ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
https://www.kathimerini.gr/politics/foreign-policy/561522475/h-teleti-themeliosis-tis-eav/
*18.12.1979. «Για να εκτιμηθεί η πρόοδος η οποία συνετελέσθη
τα τελευταία πέντε χρόνια, θα πρέπει να σκεφθεί κανείς ότι μόλις προ πέντε
ετών, ακόμη και το τουφέκι του οπλίτη είμεθα υποχρεωμένοι να το προμηθευόμαστε
από το εξωτερικό», είπε ο Κων. Καραμανλής στην τελετή εγκαινίων της ΕΑΒ. Φωτ.
ΙΔΡΥΜΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Γ. ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ
*Η δημιουργία εγχώριας
πολεμικής βιομηχανίας,
αφορούσε την άμυνα, την
οικονομία
και τη μεταφορά
τεχνογνωσίας
Γράφει ο κ. Βασίλης Νέδος
Το 2021 συμπληρώνονται 46 χρόνια από την απόφαση για σύσταση της Ελληνικής
Αεροπορικής Βιομηχανίας (ΕΑΒ) και 42 χρόνια από την έναρξη της λειτουργίας της
στην Τανάγρα. Ίσως το ίδιο έτος αποτελέσει κρίσιμη καμπή και για τη μετεξέλιξή
της στην επόμενη φάση.
Η ΕΑΒ ήταν στις δύο πρώτες δεκαετίες της ύπαρξής της, η πλέον καινοτόμος αμυντική βιομηχανία του πλέγματος των πολεμικών βιομηχανιών, που από το 1975 και έπειτα δημιούργησε η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή, προκειμένου να αρχίσει να συγκροτείται ενός είδους εγχώρια υποστήριξη των οπλικών συστημάτων, αλλά και η σταδιακή εξωστρέφεια, μέσω της παραγωγής και των εξαγωγών. Φαίνεται ότι η βασική αφορμή για την απόφαση δημιουργίας της ΕΑΒ ήταν η πρόσφατη ακόμα το 1975 οδυνηρή εμπειρία της τουρκικής εισβολής.
Κρατική επιχείρηση με διεθνείς συνεργασίες
Η απουσία τεχνογνωσίας ήταν δεδομένη, γι’ αυτό από τη σύσταση της ΕΑΒ τονίστηκε η ανάγκη ύπαρξης εργολάβων και τεχνικών συμβούλων από τις ΗΠΑ. Στις 20 Νοεμβρίου 1975, έπειτα από διαδοχικές συσκέψεις του Ανώτατου Συμβουλίου Εθνικής Αμύνης (μια παλαιότερη εκδοχή του ΚΥΣΕΑ) υπό την προεδρία του πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή, ανακοινώθηκε η τοποθεσία ανέγερσης των εγκαταστάσεων (Τανάγρα), αλλά και το ύψος της συνολικής επένδυσης (3,9 δισ. δραχμές). Στην ανακοίνωση του υπουργείου Εθνικής Άμυνας της 20ής Νοεμβρίου 1975 τονιζόταν ότι «η ΕΑΒ θα είναι αμιγώς κρατική επιχείρηση, υπό τη μορφή της Ανωνύμου Εταιρείας, με διοικητικό συμβούλιο απαρτιζόμενο μόνο από Έλληνες. Λόγω όμως της λεπτότατης φύσεως των εργασιών, η κατασκευή θα γίνει από εργολάβους διεθνούς φήμης υπό τον έλεγχο τεχνικού συμβούλου υψηλής στάθμης, ο οποίος θα βοηθά το Δ.Σ. στην πρώτη εξαετία της λειτουργίας της ΕΑΒ. Οι αντισυμβαλλόμενοι θα είναι οι εταιρείες “Λόκχηντ”, “Τζένεραλ Ελέκτρικ”, “Γουέστινγχάουζ”, “Ωστεν” και “Λόκχηντ Αίρκραφτ” (η τελευταία για τη σχεδίαση του συγκροτήματος αεροσκαφών)». Στο ίδιο ανακοινωθέν τονίζεται ότι «τις ογκώδεις λεπτομερέστατες συμβάσεις για την ίδρυση της ΕΑΒ επεξεργάσθησαν με τη βοήθεια ξένων ειδικών οι τεχνικοί του Αρχηγείου Αεροπορίας, υπό τον συνεχή έλεγχο του Ανώτατου Συμβουλίου Αεροπορίας».
*Η ανάπτυξη της πολεμικής βιομηχανίας αποτελούσε κομβικής
σημασίας κίνηση στην εποχή της εξέλιξης της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης στο
Αιγαίο. Φωτ.ΙΔΡΥΜΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Γ. ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ
Οι συμβάσεις υπογράφηκαν λίγες
ημέρες αργότερα, στις 26 Νοεμβρίου του 1975, από τους εκπροσώπους των πέντε
αντισυμβαλλομένων εταιρειών και τους υπουργούς Άμυνας Ευάγγελο Αβέρωφ,
Συντονισμού Παναγιώτη Παπαληγούρα και Οικονομικών Ευάγγελο Δεβλέτογλου. Αν και
οι συζητήσεις για την ίδρυση της ΕΑΒ κατέληξαν στο 1975, αυτές είχαν ξεκινήσει
πολύ νωρίτερα, ήδη από τη δεκαετία του ’60. Το πρώτο Δ.Σ. αποτέλεσαν με
υπουργική απόφαση της 19ης Φεβρουαρίου 1976 ως πρόεδρος ο Ιάσων Στράτος και ως
μέλη οι Κωνσταντίνος Παπασπυρίδης, Νίκος Κουρής, Αναστάσιος Αχτίδας, Παντελής
Βαφειάδης, Κωνσταντίνος Σταματελάτος, Αναστάσιος Ηλίας, Μηνάς Τάνες και
Αθανάσιος Νικολίτσας.
Η προσπάθεια για τη δημιουργία μιας κάποιας αμυντικής βιομηχανίας ήταν συνολική. Στις 29 Σεπτεμβρίου 1976 αναθεωρήθηκε η σύμβαση ανάμεσα στο Δημόσιο και στην αυστριακή εταιρεία «Στάγιερ» για την κατασκευή στρατιωτικών οχημάτων στην Ελλάδα. Η εταιρεία αναλάμβανε να κατασκευάσει τον κινητήρα των οχημάτων στην Ελλάδα εντός τριετίας ή να παραχωρήσει την τεχνολογία κατασκευής γεωργικού ελκυστήρα.
*21.11.1975. Η διάθεση 4 δισ. δρχ. για την ίδρυση
εργοστασίου αεροπλάνων στην Τανάγρα στον τίτλο της «Κ» (κάτω).
Ευρύτερο πρόγραμμα πολεμικών βιομηχανιών
Η ώρα της θεμελίωσης των
εγκαταστάσεων της ΕΑΒ στην Τανάγρα έφθασε στις 4 Φεβρουαρίου 1977. Μετά το
τέλος της τελετής στην Τανάγρα, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής δήλωσε τα εξής: «Το έργο που εθεμελιώσαμε προ ολίγου είναι
μεγάλης σημασίας για την άμυνα της χώρας. Και επιβεβαιώνει την απόφαση της
κυβερνήσεως να καταστήση απόρθητον τον ελληνικό χώρο. Η βιομηχανία αυτή
αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου προγράμματος πολεμικών βιομηχανιών,
σημαντικώτερες των οποίων θα είναι η βιομηχανία κατασκευής αρμάτων και η
ναυπήγηση εν Ελλάδι πολεμικών σκαφών. Δημιουργείται, δηλαδή, η υποδομή για τον
συνεχή εξοπλισμό και των τριών όπλων. Το πλέγμα αυτό των βιομηχανιών δεν
ενισχύει απλώς, αλλά θεμελιώνει κατά τρόπον αποφασιστικόν και μόνιμον την
άμυναν της Ελλάδος. Ήδη με τις εκτεταμένες παραγγελίες που εκάναμε – και για
τις οποίες αναλάβαμε βαρειές υποχρεώσεις – οι Ε.Δ. της χώρας ευρίσκονται από
απόψεως ηθικού και οπλισμού στο υψηλότερο επίπεδο που ευρέθησαν ποτέ. Και
ημπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι η Ελλάς, που έκαμε και θα κάμη ό,τι ημπορεί για
να αποτρέψη τον πόλεμο, δεν έχει ήδη λόγους να τον φοβάται. Αλλά πέραν της
αμυντικής χρησιμότητος, η πραγματοποίηση του προγράμματος αυτού θα συμβάλη και
στην τεχνολογική και οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδος. Και αυτό είναι εξίσου
σημαντικό, σε μια στιγμή που επιχειρείται η ανασυγκρότηση της εθνικής μας ζωής
εν τω συνόλω της».
Την ίδια περίοδο, συνεχίζονταν οι σχεδιασμοί για συνολική ενίσχυση της αμυντικής βιομηχανίας. Στις 9 Σεπτεμβρίου 1977 πληροφορούμαστε ότι «υπογράφεται στην Αθήνα μεταξύ του Δημοσίου και δυτικογερμανικού οίκου, σύμβαση για τη σύσταση στην Ελλάδα βιομηχανίας φορητού οπλισμού. Τη σύμβαση υπογράφουν, για την κυβέρνηση, ο υπουργός και ο υφυπουργός Εθνικής Αμύνης, Ευ. Αβέρωφ και Α. Ζαΐμης αντίστοιχα. Η δημιουργία του εργοστασίου εντάσσεται στο πρόγραμμα της κυβερνήσεως για την ίδρυση πολεμικών βιομηχανιών, που αποβλέπει αφενός στην εξοικονόμηση πολύτιμου συναλλάγματος και αφετέρου στην επίτευξη μεγαλύτερης αυτονομίας της χώρας στο επίπεδο των προμηθειών πολεμικού υλικού». Επρόκειτο για την ίδρυση της ΕΒΟ, ενώ ενάμιση χρόνο αργότερα, στις 3 Ιανουαρίου 1979, ένας άλλος υφυπουργός Εθνικής Άμυνας, ο Αλ. Αβραμίδης, εγκαινίαζε τη λειτουργία πτέρυγας του εργοστασίου παραγωγής φορητού οπλισμού στο Αίγιο, των γνωστών ΕΑΣ.
*Ελληνικό F4 Phantom, υπερσύγχρονο μαχητικό της εποχής.
Στρατηγική συνεργασία με ΗΠΑ, Γερμανία και Γαλλία
Η συνεργασία με δυτικές αμυντικές
βιομηχανίες (ΗΠΑ και Δυτική Γερμανία) ήταν σημαντική, ωστόσο ήδη από τότε είχαν
τεθεί οι βάσεις για τη στρατηγική συνεργασία με τη Γαλλία. Στις 17 Σεπτεμβρίου
1979, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής υποδεχόταν τον Γάλλο υπουργό Εθνικής Άμυνας
Ιβόν Μπουρζ με αντικείμενο συνομιλιών ακριβώς αυτή την ανάγκη για εμβάθυνση της
διμερούς συνεργασίας στον τομέα της πολεμικής βιομηχανίας. Ήδη τότε η Ελλάδα
είχε προχωρήσει στην προμήθεια των Mirage F-1, μαχητικών υπεροχής στο Αιγαίο.
Λίγους μήνες αργότερα, έπειτα από τέσσερα χρόνια εργασιών, είχε έλθει η ώρα να εγκαινιαστεί το εργοστάσιο της ΕΑΒ στην Τανάγρα. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής με μία φράση που ακόμη και σήμερα μοιάζει απολύτως επίκαιρη, έθεσε το πλαίσιο της αναγκαιότητας για την ίδρυση μιας αμυντικής βιομηχανίας όπως η ΕΑΒ: «Για να εκτιμηθεί η πρόοδος η οποία συνετελέσθη τα τελευταία πέντε χρόνια σε αυτό τον τομέα, θα πρέπει να σκεφθεί κανείς ότι μόλις προ πέντε ετών, ακόμη και το τουφέκι του οπλίτη είμεθα υποχρεωμένοι να το προμηθευόμαστε από το εξωτερικό». Και συνόψισε λέγοντας ότι υπήρχαν τρεις βασικοί σκοποί για το πλέγμα των αμυντικών βιομηχανιών που ίδρυε η κυβέρνησή του. Ο πρώτος ήταν αμυντικός, ο δεύτερος οικονομικός και ο τρίτος επιστημονικός διότι, όπως σημείωνε, «είναι τόσο υψηλής τεχνολογίας αυτές οι βιομηχανίες που δημιουργούνται στον τόπο μας, ώστε να γίνονται σχολεία εκπαιδεύσεως για τεχνικούς». Ο υπουργός Εθνικής Άμυνας Ευάγγελος Αβέρωφ ισχυρίστηκε «άφοβα», όπως επισήμανε, ότι «έγινε τα τελευταία πέντε χρόνια ό,τι δεν έγινε στα τελευταία πενήντα».
*Στις 5.2.1977, η «Κ» προβάλλει τις δηλώσεις Καραμανλή κατά
την τελετή θεμελίωσης της ΕΑΒ (δεξιά).
Παράλληλα, ο πρόεδρος του Δ.Σ.
της ΕΑΒ Ιάσων Στράτος μοιραζόταν ορισμένα οικονομικά στοιχεία. «Η συνολική επένδυση στη σημερινή της φάση
έφτασε τα 290 εκατομμύρια. Από αυτά, τα 47 εκατομμύρια είναι το μετοχικό της
κεφάλαιο και τα υπόλοιπα 240 εκατομμύρια εξασφαλίστηκαν από δάνεια στη διεθνή
αγορά. Με την αποπεράτωση του εργοστασίου μέσα στο 1979, η ΕΑΒ είναι έτοιμη να
καλύψει το 1980 όλες τις βασικές απαιτήσεις των Ενόπλων Δυνάμεων. Επιτυγχάνει
έτσι απόλυτα τον πρώτο της στόχο που είναι η αυτάρκεια της εθνικής μας άμυνας
στον χώρο της αεροπορίας», υπογράμμιζε ο Ιάσων Στράτος, ο οποίος μάλιστα
ανακοίνωνε και τις πιθανότητες κάποιων διεθνών συνεργασιών «όπως παραδείγματος χάριν τη δυνατότητα κατασκευής τμήματος του
αεροσκάφους F-27» που παρήγε η ολλανδική εταιρεία Fokker.
Λίγους μήνες αργότερα, ο Ευάγγελος Αβέρωφ, με την ευκαιρία της παρασημοφόρησης του τότε διευθυντή της Υπηρεσίας Πολεμικής Βιομηχανίας, σημείωνε ότι πλέον (13 Απριλίου 1980) η Ελλάδα είχε μια εξαγωγική αμυντική βιομηχανία. Την πολεμική βιομηχανία «τη βλέπουμε να ενισχύει την άμυνα της χώρας, τη βλέπουμε και καμαρώνουμε για τις ικανότητες του Έλληνος όταν θέλει να τις αξιοποιήσει», ανέφερε ο υπουργός Εθνικής Άμυνας.
Vasilis Athanasiadis
ΑπάντησηΔιαγραφήΜέχρι και Ντακότα βλέπω..
Mandas Indianos
ΑπάντησηΔιαγραφήΌταν η Ελλάδα είχε βιομηχανική παραγωγή...