Γράφει ο κ. Κωνσταντίνος Πατιαλιάκας, Αντιστράτηγος ε.α.
Κατά την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα
η προσοχή όλων, κυβερνώντων και λαού, ήταν στραμμένη σε δύο σημεία του ορίζοντα.
Στον Βορρά, στην Μακεδονία, οι Βούλγαροι κομιτατζήδες είχαν αρχίσει την
εγκληματική δράση τους, από την άνοιξη του 1895. Στον Νότο στην Μεγαλόνησο, όχι
βέβαια στην Κύπρο, αλλά στην Κρήτη, ο επαναστατικός πυρετός των Κρητικών είχε
φουντώσει και απαιτούσαν την ένωση με την Μητέρα Ελλάδα.
Η χώρα
δεν διέθετε, όπως και σήμερα, ενιαία, μακροπρόθεσμη και σταθερή Εξωτερική
Πολιτική. Δεν προλάμβανε τα γεγονότα, αλλά τα ακολουθούσε με σπασμωδικές
αντιδράσεις. Το Εθνικό θέμα, το Κρητικό, αντί να κρατηθεί σε υπερκομματικό
επίπεδο, είχε μεταφερθεί στην αίθουσα της Βουλής των Ελλήνων και είχε γίνει αντικείμενο
κομματικής εκμετάλλευσης, σε μια περίοδο διπλωματικής απομόνωσης της χώρας. Η στάση
της Γερμανίας εχθρική και των άλλων κρατών της Ευρώπης καιροσκοπική, εν αναμονή
σε νέα κρίση του Ανατολικού Ζητήματος.
*Ανήσυχοι Αθηναίοι περιμένουν την έκδοση εφημερίδων για να μάθουν τα νέα του πολέμου.
ΣΤΑΣΗ ΚΟΜΜΑΤΩΝ- ΤΥΠΟΥ
Θα
περίμενε κανείς από τους πολιτικούς της χώρας να αντιμετωπίσουν τη δυσχερή
κατάσταση με σύνεση και ψυχραιμία. Δυστυχώς μέσα στη Βουλή επικράτησε ένταση
και έξαψη. Ανταλλάσσονταν ύβρεις, αλληλοκατηγορίες και φραστικά πυροτεχνήματα πατριδοκαπηλείας,
ακόμα και διαπληκτισμοί ελάμβαναν χώρα. Η αντιπολίτευση κατηγορούσε την
κυβέρνηση, γιατί δεν έστελνε τον στόλο στην Κρήτη. Ο Πρωθυπουργός Θ.
Δηλιγιάννης ομολογούσε ότι «ο στόλος είναι σχεδόν ανίκανος προς δράσιν». Στην συνεδρίαση
της Βουλής της 29ης Ιανουαρίου 1897 ο ηγέτης της αντιπολίτευσης Δημήτριος
Ράλλης προκάλεσε τον Πρωθυπουργό: «Τολμήσατε,
τολμήσατε, εν όσω είναι καιρός». Οι εφημερίδες προειδοποιούσαν: «Πάσα υποχώρησις επί του εθνικού ζητήματος ισοδυναμεί
με ατίμωσιν της Ελλάδος».
*Ταφή νεκρών στα πεδία της μάχης
Κάτω από αυτές τις συνθήκες
ήταν αδύνατο να γίνουν σωστές εκτιμήσεις και να ληφθούν ορθές αποφάσεις. Να
προσδιορισθούν σαφή όρια ανάμεσα στο ευκταίο και στο εφικτό, να υπολογισθούν
εάν τα αποτελέσματα από μία ένοπλη σύρραξη θα είναι θετικά ή αρνητικά. Ο μόνος που διαφώνησε χαρακτηρίζοντας την
κυβερνητική πολιτική ως «αιματηράν
κωμωδίαν» και παραιτήθηκε στις 20 Φεβρουαρίου 1897, ήταν ο Υπουργός
Στρατιωτικών Ν. Σμόλενιτς, γιατί αυτός γνώριζε καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον
ότι η χώρα δεν διέθετε ικανές Ένοπλες Δυνάμεις. Ο Χαρίλαος Τρικούπης, λίγο πριν
από την αυτοεξορία του, είχε δηλώσει από το βήμα της Βουλής: «Δεν έχομεν στρατόν..ο Ελληνικός Στρατός της
σήμερον είναι αγέλη».
ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΚΑΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΠΡΟ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
Στα
τέλη του Ιανουαρίου 1897 είχαν αρχίσει στην Κρήτη από τους Τούρκους
βιαιοπραγίες, δολοφονίες χριστιανών, πυρπολήσεις κατοικιών κ.ά. Στην συνεδρίαση
της Βουλής της 24ης Ιανουαρίου οι Γ. Θεοτόκης και Δ. Ράλλης κατηγόρησαν την
Κυβέρνηση ότι αναμένει τις αποφάσεις της Ευρώπης, ενώ θα έπρεπε ήδη να είχε
στείλει τον στόλο στην Κρήτη. Ο Πρωθυπουργός είχε δηλώσει ότι ήδη διέταξε δύο
πολεμικά πλοία να πλεύσουν στην Κρήτη και θα έστελνε και στρατιωτικό τμήμα.
Πράγματι στις 2 Φεβρουαρίου ο Συνταγματάρχης Τιμολέων Βάσσος με δύναμη
Συντάγματος περίπου αποβιβάζονταν στο Κολυμπάρι, Δυτικά των Χανίων, κοντά στο
Μάλεμε. Τόσον ο Βασιλεύς Γεώργιος ο Α΄, όσον και ο Τιμ. Βάσσος είχαν εκφράσει
αντιρρήσεις, γιατί δεν είχε αποφασισθεί ακόμα πολεμική αναμέτρηση με την
Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Στις 27
Ιανουαρίου 25 βουλευτές πρότειναν τη διεξαγωγή μυστικής συνεδρίασης της Βουλής.
Μία πρόταση που απέρριψαν η Κυβέρνηση και η Βουλή. Αντί «κεκλεισμένων των θυρών»
ζητήθηκε να επιδιώξει ο Πρωθυπουργός να ενημερώσει το Σώμα για τις σοβαρές αδυναμίες
του Στρατού και τη διπλωματική απομόνωση της χώρας, που θα έκαμπταν το πολεμικό
μένος της αντιπολίτευσης για κήρυξη ενός πολέμου κατά της Τουρκίας. Στις 18
Φεβρουαρίου οι Ευρωπαϊκές Δυνάμεις, προ της προσέγγισης της Γερμανίας με την Τουρκία,
πρότειναν αυτονομία για την Κρήτη. Την πρόταση αποδέχθηκε η Τουρκία, αλλά
απέρριψε η Ελλάδα. Δυστυχώς είχε χαθεί μια ευκαιρία για την επίλυση του
Κρητικού ζητήματος, γιατί η λύση της αυτονομίας θα ήταν μια περιορισμένη νίκη
της Ελλάδας και μια διπλωματική αποτυχία της Τουρκίας. Η χώρα μας θα αποχωρούσε
από την Κρήτη με αξιοπρέπεια, χωρίς να τρωθεί το κύρος της. Δεν θα
επιτυγχάνονταν το ευκταίον, αλλά θα εξασφαλίζονταν το εφικτόν. Το ίδιο θα συνέβαινε
60 χρόνια αργότερα με την άλλη Ελληνική Μεγαλόνησο, την Κύπρο, όπου κάθε
συμβιβαστική και επωφελής για τα εθνικά μας συμφέροντα λύση θα χαρακτηρίζονταν
ως προδοσία.
*Πίνακας του Ιταλού Φάουστο Ζονάρο, ζωγραφισμένος για λογαριασμό των Τούρκων
Ο ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΟΥ 1897
Η λογική σταμάτησε και ο λόγος δόθηκε στα όπλα με την κήρυξη
του πολέμου στις 6 Απριλίου 1897, Κυριακή των Βαΐων, από την Οθωμανική Αυτοκρατορία κατά της Ελλάδας, ως
απόρροια της ατυχούς έκβασης του Κρητικού προβλήματος, αρνούμενη η πρώτη να δεχθεί το δίκαιο αίτημα διενέργειας δημοψηφίσματος στην
Κρήτη, προκειμένου ο ίδιος ο λαός της να δώσει λύση στο πρόβλημα. Έτσι άρχισε ο
Πόλεμος των 30 ημερών ή όπως έμεινε γνωστός στην Ελλάδα το Μαύρο 97 ή ο ατυχής
πόλεμος. Στη Βουλή των Ελλήνων ο Αρχηγός της Αντιπολίτευσης Δ. Ράλλης, χειροκροτούμενος
μανιωδώς από βουλευτές και τα θεωρεία, αναφώνησε: «Ευλογημενη η ώρα...ο
Ελληνισμός ή θα νικήση, ειδ’ άλλως ας εξοντωθεί»!
Την
εποχή εκείνη η Ελληνο-Οθωμανική Μεθόριος στη Θεσσαλία στοιχίζονταν στις
Νοτιοανατολικές προσβάσεις του Ολύμπου και στις Νότιες προσβάσεις των Χασίων
και στην Ήπειρο στη γραμμή Χωρ. Λιμίνι- Άρτα- Άγναντα. Ο Ελληνικός Στρατός στα
μέτωπα της Θεσσαλίας και Ηπείρου είχε παρατάξει 3 Μεραρχίες, συνολικής δύναμης
54.000 ανδρών και 136 πυροβόλα με επικεφαλής τον Διάδοχο Κωνσταντίνο. Απέναντι
η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε παρατάξει 8 Μεραρχίες και 1 Μεραρχία Ιππικού,
συνολικής δύναμης 96.740 ανδρών και 186 πυροβόλα με επικεφαλής τον Ετέμ Πασά. Από
την σύγκριση των αντιπάλων δυνάμεων συμπεραίνεται η καθολική υπεροχή των
Τουρκικών στρατευμάτων, που ήταν περισσότερα και καλύτερα οργανωμένα, εξοπλισμένα
και εκπαιδευμένα από Γερμανούς Αξιωματικούς. Αφορμή για την κήρυξη του πολέμου
έδωσε η είσοδος από το Ελληνικό έδαφος στην Τουρκοκρατούμενη Μακεδονία
2.500-3.000 ατάκτων, υπό την καθοδήγηση της Εθνικής Εταιρείας, για πρόκληση
επεισοδίων.
*Η Μάχη του Δομοκού. Πίνακας του Γεωργίου Ροϊλού.
Ανήκει στην Πινακοθήκη Ευάγγελου Αβέρωφ, στο Μέτσοβο.
Οι επιχειρήσεις εξελίχθησαν
δυσμενώς για τον Ελληνικό Στρατό, που όλοι γνώριζαν, πολιτικοί και
στρατιωτικοί, ότι ήταν ανοργάνωτος, πλημμελώς εξοπλισμένος και εκπαιδευμένος
και οπωσδήποτε ανέτοιμος για πόλεμο. Αξιόλογη ήταν μόνο η δράση της 3ης
Ταξιαρχίας, με Διοικητή τον Κωνσταντίνο Σμόλενιτς- Σμολένσκη, αδελφό του
παραιτηθέντος Υπουργού των Στρατιωτικών. Στον πόλεμο είχαν συμμετάσχει και 850
Ανατολικορωμυλιώτες από την ευρύτερη περιοχή της Φιλιππούπολης, οι οποίοι από
τον Πύργο με κινδύνους κατέπλευσαν ατμοπλοϊκώς στον Πειραιά και άλλοι 350 από
την υπόλοιπη Βουλγαρία εθελοντές μέσω Σερβίας και Αυστρίας συγκεντρώθηκαν στα
λιμάνια Φιούμε και Τεργέστη, απ’ όπου ατμοπλοϊκώς μεταφέρθηκαν στην Ελλάδα. Επίσης
πολλοί εθελοντές συμμετείχαν από πολλές χώρες της Ευρώπης. Με την προέλαση του
εχθρού μέχρι τα υψώματα Δομοκού και τον κίνδυνο κατάληψης της Λαμίας την 4η Μαΐου
ο Βασιλεύς Γεώργιος ζήτησε από τον ανιψιό του Τσάρο Νικόλαο Β΄ να μεσολαβήσει
για να τερματισθεί ο «άνισος πόλεμος, τον
οποίον ματαίως ηγωνίσθην να παρεμποδίσω». Ο Σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ
ανταποκρίθηκε στην παράκληση του Τσάρου και την 8η Μαΐου σίγησαν τα όπλα. Η
τελική συνθήκη ειρήνης υπογράφηκε στις 22 Νοεμβρίου 1897 με πολύ σκληρούς όρους
για την Ελλάδα, με την οποία παρέχονταν στην Κρήτη αυτονομία υπό την υψηλή
κυριαρχία του Σουλτάνου, αφού αποκλείσθηκε η ένωση με την Ελλάδα. Η Ελλάδα κλήθηκε
να καταβάλει πολεμική αποζημίωση και να καταφύγει σε νέο δανεισμό. Αναγκάσθηκε
να δεχθεί τον Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο. Αλάτι, πετρέλαιο, οινόπνευμα, σπίρτα,
παιγνιόχαρτα (τράπουλες)... μπήκαν σε έλεγχο και τα μονοπώλιά τους καταργήθηκαν
το 1981 με την είσοδο της χώρας στην τότε ΕΟΚ!
Ο Στρατηγός
και κατοπινός δικτάτορας Θεόδωρος Πάγκαλος έχει γράψει για τον ατυχή πόλεμο του
1897: «Η κατάσταση του στρατού μας ήταν
οικτρά... Τα στελέχη του Πεζικού, εκτός ολίγων, ήσαν τελείως αμαθή και
ανίκανα...Αυτός ήτο ο στρατός, δια του οποίου η ανεκδιήγητος εκείνη κυβέρνησις
ενόμιζε ότι θα νικήση την Οθωμανικήν Αυτοκρατορίαν» και «Δυστυχώς, όσοι εζήσαμε την θλιβεράν εκείνην
εποχήν δεν δυνάμεθα να αρνηθώμεν ότι το Κράτος παρουσίαζεν εικόνα φρενοκομείου».
*Το γεφύρι της Άρτας στον πόλεμο του 1897. Αρχείο Μουσείου Μπενάκη
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Η συμφορά
του 1897 έφερε την επανάσταση του 1909 στο Γουδί. Και μόλις τρία χρόνια
αργότερα Στρατός και Στόλος είχαν σπεύσει να συναντήσουν τη Δόξα, που ανέμενε
στην Μακεδονία, στην Ήπειρο, στη Θράκη και στο Αρχιπέλαγος. Μετά την καταισχύνη
η εποχή των θριάμβων. Θα διαπράτταμε όμως εγκληματικό σφάλμα αν συμπεραίναμε
ότι για να ορθοποδήσει η πατρίδα μας, χρειάζεται να προηγηθεί μια εθνική
συμφορά. Τα διδάγματα από τις παλαιότερες ατυχίες και λάθη μας, πρέπει να είναι
πολύτιμα και να λαμβάνονται σοβαρά υπόψη, ώστε να μην επαναλαμβάνονται.
Κωνσταντίνος Πατιαλιάκας, Αντιστράτηγος ε.α.
ΠΗΓΕΣ
1. «Ελληνο-τουρκικός
Πόλεμος του 1897» της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού.
2. «Ιστορική Μελέτη
1821-1897» του Μαζαράκη.
3. «Απομνημονεύματα»
Θεόδωρου Πάγκαλου.
Υστερόγραφο
Για την συμμετοχή των Βορειοθρακών στον πόλεμο του 1897 βλέπε στη θέση
http://sitalkisking.blogspot.gr/2013/10/1897.html
Υστερόγραφο
Για την συμμετοχή των Βορειοθρακών στον πόλεμο του 1897 βλέπε στη θέση
http://sitalkisking.blogspot.gr/2013/10/1897.html
!!!!!!!!!!!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΙωαννης Θεοφανους Σαλτσιδης
ΑπάντησηΔιαγραφήΑΥΤΑ ΣΥΜΒΑΙΝΟΥΝ ΟΤΑΝ ΔΕΝ ΓΙΝΕΤΑΙ
ΣΩΣΤΗ ΠΡΟΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΚΑΙ ΔΕΝ ΛΑΜΒΑΝΟΝΤΑΙ ΥΠ ΟΨΙΝ
Η
ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΠΟΥΝΑΡΤΖΙΔΗΣ
ΑπάντησηΔιαγραφήΑτυχής, ή ηλίθιος;