*Η ελληνική αντιπροσωπεία, με επικεφαλής τον υποδιοικητή της
Τράπεζας της Ελλάδος
Ιωάννη Πεσμαζόγλου, αναχωρεί για τις Βρυξέλλες όπου
διαπραγματεύεται τη σύνδεση
της Ελλάδας με την ΕΟΚ. Στην κλίμακα του
αεροσκάφους, οι Γ. Φιλιππόπουλος, Ι. Πεσμαζόγλου, Δ. Μπίμπας, Νικόλαος Γαζής
και Νίκος Κυριαζίδης.
Γράφει η κ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ Ε. ΜΠΟΤΣΙΟΥ*
Ένα ερώτημα που τίθεται συχνά στη δημόσια
ιστορία είναι, αν η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή επέλεξε ή υποχρεώθηκε
εκ των πραγμάτων να προσδέσει την Ελλάδα στη διαδικασία της ευρωπαϊκής
ενοποίησης με τη Συμφωνία Σύνδεσης Ελλάδας-ΕΟΚ του 1961-62.
Το
επιχείρημα του μονόδρομου θεμελιώνεται στον δυτικό προσανατολισμό της χώρας: η
Σύνδεση επιβαλλόταν από την οικονομική πορεία της Δυτικής Ευρώπης ώστε να
εμπεδωθεί η συνεργασία με τη Δύση. Ήταν ένα αυτονόητο βήμα. Το επιχείρημα της
πολιτικής επιλογής βασίζεται στη διαπίστωση ότι η γεωστρατηγική σχέση με τη
Δύση δεν περνούσε τότε απαραίτητα μέσα από τον εξευρωπαϊσμό. Με τη Σύνδεση η
Ελλάδα δεσμευόταν σε φιλόδοξο αναπτυξιακό υπόδειγμα, συμβατό με τις
προτεραιότητες των ανεπτυγμένων οικονομιών της Ευρώπης. Δεν επρόκειτο για
οικονομικό βήμα, αλλά για πολιτικό άλμα. Εκ των υστέρων υιοθετείται εύκολα η
πρώτη ανάγνωση. Από τη σκοπιά της εποχής, που καθορίζει το βλέμμα του
ιστορικού, επικρατέστερη είναι η δεύτερη.