Πέμπτη 2 Φεβρουαρίου 2023

Το μείζον βραβείο στα ελληνικά γράμματα

ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

https://www.kathimerini.gr/world/562145488/to-meizon-vraveio-sta-ellinika-grammata/

*Στοκχόλμη, 10 Δεκεμβρίου 1979. Ο Οδυσσέας Ελύτης παραλαμβάνει το Νομπέλ Λογοτεχνίας από τον βασιλιά της Σουηδίας, Κάρολο Γουσταύο. «Αυτή είναι η μεγαλύτερη θυσία μου για τον ελληνικό λαό: να φοράω αυτό το φράκο», έλεγε ο ποιητής. Φωτ. ASSOCIATED PRESS

 

 



*Ο Οδυσσέας Ελύτης,

που αφιέρωσε τη ζωή του

στην υπηρεσία της ποίησης,

τιμάται με το Νομπέλ Λογοτεχνίας






Γράφουν ο κ. ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ ΓΑΡΑΝΤΟΥΔΗΣ

και η κ. ΜΑΡΙΑ ΡΩΤΑ

 


Είναι 18 Οκτωβρίου 1979 όταν αναγγέλλεται η απονομή του Νομπέλ Λογοτεχνίας στον εξηνταοκτάχρονο τότε ποιητή Οδυσσέα Ελύτη, ο οποίος είχε από χρόνια συσπειρώσει κι εξακολουθούσε ακόμη να συνεγείρει όλους τους Έλληνες με τον στίχο «Της Δικαιοσύνης ήλιε νοητέ», τον πασίγνωστο λόγω της μελοποίησής του από τον Μίκη Θεοδωράκη.

Είναι η εποχή της ελπιδοφόρας και «πολύχρωµης» Μεταπολίτευσης – «Κι όλα γύρω µου έτρεχαν. Πράγµατα και άνθρωποι έτρεχαν, έτρεχαν» (Ελύτης, «Μαρία Νεφέλη»). Εποχή που παροτρύνει τον µεταπολιτευτικά δραστικώς παρόντα– και διά της τέχνης του αιρετικά πολιτικό ποιητή– να αποδεχτεί το Νοµπέλ, χωρίς συµβιβασµούς και χωρίς προκαταλήψεις, αποτιµώντας το, όχι ως υπόθεση προσωπική, αλλά ως προβολή όλης της χώρας. Έως τότε είχε εκδώσει 11 ποιητικά βιβλία και είχε αρνηθεί πολλά βραβεία και τιµές (τόσο ελληνικά, και από την Ακαδηµία Αθηνών, όσο και διεθνή) υποστηρίζοντας πως η αφιλοκερδής πράξη της (αποµονωµένης) ποιητικής δηµιουργίας είναι µια αποστολή: «Αγνοηµένος σ’ έναν γιαλό της Πάρου ο Αρχίλοχος, αποµονωµένος σ’ ένα κελί του Ναού της Θεοτόκου ο Ρωµανός ο Μελωδός, κλεισµένος σ’ ένα καµαράκι της Κέρκυρας ο ∆ιονύσιος Σολωµός, χωρίς να περιµένουν τίποτε και από κανέναν, µε δέος και αφοσίωση, ζύγιαζαν µία-µία τις λέξεις που έφτασαν ως εµάς. Σε µήκος εικοσιπέντε αιώνων είπανε τον “ουρανό” ουρανό και τη “θάλασσα” θάλασσα – ένα φαινόµενο που δεν παρουσιάζεται σε καµµιά χώρα του πολιτιστικού µας κύκλου κι ένα προνόµιο για τον ποιητή που δεν το έχει κανείς άλλος ποιητής σε καµµιάν άλλη γλώσσα» (Ελύτης, Επιστολή προς την Πρυτανεία του ΑΠΘ για την αναγόρευσή του σε επίτιµο διδάκτορα το 1978, αναγόρευση η οποία έγινε «δι’ αντιπροσώπου», Θανάσης Τσίγγανας, «Η Καθηµερινή», 20 Σεπτ. 2003).

Λίγα χρόνια µετά την επιστολή του 1978, θα γράψει στον «Μικρό ναυτίλο» (1985): «Χιλιάδες χρόνους περπατάµε. Λέµε τον “ουρανό” ουρανό και τη “θάλασσα” θάλασσα. […] ∆εν θέλω να πω αυτά τα ίδια. Θέλω να πω τις ίδιες φυσικές και αυθόρµητες κινήσεις της ψυχής […] που είναι ο αληθινός µας εαυτός, το δίκιο µας, η ελευθερία µας, ο δεύτερος και πραγµατικά ηθικός µας ήλιος». Η βαθιά θεµελιωµένη ποιητική του Ελύτη µένει αµετάβλητη στον χρόνο.

 

Γενική αποδοχή από τους ομοτέχνους

 

Το 1979 κι ενώ η ελληνική λογοτεχνία τιμάται με το διασημότερο λογοτεχνικό βραβείο, ο Ελύτης προσλαμβάνει ασφυκτικά την επικαιρότητα: «Αναρωτιόταν, για παράδειγμα, τι θα γινόταν αν γλιστρούσε μπροστά στον βασιλιά με τα καινούργια παπούτσια του, δώρο του Ιδρύματος Νομπέλ, και μέσα στο ασφυκτικό φράκο που μισούσε. “Αυτή είναι η μεγαλύτερη θυσία μου για τον ελληνικό λαό: να φοράω αυτό το φράκο”, έλεγε» (Λεωνίδας Ντιλσιζιάν, «Ingemar Rhedin, Ο Σουηδός πρεσβευτής της ελληνικής ποίησης», «Η Καθημερινή, περιοδικό Κ», 13 Δεκ. 2009). Παρά τις ανησυχίες του, το 1979 τα νεοελληνικά γράμματα μέσω του «Άξιον Εστί» και του ποιητή τους Οδυσσέα Ελύτη προβάλλονται διεθνώς για δεύτερη φορά. Έχει προηγηθεί η βράβευση του ποιητή Γιώργου Σεφέρη 16 χρόνια νωρίτερα, το 1963. Βράβευση με πολύ περιορισμένη στον τόπο μας απήχηση (Γαραντούδης – Ρώτα, «Το Νομπέλ Λογοτεχνίας στον Γ. Σεφέρη», «Η Καθημερινή», 30 Απρ. – 1η Μαΐου 2016), επηρεασμένη από τη δεσπόζουσα δαιμονολογία στο ταραγμένο πολιτικοκοινωνικό κλίμα της μεταπολεμικής εποχής.

*19.10.1979. Η βράβευση του Οδυσσέα Ελύτη με το Νομπέλ Λογοτεχνίας στην πρώτη σελίδα της «Κ».

Αντιθέτως, το 1979, το Νομπέλ του Ελύτη είχε και πολύ μεγάλη απήχηση στο ευρύ κοινό– μέσω του ημερήσιου Τύπου και της κρατικής τηλεόρασης– και ομόθυμη αποδοχή από το λογοτεχνικό πεδίο, τους κριτικούς και τους λογοτέχνες, όπως επίσης αναγνωρίστηκε ένθερμα από την ελληνική πολιτεία. Η απήχηση και η αποδοχή, το διάχυτο κλίμα ευφορίας μπροστά στο δεύτερο ελληνικό Νομπέλ ξεκίνησαν άμεσα και συνεχίστηκαν για χρόνια. Τα στοιχεία που καταγράφει η Ιουλίτα Ηλιοπούλου στο χρονολόγιο του Ελύτη, «Έφερα τη ζωή μου ως εδώ» («Ο ναυτίλος του αιώνα») για την επόμενη μετά το 1979 δεκαετία, είναι αδιάψευστος μάρτυρας τόσο του ποσού όσο και του ποιού της καθιέρωσης. Πρόκειται για πλήθος διακρίσεων, που δεν περιορίζονται στην Ελλάδα αλλά διαχέονται σε πολλές χώρες (και στην Κύπρο) και τεκμηριώνουν την αλλαγή της εποχής, τις αλλαγές στη δεκτικότητα του κοινού, ιδίως σε ό,τι αφορά τον τόπο μας. Στα χρόνια της Μεταπολίτευσης, σε αντίθεση με τη μεταπολεμική εποχή, ενυπάρχουν προϋποθέσεις που επιτρέπουν στους αναγνώστες να «σκύψουν πάνω στο “Άξιον Εστί” με “ανοιχτά τα μάτια της ψυχής τους” ώστε να μπορέσουν να το προσεγγίσουν και να οικειωθούν τους κρυμμένους θησαυρούς του» (Αλέξανδρος Κοτζιάς, «Ελύτης, “άξιος εστί”» («Η Καθημερινή», 19 Οκτ. 1979). Προϋποθέσεις ολωσδιόλου διαφορετικές από εκείνες του φθινοπώρου 1964, όταν πρωτοπαρουσιάστηκε το ορατόριο «Άξιον Εστί» στο αθηναϊκό κοινό εισπράττοντας αντιφατικές κριτικές, μεταξύ των οποίων η ακόλουθη: «Όσο για τη γενικότερη εντύπωση που αποκομίσαμε από το “Άξιον Εστί”, αυτή θα μπορούσαμε να την εκφράσομε με μία λέξη: κατάθλιψη» («Πώς αντιμετώπισαν οι εφημερίδες της εποχής την πρεμιέρα του “Άξιον Εστί” στο θέατρο Κοτοπούλη», «Η Καθημερινή, Eπτά Ημέρες», 26 Σεπτ. 1993).

*19.10.1964. Το λαϊκό ορατόριο «Άξιον Εστί» του Μίκη Θεοδωράκη (αριστερά) σε ποίηση Οδυσσέα Ελύτη (στο κέντρο), με ερμηνευτή τον Γρηγόρη Μπιθικώτση (δεξιά), κάνει πρεμιέρα στο θέατρο Ρεξ.

 

Ενθουσιώδεις κρίσεις για την αξία του έργου του

 

Επιστρέφοντας στον Οκτώβριο του 1979, η αποδοχή και η αναγνώριση του Νομπέλ του Ελύτη αποτυπώνονται στα πάμπολλα δημοσιεύματα της εποχής, όπως στην προαναφερθείσα «Καθημερινή», η οποία αφιερώνει το πρωτοσέλιδό της τη 19η Οκτωβρίου στη βράβευση, με πλήθος πληροφορίες και ενθουσιώδεις κρίσεις για την αξία του έργου του Ελύτη, ενώ και σε δύο εσωτερικές σελίδες δημοσιεύονται κείμενα για το έως τότε έργο του. Με τον εγκωμιαστικό λόγο των άλλων συντονίζεται ο λόγος του ίδιου του ποιητή στις συνεντεύξεις του σε εφημερίδες (τέσσερις το 1979 και δύο το 1980 – Οδυσσέας Ελύτης, «Συν τοις άλλοις. 37 συνεντεύξεις»). Εμβληματική είναι η συνέντευξη Τύπου στη «Μεγάλη Βρεταννία» στις 19 Οκτωβρίου– βρισκόμαστε πια στην εποχή των τηλεοπτικών ειδήσεων, μολονότι ελάχιστες υπήρξαν οι στιγμές του ποιητή που καταγράφηκαν από τις κάμερες κι ελάχιστες οι λέξεις του μπροστά στον φακό. Στις 19 Οκτωβρίου, ο Ελύτης έχει την ευκαιρία να εκλαϊκεύσει την ποιητική του, κοινωνώντας τη σε ένα ευρύ αναγνωστικό κοινό, ανεξοικείωτο με την ποίηση. Συνάμα, οι άμεσες μετά την αναγγελία της βράβευσης δηλώσεις του ότι ανακαλεί στη μνήμη του τον πρώτο τιμημένο με το Νομπέλ Έλληνα ποιητή, Γιώργο Σεφέρη, όπως και ότι η Σουηδική Ακαδημία θέλησε να τιμήσει στο πρόσωπό του την ελληνική ποίηση στο σύνολό της, δεν υπαγορεύονται από πνεύμα πολιτικής ορθότητας, αλλά από γνήσιο πνευματικό ήθος. 

*Ο Οδυσσέας Ελύτης στο σπίτι του της οδού Σκουφά. Επιστροφή στο δυάρι ησυχαστήριο της οδού Σκουφά

Η στάση ήθους που διέκρινε σταθερά τον Ελύτη σε όλη τη ζωή του, αφιερωμένη στην υπηρεσία της ποίησης, τεκμηριώνεται από το γεγονός ότι συνέχισε να διαμένει στο μικρό διαμέρισμά του, ένα δυάρι στην οδό Σκουφά, μακριά από υλικές απολαβές και εξαρτήσεις, ενώ, ύστερα από τα πρώτα χρόνια της μεγάλης και κατά κάποιο τρόπο υποχρεωτικής εξωστρέφειας που του επέβαλε η δημοσιότητα του Νομπέλ, επέστρεψε στο ησυχαστήριο του ποιητικού εργαστηρίου του. Γι’ αυτό και στα υπόλοιπα 16 χρόνια της ζωής του– πέθανε το 1996– ο Ελύτης διέψευσε τον κανόνα ότι μία τέτοια κορυφαία παγκόσμια διάκριση επιφέρει την ύφεση της δημιουργικής προσπάθειας ενός λογοτέχνη. Αντιθέτως, με το ποιητικό έργο που παρήγαγε, τις έξι ποιητικές συλλογές και συνθέσεις του, «Τρία ποιήματα με σημαία ευκαιρίας» (1982), «Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου» (1984), «Ο μικρός ναυτίλος» (1985), «Τα ελεγεία της Οξώπετρας» (1991), «Δυτικά της λύπης» (1995) και «Εκ του πλησίον» (1998, μεταθανάτια έκδοση), σε συνδυασμό με τη συνέχιση της συγγραφικής δραστηριότητάς του στα πεδία του δοκιμίου και της μετάφρασης, ο Ελύτης παρέμεινε ένας ακμαίος πνευματικός έφηβος που αξιοποίησε την κληρονομιά της ωριμότητάς του. Με το έργο αυτό δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι ο Ελύτης καταξίωσε το βραβείο Νομπέλ που έλαβε, συνεχίζοντας να γράφει ποίηση υψηλότατης αισθητικής στάθμης, με τη δύναμη πρωτεϊκών μεταμορφώσεων στη φόρμα της, αλλά με μια θεμελιωμένη κοσμοαντίληψη που ενώνει τη νεανική με την ώριμη ποίησή του, όπως και με την ποίηση του βιολογικού γήρατός του: «Αντιλαμβάνομαι την ποίηση σαν μια πηγή αθωότητας γεμάτη από επαναστατικές δυνάμεις που αποστολή μου είναι να τις κατευθύνω επάνω σε έναν κόσμο απαράδεκτο για τη συνείδησή μου· ελπίζοντας, μες από συνεχείς μεταμορφώσεις, να τον κάνω πιο σύμφωνο με τα όνειρά μου» («Μικρά Έψιλον», «Εν λευκώ»).

*1980. Ο Οδυσσέας Ελύτης με τον Κάρολο Κουν και τον Διονύση Φωτόπουλο. Φωτ. ΑΡΧΕΙΟ Ο. ΕΛΥΤΗ – Ι. ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ


* Ο κ. Ευριπίδης Γαραντούδης είναι καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.

** Η κ. Μαρία Ρώτα είναι επίκουρη καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.

1 σχόλιο: