τόνιζαν οι Αμερικανοί) ήταν πολύ πιθανόν να απορριφθεί από το Κογκρέσο, το οποίο θα προστάτευε τα συνταγματικά του δικαιώματα. Για τούτο, το άρθρο 5 του Συμφώνου όριζε ότι εάν κράτος- μέλος δεχόταν επίθεση, τα υπόλοιπα θα εμπλέκονταν στον πόλεμο σύμφωνα με τις «συνταγματικές τους διαδικασίες». Η πρόβλεψη προκάλεσε τη δυσφορία των Δυτικοευρωπαίων, που θεωρούσαν ότι ενείχε τον κίνδυνο της «εγκατάλειψής» τους από τους Αμερικανούς σε περίπτωση σοβιετικής επίθεσης. Και αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο -στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου και ιδίως των πρώτων του φάσεων- με δυτικοευρωπαϊκή επιμονή, τα στρατεύματα προκαλύψεως του ΝΑΤΟ στη Γερμανία (δηλαδή τα στρατεύματα της πρώτης γραμμής του λεγόμενου Κεντρικού Μετώπου) περιλάμβαναν αμερικανικές δυνάμεις: οι Δυτικοευρωπαίοι ήθελαν, σε περίπτωση σοβιετικής επίθεσης, να σκοτωθούν Αμερικανοί στρατιώτες από την πρώτη ημέρα, ώστε να υποχρεωθεί το Κογκρέσο να κηρύξει τον πόλεμο. Η έντονη ανασφάλεια των Δυτικοευρωπαίων, η ανάγκη τους να διατηρήσουν τους Αμερικανούς εμπλεγμένους στη Γηραιά Ηπειρο και η φοβία τους ότι οι Αμερικανοί θα μπορούσαν να τους «εγκαταλείψουν» αποτέλεσαν μόνιμα μοτίβα της ιστορίας του ΝΑΤΟ στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου.
*Ο Αϊζενχάουερ, πρώτος ανώτατος συμμαχικός διοικητής Ευρώπης
Η πολιτική ταυτότητα της Συμμαχίας
Θα ήταν λάθος να μονοπωληθεί η προσοχή μας αποκλειστικά από τη στρατιωτική λειτουργία του ΝΑΤΟ στην ψυχροπολεμική αντιπαράθεση. Η σύγχρονη βιβλιογραφία επισημαίνει την -ήδη από την αρχή- έντονη αίσθηση των εμπλεκομένων χωρών ότι το ΝΑΤΟ δεν ήταν απλώς μια στρατιωτική διευθέτηση: ήταν μια ένωση κρατών βασισμένη σε κοινές αξίες, πολιτικές και πολιτισμικές, οι οποίες αποτελούσαν την ουσιαστική συνεκτική του ουσία. Τούτο άλλωστε έγινε σαφές και στα σημαντικότερα πολιτικά κείμενα της συμμαχίας κατά τον Ψυχρό Πόλεμο, δηλαδή την Εκθεση των Τριών του 1956, και την Εκθεση Χάρμελ του 1967. Το ΝΑΤΟ είχε μια πολιτική ταυτότητα: ήταν -πάνω από όλα- ουσιώδες τμήμα μιας θεσμικά οργανωμένης κοινότητας των δυτικών κρατών. Η οργάνωση τούτη ήταν και στρατιωτική, αλλά και οικονομική (μέσω του Οργανισμού για την Ευρωπαϊκή Οικονομική Συνεργασία, την GATT και άλλους οργανισμούς), και πολιτική/πολιτισμική (μέσω του Συμβουλίου της Ευρώπης). Παρά τα συχνά προβλήματα που δημιουργούνταν από την ανισομέρεια της ισχύος μεταξύ του βορειοαμερικανικού και του ατλαντικού πυλώνα του, ο μεταπολεμικός δυτικός κόσμος συνδύαζε τον σεβασμό των εθνικών ταυτοτήτων των μελών του, τη διεθνή τους συνεργασία σε διάφορα επίπεδα, αλλά και δι-εθνικά (transnational) στοιχεία, όπως τις αρχές του πολιτικού φιλελευθερισμού, την πίστη στις αρχές της μετριοπάθειας και της εξελικτικότητας, την ίδια την αίσθηση του ανήκειν σε έναν πολιτισμό με βαθιές ιστορικές ρίζες. Μία από τις κορυφώσεις της συγκρότησης αυτής της θεσμικά οργανωμένης μεταπολεμικής Δύσης ήταν και η ίδρυση του ΝΑΤΟ.
* Ο κ. Ευάνθης Χατζηβασιλείου είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Η ένταξη Ελλάδας και Τουρκίας
*Στις 18 Φεβρουαρίου 1952
η Αν. Μεσόγειος ετέθη
υπό την προστασία των ΗΠΑ
Της Εκάβης Aθανασοπούλου*
Η απόφαση του Βόρειου Ατλαντικού Συμβουλίου (15 Οκτωβρίου 1951) να ενταχθούν στο ΝΑΤΟ η Ελλάδα και η Τουρκία σήμαινε την προέκταση της αμερικανικής ομπρέλας στρατιωτικής προστασίας στην Ανατολική Μεσόγειο δυόμισι χρόνια μετά την υπογραφή της Συνθήκης του Βορείου Ατλαντικού.
Ηταν μια αξιοσημείωτη καθυστέρηση. Πού οφειλόταν;
Ηταν μια αξιοσημείωτη καθυστέρηση. Πού οφειλόταν;
Δεδομένων των στρατηγικών συμφερόντων των ΗΠΑ στην Ανατολική Μεσόγειο- τα οποία καταδείκνυαν τα ποσά στρατιωτικής βοήθειας προς την Ελλάδα και την Τουρκία μετά την εξαγγελία του Δόγματος Τρούμαν (1947)- και μετά την αμερικανική δέσμευση ως προς την άμυνα της Δυτικής Ευρώπης, μια επίσημη αμερικανική δέσμευση αναφορικά με την άμυνα και των δύο αυτών χωρών έμοιαζε προφανής. Αυτή ήταν πράγματι η πεποίθηση των τουρκικών κυβερνήσεων οι οποίες από τα τέλη του 1948 ασκούσαν συνεχή και συστηματική πίεση στις ΗΠΑ για να εξασφαλίσουν μια επίσημη αμερικανική δέσμευση στρατιωτικής προστασίας. Η Αθήνα επίσης ενδιαφερόταν για μια τέτοια αμερικανική δέσμευση, ιδίως εάν προσφερόταν στην Τουρκία, έστω και αν απασχολημένη με εσωτερικά προβλήματα δεν πίεζε αισθητώς την Ουάσιγκτον. Την προέκταση της αμερικανικής στρατιωτικής ομπρέλας προστασίας στην Ανατολική Μεσόγειο επιθυμούσε επίσης το Λονδίνο. Αλλά οι Αμερικανοί απέκλειαν, μέχρι και τα τέλη του 1950, την ενσωμάτωση αυτής της περιοχής μέσα στα όρια στρατιωτικής τους ευθύνης παρά τη σημασία της για τα συμφέροντά τους.
άλλαξε τη στάση της Ουάσιγκτον
Η στάση των ΗΠΑ γίνεται κατανοητή εάν ληφθεί υπ’ όψιν το περιορισμένο μέγεθος της στρατιωτικής ετοιμότητάς τους, το οποίο καθιστούσε δύσκολο να ανταποκριθούν, κατά το πρώτο στάδιο ενός πολέμου, ακόμα και στις υποχρεώσεις που είχαν αναλάβει αναφορικά με την άμυνα της Δυτικής Ευρώπης. Ουσιαστικά, η απροθυμία των Αμερικανών να αναλάβουν και άλλες επίσημες στρατιωτικές δεσμεύσεις οφειλόταν μερικώς στην αποφασιστικότητα του προέδρου Τρούμαν να διατηρήσει έναν ισορροπημένο, μεταξύ αμυντικών και λοιπών δαπανών, εθνικό προϋπολογισμό, και επίσης στην απουσία παγκόσμιων εξελίξεων, οι οποίες θα απαιτούσαν έναν υψηλότερο βαθμό πολεμικής ετοιμότητας.
Αλλά υπήρχαν και άλλοι λόγοι που εξηγούν την απροθυμία της Ουάσιγκτον. Στις αρχές της μεταπολεμικής περιόδου, η αμερικανική πολιτική προς την Ανατολική Μεσόγειο δεν χαρακτηριζόταν από συνοχή και συνέπεια. Το 1947 η αμερικανική προσοχή στράφηκε προς αυτήν ως αποτέλεσμα της απόφασης της Βρετανίας να τερματίσει τη βοήθεια προς την Ελλάδα και την Τουρκία. Μετά την εξαγγελία του Δόγματος Τρούμαν, η Ουάσιγκτον πέρασε στο επόμενο θέμα, το οποίο αφορούσε τα περίπλοκα στρατιωτικά και οικονομικά ζητήματα της δυτικοευρωπαϊκής ασφάλειας και μετά το 1949 επίσης τα ζητήματα ασφάλειας της Νοτιοανατολικής Ασίας. Ετσι, παρόλο που το αμερικανικό ενδιαφέρον για την Ανατολική Μεσόγειο συνεχιζόταν, η περιοχή δεν κατείχε πλέον εξέχουσα θέση στη σκέψη των σχεδιαστών της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Μόνο στα τέλη του 1950 η περιοχή αυτή άρχισε και πάλι να τους απασχολεί, καθώς οι αντιλήψεις τους για τα θέματα ασφάλειας εξελίσσονταν δραματικώς κάτω από την επίδραση του πολέμου της Κορέας.
Οι στρατιωτικές δαπάνες
Ηδη από τα τέλη του 1949 η επιτυχημένη δοκιμή έκρηξης ατομικής βόμβας από τους Σοβιετικούς και η απώλεια της Κίνας στους κομμουνιστές είχαν παρακινήσει τον Τρούμαν να εγκρίνει την επανεξέταση της εθνικής πολιτικής ασφαλείας. Ως αποτέλεσμα τον Απρίλιο του 1950 το Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας των ΗΠΑ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ενώ οι Σοβιετικοί ανέπτυσσαν τις στρατιωτικές δυνατότητές τους, τα αμερικανικά στρατιωτικά προγράμματα ήταν επικινδύνως ανεπαρκή. Ετσι το Συμβούλιο εισηγήθηκε σημαντική αύξηση των στρατιωτικών δαπανών συμπεριλαμβανομένου και του εξοπλισμού των συμμάχων. Το ξέσπασμα εχθροπραξιών στην Κορέα επιτάχυνε τον μηχανισμό αποφάσεων και η παραπάνω εισήγηση εγκρίθηκε ως πολιτική. Σε πρακτικά μεγέθη αυτό σήμαινε ότι ο αμυντικός προϋπολογισμός των ΗΠΑ θα τριπλασιαζόταν για το οικονομικό έτος του 1951. Για πρώτη φορά μετά την έναρξη του Ψυχρού Πολέμου τα αμερικανικά διεθνή συμφέροντα εκφράζονταν σε ουσιαστικά στρατιωτικά μεγέθη.
Η ανάπτυξη μιας περισσότερο αποφασιστικής αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής έγινε αμέσως αισθητή εντός της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας, της οποίας τη στρατιωτικοποίηση άρχισε η Ουάσιγκτον να προωθεί. Ωστόσο, οι ΗΠΑ δεν είχαν ακόμα την απαραίτητη αυτοπεποίθηση για μια συνολική αναθεώρηση της διεθνούς στάσης τους. Η προγραμματισμένη αύξηση των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων θα ευνοούσε πρωτίστως τη Δυτική Ευρώπη, καθώς αυτή αποτελούσε περιοχή υψηλής αμυντικής προτεραιότητας. Η Ελλάδα και η Τουρκία θα λάμβαναν αυξημένη στρατιωτική βοήθεια και σε περίπτωση κρίσης λόγω επίθεσης, από τη Σοβιετική Ενωση ή από σοβιετικό δορυφόρο, οι ΗΠΑ θα ασχολούνταν με την άμυνα της περιοχής σε μια ad hoc βάση.
Η εμπλοκή αμερικανικών στρατιωτικών δυνάμεων με κινεζικές δυνάμεις στην Κορέα ενίσχυσε στην Ουάσιγκτον την ανησυχία ότι η Μόσχα πιθανώς θα διακινδύνευε έναν γενικό πόλεμο. Ετσι εντατικοποιήθηκαν οι προσπάθειες με στόχο την ενίσχυση της αμυντικής προετοιμασίας του ΝΑΤΟ. Αυτό ήταν το ευρύτερο περιβάλλον μέσα στο οποίο το Βόρειο Ατλαντικό Συμβούλιο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι εάν, μέσα στα επόμενα δύο χρόνια, η Μόσχα αποφάσιζε να κινηθεί εναντίον της Δυτικής Ευρώπης η εισβολή στη Γιουγκοσλαβία θα ήταν απαραίτητη. Και επομένως, συμπλήρωνε το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, οι Σοβιετικοί θα έπρεπε να καταστήσουν ουδέτερες ή/και να καταστρέψουν τις γιουγκοσλαβο-ελληνο-τουρκικές δυνάμεις. Ετσι η ιδέα ότι η Ελλάδα, η Τουρκία και η Γιουγκοσλαβία μπορούσαν να αποτελέσουν την ασπίδα προστασίας της Δυτικής Ευρώπης από μια σοβιετική επίθεση μέσω της Νοτιοανατολικής Ευρώπης άρχισε να αναπτύσσεται στο μυαλό της αμερικανικής ηγεσίας.
Παράλληλα εξελισσόταν η αντίληψη ότι οι στρατιωτικές δυνάμεις των τριών χωρών θα μπορούσαν να συντελέσουν στην οργάνωση της άμυνας της Δυτικής Ευρώπης. Κοντολογίς, καθώς οι Αμερικανοί στην προσπάθειά τους να οργανώσουν έναν στρατό για τη δυτικοευρωπαϊκή άμυνα αντιμετώπιζαν το ανυπέρβλητο πρόβλημα ότι αυτός ο στρατός δεν θα μπορούσε να αποκτήσει αξιόλογο μέγεθος κατά τη διάρκεια του 1951, άρχισε να αποδίδεται σημασία στο ότι στη Νοτιοανατολική Ευρώπη υπήρχαν τρεις μεγάλοι στρατοί σκληρής μαχητικής ικανότητας και υψηλού ηθικού. Οι στρατοί αυτοί τουλάχιστον θα αποτελούσαν μια απειλή για τη σοβιετική πτέρυγα και θα οδηγούσαν στην ακινητοποίηση σημαντικού αριθμού σοβιετικών και δορυφορικών μεραρχιών. Επιπλέον, εάν εξοπλίζονταν κατάλληλα, θα μπορούσαν ακόμη και να αναλάβουν προσωρινά την επίθεση ώστε να ανακουφίσουν την πίεση στη Δυτική Ευρώπη σε μια κρίσιμη στιγμή. Ετσι η Ουάσιγκτον άρχισε να θεωρεί μια συμμαχία με την Τουρκία και την Ελλάδα απαραίτητη ώστε να συντονισθεί μαζί με τις στρατιωτικές δυνάμεις τους ο αμυντικός σχεδιασμός στη Δυτική Ευρώπη (αλλά και στη Μέση Ανατολή), καθώς η Αγκυρα έθετε μια τέτοια συμμαχία ως quid pro quo για την πλήρη στρατιωτική συνεργασία της με τις ΗΠΑ. Και για τους Αμερικανούς η σύσταση αυτής της συμμαχίας διαμέσου του ΝΑΤΟ αποτελούσε τον ταχύτερο και καλύτερο τρόπο για την υλοποίησή της.
*Νατοϊκές εγκαταστάσεις στην Τουρκία
Τα αποτελέσματα της διεύρυνσης
για τις δύο χώρες και για τη Δύση
Η ένταξη Ελλάδας και Τουρκίας στο ΝΑΤΟ αντικατόπτριζε την ισχύ των ΗΠΑ στη Δυτική Ευρώπη. Η Ολλανδία μαζί με τις σκανδιναβικές χώρες είχε εκφράσει μεγάλη απροθυμία αναφορικά με την ένταξή τους (και κυρίως της Τουρκίας). Το βασικό τους επιχείρημα ήταν ότι η διεύρυνση αυτή αντιτίθεται στην πρωταρχική ιδέα της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας, δηλαδή την ύπαρξη πολιτισμικής κοινότητας. Το επιχείρημα αυτό δεν συγκίνησε τους Αμερικανούς που, ορθώς ή μη, είχαν αποφασίσει να θυσιάσουν την ιδέα της πολιτισμικής κοινότητας στον βωμό των απαιτήσεων των στρατηγικών τους συμφερόντων όπως αυτά προέκυπταν από την ανάλυση στην Ουάσιγκτον των νέων δεδομένων. Οι προαναφερθείσες χώρες αισθάνθηκαν ότι είχαν γίνει παίγνια των μεγάλων δυνάμεων, καθώς οι Αμερικανοί είχαν ζητήσει την άποψη της Βρετανίας και της Γαλλίας αλλά είχαν παντελώς αγνοήσει τα μικρότερα μέλη της Συμμαχίας πριν από την επίσημη ανακοίνωση της πρότασης διεύρυνσης στο Συμβούλιο. Ωστόσο ουδεμία ήταν διατεθειμένη να προβάλει βέτο κατά της εισήγησης των ΗΠΑ. De jure όλα τα μέλη της Συμμαχίας ήταν ισότιμα. De facto οι ΗΠΑ ήταν περισσότερο ισότιμες από τα άλλα.
Η ένταξη της Ελλάδας και της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ ήταν ένα σημαντικό βήμα και για τις δύο χώρες. Οι προφανείς συνέπειες ήταν η αύξηση της αίσθησης ασφάλειάς τους και η θεσμική τους σύνδεση με τη Δύση. Αλλά υπήρχαν και άλλες οι οποίες θα γίνονταν αντιληπτές αργότερα. Ισως η πιο σημαντική ήταν το ότι η αμερικανική «επιρροή» στην Αθήνα και στην Άγκυρα ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο με έντονο αντίκτυπο στην εξωτερική αλλά και στην εσωτερική τους πολιτική για αρκετά χρόνια. Επίσης, η ένταξη των δύο χωρών είχε απώτερες συνέπειες οι οποίες αφορούσαν όχι μόνο τις σχέσεις τους με τις ΗΠΑ αλλά και τις μεταξύ τους σχέσεις, οι οποίες δηλητηριάστηκαν μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1950. Για τους έντονους επικριτές (στην Αθήνα και στην Αγκυρα) της αμερικανικής πολιτικής αναφορικά με τις ελληνοτουρκικές διαφορές, η Ουάσιγκτον δεν προασπιζόταν τα δίκαια αιτήματα της Ελλάδας ή της Τουρκίας αντιστοίχως, επειδή πάντα έδινε προτεραιότητα στα συμφέροντα της Συμμαχίας. Για τους περισσότερο μετριοπαθείς, το θεσμικό πλαίσιο του ΝΑΤΟ συνετέλεσε, ωστόσο, στην αποφυγή ενός πολέμου ανάμεσα στις δύο χώρες.
Iδωμένη από την ευρύτερη θεώρηση της διεθνούς πολιτικής της περιόδου, η πρώτη διεύρυνση του ΝΑΤΟ ήταν μια σημαντικότατη εξέλιξη. Αυτή συνιστούσε ένα περαιτέρω βήμα της αμερικανικής πολιτικής της ανάσχεσης της Σοβιετικής Ένωσης, η οποία πλέον βρισκόταν σε πλήρη άνθηση στην Ουάσιγκτον. Με την ενσωμάτωση της Ανατολικής Μεσογείου στον δυτικοευρωπαϊκό αμυντικό χώρο, οι Αμερικανοί επέκτειναν το δυτικό τόξο ανάσχεσης και οι ΗΠΑ εδραιώθηκαν στην Ευρώπη από τις ακτές της Νορβηγίας ώς τις μεσογειακές ακτές της Εγγύς Ανατολής. Το επόμενο αναμενόμενο βήμα επρόκειτο να είναι η προσπάθεια οικοδόμησης ενός νότιου τόξου που θα ένωνε την Ανατολική Μεσόγειο με το ανατολικό τόξο ανάσχεσης, το οποίο η Ουάσιγκτον πυρετωδώς οικοδομούσε από την Κορέα και την Ιαπωνία μέχρι το Βιετνάμ και τις Φιλιππίνες.
* Η κ. Εκάβη Αθανασοπούλου είναι λέκτωρ στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και επιστημονική συνεργάτις του ΕΛΙΑΜΕΠ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου