Γράφει ο Παντελής Στεφ. Αθανασιάδης
Η γειτονική Βουλγαρία, με την οποία
διατηρούμε καλές σχέσεις τα τελευταία χρόνια, έχει μια ιστορική οφειλή προς την
Ελλάδα, την οποία δεν τακτοποίησε ποτέ, παρά το γεγονός ότι είναι εκτεθειμένη
διεθνώς.
Πρόκειται για την αρπαγή των λεγόμενων θησαυρών της Μονής Εικοσιφοινίσης και άλλων γειτονικών μοναστηριών κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, από αξιωματικούς και στρατιώτες του τακτικού στρατού της Βουλγαρίας αλλά και από παρακρατικούς κομιτατζήδες.
Τότε κατέστρεψαν την Μονή και λεηλάτησαν τη βιβλιοθήκη, συμπεριλαμβανομένων και 430 πολύτιμων χειρογράφων σε περγαμηνές και παπύρους ηλικίας αιώνων και αποχώρησαν αφού προηγουμένως βασάνισαν και κακοποίησαν τους μοναχούς. Τα κλεμμένα πολιτιστικά αγαθά, ήταν διάφορα βιβλία, σιγίλια, χρυσόβουλλα, οθωμανικά φιρμάνια, όλα τα ιερά σκεύη του καθολικού, οι ασημένιες επενδύσεις των εικόνων και των ευαγγελίων, σμαλτωμένα εξαπτέρυγα, πολυέλαιοι, ακόμα και ο ξυλόγλυπτος αρχιερατικός θρόνος. Τα κλεμμένα βρίσκονται σήμερα στο Κέντρο Σλαβοβυζαντινών Σπουδών Ivan Dujev και στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο της Βουλγαρίας. Θρυλείται ότι η επιχείρηση της κλοπής σχεδιάστηκε, οργανώθηκε και εκτελέστηκε με τις οδηγίες ενός Βούλγαρου Τσεχικής καταγωγής, τον καθηγητή Vladimir Sis του Πανεπιστημίου της Σόφιας, που ήταν καλός γνώστης της ελληνικής και της λατινικής γλώσσας και γνώριζε άριστα την ανυπολόγιστη αξία των χειρογράφων.
Τι έγινε εκείνη την καταραμένη μέρα, το περιέγραψε λιτά σε έκθεσή του ο ηγούμενος της Μονής Εικοσιφοίνισσας Νεόφυτος προς το υπουργείο Εξωτερικών της Ελλάδας στις 28 Οκτωβρίου 1918: