*Οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις
στην πέτρινη δεκαετία
με φόντο τις σπίθες του Κυπριακού,
τους φόβους και τις προεκλογικές επισκέψεις
Oι ελληνοαμερικανικές σχέσεις δεν υπήρξαν ποτέ εύκολες ή ανέφελες. Αιτία, η γεωστρατηγική θέση του δίδυμου Ελλάδας Τουρκίας στον χάρτη του μεταπολεμικού κόσμου. Οι δύο χώρες, ανάχωμα στην κομμουνιστική διείσδυση στον χώρο της Μεσογείου και των πετρελαιοπηγών της Μέσης Ανατολής,βρέθηκαν στο επίκεντρο της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής αμέσως μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η ανάσχεση αυτής της απειλής, γνωστής ως containment,στάθηκε θεμελιώδης αρχή επάνω στην οποία βασίστηκε η χάραξη της στρατηγικής του Στέιτ Ντιπάρτμεντ και, βεβαίως, από την εφαρμογή της δεν μπορούσε να εξαιρεθεί ούτε η Κύπρος.
Στα σχέδια «νατοποίησης» της νήσου και μετατροπής του Κυπριακού από διεθνές ζήτημα σε μία ακόμη ελληνοτουρκική διαφορά, αντέδρασαν δυναμικά όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις. Σήμερα θα σταθούμε στα γεγονότα του 1964 που προηγήθηκαν της επίσκεψης του Γεωργίου Παπανδρέου στην Ουάσιγκτον τον Ιούνιο του ιδίου έτους για κατ΄ ιδίαν συνομιλίες του με τον πρόεδρο Τζόνσον προς αποφυγήν μιας ελληνοτουρκικής σύρραξης, που οσημέραι διαφαινόταν περισσότερο ορατή από ποτέ.
Αναμφίβολα η δεκαετία του 1960 υπήρξε η δραματικότερη όλων όσες βίωσε στη νεότερη Ιστορία του ο τόπος που, σημειωτέον, διατηρούσε ακόμη νωπές τις σκληρές αναμνήσεις ενός αδυσώπητου εμφυλίου πολέμου. Με την αποχώρηση των βρετανικών στρατευμάτων λόγω αδυναμίας της Βρετανίας- η οικονομία της οποίας επίσης παρέπαιε- να τα συντηρήσει, η κηδεμονία της χώρας πέρασε στις ΗΠΑ.
Το αμερικανικό ενδιαφέρον όμως που εκδηλωνόταν με πολλαπλές επισκέψεις αξιωματούχων από την πέρα του Ατλαντικού υπερδύναμη και λατρεία και θαυμασμό για το φυσικό κάλλος και το αρχαίο παρελθόν της χώρας μας, σπάνια συνέπιπτε με το καλώς εννοούμενο εθνικό συμφέρον και την πάγια στρατηγική όλων ανεξαιρέτως των ελληνικών κυβερνήσεων σε θέματα όπως το Κυπριακό, εξαιτίας του οποίου Ελλάδα και Τουρκία στο παρά πέντε κυριολεκτικά και όχι για μία φορά απέφυγαν μια πολεμική αναμέτρηση με ανυπολόγιστες συνέπειες.
Χαρακτηριστική της κινητικότητας που μόλις περιγράφηκε παραμένει η διετία 1963- 1964, αρχής γενομένης με τη σχεδιαζόμενη δεύτερη κατά σειρά επίσκεψη της τότε πρώτης κυρίας των ΗΠΑ Ζακλίν Κένεντι που, σύμφωνα με δημοσίευμα της «Ηerald Τribune» (φύλλο 18.9.1963) και φωτογραφία της μπροστά στον ναό του Ποσειδώνα στο Σούνιο από προηγούμενη επίσκεψή της το 1961 στην Ελλάδα, προανήγγελλε την επιθυμία της να ξεκουραστεί στα ελληνικά νησιά μετά την ταλαιπωρία γεννήσεως του τρίτου κατά σειρά νεκρού ωστόσο παιδιού της Πάτρικ, αποκλείοντας την Ιταλία, « ένθα δεν έμεινε απολύτως ικανοποιημένη εκ στάσεως Ιταλών αρμοδίων και Τύπου, αναπαύσεώς της εκεί μη αρκούντως εξασφαλισθείσης» (Προσωπικόν, Απόρρητον διά κ. Υπουργόν ΑΠ 393, 1 Φεβρουαρίου 1963, πρέσβης Αλ. Μάτσας από Ουάσιγκτον). Μάλιστα, η ίδια ενδιαφερόταν για επινοικίαση στο όνομα της αδελφής της κατοικίας « διά Ιούλιον και Αύγουστον εις δροσερόν απαραιτήτως μέρος ακτής Σαρωνικού, ή ελλείψει τοιαύτης, εν Υδρα ή Μυκόνω» (άνευ ΑΠ, Δ. Μπίτσιος από Ν. Υόρκη, 8 Φεβρουαρίου 1963).
Στο μεταξύ, τον Απρίλιο του 1963 θα επισκεφθεί την Ελλάδα ο πρόεδρος του Συμβουλίου Αρχηγών των γενικών Επιτελείων των ΗΠΑ, στρατηγός Μaxwel Τaylor, που θα γίνει δεκτός πλην άλλων και από τον ίδιον τον βασιλιά, ο δημοσιογράφος Walter Lippmann σε ιδιωτική επίσκεψη με την οικογένειά του επισκεπτόμενος Σπέτσες, Κρήτη, Επίδαυρο και Δελφούς, ο αρχιδικαστής Εarl Warren (για γεύμα του οποίου στου Φλόκα το ΥΠΕΞ κατέβαλε 2.276 δρχ. και άνθη στο ανθοπωλείο «Θωμάς» 180 δρχ.- ΑΠ 922 υπουργείο Β. Ελλάδος, Θεσσαλονίκη 17 Αυγ. 1963), ο υπουργός Εμπορίου Luther Ηodges με τη σύζυγό του (Σεπτέμβριος 1963), ο υφυπουργός Εσωτερικών Carr (Σεπτέμβριος 1963), ο υποκυβερνήτης της Καλιφόρνιας Glenn Αnderson και ο δημοσιογράφος John Chapel συνοδευόμενος από 35 ακόμη αμερικανούς πολίτες της κομητείας Αlameda της Καλιφόρνιας.
Στο μεταξύ στις 31 Δεκεμβρίου ορκίζεται η υπηρεσιακή κυβέρνηση Παρασκευόπουλου και αρχίζει εν μέσω ιδιαίτερα αντίξοων καιρικών συνθηκών, με χιονοθύελλες που σαρώνουν τη χώρα, ο προεκλογικός αγώνας που θα λήξει με πρωτοφανή νίκη της Ενώσεως Κέντρου και τη Δεξιά πρώτη φορά μετά τον Εμφύλιο να σημειώνει τόσο χαμηλά ποσοστά. Μια άλλη θύελλα όμως που μαίνεται την ίδια περίοδο, όχι καιρική, απειλώντας με πόλεμο Ελλάδα και Τουρκία συνταράζει την Κύπρο. Επρόκειτο για μετακινήσεις τουρκοκυπριακών πληθυσμών με φανερό σκοπό την προετοιμασία του εδάφους για διχοτόμηση του νησιού και το αποτρόπαιο γεγονός της σφαγής τριών μοναχών στο μοναστήρι της Παναγίας της Γαλακτοφορούσας. Η συμπαράσταση της Μόσχας και του ιδίου του ΓΓ του ΚΚΣΕ Ν. Χρουστσόφ στον Μακάριο οξύνει τα αντανακλαστικά της αμερικανικής διπλωματίας που διά στόματος του προέδρου Κένεντι διακηρύσσει ότι οι ΗΠΑ δεν θα αποδεχθούν μια δεύτερη Κούβα, την Κύπρο, στον χώρο της Μεσογείου.
Εν μέσω προεκλογικής περιόδου και λόγω της κρισιμότητας των καιρών, στις 7 Ιανουαρίου 1964 συνέρχεται σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών υπό τον βασιλιά. Μεσολαβούν επισκέψεις στην Αθήνα αμερικανών αξιωματούχων, του διοικητή των αεροπορικών δυνάμεων ΝΑ Ευρώπης, πτέραρχου Γουέστερν και του διοικητή του ΝΑΤΟ, στρατηγού Λέμνιτσερ. Στις 4 Μαΐου σύμφωνα με ανακοίνωση της USΙS και του Γ.Τ. του Λευκού Οίκου φτάνει στην Αθήνα (και την επομένη στην Άγκυρα) ο πρόεδρος της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της Γερουσίας, γερουσιαστής Τζ. Γ. Φουλμπράιτ προκειμένου «να εκφράση την ανησυχίαν των ΗΠΑ διά την Κύπρον». Σε άκρως απόρρητο (ΑΠ 2340, 4 Μαΐου 1964) έγγραφό του ο Μάτσας από την Ουάσιγκτον χαρακτήριζε την αποστολή ως έχουσα «χρίσμα προεδρικής πρωτοβουλίας» καθ΄ ότι σύμφωνα με τον συνομιλητή του, υπουργό Τάλμποτ, ο αμερικανός πρόεδρος ήταν «λίαν τεθορυβημένος εκ προβλημάτων και γεγονότων περιοχής». Στο ίδιο έγγραφο ο έλληνας πρέσβης εξέφραζε την εκτίμηση ότι «αποστολή Γερουσιαστού συνδέεται πως προς αναφερθείσαν υμίν εντύπωσίν μου καθ΄ ην Αμερικανοί αμφιταλαντεύονται μεταξύ φόβου δράσεως και φόβου απραξίας». Δεδομένου δε ότι στις ΗΠΑ μεσολαβούσε επίσης προεκλογική περίοδος, ο ίδιος συμπλήρωνε πως η αποστολή Φουλμπράιτ σε Αθήνα και Αγκυρα «λόγω κοινοβουλευτικής ιδιότητος και γνωστής ιδιοσυγκρασίας απεσταλμένου απαλλάσσει ευθύνης ύπατον άρχοντα. Ούτω Πρόεδρος επιδείξη ενδιαφέρον και δραστηριότητα χωρίς να εκτεθή» (όπ.π.).
Σε νέα δοκιμασία περιέρχονται οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις. Στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη οργανώνονται μαζικές διαδηλώσεις με συμμετοχή ακόμη και μαθητών. Η κυβέρνηση Παπανδρέου αποφασίζει να διακόψει τις εκπομπές του ΒΒC και της «Φωνής της Αμερικής» εξαιτίας των φιλοτουρκικών αναμεταδόσεών τους. Ο επικεφαλής της Αμερικανικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (USΙS) επισκέπτεται τον Ανδρέα Παπανδρέου για να διαμαρτυρηθεί και μπροστά στην ακαμψία του τελευταίου απέρχεται απειλώντας.
Σε λίγες ημέρες, όταν αυτός έλειπε σε άδεια, ανακοινώνεται στην εδώ αμερικανική πρεσβεία ότι η ελληνική κυβέρνηση τον θεωρούσε persona non grata και δεν επιθυμούσε την επάνοδό του στη χώρα.
Με επίσημη ανακοίνωση αναβάλλεται η προγραμματισμένη επίσκεψη του 6ου στόλου στα ελληνικά λιμάνια (θα πραγματοποιηθεί τελικά τον Οκτώβριο του ιδίου έτους). Μέσα σε αυτό το τεταμένο κλίμα ο Γεώργιος Παπανδρέου θα αναχωρήσει στις 23 Ιουνίου 1964 για την Ουάσιγκτον επιβιβαζόμενος στο προεδρικό αεροπλάνο που έστειλε στην Αθήνα για να τον παραλάβει ο πρόεδρος Τζόνσον. Με μια σύντομη στάση στη Μαδρίτη, όπου το αεροπλάνο ερευνήθηκε εξονυχιστικά εξαιτίας ανώνυμης πληροφορίας ότι είχε τοποθετηθεί ωρολογιακός μηχανισμός, θα προσγειωθεί το απόγευμα της ιδίας μέρας στο Γουίλιαμσμπουργκ της Βιρτζίνια. Νωρίς το πρωί της επομένης, ελικόπτερο θα μεταφέρει τον έλληνα πρωθυπουργό και τη συνοδεία του στην Ουάσιγκτον.
«Μία ακόμη πολιτική γκάφφα» χαρακτήριζε δημοσίευμα της εφημερίδας «Τα Νέα» (φύλλο 25 Σεπτεμβρίου 1963) την επίσκεψη της Κένεντι στην Ελλάδα (αριστερά, το δημοσίευμα της «Ηerald Τribune»), κατηγορώντας τον Λευκό Οίκο ότι το ταξίδι αυτό σε προεκλογική περίοδο αποτελεί «συγκεκαλυμμένην εκδήλωσιν ευνοίας προς τον κ. Καραμανλήν», προσθέτοντας ότι οι ΗΠΑ «παραμένουν πάντοτε εκτός κλίματος και εκτός πραγματικότητος των χωρών με τας οποίας συνδέονται και συνεργάζονται».
Στα σχέδια «νατοποίησης» της νήσου και μετατροπής του Κυπριακού από διεθνές ζήτημα σε μία ακόμη ελληνοτουρκική διαφορά, αντέδρασαν δυναμικά όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις. Σήμερα θα σταθούμε στα γεγονότα του 1964 που προηγήθηκαν της επίσκεψης του Γεωργίου Παπανδρέου στην Ουάσιγκτον τον Ιούνιο του ιδίου έτους για κατ΄ ιδίαν συνομιλίες του με τον πρόεδρο Τζόνσον προς αποφυγήν μιας ελληνοτουρκικής σύρραξης, που οσημέραι διαφαινόταν περισσότερο ορατή από ποτέ.
Αναμφίβολα η δεκαετία του 1960 υπήρξε η δραματικότερη όλων όσες βίωσε στη νεότερη Ιστορία του ο τόπος που, σημειωτέον, διατηρούσε ακόμη νωπές τις σκληρές αναμνήσεις ενός αδυσώπητου εμφυλίου πολέμου. Με την αποχώρηση των βρετανικών στρατευμάτων λόγω αδυναμίας της Βρετανίας- η οικονομία της οποίας επίσης παρέπαιε- να τα συντηρήσει, η κηδεμονία της χώρας πέρασε στις ΗΠΑ.
Το αμερικανικό ενδιαφέρον όμως που εκδηλωνόταν με πολλαπλές επισκέψεις αξιωματούχων από την πέρα του Ατλαντικού υπερδύναμη και λατρεία και θαυμασμό για το φυσικό κάλλος και το αρχαίο παρελθόν της χώρας μας, σπάνια συνέπιπτε με το καλώς εννοούμενο εθνικό συμφέρον και την πάγια στρατηγική όλων ανεξαιρέτως των ελληνικών κυβερνήσεων σε θέματα όπως το Κυπριακό, εξαιτίας του οποίου Ελλάδα και Τουρκία στο παρά πέντε κυριολεκτικά και όχι για μία φορά απέφυγαν μια πολεμική αναμέτρηση με ανυπολόγιστες συνέπειες.
Χαρακτηριστική της κινητικότητας που μόλις περιγράφηκε παραμένει η διετία 1963- 1964, αρχής γενομένης με τη σχεδιαζόμενη δεύτερη κατά σειρά επίσκεψη της τότε πρώτης κυρίας των ΗΠΑ Ζακλίν Κένεντι που, σύμφωνα με δημοσίευμα της «Ηerald Τribune» (φύλλο 18.9.1963) και φωτογραφία της μπροστά στον ναό του Ποσειδώνα στο Σούνιο από προηγούμενη επίσκεψή της το 1961 στην Ελλάδα, προανήγγελλε την επιθυμία της να ξεκουραστεί στα ελληνικά νησιά μετά την ταλαιπωρία γεννήσεως του τρίτου κατά σειρά νεκρού ωστόσο παιδιού της Πάτρικ, αποκλείοντας την Ιταλία, « ένθα δεν έμεινε απολύτως ικανοποιημένη εκ στάσεως Ιταλών αρμοδίων και Τύπου, αναπαύσεώς της εκεί μη αρκούντως εξασφαλισθείσης» (Προσωπικόν, Απόρρητον διά κ. Υπουργόν ΑΠ 393, 1 Φεβρουαρίου 1963, πρέσβης Αλ. Μάτσας από Ουάσιγκτον). Μάλιστα, η ίδια ενδιαφερόταν για επινοικίαση στο όνομα της αδελφής της κατοικίας « διά Ιούλιον και Αύγουστον εις δροσερόν απαραιτήτως μέρος ακτής Σαρωνικού, ή ελλείψει τοιαύτης, εν Υδρα ή Μυκόνω» (άνευ ΑΠ, Δ. Μπίτσιος από Ν. Υόρκη, 8 Φεβρουαρίου 1963).
Στο μεταξύ, τον Απρίλιο του 1963 θα επισκεφθεί την Ελλάδα ο πρόεδρος του Συμβουλίου Αρχηγών των γενικών Επιτελείων των ΗΠΑ, στρατηγός Μaxwel Τaylor, που θα γίνει δεκτός πλην άλλων και από τον ίδιον τον βασιλιά, ο δημοσιογράφος Walter Lippmann σε ιδιωτική επίσκεψη με την οικογένειά του επισκεπτόμενος Σπέτσες, Κρήτη, Επίδαυρο και Δελφούς, ο αρχιδικαστής Εarl Warren (για γεύμα του οποίου στου Φλόκα το ΥΠΕΞ κατέβαλε 2.276 δρχ. και άνθη στο ανθοπωλείο «Θωμάς» 180 δρχ.- ΑΠ 922 υπουργείο Β. Ελλάδος, Θεσσαλονίκη 17 Αυγ. 1963), ο υπουργός Εμπορίου Luther Ηodges με τη σύζυγό του (Σεπτέμβριος 1963), ο υφυπουργός Εσωτερικών Carr (Σεπτέμβριος 1963), ο υποκυβερνήτης της Καλιφόρνιας Glenn Αnderson και ο δημοσιογράφος John Chapel συνοδευόμενος από 35 ακόμη αμερικανούς πολίτες της κομητείας Αlameda της Καλιφόρνιας.
Στο μεταξύ στις 31 Δεκεμβρίου ορκίζεται η υπηρεσιακή κυβέρνηση Παρασκευόπουλου και αρχίζει εν μέσω ιδιαίτερα αντίξοων καιρικών συνθηκών, με χιονοθύελλες που σαρώνουν τη χώρα, ο προεκλογικός αγώνας που θα λήξει με πρωτοφανή νίκη της Ενώσεως Κέντρου και τη Δεξιά πρώτη φορά μετά τον Εμφύλιο να σημειώνει τόσο χαμηλά ποσοστά. Μια άλλη θύελλα όμως που μαίνεται την ίδια περίοδο, όχι καιρική, απειλώντας με πόλεμο Ελλάδα και Τουρκία συνταράζει την Κύπρο. Επρόκειτο για μετακινήσεις τουρκοκυπριακών πληθυσμών με φανερό σκοπό την προετοιμασία του εδάφους για διχοτόμηση του νησιού και το αποτρόπαιο γεγονός της σφαγής τριών μοναχών στο μοναστήρι της Παναγίας της Γαλακτοφορούσας. Η συμπαράσταση της Μόσχας και του ιδίου του ΓΓ του ΚΚΣΕ Ν. Χρουστσόφ στον Μακάριο οξύνει τα αντανακλαστικά της αμερικανικής διπλωματίας που διά στόματος του προέδρου Κένεντι διακηρύσσει ότι οι ΗΠΑ δεν θα αποδεχθούν μια δεύτερη Κούβα, την Κύπρο, στον χώρο της Μεσογείου.
Εν μέσω προεκλογικής περιόδου και λόγω της κρισιμότητας των καιρών, στις 7 Ιανουαρίου 1964 συνέρχεται σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών υπό τον βασιλιά. Μεσολαβούν επισκέψεις στην Αθήνα αμερικανών αξιωματούχων, του διοικητή των αεροπορικών δυνάμεων ΝΑ Ευρώπης, πτέραρχου Γουέστερν και του διοικητή του ΝΑΤΟ, στρατηγού Λέμνιτσερ. Στις 4 Μαΐου σύμφωνα με ανακοίνωση της USΙS και του Γ.Τ. του Λευκού Οίκου φτάνει στην Αθήνα (και την επομένη στην Άγκυρα) ο πρόεδρος της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της Γερουσίας, γερουσιαστής Τζ. Γ. Φουλμπράιτ προκειμένου «να εκφράση την ανησυχίαν των ΗΠΑ διά την Κύπρον». Σε άκρως απόρρητο (ΑΠ 2340, 4 Μαΐου 1964) έγγραφό του ο Μάτσας από την Ουάσιγκτον χαρακτήριζε την αποστολή ως έχουσα «χρίσμα προεδρικής πρωτοβουλίας» καθ΄ ότι σύμφωνα με τον συνομιλητή του, υπουργό Τάλμποτ, ο αμερικανός πρόεδρος ήταν «λίαν τεθορυβημένος εκ προβλημάτων και γεγονότων περιοχής». Στο ίδιο έγγραφο ο έλληνας πρέσβης εξέφραζε την εκτίμηση ότι «αποστολή Γερουσιαστού συνδέεται πως προς αναφερθείσαν υμίν εντύπωσίν μου καθ΄ ην Αμερικανοί αμφιταλαντεύονται μεταξύ φόβου δράσεως και φόβου απραξίας». Δεδομένου δε ότι στις ΗΠΑ μεσολαβούσε επίσης προεκλογική περίοδος, ο ίδιος συμπλήρωνε πως η αποστολή Φουλμπράιτ σε Αθήνα και Αγκυρα «λόγω κοινοβουλευτικής ιδιότητος και γνωστής ιδιοσυγκρασίας απεσταλμένου απαλλάσσει ευθύνης ύπατον άρχοντα. Ούτω Πρόεδρος επιδείξη ενδιαφέρον και δραστηριότητα χωρίς να εκτεθή» (όπ.π.).
Σε νέα δοκιμασία περιέρχονται οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις. Στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη οργανώνονται μαζικές διαδηλώσεις με συμμετοχή ακόμη και μαθητών. Η κυβέρνηση Παπανδρέου αποφασίζει να διακόψει τις εκπομπές του ΒΒC και της «Φωνής της Αμερικής» εξαιτίας των φιλοτουρκικών αναμεταδόσεών τους. Ο επικεφαλής της Αμερικανικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (USΙS) επισκέπτεται τον Ανδρέα Παπανδρέου για να διαμαρτυρηθεί και μπροστά στην ακαμψία του τελευταίου απέρχεται απειλώντας.
Σε λίγες ημέρες, όταν αυτός έλειπε σε άδεια, ανακοινώνεται στην εδώ αμερικανική πρεσβεία ότι η ελληνική κυβέρνηση τον θεωρούσε persona non grata και δεν επιθυμούσε την επάνοδό του στη χώρα.
Με επίσημη ανακοίνωση αναβάλλεται η προγραμματισμένη επίσκεψη του 6ου στόλου στα ελληνικά λιμάνια (θα πραγματοποιηθεί τελικά τον Οκτώβριο του ιδίου έτους). Μέσα σε αυτό το τεταμένο κλίμα ο Γεώργιος Παπανδρέου θα αναχωρήσει στις 23 Ιουνίου 1964 για την Ουάσιγκτον επιβιβαζόμενος στο προεδρικό αεροπλάνο που έστειλε στην Αθήνα για να τον παραλάβει ο πρόεδρος Τζόνσον. Με μια σύντομη στάση στη Μαδρίτη, όπου το αεροπλάνο ερευνήθηκε εξονυχιστικά εξαιτίας ανώνυμης πληροφορίας ότι είχε τοποθετηθεί ωρολογιακός μηχανισμός, θα προσγειωθεί το απόγευμα της ιδίας μέρας στο Γουίλιαμσμπουργκ της Βιρτζίνια. Νωρίς το πρωί της επομένης, ελικόπτερο θα μεταφέρει τον έλληνα πρωθυπουργό και τη συνοδεία του στην Ουάσιγκτον.
«Μία ακόμη πολιτική γκάφφα» χαρακτήριζε δημοσίευμα της εφημερίδας «Τα Νέα» (φύλλο 25 Σεπτεμβρίου 1963) την επίσκεψη της Κένεντι στην Ελλάδα (αριστερά, το δημοσίευμα της «Ηerald Τribune»), κατηγορώντας τον Λευκό Οίκο ότι το ταξίδι αυτό σε προεκλογική περίοδο αποτελεί «συγκεκαλυμμένην εκδήλωσιν ευνοίας προς τον κ. Καραμανλήν», προσθέτοντας ότι οι ΗΠΑ «παραμένουν πάντοτε εκτός κλίματος και εκτός πραγματικότητος των χωρών με τας οποίας συνδέονται και συνεργάζονται».
Η κυρία Φωτεινή Τομαή είναι ιστορικός, πρεσβευτής σύμβουλος Α' στο υπουργείο Εξωτερικών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου