Από το ΒΗΜΑ της ΚΥΡΙΑΚΗΣ
http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=2&artId=318814&dt=07/03/2010
*Η δίκη των Εξ στην αίθουσα της Βουλής (σήμερα Παλαιά Βουλή)
ΑΠΟ ΟΛΕΣ τις ξένες δυνάμεις, η Βρετανία είχε τον πλέον αυξημένο ρόλο και επιρροή στα ελληνικά πράγματα σε ολόκληρη τη διάρκεια του εθνικού διχασμού, στον οποίο είχε οδηγήσει η σφοδρή αντιπαράθεση Βενιζελικών και οπαδών του στέμματος. Οι δεσμοί αίματος της ελληνικής δυναστείας με τη βρετανική ήταν ένας από τους παράγοντες ενδιαφέροντος της γηραιάς Αλβιώνος. Ασφαλώς όμως υπήρχαν και άλλοι λόγοι. Οι διπλωματικές εκθέσεις της εποχής, όπως και οι αγορεύσεις στη Βουλή των Κοινοτήτων την ίδια περίοδο, μεταξύ αυτών και του τότε πρωθυπουργού Μπόναρ Λο, που ανακοίνωνε την ίδια ημέρα εκτελέσεως των Εξι τη διακοπή των διπλωματικών σχέσεων της χώρας του με την Ελλάδα χαρακτηρίζοντας την «εις κεφαλικήν ποινήν καταδίκην των πρώην υπουργών ως πράξιν βαρβαρότητος» , περιλαμβάνουν εξαιρετικά οξείς χαρακτηρισμούς σε βάρος της Επαναστατικής Επιτροπής, που διέταξε την παραπομπή των υπευθύνων της Μικρασιατικής Καταστροφής.
Σε ένα ιδιαίτερα δυσμενές, όπως είδαμε και στο προηγούμενο άρθρο, διεθνές διπλωματικό περιβάλλον, η αναγγελία διακοπής των διπλωματικών σχέσεων Ελλάδας Βρετανίας ήταν αναμφίβολα μεγάλο πλήγμα για τη χώρα. Ο βρετανός πρεσβευτής στην Αθήνα Λίντλεϊ χαρακτήριζε σε μακροσκελή του έκθεση την καταδίκη των Εξι ως μία «φάρσα από δικαστικής και νομικής απόψεως», για δε τους δικαστές σημείωνε ότι «ούτε αμερόληπτοι ήσαν, ούτε πείραν διέθετον». Ο ίδιος δε, μόλις πληροφορήθηκε περί τις 2 το μεσημέρι την εκτέλεση των Εξι, αφού απηύθυνε ρηματική διακοίνωση στο ελληνικό ΥΠΕΞ, με την οποία εξηγούσε τον λόγο της αναχωρήσεώς του για τη Λωζάννη με τον σιδηρόδρομο SimplonΟrient, ανακοίνωνε ταυτόχρονα και τη διακοπή των ελληνοβρετανικών διπλωματικών σχέσεων.
Την μήνιν των Βρετανών για «το βενιζελικό έγκλημα», όπως το χαρακτήριζε ο Λίντλεϊ, φυσικά δεν διέφυγε ούτε ο ίδιος ο Βενιζέλος, που ευρισκόμενος στη συνδιάσκεψη της Λωζάννης, έλαβε μήνυμα από τον ομόλογό του λόρδο Κόρζον να απουσιάσει την επομένη από τις εργασίες της, ενώ το γεγονός ότι ο Κόρζον τον απέφευγε με επιδεικτικό τρόπο στους διαδρόμους της διασκέψεως επί ημέρες, ακριβώς γιατί δεν είχε καταλήξει με ποιο τρόπο έπρεπε να αντιδράσει στη φρικτή εντύπωση που είχαν προκαλέσει «αι δικαστικαί εκείναι δολοφονίαι» (these judicial murders, επείγον, no 266, 14 Νοεμβρίου 1922), οδήγησε τον έλληνα πολιτικό στην απόφαση να υποβάλει αίτημα παραιτήσεώς του από τις εργασίες της Λωζάννης, υποδεικνύοντας μάλιστα ως αντικαταστάτη του τον Νικόλαο Πολίτη (Απόρρητον, Α.Π. 13383 16/29 Νοεμβρίου 1922, ώρα 7.00 μ.μ.). Ηταν φανερό, πως η διαπίστωση, κατά απόλυτο μάλιστα και κατηγορηματικό τρόπο του βρετανού πρεσβευτή στην Αθήνα Λίντλεϊ που βεβαίωνε «το ότι ο Βενιζέλος ηδύνατο να εμποδίση τας εκτελέσεις οποτεδήποτε προ της παραιτήσεως της πολιτικής κυβερνήσεως, θεωρώ ως αναμφισβήτητον» (F.Ο. Documents, First Series vol ΧVΙΙΙ, no232) δεν άφηνε κανένα περιθώριο επιείκειας των Βρετανών έναντι του Κρητός πολιτικού προκειμένου να αποτρέψει «κάτι το οποίον θα εθεωρείτο από την κοινήν γνώμην ως ειδεχθές έγκλημα» (οπ.π., no. Εγγ. 232). Σε φάκελο του ΥΠΕΞ η αλληλογραφία των τεσσάρων συνηγόρων των κατηγορουμένων, εκ των οποίων του ενός αναγιγνώσκεται μετά βεβαιότητος η υπογραφή (Σωτηριάδης) υπάρχει λίστα είκοσι συνολικά αιτουμένων στοιχείων (αλληλογραφίας, τηλεγραφημάτων κ.λπ.) «προς τον Πρόεδρον της Ανακριτικής Επιτροπής... καθόσον πάντα τα έγγραφα ταύτα εισί στοιχειωδώς απαραίτητα διά την αποκάλυψιν της αληθείας και την πλήρη ημών υπεράσπισιν». Στο αίτημα, ο Επαναστατικός Επίτροπος Νεόκοσμος Γρηγοριάδης, συνταγματάρχης πεζικού, απαντούσε εμμέσως πέντε ημέρες αργότερα με έγγραφό του προς το ΥΠΕΞ (αρ. 6, 27 Οκτωβρίου 1922) με το οποίο εισηγείτο ότι «επειδή ευρίσκομεν το ίνα λάβωσι γνώσιν των υπ΄ αυτών αιτηθέντων φακέλων...λίαν ασύμφορον,παρακαλούμεν όπως, ευαρεστούμενοι διατάξητε ένα εκ των υφ΄ υμάς υπαλλήλων ίνα προσκομίση τους ως άνω φακέλους εις τας φυλακάς Αβέρωφ, ένθα οι ως άνω κατηγορούμενοι κρατούνται, καθ΄ ώραν παρ΄ υμών ορισθησομένην» .
Η κυρία Φωτεινή Τομαή είναι ιστορικός, Πρεσβευτής Σύμβουλος Α΄ στο υπουργείο Εξωτερικών.
Από τη φυλακή όπου βρισκόταν με υψηλό πυρετό: «Ημείς ευρόντες εκκρεμή την επιχείρησιν ταύτην αρξαμένην υπό όρους ελαττωματικούς, παραταθείσαν επί διετίαν άνευ χρησιμοποιήσεως της τότε ευνοϊκής καταστάσεως, ουδ΄ επί στιγμήν εσκέφθημεν να εξάρωμεν τα ελαττώματα της επιχειρήσεως, αλλ΄ ως Έλληνες μόνον εις το εθνικόν συμφέρον αποβλέποντες κατεβάλομεν πάσας ημών τας δυνάμεις, ίνα εξασφαλίσωμεν την επιτυχίαν αυτής, εργασθέντες και επί του στρατιωτικού και επί του διπλωματικού εδάφους με παν μέσον το οποίον διαθέταμεν, εις ουδέν έτερον αποβλέποντες παρά εις την επιτυχίαν των εθνικών σκοπών και την πραγμάτωσιν των εθνικών πόθων. Εν τω κατηγορητηρίω μάς αποδίδονται διάφοροι ενέργειαι, αι οποίαι κατά το κατηγορητήριον χαρακτηρίζονται ως αποτελούσαι το έγκλημα της εσχάτης προδοσίας. Υποτίθεται δηλαδή κατά το κατηγορητήριον ότι αι ενέργειαι αύται αι οποίαι κατ΄ αυτό ήγαγον εις το αποτέλεσμα της εγκαταλείψεως της Ασιατικής χώρας εγένοντο υφ΄ ημών επί τω σκοπώ να επιτευχθή το αποτέλεσμα τούτο... Άνευ της τοιαύτης υποθέσεως δεν ημπορεί να γίνη λόγος περί εγκλήματος εσχάτης προδοσίας. Αμα αρθή εκ του μέσου η υπόθεσις και αν υποτεθή ότι πράγματι υφ΄ ημών εγένοντο και απέβησαν επιβλαβείς θα απετέλουν το πολύ αδεξίαν ή αμελή διαχείρισιν των συμφερόντων του Κράτους, ουδέποτε όμως εσχάτην προδοσίαν, ήτις διαπράττεται μόνον όταν ο πράττων πράξιν (καθ΄ ωρισμένον τρόπον και εις ωρισμένην έκτασιν) επιβλαβή εις τα εθνικά συμφέροντα αποβλέπει εις την βλάβην αυτήν και θέλει την βλάβην αυτήν. Αλλ΄ η υπόθεσις ότι ημείς απεβλέψαμεν και ηθελήσαμεν την εις το Μικρασιατικόν έδαφος εισβολήν του εχθρού δεν είνε αξία καν ανασκευής».
«...Από της απόψεως αυτής νομίζω ότι εκάμαμεν ό,τι ήτο ανθρωπίνως δυνατόν, προσεφέραμεν εις τον τόπον με όλην την ειλικρίνειαν και αφοσίωσιν, ό,τι είχεν η ψυχή μας, ό,τι είχεν η καρδιά μας και η διάνοιά μας, είναι δε εκ των φοβερωτέρων ονείρων όταν μετά τοιαύτην εργασίαν εφθάσαμεν να ριφθώμεν εδώ εις το εδώλιον των κατηγορουμένων, κατηγορούμενοι διά το απαισιώτερον των εγκλημάτων. Κύριε Πρόεδρε, την συγκίνησιν και την αγωνίαν την οποίαν ησθάνθησαν οι εκεί αγωνιζόμενοι τον αγώνα, την συναισθανόμεθα βαθύτατα μέχρι των μυχιωτάτων της ψυχής μας. Εδώσαμεν ό,τι είχαμε εις τον τόπον μας εις υμάς απόκειται να κρίνετε...».
«Π ερί ήττης αυτό δεν το ομολογώ. Ουδέ παραδέχομαι τοιαύτην. Ατυχίαν έσχεν, φρικτήν ατυχίαν, ήτις όμως είναι εκ των δυνατών εις όλους τους στρατούς. Οι μεγαλείτεροι (sic) στρατοί οι ενδοξότεροι στρατοί ητύχησαν, εν τη ιστορία αυτών.Διά τον στρατόν τον ιδικόν μας η ατυχία αυτή κατά την εμήν γνώμην δεν είναι ανεπανόρθωτος. Η δύναμις, η ζωτική της φυλής ημών είναι μεγάλη. Ο Στρατός παρ΄ ημίν είναι Στρατός εθνικός. Ό,τι επετέλεσε, το επετέλεσε διότι εν εαυτώ είχε την δύναμιν του Έθνους. Ο στρατός δι΄ όσων έπραξε διότι εν τη ιστορία θα μείνουν αναμφισβητήτως ως μεγάλαι σελίδες δόξης τα γενόμενα εν Μ. Ασία- επετέλεσε πράγματα τα οποία υπερβαίνουν ίσως όλα τα μέχρι τούδε παρ΄ αυτού του ιδίου Στρατού επιτελεσθέντας, ο οποίος εν τη επιτυχία αυτού σελίδας δόξης έδρεψε εν τη αποτυχία αυτού».
«...Κύριοι Στρατοδίκαι! Δεν έχω άλλα να προσθέσω! Καταλήγω εις το εξής. Αναμένω εντελώς ήρεμος την ετυμηγορίαν σας. Τόσον ήρεμος, όσον είνε η συνείδησίς μου, η οποία δι΄ εμέ είνε το υπέρτατον κριτήριον. Υπέρτατον, διότι είνε Αγία αυτή καθ΄ εαυτήν μέχρι του Θεού! Αλλ΄ αισθάνομαι την ανάγκην να σας είπω και κάτι τι το οποίον πιέζει τα στήθη μου. Ουδεμία ποινή ούτε η βαρυτέρα δεν θα είνε οδυνηρωτέρα από τους διαρκείς εξευτελισμούς και τας ταπεινώσεις και το μαρτύριον, το οποίον υφίσταμαι επί 1μήνα όχι μόνον ως άτομον αλλά και ως αντιστράτηγος ιδίως...».
«...Αντί απολογίας κύριοι δικασταί, διά την κατηγορίαν της εσχάτης προδοσίας, η οποία μας απεδόθη, επιτρέψατέ μοι να εκφέρω μίαν ευχήν, η οποία και θ΄ αποτελέση τας τελευταίας λέξεις του πολιτικού μου σταδίου. Επιτρέψατέ μοι να ευχηθώ, όπως ο εξευτελισμός, τον οποίον υπέστησαν μέχρι σήμερον τ΄ ανώτατα αξιώματα του Κράτους εν τω προσώπω μου και εν τω προσώπω των συναδέλφων μου μη παρεμποδίση όσους ακόμη δύνανται να προσφέρωσιν υπηρεσίας εις την Πατρίδα, να τας προσφέρωσι».
Η έξωθεν ενισχυομένη οργή, η επιζητουμένη Νέμεσις, ουδεμίαν θέσιν έχει εν τω Δικαστηρίω τούτω του οποίου την ατμόσφαιραν προσπαθούσι να θολώσωσι. Το Δικαστήριον κρίνον περί υποδίκων, περί κατηγορουμένων τοιούτου είδους- δεν εννοώ την περιωπήν (sic) την πολιτική, αλλά με την σημασίαν, την οποίαν δύναται να έχη μία απόφασις ως προς τα πολιτικά πράγματα της Χώρας- οι κ. Δικασταί κρίνοντες κατηγορουμένους των οποίων τοιούτον είναι το παρελθόν και τοιαύτην επήρειαν θα έχη εις τα πολιτικά πράγματα της Χώρας διά το μέλλον, οι κ. Δικασταί, είμαι βέβαιος ότι θα έχωσιν εν εαυτοίς το θείον Πνεύμα, το οποίον επιβλέπει παν Δικαστήριον, του οποίου αντιπρόσωπος ο Ιησούς Χριστός κρέμαται άνωθεν του τοίχου παντός δικάζοντος δικαστηρίου. Διότι η ανθρώπινη Δικαιοσύνη είναι υπόλογος απέναντι της θείας Δικαιοσύνης. Αλλ΄ η Νέμεσις, η οποία έξωθι του Δικαστηρίου θέλει να εισέλθη υπό τους θόλους αυτού, η Νέμεσις αύτη εισάγει μόνον εις τον εφαρμόζοντα ταύτην τας Ερινύας εις το διηνεκές».
*Η δίκη των Έξ
Σε ένα ιδιαίτερα δυσμενές, όπως είδαμε και στο προηγούμενο άρθρο, διεθνές διπλωματικό περιβάλλον, η αναγγελία διακοπής των διπλωματικών σχέσεων Ελλάδας Βρετανίας ήταν αναμφίβολα μεγάλο πλήγμα για τη χώρα. Ο βρετανός πρεσβευτής στην Αθήνα Λίντλεϊ χαρακτήριζε σε μακροσκελή του έκθεση την καταδίκη των Εξι ως μία «φάρσα από δικαστικής και νομικής απόψεως», για δε τους δικαστές σημείωνε ότι «ούτε αμερόληπτοι ήσαν, ούτε πείραν διέθετον». Ο ίδιος δε, μόλις πληροφορήθηκε περί τις 2 το μεσημέρι την εκτέλεση των Εξι, αφού απηύθυνε ρηματική διακοίνωση στο ελληνικό ΥΠΕΞ, με την οποία εξηγούσε τον λόγο της αναχωρήσεώς του για τη Λωζάννη με τον σιδηρόδρομο SimplonΟrient, ανακοίνωνε ταυτόχρονα και τη διακοπή των ελληνοβρετανικών διπλωματικών σχέσεων.
Η κυρία Φωτεινή Τομαή είναι ιστορικός, Πρεσβευτής Σύμβουλος Α΄ στο υπουργείο Εξωτερικών.
Από τη φυλακή όπου βρισκόταν με υψηλό πυρετό: «Ημείς ευρόντες εκκρεμή την επιχείρησιν ταύτην αρξαμένην υπό όρους ελαττωματικούς, παραταθείσαν επί διετίαν άνευ χρησιμοποιήσεως της τότε ευνοϊκής καταστάσεως, ουδ΄ επί στιγμήν εσκέφθημεν να εξάρωμεν τα ελαττώματα της επιχειρήσεως, αλλ΄ ως Έλληνες μόνον εις το εθνικόν συμφέρον αποβλέποντες κατεβάλομεν πάσας ημών τας δυνάμεις, ίνα εξασφαλίσωμεν την επιτυχίαν αυτής, εργασθέντες και επί του στρατιωτικού και επί του διπλωματικού εδάφους με παν μέσον το οποίον διαθέταμεν, εις ουδέν έτερον αποβλέποντες παρά εις την επιτυχίαν των εθνικών σκοπών και την πραγμάτωσιν των εθνικών πόθων. Εν τω κατηγορητηρίω μάς αποδίδονται διάφοροι ενέργειαι, αι οποίαι κατά το κατηγορητήριον χαρακτηρίζονται ως αποτελούσαι το έγκλημα της εσχάτης προδοσίας. Υποτίθεται δηλαδή κατά το κατηγορητήριον ότι αι ενέργειαι αύται αι οποίαι κατ΄ αυτό ήγαγον εις το αποτέλεσμα της εγκαταλείψεως της Ασιατικής χώρας εγένοντο υφ΄ ημών επί τω σκοπώ να επιτευχθή το αποτέλεσμα τούτο... Άνευ της τοιαύτης υποθέσεως δεν ημπορεί να γίνη λόγος περί εγκλήματος εσχάτης προδοσίας. Αμα αρθή εκ του μέσου η υπόθεσις και αν υποτεθή ότι πράγματι υφ΄ ημών εγένοντο και απέβησαν επιβλαβείς θα απετέλουν το πολύ αδεξίαν ή αμελή διαχείρισιν των συμφερόντων του Κράτους, ουδέποτε όμως εσχάτην προδοσίαν, ήτις διαπράττεται μόνον όταν ο πράττων πράξιν (καθ΄ ωρισμένον τρόπον και εις ωρισμένην έκτασιν) επιβλαβή εις τα εθνικά συμφέροντα αποβλέπει εις την βλάβην αυτήν και θέλει την βλάβην αυτήν. Αλλ΄ η υπόθεσις ότι ημείς απεβλέψαμεν και ηθελήσαμεν την εις το Μικρασιατικόν έδαφος εισβολήν του εχθρού δεν είνε αξία καν ανασκευής».
«...Από της απόψεως αυτής νομίζω ότι εκάμαμεν ό,τι ήτο ανθρωπίνως δυνατόν, προσεφέραμεν εις τον τόπον με όλην την ειλικρίνειαν και αφοσίωσιν, ό,τι είχεν η ψυχή μας, ό,τι είχεν η καρδιά μας και η διάνοιά μας, είναι δε εκ των φοβερωτέρων ονείρων όταν μετά τοιαύτην εργασίαν εφθάσαμεν να ριφθώμεν εδώ εις το εδώλιον των κατηγορουμένων, κατηγορούμενοι διά το απαισιώτερον των εγκλημάτων. Κύριε Πρόεδρε, την συγκίνησιν και την αγωνίαν την οποίαν ησθάνθησαν οι εκεί αγωνιζόμενοι τον αγώνα, την συναισθανόμεθα βαθύτατα μέχρι των μυχιωτάτων της ψυχής μας. Εδώσαμεν ό,τι είχαμε εις τον τόπον μας εις υμάς απόκειται να κρίνετε...».
«Π ερί ήττης αυτό δεν το ομολογώ. Ουδέ παραδέχομαι τοιαύτην. Ατυχίαν έσχεν, φρικτήν ατυχίαν, ήτις όμως είναι εκ των δυνατών εις όλους τους στρατούς. Οι μεγαλείτεροι (sic) στρατοί οι ενδοξότεροι στρατοί ητύχησαν, εν τη ιστορία αυτών.Διά τον στρατόν τον ιδικόν μας η ατυχία αυτή κατά την εμήν γνώμην δεν είναι ανεπανόρθωτος. Η δύναμις, η ζωτική της φυλής ημών είναι μεγάλη. Ο Στρατός παρ΄ ημίν είναι Στρατός εθνικός. Ό,τι επετέλεσε, το επετέλεσε διότι εν εαυτώ είχε την δύναμιν του Έθνους. Ο στρατός δι΄ όσων έπραξε διότι εν τη ιστορία θα μείνουν αναμφισβητήτως ως μεγάλαι σελίδες δόξης τα γενόμενα εν Μ. Ασία- επετέλεσε πράγματα τα οποία υπερβαίνουν ίσως όλα τα μέχρι τούδε παρ΄ αυτού του ιδίου Στρατού επιτελεσθέντας, ο οποίος εν τη επιτυχία αυτού σελίδας δόξης έδρεψε εν τη αποτυχία αυτού».
«...Κύριοι Στρατοδίκαι! Δεν έχω άλλα να προσθέσω! Καταλήγω εις το εξής. Αναμένω εντελώς ήρεμος την ετυμηγορίαν σας. Τόσον ήρεμος, όσον είνε η συνείδησίς μου, η οποία δι΄ εμέ είνε το υπέρτατον κριτήριον. Υπέρτατον, διότι είνε Αγία αυτή καθ΄ εαυτήν μέχρι του Θεού! Αλλ΄ αισθάνομαι την ανάγκην να σας είπω και κάτι τι το οποίον πιέζει τα στήθη μου. Ουδεμία ποινή ούτε η βαρυτέρα δεν θα είνε οδυνηρωτέρα από τους διαρκείς εξευτελισμούς και τας ταπεινώσεις και το μαρτύριον, το οποίον υφίσταμαι επί 1μήνα όχι μόνον ως άτομον αλλά και ως αντιστράτηγος ιδίως...».
«...Αντί απολογίας κύριοι δικασταί, διά την κατηγορίαν της εσχάτης προδοσίας, η οποία μας απεδόθη, επιτρέψατέ μοι να εκφέρω μίαν ευχήν, η οποία και θ΄ αποτελέση τας τελευταίας λέξεις του πολιτικού μου σταδίου. Επιτρέψατέ μοι να ευχηθώ, όπως ο εξευτελισμός, τον οποίον υπέστησαν μέχρι σήμερον τ΄ ανώτατα αξιώματα του Κράτους εν τω προσώπω μου και εν τω προσώπω των συναδέλφων μου μη παρεμποδίση όσους ακόμη δύνανται να προσφέρωσιν υπηρεσίας εις την Πατρίδα, να τας προσφέρωσι».
Η έξωθεν ενισχυομένη οργή, η επιζητουμένη Νέμεσις, ουδεμίαν θέσιν έχει εν τω Δικαστηρίω τούτω του οποίου την ατμόσφαιραν προσπαθούσι να θολώσωσι. Το Δικαστήριον κρίνον περί υποδίκων, περί κατηγορουμένων τοιούτου είδους- δεν εννοώ την περιωπήν (sic) την πολιτική, αλλά με την σημασίαν, την οποίαν δύναται να έχη μία απόφασις ως προς τα πολιτικά πράγματα της Χώρας- οι κ. Δικασταί κρίνοντες κατηγορουμένους των οποίων τοιούτον είναι το παρελθόν και τοιαύτην επήρειαν θα έχη εις τα πολιτικά πράγματα της Χώρας διά το μέλλον, οι κ. Δικασταί, είμαι βέβαιος ότι θα έχωσιν εν εαυτοίς το θείον Πνεύμα, το οποίον επιβλέπει παν Δικαστήριον, του οποίου αντιπρόσωπος ο Ιησούς Χριστός κρέμαται άνωθεν του τοίχου παντός δικάζοντος δικαστηρίου. Διότι η ανθρώπινη Δικαιοσύνη είναι υπόλογος απέναντι της θείας Δικαιοσύνης. Αλλ΄ η Νέμεσις, η οποία έξωθι του Δικαστηρίου θέλει να εισέλθη υπό τους θόλους αυτού, η Νέμεσις αύτη εισάγει μόνον εις τον εφαρμόζοντα ταύτην τας Ερινύας εις το διηνεκές».
Σύρος 10 Νοεμβρίου 2014.Ώρα 13.30
ΑπάντησηΔιαγραφήΜόλις τέσσερις ημέρες,μετά την εκτέλεση των έξι στο Γουδί,ο Πρίγκηπας Ανδρέας θα καθόταν στο εδώλιο ενός άλλου επαναστατικού στρατοδικείου,με την κατηγορία ότι στη φοβερή μάχη του Κάλε Γκρότο,ως Διοικητής του Β΄Σώματος Στρατού,δεν υπάκουσε σε διαταγή της Στρατιάς να εξαπολύσει επίθεση αντιπερισπασμού,με αποτέλεσμα να υποχρεωθεί σε σύμπτυξη ολόκληρη η Στρατιά.
Η σύλληψή και η παραπομπή του στο Στρατοδικείο είχε προκαλέσει την εξέγερση των εστεμένων της Ευρώπης,προκειμένου να σωθεί ο Πρίγκηπας,γιατί η θανατική ποινή,μετά την εκτέλεση των έξι,ήταν αναμενόμενη.Η Βρετανία άρχισε τις παρασκηνιακές παρεμβάσεις τόσον με τον αποσταλέντα στην Αθήνα Πλοίαρχο Τάλμποτ προς τους Αρχηγούς της Επανάστασης,όσον και με τον Λόρδο Κόρζον στη Λωζάννη προς τον Ελευθ.Βενιζέλο,όπου συνεζητείτο η ειρήνη μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Από το επαναστατικό Στρατοδικείο ο Πρίγκηπας Ανδρέας καταδικάσθηκε σε ισόβια υπερωρία,μιά ποινή που θεσπίσθηκε ειδικά γι αυτόν με επαναστατικό διάταγμα,και λίγες μέρες μετά εγκατέλειψε για πάντα την Ελλάδα.Η Επανάσταση ,λόγω των διαπραγματεύσεων για την ειρήνη στη Λωζάννη, όπου η βοήθεια της Βρετανίας ήταν απαραίτητη,τήρησε την υπόσχεσή της,και ο Πρίγκηπας Ανδρέας απέφυγε την εκτέλεση.
Κωνστ. Πατιαλιάκας
Αντιστράτηγος ε.α