Τετάρτη 7 Νοεμβρίου 2018

«Η Β’ Βουλγαρική Κατοχή (1916 - 1918) στη Νικήσιανη Παγγαίου»

*Η ιστορική Νικήσιανη στην αγκαλιά του Παγγαίου. Στο βάθος η πεδιάδα των Φιλίππων, με την Δράμα και το Φαλακρό όρος(Φωτογραφία: Βασ. Ε. Μώραλη)











Γράφει η κ. Βασιλική Ευαγ. Μώραλη
Δημοσιογράφος–  τ. Δικηγόρος



ΕΙΔΙΚΗ ΑΦΙΕΡΩΣΗ:

Η ιστορική αυτή Εισήγηση, που έγινε στο 2ο Συνέδριο Τοπικής Ιστορίας Παγγαίου στην Ελευθερούπολη στις 19-21/10/2018, αφιερώνεται:
*στη μνήμη των μαρτύρων προγόνων μου της Ανατ. Μακεδονίας– και ιδίως στους προγόνους συγχωριανούς μου Νικησιανιώτες- που βρήκαν φρικτό θάνατο ή βασανίστηκαν από τους Βουλγάρους στις τρεις βουλγαρικές Κατοχές στον 20ό αιώνα, αλλά
*και στη μνήμη του ακάματου ερευνητή και συλλέκτη τεκμηρίων της τοπικής μας Ιστορίας αειμνήστου Νικολάου Ρουδομέτωφ (ιδρυτή και πρωτεργάτη του Ιστορικού και Λογοτεχνικού Αρχείου Καβάλας) για το ανυπολόγιστης αξίας εθνικό έργο που έχει προσφέρει επί δεκαετίες στον τόπο μας.


Κανένα γεγονός –και δη ιστορικό- δεν μπορεί να αναλυθεί και να εκτιμηθεί δεόντως χωρίς να ληφθεί υπ’ όψιν το ιστορικό πλαίσιο στο οποίο διαδραματίζεται. Ειδικότερα ως προς το θέμα της Εισήγησής μου «Η Β’ Βουλγαρική Κατοχή (1916-1918) στη ΝικήσιανηΠαγγαίου», πρέπει απαραιτήτως να εξετάσουμε εν συντομία τι συνέβαινε εκείνη την εποχή όχι μόνο εδώ στην ιδιαίτερη πατρίδα μας ή, έστω στη Μακεδονία και στην Ελλάδα, αλλά και στον κόσμο ολόκληρο- μια που τα γεγονότα εξελίσσονται στην καρδιά του «Μεγάλου Πολέμου», του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, που όμοιό της έως τότε δεν είχε ξαναδεί η ανθρωπότητα.
Υπ’ αυτή την σκοπιά μόνο μπορούμε ν’ αντιληφθούμε καλύτερα τι συνέβαινε και στη δική μας μικρή «σφαίρα» και να δώσουμε ερμηνείες των όσων συνέβησαν και των συνεπειών τους.
Από τον Ιούλιο του 1914 είχε ξεσπάσει ο Α’ Παγκ. Πόλεμος, αρχικά με την επίθεση της Αυστρο-Ουγγρικής Αυτοκρατορίας εναντίον της Σερβίας (με την οποία, μάλιστα, η Ελλάδα διατηρούσε ήδη από τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-13 Σύμφωνο Συμμαχίας και Στρατιωτικής Συνεργασίας). Επί τέσσερα χρόνια και πλέον οι Κεντρικές Δυνάμεις (Γερμανία, Αυστρο-Ουγγαρία, Οθωμανική Αυτοκρατορία και, εν τέλει, Βουλγαρία) συγκρούστηκαν αμείλικτα με τις Ενωμένες Δυνάμεις (της «Αντάντ»/Εγκάρδιας Συμφιλίωσης ή Τριπλής Συμμαχίας) που συναποτελούσαν η Βρετανική Αυτοκρατορία (με όλες τις αποικίες της), η Γαλλία, η Ρωσία (μέχρι το 1917), η Σερβία, η Ιταλία και, προς το τέλος του πολέμου, οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Ιαπωνία και η Κίνα.
  *ΧΑΡΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ Α’ ΠΑΓΚ. ΠΟΛΕΜΟΥ (Πηγή: Wikipedia)

Οι διαφορετικές πολιτικές επιλογές ως προς την προτιμητέα και πιο συμφέρουσα για την Ελλάδα πλευρά (τις Κεντρικές Δυνάμεις ή την Αντάντ) οδήγησαν τον βασιλιά Κωνσταντίνο Α’ και τον πρωθυπουργό της Ελλάδας Ελευθέριο Βενιζέλο σε μετωπική σύγκρουση και τελικά τη χώρα μας σε βαθιά και πολύμηνη πολιτική κρίση και στον αιματηρό Εθνικό Διχασμό. Ο Κωνσταντίνος (σύζυγος της αδελφής του Γερμανού Αυτοκράτορα Γουλιέλμου Σοφίας και επίτιμος Στρατάρχης του Γερμανικού Στρατού) έκλινε προς το μέρος των Κεντρικών Δυνάμεων, αλλά για να μην πάει αντίθετα με την πλειονότητα του αγγλο-γαλλόφιλου ελληνικού λαού και, φυσικά, κατά του πρωθυπουργού Ελευθ. Βενιζέλου επέβαλε στη χώρα «ουδετερότητα»- η οποία στην ουσία ωφελούσε τη Γερμανία και τους συμμάχους της. Ο Βενιζέλος είχε εκδηλωθεί εξ αρχής υπέρ της «Αντάντ» και πίεζε να μπει και η Ελλάδα στον πόλεμο στο πλευρό των Συμμάχων των Ενωμένων Δυνάμεων, για να αποκομίσει η χώρα μας σημαντικά εδαφικά οφέλη με τη λήξη του Πολέμου (όπως υπολόγιζε). Η πεισματική άρνηση του Κωνσταντίνου (τυπικά «Ανεύθυνος Άρχων», σύμφωνα με το τότε Σύνταγμα) να εφαρμοστεί η πολιτική επιλογή του εκλεγμένου πρωθυπουργού της Ελλάδας οδήγησε τον Ελ. Βενιζέλο σε παραίτηση το Φθινόπωρο του 1915 και τη χώρα- που μόλις πριν δυο χρόνια είχε θριαμβεύσει στους Βαλκανικούς Πολέμους και διπλασιάσει την εδαφική της επικράτεια, με τα βορειοανατολικά σύνορά της μέχρι τον ποταμό Νέστο- στη μοιραία (ιδιαίτερα για τους Μακεδόνες) περιπέτεια του Εθνικού Διχασμού.
            
 *ΧΑΡΤΗΣ ΒΟΥΛΓΑΡΙΑΣ– ΕΛΛΑΔΑΣ 1915
(Πηγή: Wikipedia)

Την ίδια ώρα τα Βαλκάνια– όπως κι ολόκληρη η Ευρώπη- φλέγονταν, καθώς η Βουλγαρία είχε προσχωρήσει στις Κεντρικές Δυνάμεις κι είχε επιτεθεί στη Σερβία. Η Ελλάδα, βάσει του Συμφώνου Στρατιωτικής Συμμαχίας της με τη Σερβία, είχε την υποχρέωση να συνδράμει τους Σέρβους στρεφόμενη στρατιωτικά κατά της Βουλγαρίας, όμως ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος επέμενε στην ιδιοτελή του «ουδετερότητα» -εξοργίζοντας τους Σέρβους, τους Αγγλο-Γάλλους και, φυσικά, την παράταξη του Ελευθερίου Βενιζέλου που βρισκόταν στην αντιπολίτευση πλέον.  Πριν την παραίτησή του απ’ την πρωθυπουργία, όμως, ο Βενιζέλος είχε επιτρέψει την απόβαση αγγλο-γαλλικών στρατευμάτων στη Θεσσαλονίκη, προκειμένου να ενισχυθεί η αμυντική προσπάθεια της συμμάχου μας Σερβίας κατά των σφοδρών γερμανο-βουλγαρικών επιθέσεων εναντίον της. Καθώς οι πιέσεις των δυο αντιμαχομένων πλευρών προς την Ελλάδα κλιμακώνονταν (προκειμένου να την προσελκύσει στο πλευρό της η κάθε παράταξη) η κυβέρνηση- μαριονέτα του βασιλιά Κωνσταντίνου, Σκουλούδη– Γούναρη παρέδωσε αιφνιδιαστικά το οχυρό Ρούπελ (στα ελληνο-βουλγαρικά σύνορα) αμαχητί στους Γερμανο-Βουλγάρους, στις 27Μαϊου 1916– με διαταγή του υπουργείου Στρατιωτικών από την Αθήνα! Οι ελληνικές δυνάμεις του στρατη­γι­κού οχυρού της περιοχής Σερρών όφειλαν να αποχωρήσουν πάραυτα, παραδίδοντας όλον τον οπλισμό και τα εφόδιά τους! Αυτό ήταν το πρώτο σοκ για τους ελληνικούς πληθυσμούς της Μακεδονίας… Και η πρώτη πράξη της φρικτής ΠΡΟΔΟΣΙΑΣ του Παλατιού και των «πιστών» του εις βάρος τους και εις βάρος της Πατρίδας, γενικώς.
            *ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ», 10 ΟΚΤ. 1916- ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ ΡΟΥΠΕΛ 


                      
Στις αρχές Αυγούστου (4 Αυγούστου) 1916 οι πρεσβευτές της Γερμανίας και της Βουλγαρίας στην Αθήνα ανακοίνωσαν (υπό την ανοχή– αν όχι την παρακίνηση του βασιλιά Κωνσταντίνου!) στη (νεοσύστατη, επίσης φιλοβασιλική) κυβέρνηση Ζαΐμη πως τα στρατεύματα των χωρών τους θα χρησιμοποιήσουν ελληνικό έδαφος στον πόλεμό τους εναντίον των δυνάμεων της «Αντάντ» και της Σερβίας, στη Μακεδονία. Έδιναν, μάλιστα, και γραπτές εγγυήσεις πως ο πληθυσμός της Μακεδονίας δεν έχει να φοβάται τίποτα, «θα σεβαστούν την ελευθερία, την τιμή και τις περιουσίες των Ελλήνων υπηκόων, θα συμπεριφέρονται λίαν φιλικώς προς τους κατοίκους και θ’ αποχωρήσουν μόλις εκπληρώσουν τους πολεμικούς σκοπούς τους, αποζημιώνοντας διά πάσαν ζημίαν ήν ήθελον προξενήσει γερμανικά και βουλγαρικά στρατεύματα».
           
*ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ «ΑΘΗΝΑΙ» ΓΙΑ ΕΓΓΥΗΣΕΙΣ ΓΕΡΜΑΝΟ-ΒΟΥΛΓΑΡΩΝ, 9 ΑΥΓ. 1916 


Η κυβέρνηση κι ο βασιλιάς από την Αθήνα σιωπούν ύποπτα, επίσημα δεν δίνεται καμία εντολή στα στρατιωτικά σώματα στη Βόρεια Ελλάδα, με αποτέλεσμα η καταιγιστική εισβολή των Γερμανο-Βουλγάρων στη Μακεδονία– σε όλο το μήκος της μεθορίου με Βουλγαρία και Σερβία- τις αμέσως επόμενες μέρες να αιφνιδιάσει τις ελληνικές δυνάμεις. Όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων, κάποιοι ανώτατοι αξιωματικοί του στενού κλίματος του Παλατιού και της κυβέρνησης γνώριζαν και πρόθυμα έσπευσαν να παραδώσουν τις υπό τις διαταγές τους δυνάμεις κι όλο τον οπλισμό και τα εφόδιά τους στους Βουλγάρους. Ανάμεσά τους πρώτος και καλύτερος ο Διοικητής του Δ’ Σώματος Στρατού Ιωάννης Χατζόπουλος (φανατικός βασιλόφρων)– με έδρα του την Καβάλα- που συγκέντρωσε τις δυνάμεις του και παραδόθηκε στους Γερμανο-Βουλγάρους για να μεταφερθούν σχεδόν 5.000 Έλληνες αξιωματικοί και άνδρες ως «φιλοξενούμενοι»- αιχμάλωτοι στην πραγματικότητα- στη Γερμανία όπου και παρέμειναν έως τη λήξη του Α’ Π.Π.! Ελάχιστοι αποφάσισαν και πρόλαβαν να προβάλουν ολιγοήμερη αντίσταση –όπως ο ηρωικός Συνταγματάρχης Σακελλαρίου με τη Μεραρχία Σερρών και οι υπερασπιστές του φυλακίου της Φαιάς Πέτρας πάνω από το Σιδηρόκαστρο, που έπεσαν μέχρις ενός υπέρ Πατρίδος οι τελευταίοι, μάλιστα- προτού η προδοτική βασιλική κυβέρνηση των Αθηνών διατάξει αυστηρά την παράδοσή τους στους «φιλικούς» εχθρούς! Έτσι, χωρίς πραγματική αντίσταση, η Μακεδονία έμεινε ανυπεράσπιστη στα νύχια των Γερμανο-Βουλγάρων, ενώ οι έως τότε ελληνικές αρχές (Διοίκηση, Αστυνομία, Δημοτικές αρχές κ.α.) ειδοποιήθηκαν από την κυβέρνηση να παραμείνουν στις θέσεις τους– για να καταργηθούν στην πράξη από τους Βουλγάρους, βέβαια, λίγες μέρες μετά.
Πανικός κατέλαβε τον ελληνικό πληθυσμό, που είχε ήδη προλάβει να δοκιμάσει τη «φιλική συμπεριφορά» των Βουλγάρων επί ένα οκτάμηνο σχεδόν τρία χρόνια νωρίτερα (από τον Οκτώβριο του 1912 έως την αρχή Ιουλίου 1913, αμέσως μετά τη λήξη του Α’ Βαλκανικού Πολέμου έως και τη λήξη του ακολουθήσαντος Β’ Βαλκανικού Πολέμου, δηλαδή).  Οι αγριότητες που διέπραξαν τότε οι Βούλγαροι εις βάρος σχεδόν αποκλειστικά των ελληνικών πληθυσμών της Ανατ. Μακεδονίας (σφαγή Δοξάτου, οργανωμένες δολοφονίες Ελλήνων κληρικών, δασκάλων, προκρίτων κ.ά. και μαρτυρικοί εκβιασμοί και εξαναγκασμοί των Ελλήνων σε εκβουλγαρισμό) ήταν πρωτόγνωρες σε βαρβαρότητα κι έμειναν στην τοπική ιστορία ως «Βουλγαρισμοί»!

*ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ «ΕΣΤΙΑ» ΣΧΟΛΙΟ ΓΙΑ ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΗ ΕΙΣΒΟΛΗ ΣΤΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, 9/8/1916


Πολλοί προσπάθησαν να διαφύγουν στην ελεύθερη Ελλάδα, όμως εμποδίστηκαν από τον ίδιο τον ελληνικό στρατό που αποχωρούσε κακήν κακώς ή από τους Αγγλο-Γάλλους που φρουρούσαν τη δυτική όχθη του Στρυμόνα και, τέλος, από τους ίδιους τους Βούλγαρους που στόχευαν– απολύτως ενσυνείδητα, όπως αποδείχθηκε- στην πλήρη εξόντωση του ελληνικού στοιχείου της Ανατ. Μακεδονίας για να μεταφέρουν εδώ ακραιφνείς βουλγαρικούς πληθυσμούς και να οικειοποιηθούν την περιοχή.
Την ώρα που οι Βούλγαροι προήλαυναν ακάθεκτοι σ’ όλο το μήκος του μακεδονικού μετώπου (από τα ελληνο-αλβανικά σύνορα μέχρι το Νέστο, καταλαμβάνοντας πρώτα πρώτα την Φλώρινα και με υποδοχή «απελευθερωτικού στρατού» από τους βουλγαρο/σλαβόφωνους της Δυτ. Μακεδονίας), μπροστά σ’ αυτά τα εξευτελιστικά για τη χώρα και την στρατιωτική τιμή τους γεγονότα, μεγάλος αριθμός αξιωματικών στη Θεσσαλονίκη οργανώθηκαν στο Κίνημα της Εθνικής Αμύνης και στις 16 Αυγούστου 1916 στασίασαν εναντίον του Παλατιού και της κυβέρνησης, καταγγέλλοντας την εθνική προδοσία εις βάρος της Μακεδονίας. Ορκίστηκαν πως θα ανασυνταχθούν για να πολεμήσουν και κάλεσαν τον Ελευθέριο Βενιζέλο ν’ αναλάβει τα ηνία της χώρας και να οργανώσει την εθνική αντεπίθεση. Η Ελλάδα χωρίστηκε στα δυο (στο κράτος των Αθηνών και στο κράτος της Θεσσαλονίκης)– ιδιαίτερα από τη στιγμή που ο Ελ. Βενιζέλος ανταποκρινόμενος στην έκκληση της «Εθνικής Αμύνης» σχημάτισε προσωρινή κυβέρνηση με τον ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη και τον στρατηγό Παναγιώτη Δαγκλή στα Χανιά κι ανέβηκε ατμοπλοϊκώς σε λίγες εβδομάδες στη Θεσσαλονίκη, κηρύσσοντας τον πόλεμο κατά της Βουλγαρίας και των Κεντρικών Δυνάμεων(με συμμετοχή ελληνικών στρατευμάτων απ’ τη Μακεδονία και τα νησιά) και τασσόμενος στο πλευρό της «Αντάντ». Όλ’ αυτά από τον  Σεπτέμβριο μέχρι τα τέλη Νοεμβρίου 1916. Η Ελλάδα ολόκληρη ήταν ένα καζάνι που έβραζε: η Μακεδονία, η Κρήτη και τα νησιά του Αιγαίου στο πλευρό του Βενιζέλου και η υπόλοιπη χώρα (με εξαίρεση τους υπό διωγμό φιλοβενιζελικούς, βέβαια, ανά την Ελλάδα) στο πλευρό του βασιλιά Κωνσταντίνου.



ΟΙ ΒΟΥΛΓΑΡΟΙ ΣΤΟ ΠΑΓΓΑΙΟ


Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες, απροστάτευτος κι απελπισμένος, ο Ελληνισμός της Ανατ. Μακεδονίας ξεκινούσε τον 26μηνο Γολγοθά του:
Οι Βούλγαροι (το 28ο Σύνταγμά τους, συνοδεία και Κομιτατζήδων παραστρατιωτικών) μπήκαν στην Ελευθερούπολη -το Πράβι τότε- στις 14 Αυγούστου, καταλαμβάνοντας όλη την περιοχή Παγγαίου. Είχε προηγηθεί η εισβολή τους,με άγριες διαθέσεις, σε Σέρρες, Δράμα, ΣαρήΣαμπάν (η σημερινή Χρυσούπολη) και ακολούθησε η Καβάλα –που έπεσε στα χέρια τους στις 29 Αυγούστου.
*Αναμνηστική φωτογραφία αποσπάσματος του βουλγαρικού στρατού, σε στιγμές ανάπαυσης στην Ανατ. Μακεδονία (Φωτό: «Τετράδια Βουλγαρικής Κατοχής 1916-1918» - Ι.Λ.Α.Κ.)


Οι ελληνικές Αρχές παραμερίστηκαν και καταργήθηκαν (ανάμεσά τους στο Παγγαίο και οι αστυνομικοί σταθμοί στη Νικήσιανη, τη Μουσθένη και τις Ελευθερές). Οι Έλληνες δημόσιοι λειτουργοί υποχρεώθηκαν να μείνουν απλοί θεατές σε όσα ακολούθησαν –με λίγες εξαιρέσεις αστυνομικών, που αντιστάθηκαν στις πρώτες ωμότητες και δολοφονήθηκαν άγρια απ’ τους Βουλγάρους, και τους Νομάρχες Δράμας Μπακόπουλο και Σερρών Ανδρεάδη, αλλά και τους δημάρχους Καβάλας, Σερρών, Δράμας και Πραβίου, που δεν σταμάτησαν στιγμή να εκλιπαρούν τις βουλγαρικές Αρχές με συνεχή υπομνήματα και διαμαρτυρίες να σταματήσουν τις αυθαιρεσίες και τους διωγμούς κατά των Ελλήνων και– κυρίως- να δώσουν λύση στο ολοένα οξυνόμενο (μέχρι απελπιστικής λιμοκτονίας) πρόβλημα του επισιτισμού ιδιαίτερα στα αστικά κέντρα της Ανατ. Μακεδονίας.


Η ΠΕΙΝΑ



Καθώς οι Βούλγαροι το πρώτο που έκαναν μόλις εγκαταστάθηκαν στα ελληνικά εδάφη ήταν να επιτάξουν/κατασχέσουν κάθε σοδειά και τρόφιμο που υπήρχε στις κρατικές ή ιδιωτικές αποθήκες, σε καταστήματα, σε ιδρύματα (νοσοκομεία κ.α.) ή σπίτια, με τη δικαιολογία της διατροφής του στρατού τους, άφησαν τον τοπικό ελληνικό πληθυσμό χωρίς το παραμικρό εφόδιο για τη συντήρησή του.
Παράλληλα, κατάσχεσαν κάθε ζώο (είτε χρησιμοποιείτο στις αγροτικές εργασίες είτε για κτηνοτροφία) που βρήκαν σε ελληνικά χέρια! Πάντως, για τις πληθυσμιακές ομάδες των Μουσουλμάνων και των Εβραίων της περιοχής ακόμα και στην κορύφωση του λιμού βρίσκονταν τρόφιμα για να μην υποφέρουν. Οι Ραβίνοι Δράμας και Καβάλας εξαγόρασαν με εκατοντάδες χιλιάδες λίρες την εύνοια των Βουλγάρων κι εξασφάλισαν ευμενή μεταχείριση για τους ομοθρήσκους τους Εβραίους.
Επιπλέον οι Βούλγαροι απέκλεισαν τα χωριά και τις πόλεις από κάθε επικοινωνία μεταξύ τους. Οπότε απαγορευόταν οποιαδήποτε μεταφορά αγροτικών προϊόντων στις πόλεις. Ακόμα και για την καλλιέργεια των αγρών οι χωρικοί ήθελαν ειδική (και αδρά πληρωμένη στους διεφθαρμένους Βούλγαρους διοικητές ή χωροφύλακες) άδεια, αλλιώς τουφεκίζονταν επί τόπου! Παρά τις δεσμεύσεις που ανέλαβαν οι Βούλγαροι διοικητές της περιοχής, να φροντίσουν για τον επισιτισμό της Ανατ. Μακεδονίας έστω με διανομή λίγου αλεύρου για κάθε κάτοικο, η πείνα ξεκίνησε άγρια– στις πόλεις πρώτα (και ιδίως στην Καβάλα, με τις 50.000 και πλέον κατοίκους της). Όσο προχωρούσε το Φθινόπωρο και ο Χειμώνας του 1916 ο λιμός επεκτεινόταν κι άρχισαν οι μαζικοί θάνατοι από πείνα, καθώς οι Βούλγαροι αθετούσαν συνεχώς την υποχρέωση που είχαν αναλάβει να φροντίσουν για τον επισιτισμό του τοπικού πληθυσμού, κωφεύοντας στις ελληνικές εκκλήσεις (είτε επιτοπίως είτε μέσω της ελληνικής Πρεσβείας στη Σόφια). Χωρίς βοήθεια από πουθενά, μέσα σε κλίμα γενικευμένης τρομοκρατίας, ο κόσμος άρχισε να τρώει σκύλους, γάτες, χελώνες, φίδια, αγριόχορτα– ό,τι έβρισκε ο καθένας. Ιδιαίτερα η  παιδική θνησιμότητα ανέβηκε στα ύψη. Οι άνθρωποι κυριολεκτικά κατέρρεαν στη μέση του δρόμου και τους μάζευαν από εκεί για να τους θάψουν σε ομαδικούς τάφους– κυρίως στις πόλεις. Αλλά και στα χωριά η κατάσταση δεν ήταν πολύ καλύτερη!..



Η ΠΕΙΝΑ ΣΤΗ ΝΙΚΗΣΙΑΝΗ



Η Νικήσιανη, το πιο μεγάλο και πλούσιο κεφαλοχώρι του Παγγαίου (στην περιφέρεια Πραβίου), δεν αποτέλεσε εξαίρεση. Ο αείμνηστος, δεκάχρονος τότε, Νικησιανιώτης Ηλίας Φ. Παρασχιάκος μας διηγήθηκε το 2009 –σε ηλικία 103 ετών:
«Πείνα! Πείνα φοβερή! Δεν υπήρχε τίποτα, ούτε αλεύρι ούτε λάδι ούτε αλάτι! Τρώγεται φαγητό χωρίς αλάτι; Κι όμως, τρώγεται! Όταν δεν έχεις, τι θα κάνεις; Ο κόσμος μάζευε τσουκνάδες (σ.σ. τσουκνίδες κι άλλα αγριόχορτα) και μ’ αυτά ζούσε! Κι έδωσε ο Θεός εκείνη την χρονιά κι οι τσουκνάδες γίνονταν διπλές από μέρα σε μέρα!.. Οι δυο νεκροθάφτες του χωριού μας δεν προλάβαιναν να θάβουν!.. Μάζευαν τους πεθαμένους από τους δρόμους, από την πείνα, τους φόρτωναν στον ώμο τους και τους πήγαιναν στο νεκροταφείο (στο κέντρο του χωριού μας ήταν τότε, εκεί που σήμερα είναι το Δημοτικό Σχολείο). Κι εκεί έσκαβαν έναν λάκκο, ούτε σεντούκι (σ.σ. φέρετρο) ούτε πλάκες ούτε τίποτα! Τους έριχναν πρόχειρα μέσα και τους σκέπαζαν με χώμα έτσι!.. Μεγάλη πείνα!..»



ΟΙ ΕΙΣΒΟΛΕΣ ΣΤΟΥΣ ΟΙΚΙΣΜΟΥΣ–  ΦΟΝΟΙ ΚΑΙ ΛΕΗΛΑΣΙΕΣ



Από τα τέλη Αυγούστου (1916) ήδη οι Βούλγαροι είχαν ξεκινήσει τις εισβολές στους ελληνικούς ή μικτούς (με Έλληνες και Μουσουλμάνους κατοίκους) οικισμούς κατά βούληση! Και, μάλιστα, με τη σύμπραξη ντόπιων Μουσουλμάνων/ Τούρκων, αλλά και δυνάμεων τουρκικού στρατού (με τον οποίον συνεργάζονταν), εις βάρος αποκλειστικά των ελληνικής καταγωγής κατοίκων του Παγγαίου.
Στη Νικήσιανη, τις Ελευθερές, τη Μεσορόπη και τη Μπόμπλιανη (σημερινό Ακροπόταμο) «μεγάλος αριθμός κατοίκων σφαγιάστηκαν– πιστεύω πως ο αριθμός τους ξεπερνά τους 60 συνολικά κατά το τρίτο δεκαήμερο του Αυγούστου 1916…» γράφει ο Έπαρχος Παγγαίου εκείνης της εποχής Τίτος Γιαλούρης στην Αναφορά του (αμέσως μετά τη λήξη του πολέμου) προς τον υπουργό Εσωτερικών της Ελλην. Κυβέρνησης.
Η αναφορά αυτή– όπως κι άλλες αναφορές αρμοδίων, αλλά και χιλιάδες μαρτυρικές καταθέσεις κατοίκων της Ανατ. Μακεδονίας που επέζησαν της βουλγαρικής βαρβαρότητας- περιλαμβάνεται στην Έκθεση των Πρακτικών και Πορισμάτων της Διεθνούς Διασυμμαχικής Επιτροπής που από τον Ιανουάριο έως τον Απρίλιο του 1919 περιόδευσε στην Ανατ. Μακεδονία καταγράφοντας τα εγκλήματα («παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων») που διαπράχθηκαν από τα βουλγαρικά στρατεύματα στην Ανατ. Μακεδονία κατά την κατοχή των περιοχών αυτών διαρκούντος του Α’ Π.Π. και κατά τα έτη 1916-1918.
Πάντως, στις διάφορες αναφορές των εκπροσώπων της Κοινότητας Νικήσιανης, μετά την απελευθέρωση, δεν επιβεβαιώνονται όσα αναφέρει ο Έπαρχος Γιαλούρης σχετικά με εισβολή στη Νικήσιανη στα τέλη Αυγούστου 1916. Όλες οι αναφορές ξεκινούν με την 15η Σεπτεμβρίου 1916– όπως θα δούμε παρακάτω.
Βάσει των ανακρίσεων και των τεκμηρίων που συνέλεξε η Επιτροπή επισκεπτόμενη συνολικά 339 πόλεις και χωριά της Ανατ. Μακεδονίας, με σύνολο πληθυσμού πριν την βουλγαρική Κατοχή 305.000 κατοίκους και μετά την Κατοχή μόλις 235.000, η Βουλγαρία παραπέμφθηκε για να τιμωρηθεί για εγκλήματα πολέμου και να καταβάλει ανάλογες αποζημιώσεις στην Ελλάδα. (Αποζημιώσεις τελικά καταβλήθηκαν ελάχιστες– και εντελώς συμβολικά- εκ μέρους της Βουλγαρίας, μετά τη λήξη του Α’ Παγκ. Πολέμου)
Στα πορίσματα της Διεθνούς Επιτροπής καταγράφονται οι εξής αριθμοί:
Απεβίωσαν στην περιοχή κατά τη διάρκεια της βουλγαρικής κατοχής: 32.000 άτομα (τα 30.000 περίπου λόγω πείνας, ξυλοδαρμών και κακουχιών).
Μεταφέρθηκαν/Εκτοπίστηκαν στη Βουλγαρία περίπου: 42.000
Μετανάστευσαν στη Βουλγαρία για να γλιτώσουν από την πείνα:  12.000
Αυτοί που δεν επέστρεψαν ή πέθαναν στη Βουλγαρία ανέρχονται σε: 12.000
Κατέφυγαν στην Ελλάδα και δεν επέστρεψαν ακόμη(Απρίλιος/Μάιος 1916): 16.000.
Στα πορίσματα της Επιτροπής αυτής τονίζεται απερίφραστα πως η προαποφασι­σμένη και επίσημη πολιτική της Βουλγαρίας ήταν η πλήρης εξόντωση του ελληνορθόδοξου πληθυσμού της Ανατ. Μακεδονίας με συστηματική και ύπουλη λιμοκτονία, μαζικές εκτοπίσεις, δολοφονίες, βιασμούς και γενικευμένη κακομεταχείριση.



Η ΝΙΚΗΣΙΑΝΗ– Στοιχεία και μαρτυρίες



Κατά δήλωση του προέδρου της Κοινότητας Ευαγγέλου Ηλ. Μπαντή τον Φεβρουά­ριο του 1919, η Νικήσιανη πριν την έναρξη της Κατοχής είχε πληθυσμό 2.037 άτομα. Τον Φεβρουάριο του 1919 αριθμούσε 1519(-518)! Δηλαδή, πάνω από το ¼ του πληθυσμού της χάθηκε μέσα σε δυόμισι χρόνια!.. 
Πέθαναν από πείνα και κακομεταχείριση στο διάστημα της Κατοχής 308 άτομα. Εκτοπίστηκαν στη Βουλγαρία 309 άνδρες– Επέστρεψαν 207(σε πρώτη φάση).
Σπίτια που κατεδαφίστηκαν στο χωριό από τους Βουλγάρους: 60. (Άλλα χωριά στην περιφέρεια Παγγαίου, βέβαια, οι Βούλγαροι τα έσβησαν κυριολεκτικά από τον χάρτη!..).
Οι Βούλγαροι κατάσχεσαν από τις πρώτες κιόλας επιθέσεις τους στη Νικήσιανη:248 βοοειδή, 93 άλογα και μουλάρια 99 γαϊδούρια και πάνω από 5.000 αιγοπρόβατα.
Από τη Νικήσιανη τον Φεβρουάριο του 1919 προσήλθαν ενώπιον της πενταμελούς Διεθνούς Επιτροπής (που αποτελείτο από εκπροσώπους του Βελγίου, της Αγγλίας, της Γαλλίας, της Σερβίας και της Ελλάδας), κατά τις συνεδριάσεις της στην Ελευθερούπολη, συνολικά 21 άτομα (εννέα άνδρες και 12 γυναίκες). 
Οι άνθρωποι αυτοί αναφέρονται διεξοδικά στις καταθέσεις τους σε όσα βίωσαν κατά τους 26 μήνες της βουλγαρικής Κατοχής είτε διαμένοντας μόνιμα στη Νικήσιανη είτε ως κάτοικοι Νικήσιανης και στη συνέχεια ως εκτοπισθέντες στη Βουλγαρία.
Όσα διαδραματίστηκαν στη Νικήσιανη στη διάρκεια της Β’ Βουλγαρ. Κατοχής διεκτραγωδώνται συνοπτικά σε οκτασέλιδη Έκθεση με τίτλο «Έκθεσις καταστάσεως Νικησιάνης κατά την εποχή της ενταύθα παραμονής των Τουρκοβουλγάρων» και ημερομηνία 6 Νοεμβρίου 1918 (που φυλάσσεται στα αρχεία του Υπουργείου Εξωτερικών), η οποία συντάχθηκε από τον τότε πάρεδρο/πρόεδρο Νικήσιανης (η υπογραφή του οποίου είναι δυσανάγνωστη) και τους κοινοτικούς συμβούλους Δημήτριο Ξενούδη και Ευάγγελο Μπαντή (ο οποίος λίγο μετά ανέλαβε πρόεδρος της Κοινότητας). Η έκθεση αυτή κατατέθηκε και στην Διεθνή Επιτροπή τον Φεβρουάριο του 1919.
Η Νικήσιανη συνολικά υπέστη πέντε εισβολές/ επιθέσεις, που πάντα συνοδεύονταν από φόνους, λεηλασίες και μαζική κακοποίηση του πληθυσμού της– ο οποίος ήταν αμιγώς ελληνικός: στις 15 και 22 Σεπτεμβρίου 1916, στις 4 Οκτωβρίου 1916, στις 2 Μαρτίου 1917 και στις 9 έως 11 Μαρτίου 1917 (επί τριήμερο). Στις 22 και 23 Ιουνίου 1917 συνελήφθησαν όλοι οι άνδρες από 18 έως 55 (και παραπάνω) ετών και οδηγήθηκαν στα βάθη της Βουλγαρίας ως όμηροι, για απάνθρωπη εργασία σε καταναγκαστικά έργα.
Και σημειώνεται πως λίγες μέρες μετά την τελευταία επιδρομή στη Νικήσιανη, και συγκεκριμένα στις 27 Μαρτίου 1917, πάνω από 50 Βούλγαροι στρατιωτικοί και κομιτατζήδες εισέβαλαν και λεηλάτησαν βάρβαρα το γειτονικό της Νικήσιανης ιστορικό Μοναστήρι της Εικοσιφοίνισσας, αρπάζοντας πλούτο και κειμήλια πολλών αιώνων (που ουδέποτε- εδώ και 101 χρόνια ακριβώς από τότε- επέστρεψαν, όπως υποχρεώνονταν από τις διεθνείς συνθήκες και τους όρους της ανακωχής τους).
                        *ΜΟΝΗ ΕΙΚΟΣΙΦΟΙΝΙΣΣΑΣ ΠΡΙΝ ΤΟΝ Β’ ΠΑΓΚ. ΠΟΛΕΜΟ (Φωτό: Αρχεία Ι. Μ. Παναγίας Εικοσιφοινίσσης)



Θα παραθέσουμε στη συνέχεια μερικά χαρακτηριστικά αποσπάσματα από την επίσημη αναφορά και μαρτυρίες ενώπιον της Διεθνούς Διασυμμαχικής Επιτροπής  για όσα υπέφεραν οι κάτοικοι της Νικήσιανης στη Β’ Βουλγαρική Κατοχή της Ανατ. Μακεδονίας.
Μερικά αποσπάσματα από την έκθεση της κοινοτικής Αρχής Νικήσιανης, της 6ης Νοεμβρίου 1918:
·         Το πρώτο αναφέρεται στην πολιορκία και επίθεση κατά της Νικήσιανης από δύναμη του 157ου σώματος του τουρκικού στρατού, συνεπικουρούμενου από βουλγαρικό απόσπασμα κι από 21 Οθωμανούς κατοίκους τού άμεσα γειτονικού στη Νικήσιανη- τουρκικού τότε- χωριού Γκόριανη (σημερινή Γεωργιανή), την 4η Οκτωβρίου 1916.
Κατ’ αρχάς αναφέρεται πως αφού Τούρκοι και Βούλγαροι πολιόρκησαν την κωμόπολη, απέκλεισαν όλα τα μονοπάτια, άρχισαν να πυροβολούν εναντίον των οικιών και των καταστημάτων αδιακρίτως…
4.000 Τούρκοι των χωριών Γκόριανη (σήμερα Γεωργιανή), Δραγανιτσίου (σήμερα Αντιφίλιπποι), Μισελί (σήμερα Δρυάδα Παλαιοχωρίου), Ντράνοβα (σήμερα Χορτοκόπι) και Κοτσκάρι (σήμερα Ελαιοχώρι) περίμεναν σε σημείο της σημερινής Γεωργιανής (στη θέση «Συντριβάνι» συγκεκριμένα) με τα άλογα, τα μουλάρια και τα γαϊδούρια τους το σύνθημα για να επιδοθούν στη λεηλασία της κωμόπολης…
«Περί ώραν 8 μμ διέταξε ο Διοικητής του Τάγματος άπαντες οι άγοντες το 18ον έως το 80ό έτος να συναθροισθώσιν εις την Εκκλησίαν, όπου συνηθροίσθησαν 80 άνδρες καθ’ όσον πολλοί εκ των αγρών κατέφυγον εις Ιεράν Μονήν Εικοσιφοινίσ­σης, πολλοί εις τα διάφορα πλησίον της Δράμας χωρία και πολλοί εκρύβησαν εντός του χωρίου…»
(Ενδιάμεσα περιγράφεται πως τους κατηγόρησαν ότι ήταν Βενιζελικοί στο χωριό και συντηρούσαν αντάρτες, πως ήταν κατάσκοποι της «Αντάντ» και πως έκρυβαν όπλα, απαιτώντας να τα παραδώσουν αμέσως. Φυσικά οι κάτοικοι τα αρνήθηκαν όλα και ιδού τι τους περίμενε:)
            *Ιερέας Νικήσιανης Αθανάσιος Παπαθανασίου (εκ Χαλκιδικής)
(Φωτό: Αρχείο Ι. Ν. Εισοδίων της Θεοτόκου Νικήσιανης)


«Άπαντες οι εντός της Εκκλησίας, μηδέ του γέροντος ιερέως Παπα-Αθανασίου εξαιρουμένου, εδάρησαν σκληρώς καθ’ όλην την νύκτα, τυραννούμενοι και υφιστάμενοι παντοίους χλευασμούς. Η νύκτα ήτο τρομερά, απαισία.  Τα γυναικόπαιδα κεκλεισμένα εντός των οικιών με δάκρυα εις τους οφθαλμούς επεκαλούντο την εξ ύψους σωτηρίαν των.  Η απελπισία εκορυφώθη όταν περί ώραν 11ην μ.μ. ήρξατο η λεηλασία της κωμοπόλεως υπό των βασιβουζούκων Τούρκων και βουλγαρικής συμμορίας, υποστηριζομένων υπό των επισήμων στρατιωτικών οργάνων.  Το ήμισυ της κωμοπόλεως κατεστράφη από τας διαρπαγάς, σωθέντος μόνον του κέντρου όπου συνηθροίσθησαν καταφυγόντα τα γυναικόπαιδα. Την επομένην 5ην Οκτωβρίου ήρξατο ο δαρμός των εντός της Εκκλησίας, ανηλεής και απάνθρωπος. Τα αίματα έρρεον αφθόνως εις τον νάρθηκα της Εκκλησίας, όπου είχε συσταθεί η Ιερά Εξέτασις. Εδέροντο άνευ οίκτου, προσήχθη δε ο παρευρισκόμενος ιατρός Αλέξανδρος Χαλκιόπουλος (σ.σ. γιατρός του χωριού), όστις επίσης ήτο προορισμένος διά το μαρτύριον, όπως αποφαίνεται εάν δύνανται εισέτι οι ψυχορραγούντες να αντέχωσι ή θα αποθάνωσι εκ του δαρμού…».
Ακολούθως αναφέρεται πώς οι πρόκριτοι αναγκάσθηκαν να συνοδέψουν Βούλγαρους αξιωματικούς σε περιοδεία τους στο χωριό– εν μέσω των λεηλασιών- κι ανακάλυψαν είτε μέσα σε σπίτια είτε σε δρόμους όσους συγχωριανούς τους είχαν σκοτωθεί από τους πυροβολισμούς των Τουρκο-Βουλγάρων που είχαν εισβάλει στη Νικήσιανη. Συνολικά επτά νεκροί εκείνο το διήμερο, 4 – 5 Οκτωβρίου. (Να σημειώσουμε πως ο πρώτος που σκοτώθηκε στα χωράφια της Νικήσιανης από απόσπασμα Τούρκων– άμεσων συνεργατών των βουλγαρικών δυνάμεων Κατοχής το πρώτο διάστημα- ήταν ο Κωνσταντίνος Αθιανός, στην επίθεση των Τουρκο-Βουλγάρων της 15ης Σεπτεμβρίου 1916).
Κι άλλο ένα απόσπασμα από την ίδια έκθεση:
«Αι δυστυχείς γυναίκες και τα δυστυχή κοράσια στερηθέντα των μόνων προστατών των, των απελαθέντων εις Βουλγαρίαν, τον τάφον τούτον της Ανατ. Μακεδονίας, ηναγκάζοντο δερόμενα ανηλεώς και βαναύσως να μεταβαίνωσι εις αγγαρείαν προς ανέγερσιν χαρακωμάτων και κατασκευήν οδών, διατελούσαι επί τετράμηνον αλλά δε και επί πεντάμηνον μακριάν των οικιών των και των τέκνων των, υποβαλλόμεναι εις πλείστα βασανιστήρια, δαρμούς και ατιμώσεις. Πολλαί απέθανον άμα τη επιστροφή εις τας οικίας των εκ της εξαντλήσεως και εξ αισχύνης διά τας γενομένας εντρωπίας. Το παν ήτο εις την διάθεσιν του τυχαίου Βουλγάρου στρατιώτου…»




*ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΘΕΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΚΡΙΤΩΝ ΤΗΣ ΝΙΚΗΣΙΑΝΗΣ (6/11/1918)
(Πηγή: Αρχεία Ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών)


Στα μέσα Φεβρουαρίου 1917 συνελήφθησαν από τους Βουλγάρους στο Πράβι ο Μητροπολίτης Ελευθερουπόλεως Γερμανός Σακελλαρίδης και πολλοί άλλοι Πραβινοί, με την κατηγορία της κατασκοπείας υπέρ των Συμμάχων της Ελλάδας. Οδηγήθηκαν στα υπόγεια του Διοικητηρίου (εκεί όπου είναι σήμερα το κτίριο της παλιάς Εφορίας) και επί τετράμηνο σχεδόν βασανίστηκαν βάρβαρα- έως θανάτου κάποιοι- για να ομολογήσουν τη συμμετοχή τους. Ανάμεσά τους συνέλαβαν και τον πρόεδρο της Κοινότητας Νικήσιανης, τον Κυριαζή Παπαλούδη, ως εμπλεκόμενο στο συνωμοτικό κύκλωμα του Μητροπολίτη Γερμανού. Σύμφωνα με την κατάθεσή του στην Επιτροπή, ο Κυριαζής Παπαλούδης (60 ετών τότε) φυλακίστηκε και δάρθηκε ανελέητα για τέσσερις μήνες στην Ελευθερούπολη. Μετά– μαζί με τους περισσότερους συγκρατουμένους του- μεταφέρθηκαν στη Δράμα, όπου παρέμειναν έγκλειστοι άλλους τέσσερις μήνες μέχρι τη δίκη τους– στην οποία ο ίδιος απαλλάχθηκε αφού πλήρωσε αδρότατα Βούλγαρο συνήγορο υπεράσπισής του. (Τέσσερις καταδικάστηκαν σε θάνατο κι εκτελέστηκαν, ενώ ο Μητροπολίτης Γερμανός «εξαφανίστηκε» κατά την προσαγωγή του απ’ τους Βουλγάρους στη Δράμα. Αποκαλύφθηκε, βέβαια, πως του επιφύλαξαν μαρτυρικό θάνατο καθ’ οδόν προς τη Δράμα– και το πτώμα του βρέθηκε φρικτά κακοποιημένο σε πηγάδι, κοντά στον Αμυγδαλεώνα, πολλούς μήνες αργότερα).
Στην εισβολή τους στη Νικήσιανη τον Μάρτιο του 1917 οι Βούλγαροι συνέλαβαν 30 άνδρες (τους προκρίτους κι άλλα άτομα) κατηγορώντας τους για κατασκοπεία και απόκρυψη οπλισμού ή και χωρίς καμία συγκεκριμένη κατηγορία. Ανάμεσά τους ήταν και ο Διευθυντής του Σχολείου της Νικήσιανης Κωνσταντίνος Μαυρίδης, ο οποίος όντως ανήκε στο συνωμοτικό κύκλωμα του Μητροπολίτη Γερμανού– και εφοδίαζε με πληροφορίες τους Συμμάχους.
Ο αείμνηστος ηρωικός Μαυρίδης καταγόταν από το Μελένικο της σημερινής Βουλγα­ρίας (κι όχι από τη Γεωργιανή Παγγαίου– όπως λανθασμένα έχουν καταγρά­ψει κάποιοι τοπικοί ιστορικοί ερευνητές) και ήταν παντρεμένος με τη Νικησιανιώ­τισσα Ευαγγελία Σίμου/ Σιμούδη, με δυο μικρά κοριτσάκια     
*Ο Κωνσταντίνος Μαυρίδης
(Φωτό: Αρχείο οικογένειας Πασχαλίτσας Κουκούδη– Τσεβρέντη, το γένος Κ. Μαυρίδη)


Για τη σύλληψη του (33χρονου τότε) παππού της Κωνσταντίνου Μαυρίδη μας μίλησε– για τις ανάγκες αυτής της έρευνας- η εγγονή του κ. Πασχαλίτσα Κουκούδη– Τσεβρέντη:
«Τον παππού μου τον συνέλαβαν μέσα στο σπίτι του. Πήγαν να τον πάρουν οι Βούλγαροι κι εκείνος γύρισε και είπε στη γιαγιά μου (τη γυναίκα του Ευαγγελία): «Πρόσεχε τα παιδιά, γιατί εγώ μπορεί να μην ξαναγυρίσω!..». Τον οδήγησαν μαζί με άλλους συγχωριανούς στο υπόγειο του Δημοτικού Σχολείου, που το χρησιμοποιούσαν πρόχειρα σαν φυλακή. Εκεί, κάποιοι συγχωριανοί του πρότειναν να αποδράσουν, αλλά εκείνος αρνήθηκε γιατί φοβήθηκε για τα αντίποινα που θα πλήρωνε πιθανότατα η οικογένειά του για την τυχόν απόδραση… Τους συνέλαβαν από προδοσία, όπως έμαθε αργότερα η γιαγιά μου. Προδόθηκαν από μια γυναίκα στην Ελευθερούπολη, που έτρωγε φρούτα (μέσα σε τόση πείνα!) και την υποψιάστηκαν οι Βούλγαροι!».
Μετά τη σύλληψή του και τον εγκλεισμό του στο υπόγειο του σχολείου Νικήσιανης, όπου βασανίστηκε, δυο Βούλγαροι στρατιώτες τον πήραν μαζί τους για να τον οδηγήσουν πεζή στην Ελευθερούπολη, στο εκεί Φρουραρχείο. Όμως, λίγο αργότερα τον πυροβόλησαν στην πλάτη και τον σκότωσαν λίγο έξω από τη σημερινή Γεωργιανή, στην αγροτική θέση «Μπορούντζο» της Νικήσιανης– όπου τον βρήκαν συγχωριανοί του και τον έθαψαν την επομένη μέρα στο νεκροταφείο της Νικήσιανης.
*Ο Κωνσταντίνος Μαυρίδης γλίτωσε από τους διωγμούς των Βουλγάρων στη γενέτειρά του Μελένικο, για να βρει ηρωικό θάνατο από τα χέρια τους στη Νικήσιανη Παγγαίου Καβάλας (όπου είχε παντρευτεί και κατοικούσε μόνιμα από το 1912).
(Φωτό: Αρχείο οικογένειας Πασχαλίτσας Κουκούδη– Τσεβρέντη, το γένος Κ. Μαυρίδη)


Για τη δολοφονία του δασκάλου Κωνσταντίνου Μαυρίδη αναφέρει, μεταξύ άλλων, στην ένορκη κατάθεσή του ενώπιον της Διεθνούς Επιτροπής στις 14 Φεβρουαρίου 1919 και ο τότε πρόεδρος της Νικήσιανης Ευάγγελος Ηλ. Μπαντής (που αναγρά­φεται στα Πρακτικά της Επιτροπής ως «Μπαντίδης» εκ παραδρομής– το ξέρω με πλήρη βεβαιότητα, γιατί τυχαίνει να είναι ο ένας από τους προπαππούδες μου): 
*Ευάγγελος Ηλ. Μπαντής– Κοινοτάρχης Νικήσιανης.
 (Φωτό: Αρχείο οικογένειαςΜαρίας Παυλώφ - Χατζηστεφανίδη, το γένος Ε. Μπαντή)


«…Τον μήνα Μάρτιο οι Βούλγαροι συνέλαβαν 30 άτομα, ανάμεσα στα οποία ήμουν κι εγώ. Μας φυλάκισαν μέσα στο σχολείο με το πρόσχημα ότι αρνηθήκαμε να τους παραδώσουμε τα όπλα, τα οποία κατείχαμε. Μαζί μας φυλάκισαν και τον δάσκαλο του σχολείου Κωνσταντίνο Μαυρίδη, τον οποίο τον έβγαλαν έξω από το χωριό και τον σκότωσαν με έναν πυροβολισμό στη ράχη. Το πτώμα του το βρήκαμε το ίδιο βράδυ σε μια τοποθεσία που λέγεται «Μπορούντζο». Εμένα με άφησαν ελεύθερο αφού κατέβαλλα 18.000 δραχμές στον Βούλγαρο υπολοχαγό Ζβέτκωφ με τη μεσολάβηση ενός Βούλγαρου λοχία. Μέχρι την ημέρα του εκτοπισμού μας  πέθαναν από την πείνα στο χωριό μου εκατόν είκοσι άνθρωποι περίπου.
Στις 23 Ιουνίου εκτοπίστηκα μαζί με άλλους στο εσωτερικό της Βουλγαρίας όπου εργαζόμουν στα έργα της σιδηροδρομικής γραμμής. Σε όλη τη διάρκεια της δύσκολης αυτής δουλειάς μας έδερναν ανελέητα για ασήμαντα πράγματα. Για φαγητό μας έδιναν ένα κομμάτι ψωμί κάθε μέρα, βραστό ζωμό και μερικά πιπέρια.»
Ιδιαίτερο μένος έδειχναν οι Βούλγαροι κατακτητές εναντίον των Ελληνορθοδόξων κληρικών. Ο εφημέριος της Νικήσιανης εκείνη την εποχή Παράσχος Κύρκου/Κυρκούδης (Νικησιανιώτης στην καταγωγή) κατέθεσε επίσης ενόρκως στη Διεθνή Επιτροπή, στις 14 Φεβρουαρίου 1919:
 
*Ο εφημέριος Νικήσιανης Παράσχος Κυρκούδης
(Φωτό: Αρχείο Ι. Ν. Εισοδίων της Θεοτόκου Νικήσιανης)


«Οι Βούλγαροι, όταν κατέλαβαν το χωριό μας, τη Νικήσιανη, λεηλάτησαν το μεγαλύτερο μέρος των σπιτιών και επέταξαν όλα τα ζώα…  Τα βασανιστήρια των κατοίκων συνεχίζονταν καθώς και οι διαρκείς αγγαρείες. Στις 3 Οκτωβρίου ο βουλγαρικός στρατός πολιόρκησε το χωριό και πυροβολούσε εναντίον των κατοίκων με σκοπό να τους υποχρεώσει να εμφανίσουν τα κρυμμένα όπλα. Από τους πυροβολισμούς αυτούς σκοτώθηκαν πέντε άτομα. Τον Μάρτιο οι Βούλγαροι σκότωσαν χωρίς λόγο τον δάσκαλο του χωριού τον Κωνσταντίνο Μαυρίδη. Εμένα τον ίδιο στις 15 Οκτωβρίου με έδειραν άγρια μέσα στην εκκλησία, με το πρόσχημα «ότι δεν ήθελα να κατονομάσω τους κατοίκους που κατείχαν όπλα». Αργότερα με εκτόπισαν στη Βουλγαρία μαζί με άλλους ομήρους. Εκεί με υποχρέωσαν να καθαρίζω στάβλους και αποχωρητήρια. Στη διάρκεια της εκτόπισής μου εκατό άτομα πέθαναν από τις στερήσεις στο χωριό μου.»
Ο αείμνηστος πατήρ Παράσχος Κυρκούδης είχε, βέβαια, εκτοπιστεί στο Σέβλιεβο της βόρειας Βουλγαρίας μαζί με όλους τους κληρικούς της Ανατ. Μακεδονίας (σχεδόν 220 όλοι– εκ των οποίων πέθαναν εκεί από τις κακουχίες 13).
Τις οργανωμένες από Βουλγάρους κι Οθωμανούς λεηλασίες και καταστροφές στην περιφέρεια του Πραβίου κατά την περίοδο 1916-18 επισημαίνει στην αναφορά του προς τον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο ο υπουργός Εσωτερικών Κωνσταντίνος Ρακτιβάν, στις 5 Οκτωβρίου 1918 από την Καβάλα (επισκεπτόμενος την περιοχή της Ανατ. Μακεδονίας, λίγο μετά την αποχώρηση των ηττημένων Βουλγάρων). Μεταξύ άλλων αναφέρεται ειδικά στη Νικήσιανη και σε άλλα μαρτυρικά χωριά της περιφέ­ρειας Παγγαίου, στην τελευταία παράγραφο της επιστολής του –όπως διακρίνεται: 



                  *ΕΠΙΣΤΟΛΗ Κ. ΡΑΚΤΙΒΑΝ ΠΡΟΣ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟ ΒΕΝΙΖΕΛΟ, 5 ΟΚΤ. 1918
(Πηγή: Αρχεία Ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών)



ΟΙ ΒΙΑΣΜΟΙ



Δώδεκα ομολογημένοι κι επιβεβαιωμένοι βιασμοί στη Νικήσιανη– και πόσοι ανομολό­γη­τοι λόγω του στίγματος που έφεραν κοινωνικά τα θύματα των βιασμών!.. Αρκετές οικογένειες θυμάτων βιασμού από Βούλγαρους στρατιώτες και αξιωματικούς τους υποχρεώθηκαν εκ των πραγμάτων να εγκαταλείψουν το χωριό τα επόμενα χρόνια και να καταφύγουν στην ανωνυμία μεγαλύτερων πόλεων (Καβάλα, Θεσσαλονίκη κυρίως).
Οι γυναίκες βιάζονταν συστηματικά και βασανιστικά από τους Βούλγαρους (συνήθως με ομαδικούς βιασμούς) μέσα στα σπίτια τους, μπροστά στα παιδιά και στους γονείς τους, στα χωράφια, στις αναγκαστικές αγγαρείες μακριά από τα σπίτια τους που τους επέβαλλαν οι Βούλγαροι. Ένα έγκλημα διαρκείας, που άφηνε τα θύματα καταστραμμένα σωματικά και ηθικά.
Μια χαρακτηριστική μαρτυρία θύματος βιασμού στη Νικήσιανη– όπως κατατέθηκε ενόρκως στη Διεθνή Επιτροπή στις 14 Φεβρουαρίου 1919. (Θα χρησιμοποιήσουμε μόνο το αρχικό του επιθέτου– παρότι στην Επιτροπή εμφανίζεται το επώνυμο του θύματος πλήρες):
Ονομαζόμενη: Χρυσάνθω Χ., που γεννήθηκε και κατοικεί στη Νικήσιανη, ηλικίας 32 ετών, επάγγελμα εργάτρια.
«Οι Βούλγαροι σκότωσαν τον άνδρα μου Χρήστο Α. γιατί απέφυγε να δουλέψει στις αγγαρείες, πριν περίπου έναν χρόνο. Οι στρατιώτες ήρθαν να τον πάρουν από το σπίτι. Τον χτύπησαν άγρια όλη τη νύχτα, υπέφερε από τους πόνους. Τον θάψαμε την επόμενη μέρα στο νεκροταφείο. Ήμουν παρούσα όταν χτυπούσαν τον άνδρα μου, καθώς και τα τέσσερα παιδιά μου. Μερικές μέρες αργότερα ήρθαν Βούλγαροι στρατιώτες, με πήραν από το σπίτι και με οδήγησαν σε μια τοποθεσία που λέγεται «Μπορούντζο» (μισή ώρα μακριά από το χωριό) λέγοντας ότι θα με πάνε για δουλειά. Τους ακολούθησα εκεί έξω στα χωράφια και τέσσερις απ’ αυτούς με έριξαν στο έδαφος και ένας ή δυο με βίασαν. Οι άλλοι θέλησαν να με βιάσουν κι αυτοί αλλά δεν μπόρεσαν να πετύχουν τον σκοπό τους, γιατί εν τω μεταξύ έφτασε κόσμος. Εκεί φοβήθηκαν κι έτσι σώθηκα και επέστρεψα στο χωριό.
Δυο μήνες ύστερα από τον θάνατο του συζύγου μου έχασα τα δυο μου κοριτσάκια (επτά μηνών και τεσσάρων ετών αντίστοιχα) από τις στερήσεις. Δεν μπορούσα να τα θρέψω και έμεναν νηστικά. Ο αδελφός μου ο Δημητρός εκτοπίστηκε στη Βουλγαρία. Επίσης πέθαναν από την πείνα ο πατέρας, η μητέρα, ο πεθερός κι η πεθερά μου…».



ΟΙ ΕΚΤΟΠΙΣΕΙΣ ΣΤΗ ΒΟΥΛΓΑΡΙΑ



Ό,τι άφησαν μισό με την οργανωμένη λιμοκτονία στην Ανατ. Μακεδονία οι Βούλγαροι επιχείρησαν να το ολοκληρώσουν με την επίσης μεθοδευμένη εκτόπιση του πιο δυναμικού μέρους του ελληνικού πληθυσμού της περιοχής: του ανδρικού πληθυσμού ηλικίας 18 – 55 ετών. Στην πραγματικότητα, όμως, οδήγησαν σε συνθήκες κόλασης και πολύ μικρότερους άνδρες (από την ηλικία των 14 και 15 ετών) μέχρι και 70ρηδες και 80ρηδες! Ο στόχος τους διπλός: αφ’ ενός να καλύψουν την έλλειψη εργατικών χεριών στη Βουλγαρία (λόγω της πολύμηνης συμμετοχής της Βουλγαρίας στον πόλεμο) για την κατασκευή μεγάλων έργων υποδομής στη χώρα τους (σιδηροδρομικές γραμμές, γέφυρες σε επικίνδυνα σημεία, κατασκευές δρό­μων, φορτοεκφορτώσεις κ.α.) κι αφ’ ετέρου με απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης και εργασίας να εξοντώσουν τον «αφρό» του μακεδονικού Ελληνισμού. Απ’ όσους οδηγήθηκαν στην εκτόπιση στα βάθη της Βουλγαρίας, αλλά και της σημερινής περιοχής των Σκοπίων και της Ανατ. Σερβίας μέχρι τον Δούναβη, ο ένας στους τέσσερις περίπου δεν γύρισε! Πέθανε καταβασανισμένος στο απέραντο κάτεργο της τότε βουλγαρικής επικράτειας. Οι συνθήκες μεταφοράς τους στην εξορία και η καθημερινότητά τους στα καταναγκαστικά έργα (με εξαντλητική πείνα, άπλυτοι για ενάμιση χρόνο και γεμάτοι ψείρες, σχεδόν γυμνοί σε παγωμένες  αχυροκαλύβες με θερμοκρασίες -15 βαθμών, εργασία 15 και 17 ωρών μέρα και νύχτα και βάναυσους -έως θανάτου- ξυλοδαρμούς καθημερινά) είναι αδύνατον να περιγραφούν! Όσοι επέζησαν γύρισαν σαν ανθρώπινες σκιές, ανάπηροι πολλοί σωματικά και με αξεπέραστα ψυχολογικά προβλήματα.
«Κανένα πολιτισμένο έθνος δεν θα τολμούσε να εφαρμόσει σε εγκληματίες του κοινού Ποινικού Δικαίου το καθεστώς που υπέστησαν οι εκπατρισμένοι της Ανατ. Μακεδονίας. Γι’ αυτούς που γλίτωσαν από το Κίτσεβο (σ.σ. όπου επέζησε μόλις ο ένας στους 10 ομήρους!) η λέξη «Κόλαση» έχει από τώρα και στο εξής συγκεκριμένο περιεχόμενο» σημειώνει στα Συμπεράσματά της η Διεθνής Επιτροπή.
Από τη Νικήσιανη εκτοπίστηκαν στις 22 και 23 Ιουνίου 1917 συνολικά 309 άτομα (ανάμεσά τους και οι άνδρες των 33 οικογενειών από την Κάριανη, που είχαν βρει καταφύγιο στη Νικήσιανη όταν οι Βούλγαροι κατέστρεψαν το χωριό τους και τους κυνήγησαν, στην αρχή ακόμα της Κατοχής). 207 απ΄ τους ομήρους επανήλθαν, πραγματικά φαντάσματα, με τις οικογένειές τους να έχουν ήδη τελέσει τα μνημόσυνά τους, αφού τους θεωρούσαν όλους νεκρούς πλέον… Τουλάχιστον 55 ήταν οι επιβεβαιωμένοι νεκροί κατά την ημέρα σύνταξης από τους προκρίτους της Νικήσιανης των σχετικών καταλόγων «παλιννοστούντων» (στις 5 Δεκεμβρίου 1918), ενώ υπήρχαν ελπίδες για άλλους 47 που δεν είχαν επανέλθει μέχρι τότε (ήδη σχε­δόν τρεις μήνες από τότε που η Βουλγαρία είχε υπογράψει ταπεινωτική ανακωχή ως ηττημένη στον πόλεμο κι είχε υποχρέωση να επαναπροωθήσει τους ομήρους).
Μερικές από τις σελίδες – καταλόγους των εκτοπισμένων της Νικήσιανης, όπως διατηρούνται στα αρχεία του υπουργείου Εξωτερικών της Ελλάδας:



            *ΚΑΤΑΛΟΓΟΙ ΠΑΛΛΙΝΟΣΤΟΥΝΤΩΝ (ΚΑΙ ΜΗ) ΟΜΗΡΩΝ ΝΙΚΗΣΙΑΝΗΣ, 1918
(Πηγή καταλόγων: Αρχεία Ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών)



*ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΟΠΟΥ ΕΚΤΟΠΙΣΤΗΚΑΝ ΚΑΤΟΙΚΟΙ ΤΗΣ ΝΙΚΗΣΙΑΝΗΣ, 1917-1918



Οι όμηροι οδηγούνταν πεζοί στη Δράμα κι από εκεί, μαζί με χιλιάδες άλλους εξίσου άτυχους Ανατολικο-Μακεδόνες, μεταφέρονταν σιδηροδρομικώς με κλειστά βαγόνια μεταφοράς ζώων– χωρίς κανένα δικαίωμα εξόδου απ’ το βαγόνι για οποιονδήποτε λόγο επί πέντε κι έξι μέρες και χωρίς να τους παρέχεται τροφή ή νερό για το διάστημα αυτό! Πρώτη στάση τους ήταν η Αδριανούπολη, όπου υποτίθεται πως τους απολύμαιναν, αφήνοντάς τους για ώρες όρθιους και εξαντλημένους μέσα στη ζέστη.  Στην πραγματικότητα τους «ξαλάφρωναν» από ο,τιδήποτε πολύτιμο είχαν επάνω τους (χρήματα, ρολόγια, ρούχα κ.α.)– ήταν στο απόλυτο έλεος των βάναυσων φρουρών τους. Στη συνέχεια τους οδηγούσαν στο Σούμεν (το μεγαλύ­τε­ρο κέντρο συγκέντρωσης των Ελλήνων ομήρων– στη βορειοανατολική Βουλγαρία) ή στη Σούμλα κι από εκεί ύστερα από κάποιες μέρες ή εβδομάδες τους προωθούσαν σε κάθε γωνιά της τότε Βουλγαρίας! Τα σημεία όπου επιβεβαιωμένα προωθήθηκαν οι όμηροι από τη Νικήσιανη ήταν: Το Κίτσεβο (μεταξύ Αλβανίας και Σκοπίων), το πιο απάνθρωπο «στρατόπεδο συγκέντρωσης» απ’ όπου μόνο ο ένας στους 10 έφυγε ζωντανός και έχοντας τα λογικά του, το Ραντούγεβατς και το Ζαϊρέντεχαρ στην ανατ. Σερβία (κατεχόμενη τότε από τους Βούλγαρους) κοντά στα σύνορα με τη Ρουμανία, το επίσης φοβερό Κάρνομπατ  (στην ανατολική Βουλγαρία– ανάμεσα στο Σλίβεν και στο Μπουργκάς), η Ντομπρουτζά/ Ντομπρίτς επίσης στην ανατολική Βουλγαρία, στα βόρεια όμως, κοντά στις εκβολές του Δούναβη και στα σύνορα με τη Ρουμανία, οι δε ιερείς της Νικήσιανης Αθανάσιος Παπαθανασίου και Παράσχος Κυρκούδης οδηγήθηκαν (όπως είπαμε, μαζί με όλους τους κληρικούς της Ανατ. Μακεδονίας– ανάμεσά τους και 26 μοναχοί της Εικοσιφοίνισσας) στο Σέβλιεβο, στο βάθος του βουλγαρικού βορρά μεταξύ Πλεύνας/ Πλέβεν και Βέλικο Τάρνοβο.




Ο ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΟΣ ΕΡΥΘΡΟΣ ΣΤΑΥΡΟΣ



Η ήττα της Βουλγαρίας από τις ελληνικές και τις συμμαχικές δυνάμεις, που είχαν εξαπολύσει γενική αντεπίθεση με την επάνοδο του Ελευθερίου Βενιζέλου στην πρωθυπουργία και την έκπτωση του φιλο-Γερμανού βασιλιά Κωνσταντίνου, τον Σεπτέμβριο του 1918 (δυο μήνες περίπου πριν λήξει ο Α’ Π.Π.) φανέρωσε την τεράστια ανθρωπιστική καταστροφή που είχαν προξενήσει στην Ανατ. Μακεδονία οι Βούλγαροι (με την πρόσκαιρη συμβολή και των Τούρκων συμμάχων τους).
Οι απελευθερωτές Έλληνες κι Αγγλο-Γάλλοι γίνονταν δεκτοί με δάκρυα ανακούφι­σης κι ελπίδας από τους εναπομείναντες ελληνικούς πληθυσμούς, που όμως ήταν τόσο εξασθενημένοι από τις κακουχίες και τις στερήσεις που δεν είχαν δύναμη ούτε να ζητωκραυγάσουν. Μόνο έκλαιγαν– και μαζί τους έκλαιγαν κι οι άνδρες του ελληνικού στρατού αντικρίζοντας το αποκρουστικό θέαμα: σειρές σκελετωμένων ανθρώπων, καταστραμμένες εντελώς οι άλλοτε ανθούσες ελληνικές περιοχές της Ανατ. Μακεδονίας. Στη  «βασίλισσα του καπνού» Καβάλα των 55.000 κατοίκων (των 35.000 Ελλήνων) είχαν απομείνει με το ζόρι 4-5.000 εξαθλιωμένα ελληνικής καταγωγής γυναικόπαιδα και όχι πάνω από 100 ανήμποροι ηλικιωμένοι Έλληνες άνδρες! Ο κίνδυνος τέλειας εξόντωσης του ελληνικού στοιχείου από τον συνεχιζόμενο λιμό, αλλά και τον τυφοειδή πυρετό ή εξανθηματικό τύφο που είχε στο μεταξύ εμφανιστεί, ήταν άμεσος. Όμως, η ελληνική κυβέρνηση αδυνατούσε εντελώς– κατά δήλωσή της- να συνδράμει άμεσα τους λιμοκτονούντες πληθυσμούς της Ανατ. Μακεδονίας!
Η σωτηρία ήλθε από τον Αμερικανικό Ερυθρό Σταυρό, που ξεκίνησε μια πραγμα­τική σταυροφορία για να σώσει, να περιθάλψει, να θρέψει και να ντύσει δεκάδες χιλιάδες εξαθλιωμένους Έλληνες, τους προγόνους μας.
Οι υπεράνθρωπες προσπάθειες της αμερικανικής αποστολής (άνδρες και γυναίκες)  να διασώσουν τον πληθυσμό της περιοχής Παγγαίου καταγράφονται σε μια λεπτο­μερή αναφορά –που εκδόθηκε και σε ανάτυπο την 1η Ιουνίου 1919, στ’ Αγγλικά βέβαια- με τίτλο «Ανθρωπιστική Εργασία στα χωριά του Παγγαίου Όρους», με την υπογραφή του επικεφαλής της αποστολής ΓκρόσβενορΜπάρυ. 
*Το εξώφυλλο του ανατύπου του Αμερικανικού Ερυθρού Σταυρού (έκδοσης 1919)


Σύμφωνα με τις καταγραφές τους, οι Αμερικανοί οργάνωσαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν την αποστολή βοήθειας προς τους πληθυσμούς της περιοχής μας, μεταφέροντας τόνους τροφίμων και ρούχων από τη Θεσσαλονίκη προς το Παγγαίο. Με πρώτο σταθμό διανομής της βοήθειας την Κορμίστα Παγγαίου (νομός Σερρών) και στη συνέχεια για αποτελεσματικότερη και ταχύτερη εξυπηρέτηση των ντόπιων πληθυσμών (ελληνι­κών και οθωμανικών, χωρίς εξαίρεση) τους σταθμούς Ροδολείβους Σερρών, Πραβίου και Μουσθένης Καβάλας επί έξι μήνες σχεδόν βοήθησαν τον πληθυσμό του Παγγαίου να επιζή­σει και να ορθοποδήσει. Συνολικά η διανομή της βοήθειας έφτανε σε 57 χωριά και κωμοπόλεις των νομών Σερρών και Καβάλας: από την Αγγίστα και τα Λακκοβίκια Σερρών μέχρι τη Νικήσιανη, τη Μεσορόπη, τον Ακροπόταμο.
Η διανομή γινόταν σε είδος, με ειδικά δελτία ανά οικογένεια και απόλυτη διαφά­νεια. Και οι κάτοικοι κατέφθαναν στους σταθμούς διανομής με ζώα ή κάνοντας μακρινές διαδρομές (ακόμα και 5-6 ωρών) με τα πόδια για να παραλάβουν τη βοήθειά τους.
Στον πίνακα αυτό μπορείτε να δείτε ποια χωριά και κωμοπόλεις τροφοδοτούσε ο Αμερ. Ερυθρός Σταυρός σ’ όλη την περιφέρεια του Παγγαίου, ανά σταθμό διανομής (Πράβι, Ροδολείβος, Μουσθένη):
*ΠΙΝΑΚΑΣ ΒΟΗΘΕΙΑΣ Α.Ε.Σ. ΑΝΑ ΣΤΑΘΜΟ ΔΙΑΝΟΜΗΣ ΣΤΟ ΠΑΓΓΑΙΟ, 1919
(Πηγή: Αμερικανικός Ερυθρός Σταυρός)


Στη Νικήσιανη, για παράδειγμα, διανεμόταν βοήθεια για την διατροφή 1.896 ανθρώπων.
Κυριολεκτικά όλος ο πληθυσμός του Παγγαίου (πάνω από 23.500 άτομα!) διατρε­φό­ταν επί μήνες από τον Αμερικανικό Ερυθρό Σταυρό, με τους ανθρώπους του να δουλεύουν νυχθημερόν για να καλύψουν τις ανάγκες των προγόνων μας και να ξεπερνούν κάθε εμπόδιο που ανέκυπτε, προκειμένου να φτάνει η βοήθεια έγκαιρα στους αναγκε­μέ­νους. Έστησαν ακόμα και ραφεία στους σταθμούς διανομής για να καλύψουν τις ανάγκες του πληθυσμού, που κυκλοφορούσε με κουρέλια κυριολε­κτι­κά, αφού όλο το περιεχόμενο των νοικοκυριών το είχαν αρπάξει ληστρικά οι Βούλ­γα­­ροι (και αρκετοί Οθωμανοί συνεργάτες τους).
Μερικές φωτογραφίες από εκείνη την εποχή, έξω από τους σταθμούς διανομής του Παγγαίου, μας δίνουν μια εικόνα των προγόνων μας και του τόπου μας –που δύσκολα μπορούμε να την φανταστούμε σήμερα! 
*Πρόσφυγες από την Πρώτη (Κιούπ-κιοϊ) Σερρών


*Σκηνή πλήθους προσφύγων έξω από το Κέντρο Διανομής του Α.Ε.Σ. στο Ροδολείβος

*Κάτοικοι του Παλαιοχωρίου Παγγαίου επιστρέφουν με τα πόδια 
(και με τη βοήθεια του Ερυθρού Σταυρού ανά χείρας) στο χωριό τους από το Πράβι (σημερινή Ελευθερούπολη)-Φωτογραφίες εποχής: Αμερικανικός Ερυθρός Σταυρός


Τέλος, εξαιρετικά σημαντική ήταν η συμβολή του Αμερικανικού Ερυθρού Σταυρού στην αντιμετώπιση της επιδημίας τύφου, που κυρίως μετέφεραν οι εκπατρισμένοι που επέστρεφαν από τη Βουλγαρία σε ελεεινή κατάσταση. Δυστυχώς, και στην περίπτωση αυτή το ελληνικό κράτος φάνηκε εντελώς απροετοίμαστο και ανοργάνωτο, με αποτέλεσμα να οργανώσουν οι Αμερικανοί τα τοπικά νοσοκομεία κατάλληλα για την θεραπεία των εκατοντάδων ασθενών –σε μιαν αγωνιώδη προσπάθεια να μην επεκταθεί η ασθένεια. 
*Η πτέρυγα «Τύφου» του Νοσοκομείου Μάγερ στην Καβάλα
(Φωτογραφία: Αμερικανικός Ερυθρός Σταυρός)


Οι κάτοικοι του Παγγαίου και της Ανατ. Μακεδονίας πρέπει να χρωστούν αιώνια ευγνωμοσύνη κι αναγνώριση στους ανθρώπους του Αμερικανικού Ερυθρού Σταυρού, που τόσο χριστιανικά κι ανθρωπιστικά στάθηκαν δίπλα τους σε μια μαρτυρική περίοδο, ανακουφίζοντας τις ανάγκες τους γενναιόδωρα.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

·         Η Νικήσιανη υπήρξε ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα περιοχής όπου εκδηλώθηκε σκληρότατα η βουλγαρική (και τουρκική!) θηριωδία, κατά την Κατοχή του 1916- 1918. Δεν εκθεμελιώθηκε, βέβαια, όπως άλλα χωριά στην περιοχή του Παγγαίου, αλλά πλήρωσε βαρύ φόρο αίματος–τουλάχιστον 19 δολοφονηθέντες συνολικά, πάνω από 300 οι νεκροί από τις εκτοπίσεις, την πείνα, τους ξυλοδαρμούς και τις κακουχίες, μέσα σε 26 μήνες! Όλα τα σπίτια λεηλατήθηκαν άγρια- και από τις εκατοντάδες αγροτικών ζώων και τις χιλιάδες ζώων κτηνοτροφίας που διέθετε πριν την βουλγαρική εισβολή, η απελευθέρωση βρήκε τη Νικήσιανη με ΜΗΔΕΝ ζωικό κεφάλαιο! Δεν είχε μείνει ΟΥΤΕ ΕΝΑ ζώο στο χωριό! Είχαν μείνει όμως όρθια το σχολείο της, οι πέντε- έξι (τουλάχιστον) εκκλησίες της και το Μοναστήρι που την προστάτευε: η Εικοσιφοίνισσα, έστω και λεηλατημένη…
·         Ο αμιγώς ελληνικός πληθυσμός της Νικήσιανης άντεξε με θάρρος και εγκαρτέρηση όλες τις συμφορές και τα μαρτύρια που υπέστη από τους Τουρκο-Βουλγάρους. Μάλιστα, βρήκε το κουράγιο να μαζέψει γρήγορα τα κομμάτια του, να ορθοποδήσει ξανά και σε λιγότερο από 10 χρόνια από την τραγωδία να ακμάσει, οργανώνοντας– μεταξύ άλλων- ποδοσφαιρική ομάδα το 1926 (την περίφημη Νίκη Νικήσιανης) και εξαιρετική Φιλαρμονική το 1927, με στολές και όργανα φερμένα από την Ιταλία!
·         Το Παλάτι, οι ελληνικές κυβερνήσεις, η πλειονότητα του ελληνικού λαού  πέραν της Μακεδονίας κι η μεγάλη μερίδα του ελληνικού Τύπου (είτε λόγω έλλειψης ενδιαφέροντος κι ενημέρωσης είτε λόγω της ανάκυψης άλλων σοβαρών πολιτικών και λοιπών προβλημάτων –όπως ο Εθνικός Διχασμός με όλα του τα επακόλουθα, η οικονομική δυσπραγία, η μεγάλη πυρκαγιά που κατέστρεψε τη Θεσσαλονίκη τον Αύγουστο του 1917 και άλλα) στην ουσία αδιαφόρησαν για τον Γολγοθά και την Σταύρωση της μαρτυρικής Ανατ. Μακεδονίας. Η περιοχή μας προδόθηκε σκόπιμα και θυσιάστηκε ως σύγχρονη Ιφιγένεια στον βωμό ποταπών σκοπιμοτήτων. Παραδόθηκε εντελώς ανυπεράσπιστη, ως πρόβατο επί σφαγή, στους εχθρούς του Έθνους  μας, που δεν έδειξαν κανένα έλεος και απεργάστηκαν μεθοδικά την εξόντωση του εδώ Ελληνισμού.
Ο «Εθνικός Κήρυξ» (η ομογενειακή εφημε­ρίδα της Νέας Υόρκης) έδειχνε περισσότερο ενδιαφέρον (οργανώνοντας μάλιστα εγκαίρως –από το 1917-  και έρανο για τα θύματα της Μακεδονίας!) απ’ ό,τι οι εφημερίδες της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης. Η ελληνική κυβέρνηση στην Αθήνα, το Παλάτι και οι Έλληνες της «Παλαιάς Ελλάδας» πολύ καθυστερημένα ενδιαφέρθηκαν και συγκλονίστηκαν για τις ωμότητες που υπέστη ο Ελληνισμός της Ανατ. Μακεδονίας απ’ τους Βουλγάρους κι έσπευσαν εκ των υστέρων να διοργανώσουν εράνους για βοήθεια. 
*ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ «ΕΘΝΙΚΟΣ ΚΗΡΥΞ» ΝΕΑΣ ΥΟΡΚΗΣ, ΕΡΑΝΟΣ ΑΥΓ. 1917



Παρ’ όλ’ αυτά, στα χρόνια που ακολούθησαν– καθώς προέκυψε και η λαίλαπα της Μικρασιατικής Καταστροφής, με τα εκατομμύρια των προσφύγων που αναγκαστικά πήραν την κορυφαία προτεραιότητα ενδιαφέροντος- η τραγωδία της Ανατ. Μακεδονίας το 1916-18 σκεπάστηκε από τη λήθη. Δεν βρέθηκε ποτέ χώρος στα σχολικά βιβλία της Ελλάδας για όσα συγκλονιστικά και μαρτυρικά υπέστη ο Ανατολικο-Μακεδονικός Ελληνισμός!  Έτσι, ελάχιστοι σήμερα γνωρίζουν τι βίωσαν οι πρόγονοί μας στην απαίσια και κτηνώδη Β’ Βουλγαρική Κατοχή… Όχι μόνο στην υπόλοιπη Ελλάδα, αλλά και εδώ– στην ίδια περιοχή που πέρασε διά πυρός και σιδήρου…
·         Αν έλειπε ο Αμερικανικός Ερυθρός Σταυρός, τα θύματα από την πείνα, τις κακουχίες και τις επιδημίες θα ήταν πολύ περισσότερα στην περιοχή μας.

Δεν τα ερευνούμε και τα ανασύρουμε όλ’ αυτά απ’ την τοπική Ιστορία μας για να εξάψουμε μίσος κατά των τότε βάναυσων δυναστών μας Βουλγάρων ή κατά των σημερινών απογόνων τους.
Συγχωρούμε, αλλά δεν μας επιτρέπεται να ξεχάσουμε! Ειδικά όσο η επίσημη Βουλγαρία δεν ζητάει εδώ και 100 χρόνια ΣΥΓΓΝΩΜΗ για τα εγκλήματα που διέπραξε ο στρατός της κι οι παρακρατικοί της στην περιοχή μας!
Και για να μην δικαιωθεί η ρήση «όταν οι λαοί ξεχνούν, η Ιστορία επαναλαμβάνεται», αλλά και ως ελάχιστο χρέος προς τους βασανισμένους προγόνους μας!
Ευχαριστώ πολύ τον ιστορικό ερευνητή (πρ. Προϊστάμενο των Γενικών Αρχείων του Κράτους στην Καβάλα) κ. Κυριάκο Λυκουρίνο για την πολύτιμη βοήθειά του, τον σύζυγό μου κ. Κώστα Γιωτάκη, την κ. Πασχαλίτσα Κουκούδη– Τσεβρέντη, καθώς και τους συγχωριανούς μου Νικησιανιώτες–με πρώτον τον φιλότιμο ιερέα μας π. Ζαχαρία Μέγγα- που με ζήλο και συγκίνηση βοήθησαν στην έρευνά μου!



Βάσω Ευαγ. Μώραλη



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

1)      ΤΕΤΡΑΔΙΑ ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ– Ανατολική Μακεδονία 1916-1918  (Τόμοι 1 - 4)– Έκδοση Ιστορικού και Λογοτεχνικού Αρχείου Καβάλας
2)      RELIEF WORK AMONG THE VILLAGES OF MOUNT PANGAEON, The American Red Cross- Printed by P.D. SAKELLARIOS– Athens 1919
3)      THE TYPHUS EPIDEMIC IN EASTERN MACEDONIA, The American Red Cross– Printed by P.D. SAKELLARIOS– Athens 1919
4)      Ο ΕΘΝΟΜΑΡΤΥΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΠΟΛΕΩΣ ΓΕΡΜΑΝΟΣ ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΔΗΣ– ΜΑΚΕΔΟΝΟΜΑΧΟΣ (1874 – 1917) – Αλίκης Χ. Σακελλαρίδου– Εκδόσεις «ΞΥΡΑΦΙ»
5)      ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ «ΕΣΤΙΑ» (Αθηνών), 1915 – 1919
6)      ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ «ΑΘΗΝΑΙ», 1915 – 1918
7)      ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ»,  1915 – 1919
8)      ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ «ΑΣΤΗΡ» (Αθηνών), 1915 – 1918
9)      ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ «ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ» (Αθηνών), 1915 - 1919
10)  ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ «ΕΘΝΙΚΟΣ ΚΗΡΥΞ» ΝΕΑΣ ΥΟΡΚΗΣ, 1916 – 1918
11)  ΑΡΧΕΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ
12)  WIKIPEDIA (ΑΠαγκόσμιοςΠόλεμος/THE GREAT WAR, WWI)



*Ηρώον Νικήσιανης Παγγαίου Καβάλας –  Πεσόντες 1912 - 1922
(Φωτογραφία: Βασ. Ε. Μώραλη)

2 σχόλια:

  1. αιμιλια ρουσακη
    Το αποτυπωμα της μποτας του βουλγαρου που προσπαθησε να κλεψει την εικονα της Εικοσιφοινισσας

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Andreas Tsakoumakas
    ΝΑΙ... ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ...

    ΑπάντησηΔιαγραφή