Παρασκευή 2 Φεβρουαρίου 2024

Ξεχασμένες κρίσιμες στιγμές της Αθήνας- Λιθοβολούσαν τα σπίτια πολιτικών αρχηγών

*Ο πρωθυπουργός Αλέξανδρος Κουμουνδούρος και οι υπουργοί του Χαρίλαος Τρικούπης και Θεόδωρος Δηλιγιάννης, το 1878 
                                         


 Γράφει ο Παντελής Στεφ. Αθανασιάδης

 

               Δραματικά διλήμματα αντιμετώπισε η Ελλάδα κατά τον Ρωσοτουρκικό Πόλεμο του 1877-1878 και ειδικά όταν φάνηκε ότι οι Ρώσοι υπερίσχυαν σε όλα τα μέτωπα και οι Τούρκοι υποχωρούσαν. Στην Ελλάδα της Μελούνας, σχηματίσθηκαν δύο τάσεις. Η μία υπέρ της συμμετοχής μας στον πόλεμο στο πλευρό των Ρώσων και η άλλη υπέρ της αυτοσυγκράτησης γιατί θεωρούσαν ότι η χώρα δεν ήταν έτοιμη να πάρει μέρος σε ένα πόλεμο.

               Μεγαλύτερες ελπίδες όμως έτρεφαν οι Έλληνες των αλύτρωτων περιοχών, που έβλεπαν να ηττάται η Οθωμανική Αυτοκρατορία και οι ίδιοι πίστευαν ότι θα τους δοθεί η πολυπόθητη ελευθερία από ένα χριστιανικό έθνος, όπως οι Ρώσοι. Τελικά και αυτοί διαψεύσθηκαν οικτρά, ειδικά οι Έλληνες γιατί οι Ρώσοι προώθησαν τους Βουλγάρους, δημιούργησαν μια Μεγάλη Βουλγαρία από τον Εύξεινο Πόντο έως την Αδριατική. Το τερατούργημα των Ρώσων δεν κράτησε πολύ γιατί το Συνέδριο του Βερολίνου το καλοκαίρι του 1878 ανέτρεψε τις αποφάσεις των Ρώσων. Αυτά όμως είναι μια άλλη ιστορία.

               Σήμερα θα δούμε την άγρια κατάσταση που επικράτησε στην Αθήνα, όταν έφτασαν τα άσχημα μαντάτα, μετά την ανακωχή που δέχθηκαν οι Τούρκοι με τους όρους που επέβαλαν οι Ρώσοι και κυρίως μετά την κατάληψη και της Αδριανούπολης, που άνοιγε το δρόμο για να μπουν οι Ρώσοι ενδεχομένως και μέσα στην Κωνσταντινούπολη.

Στην Αθήνα, υπήρχε συναντίληψη όλων των κομμάτων, ότι η Ελλάδα είχε δική της εθνική αποστολή «ως πυρήν και πρόδρομος της εν τω πληρώματι του χρόνου συμπήξεως άπαντος του Ελληνισμού εν κράτει ελευθέρω» όπως είχε γράψει χαρακτηριστικά στην εφημερίδα «Ώρα» ο Χαρίλαος Τρικούπης από τις 2 Ιουλίου 1876.

               Υπήρχαν όμως οι εγγενείς δυσχέρειες που αντιμετώπιζε το μικρό Ελληνικό βασίλειο. Όπως είχε αποδείξει από το 1866 και η Επανάσταση της Κρήτης, οι οργανωτικές, οικονομικές και στρατιωτικές δυνατότητες της Ελλάδας, επέβαλαν μεγάλη αυτοσυγκράτηση, γιατί η χώρα δεν ήταν ετοιμοπόλεμη. Έτσι, πολλοί πολιτικοί της εποχής εκείνης θεωρούσαν ότι έπρεπε να αξιοποιηθούν υπέρ της Ελλάδας, πρωτίστως οι υπολογισμοί τους οποίους έκαναν οι Μεγάλες Δυνάμεις, οι οποίες έβλεπαν την Οθωμανική Αυτοκρατορία ως τον «Μεγάλο Ασθενή», που ήθελαν να «διαμοιράσουν τα ιμάτιά του» χωρίς όμως καμιά Μεγάλη Δύναμη να επιχειρήσει να καταλάβει για λογαριασμό της τα Στενά των Δαρδανελίων και την ίδια Κωνσταντινούπολη. Άσχετα από τις σκέψεις που έκαναν οι ηγεσίες των ελληνικών κομμάτων, με αφορμή των Ρωσοτουρκικό Πόλεμο του 1877, η κοινή γνώμη παρουσίαζε μια διαρκώς αυξανόμενη εθνικιστική διέγερση, για κήρυξη πολέμου κατά της Τουρκίας. Για το λόγο αυτό σημειώθηκαν πολλά και μεγάλα συλλαλητήρια με τη συμμετοχή του Πανεπιστημίου, της Εκκλησίας και την ανοχή των κυβερνήσεων και το 1877 και το 1878.

*Ζωγραφικός πίνακας για τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1877-1878


Τι πίστευαν οι πολιτικοί αρχηγοί

 

Γενικά υπήρχαν διαφορές αντιλήψεων μεταξύ των πολιτικών αρχηγών για τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο, που διεξάγονταν στην χερσόνησο του Αίμου.

               Η γραμμή που ακολουθούσε ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος με τον Θρασύβουλο Ζαΐμη ήταν να προετοιμασθούν οι Ένοπλες Δυνάμεις, αναμένοντας να διαμορφωθούν ευνοϊκότερες συνθήκες για επέμβαση, παράλληλα με την προετοιμασία των αλύτρωτων Ελλήνων, που ζούσαν στην Ευρωπαϊκή Τουρκία, δηλαδή στην Ανατολική Θράκη, τη Βόρεια Θράκη, Μακεδονία κ.λπ. για εξέγερση. Αντίθετα ο Χαρίλαος Τρικούπης με τον Επαμεινώνδα Δεληγεώργη, υποστήριζαν κατηγορηματικά ότι η Ελλάδα δεν έπρεπε να βοηθήσει τη Ρωσία. Ο Τρικούπης όμως πιο υποχωρητικός, πίστευε ότι η Ελλάδα μπορούσε να καταλάβει γειτονικό τουρκικό έδαφος (Θεσσαλία, Ήπειρος).

               Ο βασιλιάς Γεώργιος Α΄ εγκατέλειψε την πολιτική ουδετερότητα έναντι των κομμάτων και διέταξε ο ίδιος να κινηθούν στρατεύματα, προς τη Θεσσαλία στις 21 Ιανουαρίου 1878, όταν είδε ότι η Αδριανούπολη είχε καταληφθεί από τους Ρώσους, οι οποίοι βάδιζαν κατά της Κωνσταντινούπολης. Σύμφωνα με τον Σπύρο Μαρκεζίνη, του το ζήτησε ο Τσάρος κατά τη διάρκεια της δύσκολης πολιορκίας της Πλέβνας, ως αντιπερισπασμό εναντίον  των Τούρκων.  Ήταν όμως πολύ αργά. Η ευκαιρία της Ελλάδας χάθηκε όταν οι Τούρκοι νικημένοι σε όλα τα μέτωπα, δέχτηκαν τους ρωσικούς όρους για εκεχειρία στις 27 Δεκεμβρίου 1877. Οι Μεγάλες Δυνάμεις επέβαλαν και υποχώρηση των ελληνικών δυνάμεων.

*Ο Κωνσταντίνος Κανάρης

               Δυστυχώς στις 14 Σεπτεμβρίου 1877 απεβίωσε ο ήρωας της Επανάστασης του 1821 Κωνσταντίνος Κανάρης, ο οποίος ηγείτο της λεγόμενης Οικουμενικής κυβέρνησης . Το θάνατο του Κανάρη ακολούθησε ένα παράδοξο φαινόμενο. Επειδή κανένας από τους συνεργαζόμενους πολιτικούς αρχηγούς δεν αναγνώριζε ανωτερότητα σε άλλον, διατηρήθηκε το φαινόμενο να κυβερνάται η χώρα χωρίς πρωθυπουργό. Κάθε αρχηγός, που ήταν και υπουργός, έκανε κουμάντο στο υπουργείο του και με άγραφη μεταξύ τους συμφωνία όταν προέκυπτε σοβαρό κρατικό ζήτημα… προέκυπτε και προεδρία στο υπουργικό συμβούλιο, εναλλάξ!!!

               Τελικά η ανώμαλη αυτή πολιτική κατάσταση, που δυσαρεστούσε και την κοινή γνώμη, κράτησε ως τον Ιανουάριο του 1878, οπότε σχημάτισε κυβέρνηση ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος.

               Ο Τύπος, διερμηνεύοντας τα αισθήματα της κοινής γνώμης ήταν συνήθως επικριτικός για τους πολιτικούς και κυρίως γι’ αυτούς που ασκούσαν υπουργικά καθήκοντα. Και χρησιμοποιούσε σκληρούς χαρακτηρισμούς. Ενδεικτικά η εφημερία «Νέα Ημέρα» αναφερόμενη στις εξελίξεις στην Ελλάδα, έγραφε στις 26 Ιανουαρίου 1878:

               «Εκ τοιούτων αντιθέσεων, εκ τοιούτων πανούργων υστεροβουλιών εμορφούντο αι υπουργικαί αποφάσεις, άς προσεκύνουν μετέπειτα οι κέπφοι της Βουλής ως ρήματα του Δεκαλόγου. Ουδέποτε εξητάσθησαν τα ζητήματα κατά βάθος, ουδέποτε αντηλλάγησαν ειλικρινείς εξηγήσεις».

               (Εδώ οφείλω μια προσωπική εξήγηση στους αναγνώστες. Όταν είδα τη λέξη «κέπφοι» στην αρχή νόμισα ότι πρόκειται για τυπογραφικό λάθος. Όταν όμως σκέφθηκα να το ψάξω είδα, πόσο πολύ δεν γνωρίζουμε την ελληνική γλώσσα. Ψάχνοντας βρήκα ότι σημαίνει θαλασσινό πουλί της οικογένειας των Αλκιδών και μεταφορικά έφτασε να σημαίνει το κουτορνίθι, τον χαζό, τον γκαφατζή, τον ελαφρόμυαλο, τον ανόητο άνθρωπο. Η λέξη αναφέρεται από τον Αριστοφάνη «οὐ γὰρ προσήκει τὴν ἐμαυτοῦ μοι πόλιν εὐεργετεῖν, ὦ κέπφε». Στο «Μυθολογικὸν τοῦ Συντίπα τοῦ Φιλοσόφου, αναφέρεται επίσης η λέξη «Κέπφος» στο μύθο για τη νυχτερίδα, το βάτο και τον γλάρο, που τάχα συνεταιρίσθηκαν «Νυκτερίς, κέπφος καὶ βάτος πρὸς ἀλλήλους κοινωνίαν ἔθεντο, τοῦ ἐπί τινα δῆθεν ἐμπορίαν ἀπελθεῖν». Και τώρα που το έμαθα, συνεχίζω με την αφήγηση των γεγονότων του 1978).

*Ρώσοι αξιωματικοί στο ιστορικό τέμενος Σουλτάν Σελήμ της Αδριανούπολης, το 1878


Οι Ρώσοι νικούσαν, οι Αθηναίοι εξεγείρονταν

 

               Η Ρωσία εν τω μεταξύ συνέχισε να νικάει τις δυνάμεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που υποχωρούσαν. Στην Αθήνα επικρατούσε ατμόσφαιρα πολιτικής αβεβαιότητας. Ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος και ο Θεόδωρος Δηλιγιάννης ήταν οι φιλοπόλεμοι, οι υποστηρικτές των επαναστατικών κινημάτων στην Θεσσαλία και στην Ήπειρο. Ο Επαμεινώνδας Δεληγεώργης ήταν αντίθετος, απειλώντας ακόμα και με παραίτηση. Ο Χαρίλαος Τρικούπης εξαρτούσε κάθε δράση από τη συναίνεση της Αγγλίας, γιατί συνέπιπταν τα συμφέροντά μας και θεωρούσε αυτοκτονική την ενδεχόμενη πολεμική εμπλοκή μας.

               Κύριο χαρακτηριστικό εκείνων των κρίσιμων ημερών, ήταν ο ερεθισμός της κοινής γνώμης και τα συλλαλητήρια, που εξελίχθηκαν σε οχλαγωγία. Η Αθήνα και ο Πειραιάς, έζησαν άσχημες μέρες, τις οποίες περιγράφει με δημοσιογραφική ευσυνειδησία και αξιοσημείωτη παραστατικότητα, ο Αμερικανός πρέσβης στην Αθήνα Τζων Μέρεντιθ Ρηντ.

               Προνοητικά ο υπουργός Στρατιωτικών Σωτήριος Πετμεζάς, βλέποντας ότι τα πράγματα εξελίσσονται άσχημα στις 15 Ιανουαρίου κοινοποίησε τα άρθρα του Κανονισμού για τον τρόπο χρήσης των όπλων για τη διάλυση συγκεντρώσεων και οχλαγωγία. Ουσιαστικά μπορούσαν τα όργανα της τάξης να χρησιμοποιήσουν τα όπλα τους  «όταν ενεργήται βία ή εναντίωσις κατ’ αυτών» και στην περίπτωση που «δεν δύνανται άλλως να υπερασπισθώσι τον τόπον τον οποίον κατέχουν, την θέσιν ή τα άτομα τα οποία παρεδόθησαν υπό φύλαξίν των ή τελευταίον, όταν η αντίστασις είναι τοιαύτη, ώστε δεν ημπορεί άλλως να κατατροπωθεί, ειμή δια της αναπτύξεως  της δυνάμεως των όπλων».

*Ο Αμερικανός πρέσβης Τζων Μέρεντιθ Ρηντ, που έζησε τα γεγονότα της Αθήνας

Στις 25 Ιανουαρίου 1878, ειδοποίησε ο Αμερικανός πρέσβης την Ουάσιγκτον, ότι η κυβέρνηση συνασπισμού της Ελλάδας, αποτελούμενη από διάφορους πολιτικούς αρχηγούς, υπέβαλε την παραίτησή της προ ολίγων ημερών. Αυτό- έλεγε- προέκυψε από μια διάσταση απόψεων σε σχέση με την πολεμική ή ειρηνική στάση της Ελλάδας.

Ο Βασιλεύς Γεώργιος Α΄ κάλεσε τον Αλέξανδρο Κουμουνδούρο να σχηματίσει νέο υπουργικό συμβούλιο, στο οποίο συμμετείχαν οι ακόλουθοι:

*Ο  Αλέξανδρος Κουμουνδούρος, πρόεδρος του υπουργικού συμβουλίου και υπουργός Εσωτερικών.

*Ο Νικόλαος Παπαμιχαλόπουλος, Υπουργός Οικονομικών και προσωρινά Δικαιοσύνης.

*Υπουργός Πολέμου ο Σωτήριος Πετμεζάς.

*Ο Γεώργιος Μπούμπουλης, υπουργός Ναυτιλίας.

*Ο Θεόδωρος Π. Δηλιγιάννης, υπουργός Εξωτερικών και προσωρινά των Εκκλησιαστικών και της Δημόσιας Παιδείας.

Ο Κουμουνδούρος εμφανίστηκε στη Βουλή και ανακοίνωσε την παραίτηση της  προηγούμενης κυβέρνησης και τη δική του έλευση στην εξουσία. Αυτός πρόσθεσε, κατά τον Αμερικανό διπλωμάτη μεταξύ άλλων και τα εξής:

«Μετά την παραίτηση, της οικουμενικής κυβέρνησης για τη διατήρηση της οποίας εργάστηκα ένθερμα, η Αυτού Μεγαλειότης, μου ανέθεσε το σχηματισμό της νέας κυβέρνησης. Ένιωσα, κύριοι, όλο το βάρος της αποστολής, γιατί ήξερα, όπως ξέρετε, ποιες συνθήκες και κίνδυνοι μας περιβάλλουν. Εγώ, όμως, όπως και οι αξιότιμοι συνάδελφοί μου, σκέφτηκα ότι δεν πρέπει να διστάσουμε να υποστούμε μια τέτοια θυσία, γιατί πραγματικά είναι θυσία να αναλαμβάνουμε τον τρόπο διεύθυνσης των δημοσίων υποθέσεων. Αποφασίσαμε, λοιπόν, να δεχθούμε το αξίωμα, και εδώ είμαστε ενώπιόν σας ως υπουργοί.

Το πρόγραμμά μας περιγράφεται με λίγα λόγια: Ενεργητική και πραγματική προστασία και υπεράσπιση του Ελληνισμού και των καταπιεσμένων και τυραννισμένων αδελφών μας. [Ζωηρά χειροκροτήματα και παρατεταμένες επευφημίες.]

Οι ελληνικές εφημερίδες- εξηγούσε ο Αμερικανός διπλωμάτης- εγκρίνουν πλήρως το πρόγραμμα του νέου υπουργικού συμβουλίου, λέγοντας ότι εκφράζει την κοινή γνώμη της χώρας. Δηλώνουν ότι το έθνος είναι έτοιμο να θυσιάσει τα πάντα για να απελευθερώσει τους αδελφούς του από τη δουλεία.

Στις 26 Ιανουαρίου, έγιναν γνωστοί επισήμως στην Αθήνα οι όροι της ανακωχής του Ρωσοτουρκικού πολέμου, οι οποίοι δεν περιείχαν καμία αναφορά στην Ελλάδα και στον αλύτρωτο Ελληνισμό. Δημιούργησαν άκρως δυσάρεστη αίσθηση στην πόλη της Αθήνας. Το κλίμα είχε αλλάξει δραματικά πολύ νωρίτερα.

*Η περιγραφική έκθεση του Αμερικανού πρέσβη για τα επεισόδια της Αθήνας


Αρχίζουν τα επεισόδια

 

Μικρά πλήθη είχαν αρχίσει να μαζεύονται στους δρόμους, ειδικά στις 14 Ιανουαρίου 1878, συζητώντας με ενδιαφέρον την ατυχή εξέλιξη των πραγμάτων. Καθώς προχωρούσε η μέρα, οι συγκεντρώσεις αυξάνονταν σε μέγεθος και σημασία, και εκφράσεις περιφρόνησης άρχισαν να ακούγονται δυνατά εναντίον της προηγούμενης κυβέρνησης, που δεν είχε κηρύξει πόλεμο εναντίον της Τουρκίας.

Πλήθος κόσμου συγκεντρώθηκε έξω από την Βουλή, στην οδό Σταδίου, καθώς αναμένονταν συνεδρίαση στις 2 μ.μ.

Σύμφωνα με τις περιγραφές του Τζων Μέρεντιθ Ρηντ, οι οποίες εστάλησαν στον Αμερικανό υπουργό Εξωτερικών Ουίλιαμ Έβαρτς, που υπάρχουν στα Εθνικά Αρχεία των ΗΠΑ, καθώς ο Κουμουνδούρος και ο Ζαΐμης περνούσαν με άμαξα, ο κόσμος συνθηματολογούσε έντονα υπέρ της κήρυξης πολέμου και στη συνέχεια άρχισε να εξαπολύει ύβρεις κατά των προσώπων αυτών, ακολουθώντας την άμαξα ακόμη και στο υπουργείο Εσωτερικών, όπου, ωστόσο, εμποδίστηκαν οι διαδηλωτές να εισέλθουν, από αστυνομικούς που παρατάχθηκαν στην είσοδό του. Στη συνέχεια οι διαδηλωτές προχώρησαν προς την πλατεία Ομονοίας, όπου πήραν μια σημαία και πήραν πάλι το δρόμο αντίστροφα για την πλατεία Συντάγματος. Οι κραυγές τους συγκέντρωσαν ακόμη περισσότερο κόσμο, στον οποίο τελικά απευθύνθηκε ένας φοιτητής του Πανεπιστημίου, ονόματι Αντωνόπουλος, ο οποίος τους μίλησε ως εξής:

*Ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Ουίλλιαμ Έβαρτς, αποδέκτης των αναφορών του Ρηντ

«Συμπατριώτες μου, η ελεύθερη Ελλάδα οφείλει να δώσει ελευθερία στην Ανατολή. Ο Ελληνισμός, από το έτος 1862, εμπιστεύτηκε στους προδότες της σημερινής κατάστασης την ευθύνη για την προστασία της γης, η οποία αποκτήθηκε με το αίμα των πατέρων μας. Αυτοί οι άνδρες, από τότε, έχουν φορτώσει στους ώμους του άτυχου λαού 150 εκατομμύρια. Πρέπει να δημεύσουμε την περιουσία τους ως ελάχιστη αποζημίωση του έθνους. Πριν από οκτώ μήνες τους ενώσαμε για να προστατεύσουμε τα απαράγραπτα δικαιώματα του Ελληνισμού, αλλά αντί να ενεργήσουν μαζί για την ολοκλήρωση του έργου που τους ζητήθηκε να εκτελέσουν, έκρυψαν την ιερή παρακαταθήκη που τους είχαν εμπιστευτεί. [Φωνές από όλες τις πλευρές, «Θάνατος στους προδότες!»] Τώρα, ένα μόνο πράγμα μένει να κάνουμε: Ή να ζήσουμε με την ατιμία ή να πεθάνουμε με τιμή. [Φωνές, «Πρέπει να πεθάνουμε με τιμή και δόξα!»] ​​Εμπρός, λοιπόν, να τιμωρήσουμε τους εγκληματίες προδότες! [Πολλές φωνές, «Πρέπει απόψε να τους σκοτώσουμε και να κηρύξουμε πόλεμο!»] Πρέπει τώρα να πάμε στον Βασιλέα και να πούμε ότι δεν έχουμε κυβέρνηση και ότι έχουμε μόνο το Βασιλέα και τη σημαία μας».

*Ο Βασιλεύς Γεώργιος Α΄


Γεώργιος Α΄: Να μείνετε ήσυχοι

 

Στη συνέχεια, ο κόσμος προχώρησε προς το παλάτι, πετώντας πέτρες στους χωροφύλακες, οι οποίοι προσπάθησαν να τους αποτρέψουν. Συνέχισαν να φωνάζουν περίπου μισή ώρα για πόλεμο και για τιμωρία των υπεύθυνων υπουργών. Ο Βασιλεύς τελικά βγήκε στον εξώστη των Ανακτόρων, με την παρουσία της Βασίλισσας Όλγας, του Διαδόχου Κωνσταντίνου και του αυλάρχη του, και είπε:

«Αγαπώ αυτή τη χώρα. Λατρεύω το σπίτι μου όπως εσείς. [Φωνές, «Ζήτω ο Βασιλιάς! Πόλεμος! πόλεμος!»] Σας συμβουλεύω να είστε ήσυχοι, γιατί απαιτείται η μεγαλύτερη σύνεση στις παρούσες συνθήκες».

Ο Βασιλεύς, μετά από αυτό, αποσύρθηκε.

Το πλήθος στη συνέχεια επέστρεψε προς το Πανεπιστήμιο, όπου οι φοιτητές περίμεναν να πάρουν τα όπλα της Πανεπιστημιακής Φάλαγγας. Διαπίστωσαν όμως ότι δεν ήταν εκεί τα όπλα και προχώρησαν ξανά προς την πλατεία Ομονοίας. Τους ακολουθούσε ένα μεγάλο σώμα έφιππων χωροφυλάκων.

*Ο Τύπος έγραφε για δεινή μέρα


Η δεινή ημέρα!!!

 

Ήταν πλέον 4.30 μ.μ. όταν το πλήθος των διαδηλωτών σταμάτησε κοντά στο σπίτι του Χαρίλαου Τρικούπη στην οδό Ακαδημίας και άρχισε να το λιθοβολεί!!! Τους ακολουθούσε από κοντά ο Τζων Μέρεντιθ Ρηντ. Όταν έφτασε στην κατοικία του υπουργού Εξωτερικών βρήκε το πεζοδρόμιο καλυμμένο με πέτρες και τις πόρτες και τα παράθυρα, σπασμένα και παραμορφωμένα από τις πέτρες. Και ενώ ο ίδιος παρακολουθούσε τη διαδήλωση ένας άντρας έτρεξε προς την σύζυγό του, φωνάζοντας «Φύγε από το δρόμο. Οι στρατιώτες έρχονται!». Τότε ακριβώς, έπεσαν πίσω τους πέτρες. Ο ίδιος αμέσως βρήκε μια άμαξα και έβαλα τη γυναίκα του μέσα σε αυτήν. Ο οδηγός μαστίγωσε τα ήδη φοβισμένα άλογά του και όρμησε κατοικία τους, ενώ ο όχλος, άρχισε να υποχωρεί αντιμετωπίζοντας μια επίθεση του Ιππικού. Καθώς τα άλογα έτρεχαν, ακούστηκαν και πυροβολισμοί, αλλά ήταν αδύνατο να καταλάβει κανείς αν προερχόταν από το πλήθος ή από τους στρατιώτες.

Κατά την «Εφημερίδα» του Δημητρίου Κορομηλά: «Υπό την οικίαν του κ. Τρικούπη η οργή εβόα. Οι λίθοι οι αναρριφθέντες ογκωδέστατοι και πάλιν  πεσόντες επί του πεζοδρομίου απετέλεσαν τείχος. Η θύρα εβόα κατακτυπωμένη. Αι ύβρεις και αι αραί δεν είχον όρια. Πυροβολισμοί ηκούσθησαν τινές. Ίσως επυροβόλησε τις και κατά του οίκου.»

Κατά τον Τζων Μέρεντιθ Ρηντ, το πλήθος, παρά την προσπάθεια να διαλυθεί, συνέχισε να αυξάνεται και πήρε το δρόμο για το σπίτι του Ζαΐμη, το οποίο υπέστη επίθεση παρόμοια με αυτή που έγινε στην οικία του Τρικούπη. Εδώ έγινε άλλη μια προσπάθεια από την κυβερνητική δύναμη να διαλύσει το πλήθος. αλλά οι στρατιώτες απωθήθηκαν. Τραυματίστηκε σοβαρά ο υποδιευθυντής της Αστυνομίας, που είχε δράσει με μεγάλη ενέργεια και θάρρος.

*Ο Θρασύβουλος Ζαΐμης

Η «Εφημερίς» από την πλευρά της είχε γράψει: «Προ της οικίας του κ. Ζαΐμη το πλήθος εξερράγη εις δύσφημον βοήν. Έφιππος χωροφυλακή κακώς ποιούσα παρουσιάσθη αλλ’ εξεδιώχθη. Λίθοι βαρείς   τα παράθυρα της οικίας, άνδρες δε δυνατοί προσεπάθουν να θραύσωσι την σιδηράν θύραν [….]. Τα παράθυρα της οικίας κατέπεσαν, θόρυβος, κρότος, απειλή φρικτή».

Ας επανέλθουμε όμως στην περιγραφή των γεγονότων από τον Αμερικανό πρέσβη.

Η κατοικία του πρωθυπουργού Κουμουνδούρου ήταν ο επόμενος στόχος της μανίας των διαδηλωτών. Αλλά όταν οι εισβολείς προσπάθησαν να εισέλθουν με τη βία, αντιμετώπισαν μια αποφασιστική αντίσταση. Και στο σημείο εκείνο ακούστηκαν πυροβολισμοί, και ένα άτομο από το πλήθος σκοτώθηκε και τέσσερις τραυματίστηκαν.

Η εικόνα της επίθεσης κατά την «Εφημερίδα» ήταν η ακόλουθη για την οικία Κουμουνδούρου:

«Ήρχισαν κ’ εδώ λιθοβολισμοί, κραυγαί αγανακτήσεως, κτύποι κατά της πύλης. Ο κόσμος ήθελε να συλλάβει τους ενόχους και ως τοιούτους είχε τους πρωτεργάτας πολιτικούς. Εκείνοι την στιγμήν άνδρες τινές αφωσιωμένοι τω οίκω έσωθεν και ωπλισμένοι απεφάσισαν να πυροβολήσωσν προς αναχαίτισιν του πλήθους. Ως εμάθομεν, η σύζυγος και ο υιός του κ. Κουμουνδούρου έσωθεν έσπευσαν να προλάβωσι τοιαύτην ρήξιν, αλλά δυστυχώς δεν επρόφθασαν  εις τούτο και οι πυροβολισμοί επλήγωσαν τρεις τέσσερις έξωθεν προυκάλεσαν δε αντιπυροβολισμούς. Εσύριξαν δε σφαίραι πολλαί. Ενώ ο λόχος των νοσοκόμων του Ερυθρού Σταυρού και έφιππος χωροφυλακή έσπευσαν να διαλύσωσι το πλήθος. Είς πολίτης με πιστόλιον έτρεχε διώκων τους χωροφύλακας. Οι πεζοί επυροβόλησαν εις τον αέρα».
  
            Ας επανέλθουμε όμως και πάλι στην αφήγηση του Τζων Μέρεντιθ Ρηντ.

Ηττημένο σε αυτή την προσπάθεια, το πλήθος, με επικεφαλής τον συνταγματάρχη Πάνο Κορωναίος, βουλευτή από τα Κύθηρα, προχώρησε στη συνέχεια στα σπίτια του Δηλιγιάννη, του συνταγματάρχη Ζυμπρακάκη και του Δεληγεώργη, όπου δεν βρήκαν κανέναν και αρκέστηκαν στο σπάσιμο των τζαμιών. Στη συνέχεια επέστρεψαν στα Ανάκτορα και έστειλαν τον συνταγματάρχη Κορωναίο να εξηγήσει στον Βασιλέα ότι επιθυμούσαν την κήρυξη του πολέμου και την τιμωρία της κυβέρνησης. Αλλά ο Γεώργιος Α’, που είχε πιο σημαντική δουλειά εκείνη τη στιγμή, δεν δέχτηκε τον συνταγματάρχη.

Στο μεταξύ, ένας μεγάλος φόβος άρχισε να πέφτει στην πόλη και όλα τα καταστήματα άρχισαν να κλείνουν, γιατί πολλοί νόμιζαν ότι η οχλαγωγία θα συνεχίζονταν κατά τη διάρκεια της νύχτας. Αλλά τα πλήθη τελικά διαλύθηκαν. Οι αρχές επέδειξαν μεγάλη δραστηριότητα  για την αποκατάσταση της τάξης. Συγκέντρωσαν όλα τα στρατεύματα του κέντρου της πόλης και των συνοικιών και έστειλαν περιπολίες σε κάθε δρόμο όλη τη νύχτα.

Την επόμενη μέρα 15 Ιανουαρίου 1878 ο ενθουσιασμός συνεχίστηκε και πλήθος μαζεύτηκε στους κεντρικούς δρόμους και τις πλατείες. Ο αριθμός ήταν μεγαλύτερος λόγω του ότι ήταν Κυριακή. Περίπου στις 1.30 μ.μ. πολλοί φοιτητές και άλλοι συγκεντρώθηκαν μπροστά στο Πανεπιστήμιο, όπου τους προσφώνησαν δύο ομιλητές, οι οποίοι κατέληξαν λέγοντας ότι οι υπεύθυνοι υπουργοί πρέπει να τιμωρηθούν επειδή δεν έκαναν το καθήκον τους. Ενώ ένας από τους διαδηλωτές εξακολουθούσε να παρενοχλεί, μια ομάδα στρατιωτών η οποία όμως προχώρησε με εφ’ όπλου λόγχη, κατάφερε να διαλύσει το πλήθος. Ο κόσμος όμως  συγκεντρώθηκε στην πλατεία Ομονοίας με επικεφαλής ένα σημαιοφόρο. Η δημόσια δύναμη όμως τους καταδίωξε, και πέτυχε να τους διαλύσει.

 

Ταραχές και στον Πειραιά

 

Ταραχές όμως σημειώθηκαν και στον Πειραιά, όπως έγραφε προς την Ουάσιγκτον ο Τζων Μέρεντιθ Ρήντ.  Ένας ομιλητής στον Πειραιά είχε συγκεντρώσει μεγάλο αριθμό λαού και μετά από μια σύντομη ομιλία, στην οποία… κήρυξε πόλεμο και έβριζε τους πρώην υπουργούς, είπε ότι ο κόσμος που τον άκουγε έπρεπε να πάει με τα πόδια στην Αθήνα και να εκφράσει τη γνώμη του στον Βασιλέα. Καθώς όμως πλησίασαν στην Αθήνα, τους συνάντησαν τα κυβερνητικά στρατεύματα και τους ζήτησαν να επιστρέψουν. Οι Πειραιώτες επέμειναν και απείλησαν ότι θα προχωρήσουν. Τότε ο επικεφαλής αξιωματικός διέταξε τους άνδρες του να πυροβολήσουν!!! Τέσσερις τραυματίστηκαν και δύο σκοτώθηκαν. Ο κόσμος, βλέποντας ότι οι στρατιώτες ήταν διατεθειμένοι να επαναλάβουν τους πυροβολισμούς, διαλύθηκαν. Κάποιοι από αυτούς, ωστόσο, παρέλαβαν τα δύο πτώματα και ξεφεύγοντας από άλλο δρόμο, μετέφεραν τους νεκρούς προς  την πλατεία Συντάγματος, όπου τους ακολουθούσε άλλο πλήθος. Προσπάθησαν μάλιστα  να κατευθυνθούν προς τα Ανάκτορα για να παρουσιάσουν τους δύο νεκρούς στον Βασιλέα Γεώργιο Α΄. Όμως τα στρατεύματα που στάθμευαν στην πλατεία δεν τους επέτρεψαν να περάσουν και έφυγαν αφήνοντας τα πτώματα εκεί. Περίπου στις 5.30΄ μ.μ. επήλθε μια σχετική ηρεμία.

Κατά τη διάρκεια της νύχτας δόθηκε μεγάλη προσοχή στη φύλαξη των διαφόρων οδών και των χώρων, όπου ήταν αποθηκευμένα τα κυβερνητικά όπλα, γιατί ο όχλος απειλούσε ότι θα άρπαζε αυτά τα όπλα για να εκδικηθεί για τις επιθέσεις των στρατιωτών.

Όταν ξημέρωσε η Δευτέρα, έγιναν στην Αθήνα πιο απειλητικές διαδηλώσεις στη 1 το μεσημέρι,  που άρχισε η συνεδρίαση της Βουλής, και θεωρήθηκε αρχικά ότι οι νυν υπουργοί και οι πρώην υπουργοί δεν θα ήταν παρόντες, αλλά αυτοί έφτασαν περικυκλωμένοι από ισχυρή φρουρά, και πέρασαν χωρίς πρόβλημα με την προστασία των 300 στρατιωτών που στάθμευαν γύρω από το κτίριο της Βουλής. Αυτή η επίδειξη θάρρους και αποφασιστικότητας έβαλε ουσιαστικά τέλος σε περαιτέρω επιθέσεις εναντίον τους.

Μετά τον τερματισμό της οχλαγωγίας, ο Τζων Μέρεντιθ Ρηντ, εκτιμούσε ότι  ένα από τα πιο αξιοσημείωτα χαρακτηριστικά αυτής της οδυνηρής κρίσης, ήταν η ομόφωνη εμπιστοσύνη και ο σεβασμός που εκδηλώθηκε προς το πρόσωπο του Βασιλέως. Καθ' όλη τη διάρκεια των διαδηλώσεων αυτών, δεν ακούστηκε λέξη ενάντια στον χαρακτήρα του Γεωργίου Α΄. Πρέπει-θεωρούσε ο Αμερικανός διπλωμάτης- να είναι μεγάλη πηγή ικανοποίησης για τον Βασιλέα να αισθάνεται ότι οι αδιάκοποι και ευσυνείδητοι κόποι του για λογαριασμό της Ελλάδας, εκτιμώνται από τους υπηκόους του.

*Ζωγραφικός πίνακας με τη Βουλή του 19ου αιώνα. Στο βήμα ο Χαρ. Τρικούπης


Τα επεισόδια απασχολούν τη Βουλή

 

Ο πρωθυπουργός Αλέξανδρος Κουμουνδούρος έδωσε τη δική του εκδοχή για τα γεγονότα στη Βουλή στις 16 Ιανουαρίου 1878, ζητώντας να καταδικασθεί η οχλαγωγία.

ΑΛ. ΚΟΥΜΟΥΝΔΟΥΡΟΣ: Κύριοι, λυπηρά και δυστυχή συμβεβηκότα έλαβον χώραν κατά τας τελευταίας ημέρας. Εξελθόντες προχθές από το βουλευτήριον μετά του κ. Ζαΐμη μας ηκολούθησαν διάφοροι πολίται. Ο κ. Ζαΐμης ανεχώρησε αλλού, εγώ εξηκολούθησα την πορείαν μου μέχρι του υπουργείου Εσωτερικών. Εκεί άμα έφθασα, διάφοροι φωναί ηκούσθησαν από τους ακολουθούντες «ζήτω ο πόλεμος». Αι φωναί αύται, συνεκίνησαν και εμέ και ησθάνθην ότι  εξήρχοντο από καταλυπημένας καρδίας και μέχρι του σημείου αυτού εκτιμώ την συγκίνησιν και τας φωνάς υπέρ του πολέμου. Εισήλθον εις το υπουργείον. Οι παρακολουθούντες διηυθύνθησαν προς το Πανεπιστήμιον. Φοβηθείς μήπως λάβη χώραν άτοπόν τι κατά της Οθωμανικής πρεσβείας, παρήγγειλα να ληφθώσιν μέτρα προς προφύλαξιν. Μετά ταύτα μετέβην εις τα ανάκτορα μετά των εντίμων συναδέλφων μου υπουργού Εξωτερικών και υπουργού Στρατιωτικών. Εμείναμεν εκεί μέχρις ότου ήρχισεν η συνάθροισις προσεγγίζουσα. Τότε η θέσις μας δεν ήτο εκεί πλέον εκεί, ώφειλε να μεταβή έκαστος εις την θέσιν του και να φροντίσει περί της ησυχίας και της τάξεως.

Συνεχίζοντας ο πρωθυπουργός ανέφερε ότι ξαφνικά η διαδήλωση στράφηκε προς την κατοικία του Χαρίλαου Τρικούπη «και ήρχισεν έργα εγκλήματος και βανδαλισμού, λιθοβολούσα πυρσοκροτούσα και υβρίζουσα την οικία και τους εν αυτή και ενεργούσα παν ό,τι απρεπές και βάρβαρον».

*Ο τραυματισμός του υπαστυνόμου Ζώη

 ΑΛ. ΚΟΥΜΟΥΝΔΡΟΥΡΟΣ: Μετά ταύτα διηυθύνθη εις την οικίαν του κ. Ζαΐμη και εκεί επανέλαβε τα αυτά και χείρονα έτι, εκεί δε επλήγωσαν τον υπαστυνόμον Ζώην (Κατά την «Εφημερίδα» του Κορομηλά ο Ζώης τραυματίσθηκε «δια πολλών πετρών επικινδύνως») επιχειρήσαντα να τους αποτρέψη από τα βάρβαρα και βανδαλικά αυτών έργα και η ζωή του πληγωθέντος κινδυνεύει. Ομολογώ κύριοι, ότι την στιγμήν εκείνην ησθάνθην λύπην και αγανάκτησιν, διότι διευθύνων την κυβέρνησιν επλανήθην και δεν ευρέθην έτοιμος να εμποδίσω τα κακουργήματα ταύτα. Μετά ταύτα η συνάθροισις διευθύνθη εις την οικίαν μου. Εκεί επανέλαβε τα ίδια. Αλλά δεν ηρκέσθη εις λιθοβολισμούς μόνον και ύβρεις, αλλά διέρρηξαν την θύραν και εισώρμησεν εις τον περίβολον. Τότε κύριοι, οι εντός της οικίας μου επυροβόλησαν ίνα προφυλάξωσι την ζωήν των, ίνα ασφαλισθώσιν.

ΠΟΛΛΟΙ ΒΟΥΛΕΥΤΑΙ: Πολύ καλά, πολύ καλά.

ΑΛ. ΚΟΥΜΟΥΝΔΟΥΡΟΣ: Δεν ήτο εκεί, κύριοι, άνθρωποι του λαού, διότι ο λαός απεποιήθη να ακολουθήσει, αφού ήρχισαν τοιαύτα εγκλήματα. Οι μείναντες ήσαν οι προσβλέποντες προς το ταμείον, την εξουσίαν και τας περιουσίας των πολιτών και δια τούτο εις τον πρώτον πυροβολισμόν ετράπησαν εις φυγήν. Εκείθεν μετέβησαν εις απροφύλακτον οικίαν, του κ. Δεληγεώργη όπου χείρονα έπραξαν και εγκλήματα εξετέλεσαν. Μετά ταύτα μετέβησαν εις την οικίαν του κ. Δηλιγιάννη και αφού εκεί κατέστρεψαν όλας τας υέλους των αθώων και ανυπεράσπιστων παραθύρων, αφού ηπείλησαν αθώα νήπια και γυναίκας, επανήλθον ήσυχοι και γαυριώντες εις τα οικίας των.

Συνεχίζοντας την αγόρευσή ο Κουμουνδούρος αναφέρθηκε στα γεγονότα της επόμενης μέρας με τις συγκεντρώσεις μπροστά στο Πανεπιστήμιο, αλλά και στην απόπειρα των διαδηλωτών του Πειραιά, που ήθελαν να μπούνε μέσα στην Αθήνα, αλλά εμποδίσθηκαν από την Αστυνομία και υπήρξαν νεκροί. «Ατυχώς έπεσαν θύματα, τα οποία θρηνώ, αυτοί πταίουσιν» είπε ο πρωθυπουργός, ο οποίος κατέληξε:

ΑΛ. ΚΟΥΜΟΥΝΔΟΥΡΟΣ: Ταύτα εν ολίγοις και άνευ περιστροφών υποβάλλω ενώπιον της Βουλής, ίνα αποφασίση αν καλώς έπραξεν η κυβέρνησις όπως έπραξε και όπως εις το εξής , εν όσω έχομεν την τιμήν να μένωμεν υπουργοί, θέλομεν πράξη ή όχι. Θέλομεν κτυπήσει την αταξίαν (επιδοκιμασίες από όλη τη Βουλή).

ΘΡ. ΖΑΪΜΗΣ: Κύριοι μετά την σύντομον αφήγησιν την γενομένη υπό του πρωθυπουργού, περί των βαρβάρων και βανδαλικών γεγονότων, τα οποία έλαβον χώραν κατά το παρελθόν Σάββατον και τα οποία εις τον οίκον μου εις τον οίκον μου έφθασαν με την μεγαλειτέραν αγριότητα, διότι ολίγον έλειψε ν’ αφαιρέσωσι την ζωή της συζύγου μου, δεν έχω να προσθέσω τι. Οφείλω όμως , όπως ήδη το εξεδηλώσατε δια των επιδοκιμασιών σας, οφείλω να ομολογήσω, ότι κατά ταύτας τας δύω ημέρας, το υπουργείον εξεπλήρωσε το καθήκον του μετά φρονήσεως, μετά γενναιότητος και μετ’ αποφάσεως. Ανεφάνη υπουργείον του καθήκοντος και της τιμής.

*Τα Επίσημα Πρακτικά της Βουλής για την κρίσιμη συνεδρίαση

Τελικά Ζαΐμης και Τρικούπης, κατέθεσαν την ακόλουθη πρόταση:

«Η Βουλή επιδοκιμάζουσα την κατά τα τελευταία λυπηρά γεγονότα ενέργειαν του υπουργείου, πέποιθεν, ότι δια των δραστηρίων αυτού μέτρων θέλει προασπίσει το καθεστώς και την δημόσιαν τάξιν».

ΑΛ. ΠΕΤΣΑΛΗΣ: Ουδείς κατηγόρησε την Κυβέρνησιν. Επομένως δεν εννοώ, πώς αύτη θέλει την επιδοκιμασίαν της Βουλής. Δεν επιδοκιμάζω τα λαβόντα χώραν θλιβερά γεγονότα, επεθύμουν την  εκδήλωσιν της αγανακτήσεως του λαού, αλλά ήρεμον και ησύχως, όπως μην υπονοηθή ότι η Ελλάς δεν συνησθάνθη τα πραχθέντα εις τον Ελληνισμόν. Ο λαός δεν έπραξε τας αταξίας, αλλ’ άλλοι τον ώθησαν εις τούτο, έχοντες ίδια συμφέροντα. Εάν οι υπουργοί έσφαλον, θα τιμωρηθώσιν υπό των δικαστηρίων του τόπου και όχι από τους εγκληματίας. Ποίοι ήσαν κύριοι, οι πρωταίτιοι οίτινες επετέθησαν κατά των οικιών; Είς χασάπης και είς πλαστογράφος!

Α. ΜΑΥΡΟΜΙΧΑΛΗΣ: Εγώ κύριοι, είμαι σύμφωνος με τον κ. Πετσάλην.

ΤΙΜ. ΦΙΛΗΜΩΝ: Ως αντιπρόσωπος  της πρωτευούσης διακηρύσσω , επικαλούμαι δ’ επί τούτου την μαρτυρίαν όλων των συναδέλφων μου, ότι δεν ήταν ο λαός, όστις εξετέλεσε τας πράξεις αίτινες εκηλίδωσαν την φήμην της πόλεως, ήτις είδεν μυρίας μεταβολάς και αιματηράς σκηνάς, αλλ’ ουδέποτε εξετράπη εναντίον αθώων, εναντίον γυναικών, εναντίον των οίκων και κατά της ιδιοκτησίας.

*Ο Πάνος Κορωναίος

Στη συζήτηση πήρε μέρος και ο στρατηγός Πάνος Κορωναίος, ο οποίος είχε κάποια συμμετοχή στα γεγονότα.

Π. ΚΟΡΩΝΑΙΟΣ:  Ύστερον από την απώλειαν των ελπίδων μας πώς να μην αγανακτήση τις , κύριοι, και να μην εκφέρει λέξεις τινάς αγανακτήσεως; Και επειδή έτυχε να ήμαι αυτόπτης συμβάντων τινών εκ των λυπηρών προχθές, θέλω σας αφηγηθώ ταύτα.

Ο Κορωναίος είπε ότι βρίσκονταν στα γραφεία της «Εφημερίδος» όταν άκουσε τις φωνές των διαδηλωτών και γι’ αυτό πήγε αμέσως το σπίτι του για να μην βρίσκεται στο δρόμο. Εκεί πήγαν οι διαδηλωτές που απαιτούσαν να βγει έξω και να βαδίσει μαζί τους για να υποβάλει τα αιτήματά τους στο Βασιλέα. Ο Κορωναίος κατάλαβε ότι όλα ήταν αθώα και «εφάνη πειθηνιώτατος ο λαός και φιλοφρονέστατος».

ΑΝΤ. ΜΗΤΣΑΣ: Με συγχωρείτε κύριε πρόεδρε και πρώην αρχηγέ της Κρήτης. Είπατε ότι ο λαός σου έδωκε πλήρη εμπιστοσύνην. Όταν σου ζήτησαν εις τα Σφακιά να μουτίσης, διατί δεν εμούτισες και συ με δαύτους;  Ήσαν οι 30 Κουλουργιώται…

(Άλλη μια άγνωστη λέξη για μένα, λέξη της Κρητικής ντοπιολαλιάς. Έμαθα ότι «μουτίζω» σημαίνει «υποκύπτω στη βία, σκύβω το κεφάλι, υποτάσσομαι στον αντίπαλο, συνθηκολογώ, παραδίνομαι»).

ΚΟΡΩΝΑΙΟΣ: Απαξιώ να απαντήσω.

Συνεχίζοντας αφηγήθηκε πώς δέχτηκε να μεταβεί με τους διαδηλωτές στα Ανάκτορα, όπου εισήλθε και μίλησε με τον υπασπιστή του Βασιλέως. Εξήγησε στη  συνέχεια ότι έμεινε αρκετά εκεί αλλά δεν συνάντησε τον Βασιλέα, που ήταν απασχολημένος. Και έτσι έφυγε για το σπίτι του χωρίς να γνωρίζει τι έγινε μετά.

ΧΑΡ. ΤΡΙΚΟΥΠΗΣ: Ηκούσατε εντεύθεν, ότι ευγενής αγανάκτησις του λαού εξεδηλώθη δια του τρόπου, του οποίου παρέστημεν μάρτυρες. Όχι κύριοι! Η ευγενής αγανάκτησις των λαών δεν εκδηλούται δια κακουργημάτων. Η ευγενής αυτών αγανάκτησις εκδηλούται δι’ εθνικών έργων. Οποία δε είναι είναι η παράστασις, ήν οφείλει η Ελλάς σήμερον να δίδη εις τον κόσμον; Η Ελλάς κύριοι, διατρέχει κατά την στιγμήν ταύτην τον κίνδυνον να υποστή την μεγίστην εθνικήν αδικίαν, αδικίαν, ήτις απειλεί και αυτήν την καταστροφήν αυτής εν τω μέλλοντι.

Τ. ΦΙΛΗΜΩΝ: Ούτε δημόται των Αθηνών, ούτε εκλογείς ήσαν.

Χ. ΤΡΙΚΟΥΠΗΣ: Ποτέ, ποτέ μην απελπίζεσθε περί του μέλλοντος, όταν έχητε απόφασιν να ενεργήσητε ως άνδρες, Αλλ’ όταν ενεργείτε ως γραΐδια μεμψιμοιρούντες και καταδικάζοντες τους άλλους και ποτέ μη φροντίζοντες να πράξητε υμείς αυτοί το καθήκον σας , είναι μάταιον να ελπίζητε εις σπουδαία αποτελέσματα, ουδέποτε το μέλλον θα είναι υπέρ ημών.

Τελικά έγινε ονομαστική ψηφοφορία υπό την επίβλεψη των ψηφολεκτών Αθανάσιου Ροντήρη και Αλέξανδρου Πετσάλη. Ψήφισαν 97 παρόντες πλην των υπουργών, 91 υπέρ της πρότασης και 6 κατά (Δ. Καλλιφρονάς, Περ. Μαυρομιχάλης, Αγαμ. Μεταξάς, Π. Κορωναίος, Αλεξ. Πετσάλης, Αντ. Α. Μαυρομιχάλης).

ΑΝΤ. ΡΙΚΑΚΗΣ: Λυπούμαι, ότι κατά τας κρισιμωτέρας στιγμάς θλιβερόν επεισόδιον απησχόλησεν την συνεδρίασιν. Σήμερον κατά την στιγμήν ταύτην έπρεπε ν’ απασχολή και το Κοινοβούλιον και ολόκληρον τον Ελληνικόν λαόν έτερον ζήτημα, το ζήτημα  των υπό δουλείαν αδελφών ημών, ζήτημα περί του οποίου αποφασίζει ολόκληρος η Ευρώπη.

Τελικά όπως είναι γνωστό, η Ρωσία παρά την νικηφόρα προέλασή της προς την Κωνσταντινούπολη, έχασε το 1878, μετά το συνέδριο του Βερολίνου την ευκαιρία να δει να υλοποιείται το προαιώνιο όνειρο της που ήταν και είναι ο έλεγχος των Στενών των Δαρδανελίων, η κυριαρχία επί της Κωνσταντινούπολης και η έξοδός της στο Αιγαίο..

 

Παντελής Στεφ. Αθανασιάδης

 

ΠΗΓΕΣ

*Επίσημα Πρακτικά της Βουλής.

*Αρχείο Εφημερίδων «Ώρα», «Εφημερίς», «Νέα Ημέρα», Ιανουαρίου 1878, Βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων.

*Σπύρου Μαρκεζίνη «Πολιτική Ιστορίας της Νεωτέρας Ελλάδος» Εκδόσεις Πάπυρος.

*Gunnar Hering «Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα 1821-1936», Μορφωτικό  Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης,

*Εθνικά Αρχεία ΗΠΑ (https://history.state.gov/historicaldocuments/frus1878/d231)

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου