*Έτσι χάθηκε η Βόρεια Ήπειρος
*Η απαγωγή του Κουτσοπέταλου
*Η χούντα του Μάρκου
Οι δολοφονίες Λαδά και Πολκ
Γράφει ο Παντελής Στεφ. Αθανασιάδης
Τον Ιανουάριο του 1948, και ενώ είχαμε κορύφωση της κομμουνιστικής
ανταρσίας στην Ελλάδα, άρχισε η έντονη παράδοση αμερικανικού πολεμικού υλικού
στην μαχόμενη χώρα μας, βάσει του δόγματος Τρούμαν. Το ΚΚΕ, βλέποντας την σταδιακή
ανατροπή των ένοπλων σχεδίων του, άρχισε να σκέφτεται τις μαζικές εκδηλώσεις
αντιπερισπασμού μέσα στις πόλεις και τα χωριά, αλλά γρήγορα αποδείχτηκαν
ανέφικτες αυτές οι σκέψεις, γιατί το κράτος αμυνόμενο, εκσυγχρόνιζε με ταχύτητα
τις αρχές Ασφαλείας.
Το άρθρο αυτό, δεν αποσκοπεί να εξιστορήσει συνολικά όλα τα γεγονότα του 1948 και τις παραμέτρους τους. Αποσκοπεί όμως να προβάλει κάποια νέα στοιχεία, που προκύπτουν από το άνοιγμα των Αμερικανικών Εθνικών Αρχείων.
Η χρονιά εκείνη ξεκίνησε με καλούς οιωνούς, καθώς ο στρατός κατόρθωσε να εκδιώξει τους αντάρτες από την Κόνιτσα, που την κατείχαν επί σχεδόν οκτώ μέρες. Η νίκη αυτή είχε μεγάλη σημασία, γιατί η κατάληψη μιας έστω μικρής πόλης έδινε αξία στην ιδέα, ότι η κυβέρνηση του βουνού, θα αποκτούσε μια έδρα, γεγονός που θα προσέδιδε κάποια αξία στην σκιώδη υπόσταση μιας κυβέρνησης, που δεν αναγνώριζαν ούτε οι φίλοι και σύμμαχοι των ανταρτών, δηλαδή τα κομμουνιστικά κράτη. Επρόκειτο δηλαδή για στρατιωτική και διπλωματική ήττα τους. Και με τεράστιο τίμημα σε αίμα. Ο στρατός είχε στην Κόνιτσα 8 αξιωματικούς νεκρούς και 51 οπλίτες. Τραυματίσθηκαν 27 αξιωματικοί και 193 οπλίτες. Υπήρχαν και 70 αγνοούμενοι. Οι αντάρτες είχαν 500 νεκρούς, 1500 τραυματίες και 100 αιχμάλωτους, κατά τα δημοσιεύματα των ημερών.
Οι μάχες συνεχίζονταν σχεδόν σε όλη την Ελλάδα. Οι υπηρεσίες του στρατού σημείωσαν ότι στην πλευρά των ανταρτών παρατηρήθηκε η χρήση νέου οπλισμού και κυρίως χρήση ορειβατικών πυροβόλων. Μόνο στη μάχη της Κόνιτσας εντοπίσθηκε η χρήση 8 ορειβατικών σωλήνων, στους οποίους φάνηκε να προστέθηκαν άλλοι τέσσερις. Στη Θράκη σημειώθηκε η ύπαρξη 6 σωλήνων ορειβατικού Πυροβολικού. Γενικά αυξήθηκε το είδος των ατομικών όπλων των ανταρτών. Στη Δυτική Ελλάδα ο οπλισμός των ανταρτών ήταν κατά 90% συμμαχικής προέλευσης, πράγμα που σήμαινε, ότι ήταν κατοχικός οπλισμός.
Ανατριχιαστικές πολιτικές… by USA!!!
Με τη λήξη του 1947 φάνηκε
ξεκάθαρα, ότι οι Αμερικανοί ήθελαν να εφαρμόσουν δική τους πολιτική ατζέντα,
άσχετη μερικές φορές με τις εθνικές επιδιώξεις και διεκδικήσεις της Ελλάδας.
Όπως φαίνεται από μια έκθεση που υπάρχει στα Εθνικά Αρχεία των ΗΠΑ , στις 31
Δεκεμβρίου 1947, ο Διευθυντής του Γραφείου Υποθέσεων Εγγύς Ανατολής και Αφρικής
Λόυ Χέντερσον έλεγε εγγράφως στον επιτετραμμένο της πρεσβείας στην Ελλάδα
Ράνκιν ότι στην Ουάσιγκτον «συνειδητοποιούν
πλήρως τη σημασία αυτού και κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε για να αναλάβουμε
δράση γρήγορα».
Και ένα απόσπασμα, που έδειχνε πως από την πλευρά των Αμερικανών, υπήρχαν απόψεις, που έβαζαν ταφόπλακα σε εθνικές προσδοκίες των Ελλήνων!
«Παρατηρώ- έγραφε ο Χέντερσον-
στο υπόμνημα μια δήλωση ότι: “Πρέπει να πάψουμε να ζητάμε, μη ρεαλιστικά, από
την Ελλάδα να κάνει μονομερείς θυσίες, για παράδειγμα, σε σχέση με επανορθώσεις
και εδαφικές διεκδικήσεις, που φέρνουν σε δύσκολη θέση και αποδυναμώνουν την
ελληνική κυβέρνηση και υπονομεύουν την εμπιστοσύνη των Ελλήνων στην υποστήριξή
μας. …”. Υπό το πρίσμα αυτής της δήλωσης, θα πρέπει να εξηγήσω το σκεπτικό των
προτάσεών μας ότι η Ελλάδα πρέπει να προσπαθήσει να αποκαταστήσει τις σχέσεις
με τη Βουλγαρία, να τερματίσει την κατάσταση πολέμου με την Αλβανία και να
επαναλάβει τις σχέσεις με αυτήν την κυβέρνηση, να μην πιέζει αυτή τη στιγμή η
διεκδίκησή της στη Βόρεια Ήπειρο, και να προσπαθήσει να ικανοποιήσει τις
αξιώσεις της για αποζημιώσεις κατά της Ιταλίας χωρίς να επιμείνει στην παράδοση
των πλοίων Saturnia και Vulcania. Όσον αφορά τη Βουλγαρία, αναμέναμε τον πλέον
άμεσο κίνδυνο να αναγνωρίσουν οι Βούλγαροι την αντάρτικη κυβέρνηση στην Ελλάδα
και να προσπαθήσουν να πληρώσουν το λογαριασμό των αποζημιώσεων σε αυτήν την
κυβέρνηση, παρά στην κυβέρνηση της Αθήνας. Είχαμε επίσης κατά νου το ψήφισμα
της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, που καλούσε την Ελλάδα καθώς και τους βόρειους
γείτονές της να αποκαταστήσουν κανονικές φιλικές σχέσεις μεταξύ τους. Εφόσον ο
Έλληνας εκπρόσωπος στη Νέα Υόρκη ανεπιφύλακτα δήλωσε ότι η Ελλάδα ήταν έτοιμη
να συμμορφωθεί με οποιεσδήποτε συστάσεις της Συνέλευσης, θεωρήσαμε ότι θα ήταν
μια καλή κίνηση από την άποψη της παγκόσμιας κοινής γνώμης και πιθανής
μελλοντικής δράσης του ΟΗΕ να λάβει η Ελλάδα την πρωτοβουλία να επιδείξει την
προθυμία της να συμμορφωθεί με τη συγκεκριμένη σύσταση της Συνέλευσης.
Αφήνοντας κατά μέρος το θέμα των αποζημιώσεων, το οποίο δεν προκύπτει με την
Αλβανία, σκεφτήκαμε ότι το ίδιο σκεπτικό θα ίσχυε και για τις ενέργειες της
Ελλάδας σε σχέση με την τελευταία χώρα. Σε αυτή την περίπτωση, φαινόταν ότι η
Ελλάδα αποδυνάμωσε την υπόθεσή της ενώπιον του κόσμου και έδινε ένα άνοιγμα
στην εχθρική προπαγάνδα επιμένοντας μονομερώς σε κατάσταση πολέμου με μια
γειτονική χώρα που δεν θεωρούσε τον εαυτό της σε πόλεμο με την Ελλάδα και η
οποία δεν θεωρήθηκε εχθρός από οποιοδήποτε άλλο μέλος του ΟΗΕ. Περαιτέρω
φαινόταν πιθανό ότι η Αλβανία μπορούσε να διεκδικήσει το δικαίωμα να
αναγνωρίσει μια επαναστατική ελληνική κυβέρνηση λόγω του γεγονότος ότι η
κυβέρνηση της Αθήνας αρνήθηκε να έχει σχέσεις με την Αλβανία και, ακόμη πιο
σοβαρά, επέμενε στην ύπαρξη εμπόλεμης κατάστασης. Από την άλλη πλευρά,
συνειδητοποιήσαμε ότι θα ήταν πολύ δύσκολο για την Ελλάδα να παραιτηθεί από την
αξίωσή της στη Βόρεια Ήπειρο και ότι μπορεί να ήταν ανέφικτο να συνάψει σχέσεις
με την Αλβανία χωρίς να αποδυναμωθεί σε κάποιο βαθμό η ισχύς αυτής της
διεκδίκησης. Κατά συνέπεια, οι προτάσεις μας σχετικά με αυτό το θέμα έγιναν
σκόπιμα άκρως δοκιμαστικές.
Συζητώντας με τον Τσαλδάρη εδώ, φρόντισα απλώς να του προτείνω να
εξετάσει το ενδεχόμενο να ανοίξει ξανά τις σχέσεις με την Αλβανία και υπέδειξα
ότι εκτιμούμε τις δυσκολίες που μπορεί να παρουσιάσει αυτό στην ελληνική
κυβέρνηση. Υπάρχει, ωστόσο, ένα σημείο στο οποίο δεν θέλουμε να αφήσουμε καμία
παρεξήγηση στο μυαλό των ελληνικών αρχών: παρά τη συμπάθειά μας για τα
προβλήματα της Ελλάδας και την πολύ θετική και δαπανηρή υποστήριξή μας για την
ελληνική ανεξαρτησία, δεν αισθανόμαστε ότι μπορούμε να υποστηρίξουμε Ελληνικές
διεκδικήσεις στη Βόρειο Ήπειρο. Σύμφωνα με τις καλύτερες πληροφορίες μας, οι
αξιώσεις δεν δικαιολογούνται για εθνοτικούς λόγους, και υπό τις παρούσες συνθήκες
δεν υπάρχει σαφώς καμία πιθανότητα πραγματοποίησης του ισχυρισμού, με ή χωρίς
αμερικανική υποστήριξη. Μας φαίνεται ότι είναι εξαιρετικά μη ρεαλιστικό για μια
χώρα που παλεύει για την ίδια της την ύπαρξή της και δεν μπορεί να είναι
σίγουρη πότε κάποιο κομμάτι της σημερινής της επικράτειας μπορεί να αποσπαστεί
βίαια, να δημιουργεί σύγχυση και να προκαλεί εχθρότητες επιδιώκοντας
απραγματοποίητες φιλοδοξίες για το έδαφος ενός γείτονας».
Και έτσι κλείσαμε το 1947 με μεγάλες προσδοκίες για τη ροή αμερικανικής στρατιωτικής και οικονομικής βοήθειας προς την Ελλάδα, αλλά και με απόψεις αμερικανικές, που ήταν αντίθετες προς τις εθνικές προσδοκίες, όπως ήταν η απελευθέρωση της Βόρειας Ηπείρους και η επέκταση των ελληνικών συνόρων προς τη Βουλγαρία, σε βάθος περίπου 30 χιλιομέτρων. Μόνο τα Δωδεκάνησα κερδήθηκαν από την Ελλάδα.
Πάντως στις 3 Ιανουαρίου 1948 οι ΗΠΑ έδειξαν ενδιαφέρον ως προς την αποτροπή της αναγνώρισης της κυβέρνησης του βουνού από ξένες κυβερνήσεις. Μια τέτοια προειδοποίηση εστάλη από το Στέιτ Ντιπάρτμεντ στην αμερικανική πρεσβεία του Βουκουρεστίου, με την επισήμανση ότι μια πιθανή τέτοια αναγνώριση θα αποτελούσε κατάφωρη παραβίαση των αρχών του ΟΗΕ.
Την ίδια μέρα με άλλο τηλεγράφημα προς την Ειδική Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για τα Βαλκάνια στη Θεσσαλονίκη (UNSCOB), το Στέιτ Ντιπάρτμεντ διευκρίνιζε ότι εάν η Αλβανία, η Βουλγαρία ή η Γιουγκοσλαβία αναγνωρίσουν (σ.σ. έτσι ακριβώς το λέει) τη χούντα του Μάρκου- το αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών θα επιδιώξει να αποφύγει τη χρήση της λέξης κυβέρνηση.
Από τα
τέλη του μήνα άρχισε να ακούγεται το όνομα του αμερικανού στρατηγού Τζέιμς Βαν
Φλητ, που τον ήθελαν οι Αμερικανοί στην Ελλάδα, ως επικεφαλής των στρατιωτικών
συμβούλων, διότι πίστευαν όπως προκύπτει από διπλωματικά έγγραφα, πως «ο
διορισμός ενός τέτοιου ανθρώπου, θα είχε καλή ψυχολογική επίδραση στις
βαλκανικές χώρες». Σ΄ αυτό συμφωνούσε και ο στρατηγός Ντουάιτ Αϊζενχάουερ
τότε Αρχηγός Επιτελείου, του στρατού των Ηνωμένων Πολιτειών.
Από τις αρχές του Φεβρουαρίου 1948 κυκλοφορούσαν φήμες ότι οι ΗΠΑ ήθελαν να αντικατασταθεί η κυβέρνηση με μιαν άλλη που θα διέθετε αποφασιστικότερα και δυναμικότερα πρόσωπα. Αναζωπύρωση των φημών αυτών είχαμε όταν η «Ελευθερία» δημοσίευσε τηλεγράφημα του ανταποκριτή της Π. Καραβία, από τη Νέα Υόρκη, ότι ο αυλάρχης του βασιλέως Παύλου, στρατηγός Αλέξανδρος Παπάγος δήλωσε στους «Τάιμς της Νέας Υόρκης» ότι θα δεχόταν να αναλάβει την προεδρία υπηρεσιακής κυβέρνησης, αλλά χαρακτήρισε κακόβουλες τις φήμες ότι ο ίδιος θα επιθυμούσε να κυβερνήσει δικτατορικά. Τελικά, οι δηλώσεις του Παπάγου, ενώ έγιναν στο δημοσιογράφο Σέτζουικ δεν δημοσιεύθηκαν στην εφημερίδα. Κατά την άποψη πολιτικών κύκλων αυτή την κίνηση προωθούσαν «τα υπόλοιπα» της 4ης Αυγούστου, που θεωρούσαν τον Παπάγο κατάλληλο φορέα ενός τέτοιου ενδεχομένου.
Εν τω μεταξύ οι αντάρτες προσπαθούσαν να επεκτείνουν τη δραστηριότητά τους όλη τη χώρα. Επιθέσεις έγιναν κατά του Σιδηροκάστρου, του Αγίου Προδρόμου Χαλκιδικής, σε χωριά της επαρχίας Εορδαίας, στους Φιλιάτες, στο Διαβολίτσι Μεσσηνίας στο Δερβένι Αχαΐας κ.λπ. ενώ ανταρτική ομάδα δρούσε και στην Πάρνηθα.
Αίσιο τέλος είχε η περιπέτεια του βουλευτή των Φιλελευθέρων Κουτσοπέταλου, τον οποίο είχαν απαγάγει οι αντάρτες στις 12 Ιανουαρίου, από το χωριό Παύλος και τον άφησαν ελεύθερο στις αρχές Φεβρουαρίου. Γιατί εν τω μεταξύ, είχε προσβληθεί από κρυοπαγήματα. Στις 13 Φεβρουαρίου, υποβλήθηκε σε εγχείριση. Του αφαίρεσαν τα δάχτυλα του αριστερού ποδιού, που είχαν νεκρωθεί από κρυοπαγήματα κατά τη διάρκεια της αιχμαλωσίας του.
Ο κανονιοβολισμός της Θεσσαλονίκης
Στις 10 Φεβρουαρίου οι αντάρτες, πραγματοποίησαν μια εντυπωσιακή κίνηση. Όπως διαπίστωσαν οι αρχές, ομάδα ανταρτών που δρούσε στην περιοχή των Κερδυλίων κατόρθωσε να προσεγγίσει στη Θεσσαλονίκη μεταφέροντας και ένα γερμανικό πυροβόλο Κρουπ των 75 χιλιοστών, έως το 9ο χιλιόμετρο της οδού Θεσσαλονίκης- Σερρών. Εξαπέλυσαν 40 βλήματα, που έπεσαν στο κέντρο της Θεσσαλονίκης. Έχασαν τη ζωή τους, ένας Βρετανός στρατιώτης και τρείς Έλληνες πολίτες. Τραυματίσθηκαν επίσης δύο Βρετανοί στρατιώτες και εννέα Έλληνες πολίτες. Ο στρατός αντέδρασε κεραυνοβόλα. Οι αντάρτες καταδιώχτηκαν από πεζοπόρα τμήματα και από την πολεμική αεροπορία. Τελικά έχασαν τη ζωή τους 58 αντάρτες. Συνελήφθηκαν ή παραδόθηκαν 22. Ένα αεροπλάνο, που πέταξε σε χαμηλό ύψος εβλήθη από τους αντάρτες και πραγματοποίησε αναγκαστική προσγείωση στο χωριό Κολχικό χωρίς να πάθει κάτι ο πιλότος.
Στις 20 Φεβρουαρίου η Βουλή εξέφρασε την εμπιστοσύνη της προς τη κυβέρνηση Σοφούλη. Τη σχετική συζήτηση προκάλεσε ο Γεώργιος Παπανδρέου. Η κυβέρνηση έλαβε 190 θετικές ψήφους έναντι 90 αρνητικών. Υπέρ της κυβέρνηση ψήφισαν 107 Λαϊκοί, 71 Φιλελεύθεροι, 2 συνεργαζόμενοι με τους Λαϊκούς (Σακελλαρίου και Παπαδόπουλος) 4 βουλευτές του κόμματος του Π. Κανελλόπουλου και 4 ανεξάρτητοι (Κ. Τσάτσος, Θεμελής, Μιχαλακόπουλος και Δημητράτος). Εναντίον της κυβέρνησης ψήφισαν 85 βουλευτές των κομμάτων των Γ. Παπανδρέου, Στ. Γονατά, Ναπ. Ζέρβα, Σπ. Μαρκεζίνη και Θεόδ. Τουρκοβασίλη, καθώς και… πέντε βουλευτές των Λαϊκών (Κουλουμβάκης, Θεοφανόπουλος, Κώης, Καλαντζάκος και Φουσιάδης.
Πέρα όμως από τις πολιτικές διαμάχες, οι αντάρτες συνέχιζαν τις επιθέσεις τους, σε διάφορα μέρη της Ελλάδας, όπως στο Αίγιο, στον Θεσσαλικό Κάμπο με επιθέσεις στον Αλμυρό, τη Βερδικούσα Ελασσόνας κ.λπ., στην περιοχή Πελεκάνου Σελίνου Χανίων και αλλού. Επίθεση με πυροβόλο και βαρείς όλμους έγινε κατά του Διδυμοτείχου από την τοποθεσία Ζωοδόχου Πηγής στις 26 Φεβρουαρίου. Έριξαν πριν καταδιωχθούν περί τα 50 βλήματα τραυματίζοντας τρείς ιδιώτες. Το Σουφλί εκείνες τις μέρες χτυπήθηκε με 130 οβίδες. Άλλοι αντάρτες ανατίναξαν σιδηροδρομική γέφυρα κοντά στο χωριό Αμόριο, ενώ άλλη ομάδα ανατίναξαν σιδηροδρομική γαλαρία μεταξύ Κίρκης και Αλεξανδρούπολης. Σε άλλη περίπτωση 800 αντάρτες είχαν εγκλωβιστεί από τις δυνάμεις του στρατού στην περιοχή του Ολύμπου.
Ο μεγάλος αριθμός συλλήψεων
Ένα σημαντικό πρόβλημα που απασχολούσε την κυβέρνηση Σοφούλη, αλλά και την κοινή γνώμη, ήταν ο μεγάλος αριθμός συλλήψεων πολιτών. Στις 3 Μαρτίου 1948 ο υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ Μιχαήλ Μαυρογορδάτος ρώτησε τον υπεύθυνο της αμερικανικής πρεσβείας Ράνκιν, ποια γνώμη είχε για το τρέχον πρόγραμμα συλλήψεων ασφαλείας, που γίνονταν. Προφανώς, συμπέρανε ο αμερικανός διπλωμάτης, αναμένονταν και άλλη σειρά συλλήψεων και ήλπιζε ο υφυπουργός ότι δεν θα ανησυχούσαν στην πρεσβεία. Ο Ράνκιν απάντησε ότι πίστευε πως τέτοιες συλλήψεις ήταν απολύτως αναγκαίες και δικαιολογημένες, εφόσον δεν είχαν «μαζικό» χαρακτήρα και εφόσον οι άνθρωποι δεν κρατούνταν για μεγάλα χρονικά διαστήματα χωρίς δίκη. Ο Μαυρογορδάτος διαβεβαίωσε ότι δεν θα υπάρξουν «μαζικές συλλήψεις», ότι όλη η υπόθεση θα διεξαχθεί προσεκτικά και ότι ο Πρωθυπουργός Σοφούλης αναλάμβανε την ευθύνη για την άμεση απελευθέρωση όσων συνελήφθησαν και κρίθηκαν αθώοι.
Στα μέσα Μαρτίου 1948, οι Αμερικανοί άρχισαν να «βλέπουν» τον επικείμενο τερματισμό της ανταρσίας. Σε ένα από τα έγγραφα των Εθνικών Αρχείων των ΗΠΑ αναφέρεται:
«Κατά τους επόμενους έξι ή οκτώ μήνες είτε οι κυβερνητικοί θα
συντρίψουν τη ραχοκοκαλιά της αντάρτικης αντίστασης αναγκάζοντας τους βόρειους
γείτονες να εγκαταλείψουν τον Μάρκο και πιθανώς να προσαρμοστούν στην UNSCOB
και στην ελληνική κυβέρνηση ή αν αυτό δεν γίνει, η οικονομική επιδείνωση στην
Ελλάδα θα επιταχυνθεί και οι βόρειοι γείτονες θα ενθαρρύνονται να αυξήσουν τη
βοήθεια προς τον Μάρκο».
Σε περίπτωση αυξημένης βοήθειας προς τους αντάρτες, θα πρέπει να εξεταστούν οι προσπάθειές των ΗΠΑ μέσω του ΟΗΕ για τη διάσωση της Ελλάδας.
Πολιτικές δολοφονίες και «παιδομάζωμα»
Το 1948 χαρακτηρίσθηκε από αύξηση των καταδικαστικών αποφάσεων εις θάνατον από έκτακτα στρατοδικεία. Σ’ αυτό συνετέλεσαν διάφορα γεγονότα όπως η δολοφονία του υπουργού Δικαιοσύνης Χρήστου Λαδά. Παράλληλα σημειώθηκαν στις αρχές Μαρτίου αιματηρά επεισόδια στη Μακρόνησο, όπου κρατούνταν διάφοροι κομμουνιστές.
Οι αντάρτες εξακολουθούσαν να διατηρούν δυνάμεις και να πραγματοποιούν επιθέσεις σχεδόν σε όλη τη χώρα.
Καίριο γεγονός που απασχόλησε έντονα τις κρατικές υπηρεσίες αλλά και την κοινή γνώμη, ήταν το λεγόμενο «παιδομάζωμα».
Εκπρόσωπος του υπουργείου Εξωτερικών σε δηλώσεις του προς τους εκπροσώπους του ελληνικού και του ξένου Τύπου κατήγγειλε ότι οι αντάρτες είχαν αρχίσει την καταγραφή των παιδιών, αγοριών και κοριτσιών ηλικίας από 3 έως 14 ετών, σχεδιάζοντας να συγκεντρώσουν έως 80.000 παιδιά για να τα μεταφέρουν σε Ρουμανία, Βουλγαρία, Γιουγκοσλαβία και Αλβανία. Οι πρώτες καταγραφές είχαν γίνει στα Καστανοχώρια της Καστοριάς και σε περιοχές της Κοζάνης, ενώ από την περιοχή της Φλώρινας, καραβάνια παιδιών οδηγούνταν με τι βία στη Γιουγκοσλαβία. Η Ελλάδα, με τηλεγράφημα του υπουργού Εξωτερικών Κωνσταντίνου Τσαλδάρη, κατήγγειλε στα τέλη Μαρτίου στον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ Τρίγκβε Λη το «παιδομάζωμα».
Η 25η
Μαρτίου γιορτάσθηκε λιτά, αλλά και με ελπίδες στη νίκη στρατού και λαού
εναντίον της ένοπλης ανταρσίας. Η κατάσταση παρά την εισροή της αμερικανικής
βοήθειας εξακολουθούσε να είναι σοβαρή. Ο βασιλεύς Παύλος στο διάγγελμά του για
την εθνική επέτειο, μιλούσε για την κρισιμότητα της κατάστασης, αλλά και την
πίστη του στις δυνατότητες του Έλληνα στρατιώτη και τόνιζε ξεκάθαρα: «Σήμερον, γεμάτος από την Πίστιν μου αυτήν
και με πλήρη συναίσθησιν της σοβαρότητος του πράγματος διαπιστώνω ενώπιον του
Λαού Μου ότι η Πατρίς ευρίσκεται εν κινδύνω».
Τον Απρίλιο του 1948, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΓΕΣ, οι αντάρτες μπορούσαν να παρατάξουν εννέα μεραρχίες με 22.000-25.000 άνδρες. Στην πραγματικότητα, όπως αποδείχτηκε αργότερα η δύναμη αυτή ήταν μικρότερη μετά βίας έφτανε τις 16.000-18.000 και ο τελικός σχεδιασμός ήταν να εξασφαλισθεί ως βάση εξόρμησης ο Γράμμος.
Ο στρατός, ενισχυμένος με νέο υλικό, με την παρουσία αμερικανών συμβούλων με ανακατατάξεις στην διοικητική πυραμίδα του, άρχισε να εφαρμόζει το σχέδιο «Χαραυγή» που αποσκοπούσε να σαρώσει όλα τη χώρα και κυρίως τη Στερεά Ελλάδα. Επικεφαλής είχε τεθεί ο αντιστράτηγος Θρασύβουλος Τσακαλώτος, που διέθετε τρείς πλήρεις μεραρχίες με 27 τάγματα, δύο μοίρες καταδρομέων, 16 τάγματα εθνοφρουράς, ένα λόχο πολυβόλων, τέσσερα τάγματα διαβιβάσεων, ένα τάγμα Χωροφυλακής, ένα τάγμα ασφαλείας σιδηροδρόμων, 45 τεθωρακισμένα οχήματα, 56 πυροβόλα και δυνάμεις ΜΑΥ κ.λπ. Ο στρατός είχε επιτυχίες.
Ο Απρίλιος βρήκε την Ελλάδα σπαρασσόμενη. Μια από τις ευχάριστες ειδήσεις ήταν ο στρατός εκκαθάρισε την περιοχή του Ελικώνα από τις ανταρτικές δυνάμεις. Ο Αμερικανός στρατηγός Βαν Φλητ συνοδευόμενος από τον Α/ΓΕΣ στρατηγό Γιαντζή και τους στρατηγούς Γρηγορόπουλο και Παπαγεωργίου περιόδευσαν στη Βόρεια Ελλάδα. Ο Βαν Φλητ δήλωσε ότι οι αντάρτες φαίνονταν απολύτως εξασθενημένοι και ότι έφτασε η στιγμή για μια ύστατη προσπάθεια του στρατού για την εκμηδένιση της ανταρσίας.
Επιθέσεις σημειώθηκαν και σε τρία χωριά σχεδόν 7 χιλιόμετρα κοντά στην Καλαμάτα. Επρόκειτο για τα χωριά Θουρία, Αιθαία και Σπερχόγεια. Επικεφαλής των ανταρτών ήταν οι καπετάνιοι Κονταλώνης και Ξυδέας. Για την εκδίωξη των ανταρτών κινήθηκαν δυνάμεις από την Καλαμάτα και τη Μεσσήνη.
Λίγες μέρες αργότερα σημειώθηκε επίθεση 1.200 ανταρτών στα Φάρσαλα. Η μάχη ήταν πολύ σκληρή. Οι αντάρτες μπόρεσαν να εισέλθουν στην πόλη απ’ όπου απήγαγαν 50 νέους και νεάνιδες, καθώς και 17 Έλληνες οδηγούς της Αμερικανικής Αποστολής. Λεηλατήθηκαν 10 σπίτια και πυρπολήθηκε το αμαξοστάσιο της Αμερικανικής Αποστολής. Απέτυχαν όμως να βάλουν φωτιά στις αποθήκες της Αμερικανικής Αποστολής, γιατί αποκρούσθηκαν επιτυχώς από το στρατό.
Την νύχτα της 7ης Απριλίου 1948 μεγάλη δύναμη ανταρτών επιτέθηκε εναντίον της Κομοτηνής. Η πόλη εβλήθη με περίπου 300 βλήματα, χωρίς να έχει σημαντικά αποτελέσματα. Αντίθετα σκοτώθηκαν πέντε αντάρτες. Ανάμεσά τους και ο ταγματάρχης Ανδρέας Ρουσόπουλος γνωστός ως καπετάν Νίκος.
Στα μέσα του μηνός έγινε μεγάλη επίθεση εναντίον των Καλαβρύτων, από αντάρτικα συγκροτήματα της Γορτυνίας, της Ηλείας και της Κορίνθου. Η επίθεση, που κράτησε 50 ώρες, αποκρούσθηκε με επιτυχία. Οι επιτιθέμενοι όμως προκάλεσαν μεγάλες υλικές καταστροφές μέσα στο Καλάβρυτα.
Εκτεταμένες μάχες έγιναν στην περιοχή της Δράμας, όπου ένα συγκρότημα ανταρτών προερχόμενο από το ποταμό Νέστο. Η περιοχή είχε πληγεί βαρύτατα επειδή είχε προηγηθεί βίαιη στρατολόγηση κατοίκων.
Αιματηρά γεγονότα σημειώθηκαν στην Σπάρτη. Αφορμή ήταν ο θάνατος του μοίραρχου Γεώργιου Παναγιωτόπουλου από έκρηξη νάρκης στη διαδρομή Τριπόλεως- Σπάρτης. Στο άκουσμα της είδησης, άνδρες της Χωροφυλακής στασίασαν και εκδικούμενοι το θάνατο του μοιράρχου τους μπήκαν δια της βίας στις φυλακές και από τους 59 φυλακισμένους εκτέλεσαν τους 26. Εκεί προσέτρεξε ο ανώτερος διοικητής Χωροφυλακής Σπάρτης, αλλά κατά την ανταλλαγή πυροβολισμών χτυπήθηκε και πέθανε επιτόπου. Οι κάτοικοι της Σπάρτης αναστατώθηκαν από την απαράδεκτη στάση των χωροφυλάκων μηχανοκίνητου λόχου.
Λίγες μέρες αργότερα, άρχισαν στη Στερεά Ελλάδα ευρύτατες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις υπό τον στρατηγό Τσακαλώτο.
Ο Μάιος του 1948 σημαδεύτηκε από μεγάλες πολιτικές δολοφονίες.
Την 1η Μαΐου, ημέρα του Μεγάλου Σαββάτου δολοφονήθηκε στις 9 το πρωί, έξω από την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου Καρύτση, ο υπουργός Δικαιοσύνης Χρήστος Λαδάς. Τον εκτέλεσε ο Ευστράτιος Μουτσογιάννης 22 ετών, ο οποίος φορώντας στολή σμηνίτη έριξε χειροβομβίδα και τραυμάτισε το Λαδά, που εξέπνευσε 13 ώρες αργότερα στο νοσοκομείο. Συνελήφθη ο δράστης με άλλα μέλη της παράνομης οργάνωσης του ΚΚΕ Στενή Αυτοάμυνα. Ακολούθησαν στρατοδικεία και εκτελέσεις κάποιων υπευθύνων. Οι εκτελέσεις αυτές προκάλεσαν διαφωνίες στην κυβέρνηση. Και αυτό προκύπτει από amerikanik;o διπλωματικό έγγραφο.
Ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Τζωρτζ Μάρσαλ σε τηλεγράφημά του προς την πρεσβεία του στο Ηνωμένο Βασίλειο στις 7 Μαΐου 1948 αναφέρθηκε στην αρνητική αντίδραση των Βρετανών στις εκτελέσεις, παρατήρησε ότι είναι πιθανό οι εκτελέσεις στην πραγματικότητα να έχουν επιταχυνθεί ως αντίποινα για τη δολοφονία του υπουργού Λαδά παρά την έντονη δημόσια άρνηση του υπουργού Δημόσιας Τάξης Κωνσταντίνου Ρέντη , ήταν σαφές όμως ότι όλοι όσοι εκτελέστηκαν ήταν καταδικασμένοι ως δολοφόνοι με θανατική ποινή, η οποία επιβεβαιώθηκε μετά από προσφυγές και αυτή η διαδικασία μπορεί να είχε ως αποτέλεσμα την εξουδετέρωση της ανόρθωσης του αντάρτικου ηθικού από τη δολοφονία του Λαδά και την αποθάρρυνση περαιτέρω δολοφονιών, που είχε προαναγγείλει ξεκάθαρα ο ραδιοφωνικός σταθμός του Μάρκου Βαφειάδη.
Η ελληνική κυβέρνηση- τόνιζε ο Μάρσαλ- μπορεί να αισθάνεται ότι δεν μπορεί να αντέξει να δείξει αδυναμία απέναντι σε αυτήν και σε άλλες απειλές του Μάρκου, όπως η εκπομπή των ανταρτών στις 25 Ιανουαρίου από το ραδιόφωνο του Βελιγραδίου, με τη διαταγή προς όλες τις μονάδες των ανταρτών να συλλάβουν ομήρους «ως αντίποινα για διώξεις και συλλήψεις δημοκρατικών πολιτών από την ελληνική κυβέρνηση» και στις 12 Μαρτίου ραδιοφωνική ανακοίνωση του Μάρκου ότι αρκετοί αιχμάλωτοι αξιωματικοί του ελληνικού στρατού θα εκτελούνταν εκτός και αν απελευθερωθούν εντός 48 ωρών οι αντάρτες που είχαν συλληφθεί στην περιοχή της Θεσσαλονίκης.
Σχετική μετριοπάθεια από την ελληνική δικαιοσύνη, παρά την ακραία κομμουνιστική πρόκληση, πιστεύεται ότι αποδεικνύεται από γεγονότα όπως η μείωση του αριθμού των εξορισθέντων από την παρούσα κυβέρνηση από τις 18.000 την 1η Σεπτεμβρίου 1947 σε 4.000 την 1η Μαρτίου 1948 και η αθώωση από τα στρατοδικεία για 1.128 από τα 2.127 άτομα που συνελήφθησαν για αδικήματα ασφαλείας , υπενθύμιζε ο Τζωρτζ Μάρσαλ.
Η Στενή Αυτοάμυνα, σημείωσε τότε μερικές επιτυχίες, με δολοφονίες στη Θεσσαλονίκη και την Πάτρα, αλλά και στην Αθήνα με δολοφονίες μελών της οργάνωσης Χ του συνταγματάρχη Γεωργίου Γρίβα. Οι αρχές ασφαλείας όμως κατόρθωσαν να διαλύσουν τη Στενή Αυτοάμυνα και την Κομματική Οργάνωση Αθήνας του ΚΚΕ.
Ενώ στις πόλεις δεν κατόρθωσε το ΚΚΕ να προκαλέσει εξέγερση του πληθυσμού, οι αντάρτες στα βουνά συνέχιζαν τον απελπισμένο αγώνα τους. Η μεγάλη βάση εξόρμησής του ήταν ο όγκος των βουνών Βίτσι και Γράμμος. Οι επιτυχίες των ανταρτών στα τέλη του 1947 (Μέτσοβο, Κόνιτσα, Μουργκάνα, Κομοτηνή κ.λπ.) έδιναν κάποιες ελπίδες στην ηγεσία του κόμματος που κατάρτισε μάλιστα και το λεγόμενο σχέδιο «Σ». Στις 15 Ιανουαρίου μάλιστα, έγινε στο Γράμμο μεγάλη πολιτικοστρατιωτική σύσκεψη με συμμετοχή όλων των μεγάλων ονομάτων του ΚΚΕ, υπό τον Νίκο Ζαχαριάδη. Από τότε όμως άρχισε και η μεγάλη διένεξη Ζαχαριάδη και Βαφειάδη για το είδος του αγώνα, που έπρεπε να επιλέξει το αντάρτικο. Αν δηλαδή θα συνεχισθεί ο κλασσικός ανορθόδοξος αντάρτικος πόλεμος (άποψη Βαφειάδη) ή αν θα αρχίσει σιγά σιγά η δύναμη των ανταρτών να μετατρέπεται σε τακτικό στρατό (άποψη Ζαχαριάδη). Για το ζήτημα αυτό γράφτηκαν πολλά…
Όμως όλοι συμφωνούν ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα των ανταρτών ήταν η συνεχιζόμενη έλλειψη μαχητών, για πολλούς λόγους.
Από τα μέσα του 1947 η στρατολογία ανδρών για το αντάρτικο, είχα πάρει περίπου βίαιο χαρακτήρα. Και ο ίδιος ο Μάρκος Βαφειάδης έχει παραδεχθεί ότι μόνο το 10% των ανταρτών είχαν καταταχθεί εθελοντικά. Η βίαιη στρατολόγηση δημιουργούσε μεγάλο αριθμό λιποταξιών σε κάθε μάχη, αλλά και συνολική αριθμητική ανεπάρκεια…
Η δολοφονία του Τζωρτζ Πολκ
Στις 16 Μαΐου 1948, βρέθηκε το πτώμα του Αμερικανού δημοσιογράφου Τζορτζ Πολκ, να επιπλέει στη θάλασσα της Θεσσαλονίκης. Ήταν νυμφευμένος με Ελληνίδα και ήρθε στην Ελλάδα, με σκοπό να ανεβεί στο βουνό να πάρει συνέντευξη από το Μάρκο Βαφειάδη. Ο Παλκ δολοφονήθηκε μέσα σε μια βάρκα. Οι ελληνικές αρχές παρουσίασαν ότι τον αμερικανό δημοσιογράφο, είχαν δολοφονήσει κομμουνιστές. Στην υπόθεση αυτή ενέπλεξαν και το δημοσιογράφο Γρηγόρη Στακτόπουλο, ο οποίος δικάστηκε και φυλακίσθηκε για πολλά χρόνια. Η δολοφονία του Πολκ και η δίκη του Στακτόπουλου προκάλεσαν διεθνές ενδιαφέρον. Ειδικά όμως η δίκη του Στακτόπουλου με τα κενά και τις αντιφάσεις των ανακριτικών αρχών, δεν έπεισαν την κοινή γνώμη για την ενοχή του Στακτόπουλου. Τελικά ακόμα και σήμερα, κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα, ποιος ήταν ο αυτουργός της δολοφονίας, αν και από τότε έχουν διατυπωθεί πολλά σενάρια συνωμοσίας.
*Ο ηγέτης της Γιουγκοσλαβίας Γιόζιπ Μπροζ Τίτο
Ρήγματα στο κομμουνιστικό στρατόπεδο
Οι μέρες κυλούσαν με συνεχείς επιθέσεις των ανταρτών σε μικρές πόλεις και χωριά. Τον Ιούνιο άρχισε να εφαρμόζεται από το στρατό το σχέδιο «Κορωνίς», το οποίο πρόβλεπε την έναρξη εκκαθαριστικών επιχειρήσεων για διάστημα τεσσάρων εβδομάδων περίπου. Το σχέδιο ήταν προβληματικό. Έγιναν σκληροί αγώνες και ειδικά στα υψώματα «Κλέφτης», «Αλεβίτσα», «Τάλιαρος» κ.ά.
Στα μέσα εκείνου του μήνα, ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Κωνσταντίνος Τσαλδάρης, διατύπωσε παρασκηνιακά προς το ΚΚΕ συμβιβαστικές προτάσεις για λήξη των εχθροπραξιών. Η ηγεσία του ΚΚΕ απέρριψε τις προτάσεις Τσαλδάρη, που είχαν γίνει εν αγνοία του πρωθυπουργού και των Αμερικανών.
Εκείνο όμως που συγκλόνισε προς τα τέλη Ιουνίου τον κομμουνιστικό κόσμο, ήταν η αποκήρυξη του ηγέτη της Γιουγκοσλαβίας Τίτο από την Κομινφόρμ. Ήταν τεράστιο το ρήγμα σε εκείνη την πλευρά. Το 1948 σημειώθηκε σειρά γεγονότων, που ουσιαστικά άρχισαν να κρίνουν την τελική έκβαση της ανταρσίας στην Ελλάδα. Βασικό γεγονός ήταν η ευρεία κρίση στο κομμουνιστικό στρατόπεδο, από τις διαφωνίες Στάλιν- Τίτο. Ο Στάλιν δεν έβλεπε με καλό μάτι τις φιλοδοξίες του Τίτο να μετατρέψει τη χώρα του σε σημαντική περιφερειακή δύναμη και το στρατό του να είναι απεξαρτημένος από την επιρροή του Κόκκινου Στρατού της Μόσχας. Η ΕΣΣΔ αρνήθηκε να υπογράψει οικονομική συμφωνία, με το Βελιγράδι, ανακάλεσε τους πολιτικούς και στρατιωτικούς συμβούλους της και στις 28 Ιουνίου 1948 η Κομινφόρμ (σ.σ. η μεγάλη κεντρική οργάνωση του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος από το 1947 έως το 1956) κάλεσε με ψήφισμά της τα στελέχη του Κομμουνιστικού Κόμματος της Γιουγκοσλαβίας να απομακρύνουν τους ηγέτες τους και να τους αντικαταστήσουν με νέα ηγεσία. Η πλειοψηφία όμως των Γιουγκοσλάβων κομμουνιστών παρέμεινε πιστή στην Τιτοϊκή ηγεσία.
Το επόμενο μεγάλη ρήγμα στην πλευρά των ανταρτών ήταν η έναρξη διαφωνιών μεταξύ Ζαχαριάδη και Βαφειάδη. Η ηγεσία διέδιδε ότι ο Μάρκος Βαφειάδης πάσχει από σοβαρή νευρική κρίση και χρειάζεται θεραπεία.
Τον Ιούλιο έφτασε στην Αθήνα ο νέος Αμερικανός πρέσβης Χένρυ Γκρέιντυ, ο οποίος αντικαθιστούσε τον Λίνκολν Μακβή. Ο νέος πρέσβης έκανε αισθητή την παρουσία του με τις επεμβάσεις στα ελληνικά πολιτικά πράγματα, καθώς είχε ταχθεί υπέρ μιας ισχυρής δεξιάς κυβέρνησης, αλλά με τον Σοφούλη πρωθυπουργό. Ο άλλος πόλος της αμερικανικής εξουσίας στην Ελλάδα ο στρατηγός Βαν Φλητ προτιμούσε μια σκληρή δεξιά κυβέρνηση με επικεφαλής τον στρατηγό Αλέξανδρο Παπάγο, που ήταν αυλάρχης των Ανακτόρων.
Τον Αύγουστο οι ανταρτικές δυνάμεις, πιεζόμενες από όλες στις κατευθύνσεις στο Γράμμο, αποφάσισαν να κάνουν μια εντυπωσιακή κίνηση, να εγκαταλείψουν τον ορεινό όγκο που κατείχαν και να μεταφερθούν στο διπλανό βουνό το Βίτσι.
Ο αγώνας εξουδετέρωσης των ανταρτών, παρά την αμερικανική βοήθεια και τις επιτόπιες επιτυχίες του στρατού και της Χωροφυλακής, έδειχνε να παίρνει στατική μορφή, ενώ και οι αντάρτες, δεν έδειχναν να έχουν εδαφικά ωφελήματα, ούτε να μπορούν να αυξήσουν αριθμητικά τις δυνάμεις τους.
Στο προσκήνιο το όνομα του Παπάγου
Ένα όνομα που επλανάτο ήταν το όνομα του Αλέξανδρου Παπάγου. Αξιωματικός με επιτελική μόρφωση, ηγήθηκε του αγώνα το 1940, διαχώρισε τη θέση του από τους αξιωματικούς που υπέγραψαν την συνθηκολόγηση, συνελήφθη από τους Γερμανούς και εστάλη στα ναζιστικά στρατόπεδα, απ΄ όπου τον απελευθέρωσαν οι Αμερικανοί. Ήταν τον 1948 αυλάρχης του βασιλέως Παύλου.
Στις 25 Οκτωβρίου 1948 ο Πρέσβης των ΗΠΑ στην Ελλάδα Γκρέιντυ συνάντησε τον πρωθυπουργό Θεμιστοκλή Σοφούλη, ο οποίος εξέφρασε ανησυχίες για την στρατιωτική κατάσταση και είπε ότι τελικά αποφάσισε να διορίσει τον στρατηγό Αλέξανδρο Παπάγο ως Αρχιστράτηγο του Ελληνικού Στρατού.
«Ο Σοφούλης- όπως έγραψε σε έκθεσή του ο Γκρέιντυ- πίστευε ότι το κύρος του Παπάγου, η αφοσίωση
του στον Βασιλιά και η απουσία του δεσμού με οποιοδήποτε πολιτικό κόμμα θα
βελτίωναν την κατάσταση, με πλήρη εξουσία στα στρατιωτικά θέματα. Ωστόσο, ο
Πρωθυπουργός επιθυμούσε να με συμβουλευτεί πριν αναλάβει δράση. Απάντησα ότι η
ερώτηση έδειχνε ότι έπρεπε να αποφασίσουν οι Έλληνες, αλλά εγώ ήθελα να σκεφτώ
περαιτέρω το θέμα και να επικοινωνήσω ξανά μαζί του».
Ο Αμερικανός πρέσβης επισήμανε τις πολιτικές επιπτώσεις από την ύπαρξη Ανώτατου Διοικητή με πολύ ευρείες εξουσίες ενώ φαινόταν ότι δημιουργούνταν ένας οποιουδήποτε είδους δικτάτορας. Ο πρωθυπουργός απάντησε κατηγορηματικά ότι τόσο ο χαρακτήρας του Παπάγου όσο και η αποφασιστικότητα του ίδιου του πρωθυπουργού αποτελούν διαβεβαίωση ότι οι συνταγματικές και κοινοβουλευτικές μορφές θα τηρηθούν σχολαστικά.
Ο Βαν Φλητ ενέκρινε τον διορισμό, ενώ ο Βρετανός πρέσβης συμφωνούσε με τον Γκρέιντυ ότι δεν πρέπει να αντιταχθούν στα μέτρα. Ο Γκρέιντυ μετά τις συνομιλίες που είχε, έστειλε την επομένη μήνυμα στον Σοφούλη, επαναλαμβάνοντας ότι το θέμα αφορούσε την ελληνική πλευρά και δεν θα υπήρχαν αντιρρήσεις. Το θέμα οδηγήθηκε για τελική απόφαση στο Ανώτατο Συμβούλιο Εθνικής Άμυνας.
Τον Οκτώβριο επισκέφθηκε την Αθήνα ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Τζωρτζ Μάρσαλ συνοδευόμενος από τον υπουργό Άμυνας και άλλους εμπειρογνώμονες.
Οι Αμερικανοί, δεν έπαψαν ποτέ να αναμιγνύονται στα πολιτικά πράγματα της Ελλάδας. Στις 6 Νοεμβρίου ο πρέσβης Γκρέιντυ ανέφερε προς τον υπουργό Εξωτερικών Τζωρτζ Μάρσαλ ότι θεωρούσε:
«Πως δεν είναι φρόνιμο στην παρούσα περίσταση να παρέμβω ή να δώσω
λεπτομερείς συμβουλές στην τρέχουσα ελληνική πολιτική κρίση. Μπορούμε, φυσικά,
να παρέμβουμε ανά πάσα στιγμή και να επιχειρήσουμε να σχηματίσουμε κυβέρνηση,
αλλά αυτό μπορεί να αποδειχθεί μόνο προσωρινά πρόσφορο και σίγουρα θα θεωρηθεί
από τους Έλληνες ως μια λύση που επιβάλλεται από την Αμερική».
Και πρόσθετε:
«Πρέπει να δοθεί σκληρό μάθημα στους Έλληνες ότι μόνο με τις δικές τους
θυσίες και κόπο μπορεί να σωθεί η Ελλάδα. Αυτό ισχύει τόσο για τον πολιτικό όσο
και για τον οικονομικό και τον στρατιωτικό τομέα. Φυσικά, παρακολουθούμε στενά
την κατάσταση για να αποφύγουμε, ει δυνατόν, μια αντισυνταγματική ή δικτατορική
λύση που θα έβλαπτε περαιτέρω την ήδη ατυχή φήμη της Ελλάδας στο εξωτερικό.
Είναι επίσης πολύ σημαντικό να αποφευχθεί η παρατεταμένη περίοδος χωρίς
κυβέρνηση. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο πιστεύω ότι οι Έλληνες πρέπει να έχουν τη
δυνατότητα, ακόμη και να απαιτείται, να αναζητήσουν τη δική τους λύση αντί να
τους επιτραπεί να στραφούν στις ΗΠΑ για να πάρουν κατευθύνσεις. Θεωρώ ότι η
επιθυμία να φέρουμε στους Έλληνες πολιτικούς την πρωταρχική αναγκαιότητα της
πολιτικής συνεργασίας, αξίζει τον κίνδυνο μιας σύντομης περιόδου χωρίς μια
κυβέρνηση που μπορεί να εμπλέκεται.
Όσον αφορά το είδος της κυβέρνησης που ταιριάζει καλύτερα στην Ελλάδα
αυτή τη στιγμή, ζητάμε με συνέπεια τη συνέχιση του ευρέος συνασπισμού ως πιο
αποτελεσματική και πιο αντιπροσωπευτική της βούλησης του ελληνικού λαού. Δεν
υπάρχει αμφιβολία ότι η παρούσα κυβέρνηση είναι σχετικά αναποτελεσματική και
δεν ανταποκρίνεται πλήρως στις ανάγκες των ανθρώπων ή δεν ανταποκρίνεται στη
γενική αποδοχή τους. Ωστόσο, οποιοσδήποτε άλλος πολιτικός συνδυασμός ή μια
κυβέρνηση υπηρεσιακή, θα υπέφερε από τις ίδιες αναπηρίες συν επιπλέον
μειονεκτήματα και υπήρξε πρόσφατη βελτίωση στον χειρισμό οικονομικών
προβλημάτων από την κυβέρνηση που είναι σημαντικά για το πρόγραμμα. Μια
«υπερκομματική» κυβέρνηση θα είχε επιδεινωμένα ελαττώματα του σημερινού
συνασπισμού και μια κυβέρνηση υπηρεσιακού τύπου θα έπρεπε, κατά τη γνώμη μου,
να αποφευχθεί αν είναι δυνατόν, καθώς θα ήταν πιθανώς λιγότερο αποτελεσματική
και συνεκτική από τον συνασπισμό και θα διέτρεχε πρόσθετο κίνδυνο να μετατραπεί
σε δικτατορία.
Τα ονόματα που ακούγονται πιο συχνά για τον αρχηγό υπηρεσιακής κυβέρνησης είναι Παπάγος, Βούλγαρης και Πουλίτσας, κανένας από τους οποίους δεν είναι εξαιρετικός ή δεν θεωρείται ιδιαίτερα ικανός ως πολιτικός. Το καλύτερο για τα συμφέροντα μας αλλά και οι Έλληνες, πιστεύω, θα εξυπηρετούνταν με την ενθάρρυνση της ανασύστασης της παρούσας κυβέρνησης συνασπισμού με τέτοιες τροποποιήσεις και βελτιώσεις, που είναι δυνατές και απαραίτητες για να επιτευχθεί η κοινοβουλευτική πλειοψηφία».
Πρωθυπουργός και πάλι ο Σοφούλης
Αλλαγές τελικά στο πολιτικό προσκήνιο είχαμε στις 12 Νοεμβρίου 1948, όταν υπέβαλε παραίτηση η κυβέρνηση Σοφούλη και στις 18 του μηνός σχηματίσθηκε νέα κυβέρνηση με πρωθυπουργό πάλι τον ίδιο γηραιό πολιτικό. Στην οποία όμως δεν συμμετείχαν οι Παναγιώτης Κανελλόπουλος, Γεώργιος Παπανδρέου και Σοφοκλής Βενιζέλος. Η νέα κυβέρνηση πήρε 168 θετικές ψήφους στη Βουλή έναντι 167 αρνητικών!!!
Η δύσκολη εκείνη χρονιά έληγε χωρίς ορατές ελπίδες άμεσου τερματισμού της ανταρσίας. Ο Αμερικανός πρέσβης Γκρέιντυ όμως πίστευε πως το 1948, οδηγούσε στο ποθητό αποτέλεσμα. Σε έκθεσή του προς το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, που υπάρχει στα Εθνικά Αρχεία των ΗΠΑ, γνωστοποιούσε στις 7 Δεκεμβρίου 1948 ότι:
«Η άνοδος του χειμώνα οδηγεί τους αντάρτες πιο βαθιά σε κοιλάδες,
αναζητώντας τροφή και καταφύγιο. Εάν ο ελληνικός στρατός μπορέσει να τους κρατήσει
συνεχώς σε κίνηση, θα τους φθείρει και τελικά θα αναγκασθούν παραδοθούν ή θα
σταθούν και θα πολεμήσουν. Ένας αγώνας σήμαινε, και θα έπρεπε να σημαίνει, νίκη
του ελληνικού στρατού. Εφόσον το ευρύ σχέδιο διατήρησης των ανταρτών σε κίνηση
προβλέπεται να ξεκινήσει αυτό το μήνα με μια σάρωση στη Νότια Ελλάδα και θα
κινηθεί προς τα Βόρεια, θα πρέπει να μας επιτρέψει να διαπιστώσουμε στο τέλος
αυτού του χειμώνα ότι η κύρια δύναμη του Στρατού είναι απασχολημένη στον
περιορισμό και την επίθεση σε θύλακες των ανταρτών κατά μήκος των βορείων
συνόρων. Είναι δεδομένο ότι εάν συνεχιστεί η βοήθεια και το καταφύγιο από τους
βόρειους γείτονες, αυτοί οι θύλακες δεν μπορούν ποτέ να εξαλειφθούν πλήρως.
Πιστεύω, ωστόσο, με την απομάκρυνση μεγάλων συγκροτημάτων ανταρτών, θα έχουμε
κερδίσει τον βασικό στρατιωτικό μας στόχο στην Ελλάδα. Αυτός θεωρώ ότι είναι
εξάλειψη όλων των σταθερών θέσεων βαρέων συγκεντρώσεων ανταρτών και συνακόλουθη
μείωση της απειλής των ανταρτών με βάση την ικανότητα των ίδιων των Ελλήνων να
ελέγξουν την κατάσταση. Εάν, σε αυτό το σημείο, η ελληνική ηγεσία είναι ανίκανη
να αντιμετωπίσει την κατάσταση, τότε θα πρέπει να προετοιμαστούμε να απαγκιστρωθούμε
με την πρώτη ευκαιρία ή να παραμείνουμε επ' αόριστον για να θηλάζουμε ένα έθνος,
που δεν δείχνει διάθεση για ανάκαμψη».
Έτσι έληξε το 1948. Με πλήρη πολιτική κυριαρχία των Αμερικανών στην Αθήνα και με πλήρη διάσπαση της ηγεσίας των ανταρτών, αφού ήδη είχε εκδιωχθεί ο Μάρκος Βαφειάδης και υπουργός Στρατιωτικών ανέλαβε ο Βασίλης Μπαρτζώκας. Και ο Ζαχαριάδης που είχε επισκεφθεί τη Μόσχα και συναντήθηκε με τον Στάλιν, περίμενε μεγάλη σοβιετική στρατιωτική βοήθεια η οποία δεν ήρθε τελικά. Το 1949, ήταν έτος ελπίδας…
Παντελής Στεφ. Αθανασιάδης
ΠΗΓΕΣ
*Εθνικά Αρχεία των
ΗΠΑ (https://history.state.gov/historicaldocuments/frus1947v05/d390
31/12/1947).
*Σόλωνος Γρηγοριάδη
«Τα Φοβερά Ντοκουμέντα- Ο Εμφύλιος 1946-1949) Εκδόσεις Φυτράκη.
*Αρχείο εφημερίδων
«Εμπρός» και «Ελευθερία» 1948, Εθνική Βιβλιοθήκη Ελλάδος.
Ευαγγελος Σιβουδης
ΑπάντησηΔιαγραφήΟι Άγγλοι αυτοί οι αιματοβαμμενοι βάρβαροι έκαναν τον εμφύλιο στην Ελλάδα,,,,για να μην πάει στην επιρροή της Ρωσίας η Ελλάδα έπρεπε να βρουν τρόπο να κάνουν τον εμφύλιο ,,,υπάρχει ένα βιβλίο που λέγεται η κόκκινη προβιά,,Ευρωπαίου ερευνητή,,, συγγραφέα,,,που γράφει πηγές μέσα σχετικά με τον εμφύλιο στην Ελλάδα,,,,,οι αγνοί πατριώτες που πολέμησαν τον γερμανικό ζυγό και έφυγαν στα βουνά για να μην τους εκτελέσουν οι ναζιστές ακόμα και αυτούς κατάφερε η αγγλική προπαγάνδα να τους να βαφτίσει κουμουνιστες αντάρτες ,,,η μαύρη σελίδα της Ελλάδας,,ο εμφύλιος ,,,,εκεί ο Έλληνας έδειξε ότι μπορεί η προπαγάνδα να τον κάνει να πιστεύει ότι θέλει ο ισχυρός ,,,,,
Ναι ο Ζαχαριάδης πράκτορας των Βρετανών, όπως προηγουμένως ο Σιάντος. Συνήθεις των κομουνιστών, αλλά δεν πιάνει!!!
ΔιαγραφήΓιωργος Βασιλειαδης
ΑπάντησηΔιαγραφήη αμερικανικη βοηθεια ηταν που μας εστελνε γυναικεια μεταχειρισμενα φουστανια οπωσς και ονρα
Ξεχνάς το πολεμικό υλικό και τις διάφορες χρηματοδοτήσεις...
ΔιαγραφήΧάρης Αντωνακούδης
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολύ ενδιαφέρουσα ...μεστή ..ανάρτηση για το 1948..Μπραβο
Andreas Makrides
ΑπάντησηΔιαγραφήΜια που μου έστειλες το αφιέρωμά σου στο 1948, πιστεύω πως θα άξιζε μια εκτενέστερη αναφορά στις προτάσεις Τσαλδάρη προς τον Ζαχαριάδη.
Ίσως οι προτάσεις εκείνες να ήταν η μεγαλύτερη χαμένη ευκαιρία για τη λήξη του Εμφυλίου.
Το γεγονός ότι τις αποκήρυξαν οι Αμερικάνοι και το Παλάτι, δεν σημαίνει πως ήταν και προσωπική του πρωτοβουλία. Άλλωστε, για λόγους γοήτρου, με τίποτε δεν θα ήθελαν να εμφανιστούν ως η πλευρά που παρακαλούσε το ΚΚΕ για ειρήνευση και το ΚΚΕ τους έγραφε κανονικότατα.
Όλες οι παράμετροι της πρωτοβουλίας αυτής έχουν ενδιαφέρον - ακόμα και η διαδικασία της μεταφοράς της πρότασης και η απόρριψή της - αλλά αν αυτά δεν τα κατέχουμε, τουλάχιστον μία αναφορά στο περιεχόμενο των προτάσεων, νομίζω πως θα άξιζε τον κόπο.