*Η
καθιέρωση της ισορροπίας 7:10
στην
αμερικανική στρατιωτική βοήθεια
προς
την Ελλάδα και την Τουρκία
Γράφει
ο κ. ΣΩΤΗΡΗΣ ΡΙΖΑΣ*
Η τουρκική εισβολή στην
Κύπρο τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 1974 έτυχε της ανοχής των Ηνωμένων
Πολιτειών, καθώς η στρατηγική σημασία της Τουρκίας εκτιμήθηκε από τους
Αμερικανούς υπευθύνους ως υπέρτερη των ζητημάτων αρχής που αφορούσαν την προστασία
της εδαφικής ακεραιότητας ενός κράτους-μέλους των Ηνωμένων Εθνών και τα
ανθρώπινα δικαιώματα των 160.000 Ελλήνων της Κύπρου που υποχρεώθηκαν να
εγκαταλείψουν τις εστίες τους.
Στην πολιτική της εκτελεστικής εξουσίας, την οποία επηρέαζε σε μεγάλο βαθμό ο υπουργός Εξωτερικών Χένρι Κίσινγκερ, είχε αντιπαραβληθεί εντούτοις, για πρώτη φορά με τόση ένταση στη μεταπολεμική εποχή, η πολιτική της νομοθετικής εξουσίας, υπό την επίδραση των φιλελεύθερων στοιχείων του Κογκρέσου και του ελληνοαμερικανικού λόμπι, το οποίο επεδίωκε μια στοιχειώδη αμερικανική αντίδραση στην τουρκική πολιτική στην Κύπρο. Ήταν η εποχή του πολέμου του Βιετνάμ, ο οποίος πλησίαζε στο τέλος του, και του Ουότεργκεϊτ, λόγω του οποίου εξαναγκάστηκε σε παραίτηση ο πρόεδρος Νίξον. Οι φιλελεύθεροι του Κογκρέσου απέβλεπαν συνεπώς στην περιστολή της παντοδυναμίας του Λευκού Οίκου σε θέματα εθνικής ασφαλείας. Στο πλαίσιο αυτό τέθηκε σε ισχύ, στις 5 Φεβρουαρίου 1975, εμπάργκο όπλων έναντι της Τουρκίας. Σε αντίποινα, η τουρκική κυβέρνηση αποφάσισε την αναστολή της λειτουργίας των αμερικανικών βάσεων στην Τουρκία. Επρόκειτο για εγκαταστάσεις κρίσιμες για τη διεξαγωγή του Ψυχρού Πολέμου αλλά και τη διαφύλαξη των αμερικανικών συμφερόντων στη Μέση Ανατολή. Η επιβολή του εμπάργκο εδραίωνε τη δυσλειτουργία στη νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ καθώς, ήδη από τον Αύγουστο του 1974, η ελληνική κυβέρνηση είχε αποσύρει την Ελλάδα από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την απραξία της Ατλαντικής Συμμαχίας και των Ηνωμένων Πολιτειών έναντι της επανάληψης της τουρκικής προέλασης στην Κύπρο, τον γνωστό Αττίλα ΙΙ.
Τα γεγονότα του 1974-75
σήμαιναν την είσοδο του τριγώνου ΗΠΑ – Ελλάδας – Τουρκίας σε μια νέα εποχή. Η
Ουάσιγκτον δεν ήταν σε θέση να επιβάλει στους συμμάχους της την επίλυση επί της
ουσίας του Κυπριακού και των ελληνοτουρκικών διαφορών στο Αιγαίο, αλλά έπρεπε
πλέον να παρεμβαίνει σε περίπου διαρκή βάση, και όχι σποραδικά όπως έκανε στις
δεκαετίες του 1950 και του 1960, για να υπάρξει μια στοιχειώδης συμμαχική
λειτουργικότητα στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Η περιοχή αυτή
εκλαμβανόταν ως ένα στρατηγικό σύνολο ήδη από την εποχή της εισόδου των ΗΠΑ
στις παγκόσμιες υποθέσεις με το δόγμα Τρούμαν τον Μάρτιο του 1947 και είχε
παγιωθεί ως τέτοιο σύνολο εν συνεχεία με την ένταξη της Ελλάδας και της
Τουρκίας στο ΝΑΤΟ τον Φεβρουάριο του 1952.
*Ο
Αμερικανός πρόεδρος Χένρι Φορντ και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο Χένρι
Κίσινγκερ και ο Δημήτρης Μπίτσιος συνομιλούν κατά τη διάρκεια των εργασιών της
Διάσκεψης του Ελσίνκι, το καλοκαίρι του 1975. (Φωτ. ΙΔΡΥΜΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Γ.
ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ)
Βοήθεια
ενός δισ. δολ. στην Τουρκία
Ο μοχλός με τον οποίο
οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούσαν να επηρεάσουν τις εξελίξεις ήταν η βοήθεια
καθώς αυτή καθόριζε εντέλει την ισορροπία δυνάμεων μεταξύ των δύο χωρών. Το
εμπάργκο όπλων είχε χαλαρώσει ήδη από τις 2 Οκτωβρίου 1975 όταν επετράπη στην
Τουρκία από το Κογκρέσο η αγορά όπλων με πληρωμή σε συνάλλαγμα. Το πρόβλημα
συνίστατο στην κακή οικονομική κατάσταση της Τουρκίας, η οποία δεν επέτρεπε την
αξιοποίηση εκ μέρους της Άγκυρας αυτής της δυνατότητας. Στο πλαίσιο αυτό, ο
Κίσινγκερ επεδίωξε τη σύναψη μιας συμφωνίας αμυντικής συνεργασίας με την
Τουρκία στις 26 Μαρτίου 1976. Ήταν τετραετούς διάρκειας και προέβλεπε συνολική
βοήθεια προς την Άγκυρα ύψους ενός δισεκατομμυρίου δολαρίων, υπό μορφήν
χαμηλότοκων δανείων, πωλήσεων στο πλαίσιο του προγράμματος Foreign Military
Sales και δωρεάν βοήθειας που ανερχόταν σε 175 εκατομμύρια δολάρια. Επρόκειτο
για σημαντικό ποσό το οποίο γινόταν ακόμα πιο εντυπωσιακό από επικοινωνιακή
άποψη, ιδίως στον Τύπο των Αθηνών, ο οποίος εξελάμβανε τη συμφωνία ως εκδήλωση
της πλήρους αμερικανικής υποστήριξης προς την Τουρκία. Από την κυβέρνηση
Καραμανλή δεν διέφευγε ασφαλώς ο πολιτικός χαρακτήρας του θέματος αλλά και ο
στρατηγικός, καθώς το οικονομικό ύψος της βοήθειας ήταν πράγματι σημαντικό και
μπορούσε να οδηγήσει σε ανατροπή της ισορροπίας δυνάμεων την οποία επεδίωκε η
ελληνική κυβέρνηση.
Καθώς ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών κατανοούσε ότι η μεθόδευσή του θα μπορούσε να προσκρούσει και πάλι στις αντιδράσεις του Κογκρέσου, αποφάσισε να προχωρήσει σε διαπραγματεύσεις με την Αθήνα. Στόχος του ήταν μια παράλληλη συμφωνία με την Ελλάδα, που θα του επέτρεπε να παρουσιάσει ένα πακέτο το οποίο θα αποκαθιστούσε μια στοιχειώδη συνοχή στη νοτιοανατολική πτέρυγα της Συμμαχίας έστω και αν η Αθήνα παρέμενε για αρκετό καιρό ακόμα εκτός του στρατιωτικού σκέλους του ΝΑΤΟ. Οι ελληνοαμερικανικές συζητήσεις ήταν ευρύτερης σημασίας καθώς ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών, έχοντας συνείδηση του προβλήματος ασφαλείας της Ελλάδας, τόνισε την ετοιμότητα της Ουάσιγκτον να δηλώσει με σαφήνεια την αντίθεσή της στη χρήση βίας στο Αιγαίο. Η ετοιμότητα των Αμερικανών να προχωρήσουν σε αυτό το βήμα ήταν ασφαλώς ζητούμενο από την Αθήνα.
*Τα
βομβαρδιστικά Α7 είχαν αναλάβει κρίσιμους ρόλους σε ενδεχόμενη ελληνοτουρκική
σύρραξη στο Αιγαίο. (Φωτ. ΙΔΡΥΜΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Γ. ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ)
Ο Καραμανλής είχε
εργαστεί για την εμβάθυνση της ελληνογαλλικής συνεργασίας σε θέματα ασφαλείας
και είχε επιτύχει την επίσπευση της παράδοσης πολεμικού υλικού καθώς και τη
δέσμευση της Γαλλίας ότι θα πρωτοστατούσε στην επιβολή κυρώσεων έναντι της
Τουρκίας σε περίπτωση κατά την οποία η Άγκυρα αναλάμβανε στρατιωτικές
επιχειρήσεις στο Αιγαίο. Αντιληπτό είναι ότι ενώ η γαλλική υποστήριξη είχε
πολιτική και στρατιωτική σημασία δεν επέλυε το βασικό ζήτημα ασφαλείας της
Ελλάδας, καθώς η επιβολή των όποιων κυρώσεων θα ακολουθούσε ένα τετελεσμένο
γεγονός στο Αιγαίο. Η επιδίωξη της Αθήνας ήταν συνεπώς να διασφαλίσει ότι δεν
επρόκειτο να υπάρξει στρατιωτική αναμέτρηση και από την άποψη αυτή το κλειδί
των εξελίξεων και της γενικότερης ισορροπίας δυνάμεων στο Αιγαίο βρισκόταν στην
κατοχή των Αμερικανών. Οι υπέρτεροι των άλλων συμμάχων πόροι που διέθεταν οι
Ηνωμένες Πολιτείες, οι μακρές σχέσεις στρατιωτικής συνεργασίας, είτε διμερώς
είτε στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, οι αμερικανικές εγκαταστάσεις στην περιοχή, ήταν οι
παράγοντες που καθιστούσαν δυνατή αλλά και αναγκαία αυτού του είδους τη
διαχείριση των ελληνοτουρκικών διαφορών εκ μέρους της Ουάσιγκτον.
Δήλωση
υπό μορφήν επιστολής
Οι διαπραγματεύσεις δεν
ήταν εύκολες, αλλά σε μεγάλο βαθμό οι βασικές τους παράμετροι καθόριζαν το
αποτέλεσμά τους. Στο ζήτημα της εκδήλωσης της αμερικανικής αντίθεσης στη χρήση
βίας στο Αιγαίο η ελληνική πλευρά επεδίωκε μια όσο το δυνατόν πιο δεσμευτική
δήλωση, ενώ η αμερικανική επιχειρηματολογία συνίστατο στη θέση ότι η Ουάσιγκτον
δεν έπρεπε να αναλάβει «μη ρεαλιστικές δεσμεύσεις». Η τελική διατύπωση δεν
συνιστούσε εγγύηση ασφαλείας. Αποτελούσε όμως μια ισχυρή δήλωση της
αμερικανικής πλευράς η οποία, υπό μορφήν επιστολής του Αμερικανού υπουργού
Εξωτερικών προς τον Έλληνα ομόλογό του Δημήτρη Μπίτσιο, στις 10 Απριλίου 1976,
διαβεβαίωνε ότι «αι Ηνωμέναι Πολιτείαι θα
αντετάσσοντο ενεργώς και ανεπιφυλάκτως εις την αναζήτησιν υπό εκατέρας πλευράς
στρατιωτικής επιλύσεως των διενέξεων και θα καταβάλλουν μείζονα προσπάθειαν διά
να παρεμποδίσουν μίαν τοιαύτην εξέλιξιν των πραγμάτων».
Στο ζήτημα παρεμβαλλόταν η τουρκική πλευρά εκφράζοντας στην αμερικανική πλευρά την αντίθεσή της σε διατύπωση που θα μπορούσε να εκληφθεί ως αμερικανική κάλυψη της επέκτασης των ελληνικών χωρικών υδάτων σε 12 ναυτικά μίλια. Ο Κίσινγκερ κατέστησε σαφές στην Άγκυρα ότι κάτι τέτοιο δεν συνέβαινε και ότι επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων θα θεωρείτο από την Ουάσιγκτον μονομερής ενέργεια που θα αποσταθεροποιούσε την ειρήνη στο Αιγαίο. Η ελληνική κυβέρνηση από την πλευρά της τόνισε ότι ενώ διατηρούσε το δικαίωμά της που απέρρεε από το Δίκαιο της Θάλασσας, δεν σκόπευε να επεκτείνει την ελληνική αιγιαλίτιδα ζώνη.
*16.4.1976.
Πρώτο θέμα στην «Κ» η συμφωνία-πλαίσιο που υπέγραψαν οι Κίσινγκερ και Μπίτσιος.
Το οικονομικό σκέλος
ήταν ικανοποιητικό για την Αθήνα, καθώς προβλεπόταν η χορήγηση εντός τεσσάρων
ετών βοήθειας και δανείων ύψους 700 εκατομμυρίων δολαρίων. Αυτό συνιστούσε την
αρχή της αναλογίας 7 προς 10, η οποία επρόκειτο να διέπει και τη δεκαετία του
1980 τη χορήγηση αμερικανικής βοήθειας στην Ελλάδα και στην Τουρκία. Ωστόσο
πρέπει να σημειωθεί ότι η αμερικανική πλευρά επανειλημμένως τόνιζε ότι δεν
θεωρούσε την αναλογία αυτή δεσμευτική. Η αναλογία αυτή προκάλεσε επίσης τις
διαμαρτυρίες της Άγκυρας. Οι Τούρκοι ιθύνοντες επικαλούνταν στις συζητήσεις
τους με τους Αμερικανούς την πληθυσμιακή αναλογία μεταξύ των δύο χωρών, 4 προς
1 τότε υπέρ της Τουρκίας, των ενόπλων δυνάμεων, 3 προς 1 υπέρ της Τουρκίας,
καθώς και τη σημασία των αμερικανικών βάσεων στο τουρκικό έδαφος όπως και της
μακράς τουρκοσοβιετικής μεθορίου. Υπήρχε όμως η πραγματικότητα που είχε
διαμορφωθεί στο Κογκρέσο το 1974-75 και η οποία ήταν δυσμενής για την Τουρκία.
Αν υπήρχε κάποια πιθανότητα επικύρωσης της συμφωνίας Τουρκίας – ΗΠΑ αυτή
συνίστατο σε εύλογα κατά τις αντιλήψεις των φιλελευθέρων στοιχείων του
Κογκρέσου ανταλλάγματα προς την Ελλάδα.
Εν κατακλείδι, οι
συμφωνίες του 1976, παρά το γεγονός ότι τελικά δεν εφαρμόστηκαν, ήταν
σημαντικές καθώς απετέλεσαν ένα πλαίσιο για την ισορροπία του τριγώνου ΗΠΑ –
Ελλάδας – Τουρκίας. Η αμερικανική πολιτική ήταν το 1976 περισσότερο ισορροπημένη
σε σχέση με την πολιτική που είχε ακολουθήσει η Ουάσιγκτον στην κρίση του
Κυπριακού το 1974 και η ελληνική πλευρά πέτυχε περισσότερα από όσα ενδεχομένως
της αναγνωρίστηκαν στο πλαίσιο του ελληνικού δημοσίου διαλόγου της εποχής. Το
γεγονός ότι οι Αμερικανοί αντιτάσσονταν στην επέκταση των ελληνικών χωρικών
υδάτων στα 12 μίλια εντασσόταν άλλωστε και στη στρατηγική αντίληψη μιας
ναυτικής υπερδύναμης η οποία ήθελε να διαφυλάξει όσο το δυνατόν μεγαλύτερη
ελευθερία κίνησης στις θάλασσες, πολύ περισσότερο σε μια ημίκλειστη θάλασσα
όπως το Αιγαίο. Η αμερικανική δήλωση αντίθεσης στη χρήση βίας επέδρασε
κατευναστικά στην περιοχή, ενώ η καθιέρωση της αναλογίας στη χορήγηση βοήθειας
καθιστούσε σχετικώς προβλέψιμη την πορεία της ισορροπίας δυνάμεων, ακόμα και αν
υποτεθεί ότι η αμερικανική πλευρά επεδίωκε μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων. Στην
πραγματικότητα επρόκειτο να χρησιμοποιεί την ετήσια διαδικασία έγκρισης
βοήθειας από το Κογκρέσο ως μια ευκαιρία υπόμνησης στις ενδιαφερόμενες πλευρές
ότι διατηρούσε πλεονεκτήματα στις μεταξύ τους σχέσεις.
* Ο κ. Σωτήρης
Ριζάς είναι διευθυντής Ερευνών στο Κέντρο Έρευνας Ιστορίας Νεώτερου Ελληνισμού
της Ακαδημίας Αθηνών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου