ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
https://www.kathimerini.gr/politics/561168577/o-konstantinos-tsatsos-proedros/
*20.6.1975. Ο Κωνσταντίνος Τσάτσος ορκίζεται Πρόεδρος της Δημοκρατίας ενώπιον της Βουλής. Στα αριστερά του ο απερχόμενος Πρόεδρος Μιχ. Στασινόπουλος.
Γράφει η κ. ΑΝΤΙΓΟΝΗ-ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΠΟΙΜΕΝΙΔΟΥ*
Ο Κωνσταντίνος Τσάτσος αποτελεί μια ιδιότυπη περίπτωση της ελληνικής πολιτικής σκηνής του 20ού αιώνα. Υπήρξε μια πολύπλευρη προσωπικότητα, ένας στοχαστής που θεωρούσε τον εαυτό του αντεπιστέλλον μέλος της δυτικής κοινωνίας.
Η παρουσία του στον χώρο των γραμμάτων έχει ως αφετηρία το 1930, οπότε και εκδόθηκε, σε συνεργασία με τους Παναγιώτη Κανελλόπουλο και Ιωάννη Θεοδωρακόπουλο, για πρώτη φορά το τριμηνιαίο περιοδικό «Αρχείο Φιλοσοφίας και Θεωρίας των Επιστημών». Αναδείχθηκε σε καθηγητή της Φιλοσοφίας του Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (1933) και μέλος της Ακαδημίας Αθηνών (1961). Ωστόσο, χάρη στο «πολιτικό σπίτι» του, όπως το χαρακτήριζε ο ίδιος– προερχόταν από φιλοβενιζελική οικογένεια– η ενασχόληση με την πολιτική υπήρξε αναπόφευκτη. Μια πρώτη μαρτυρία εισόδου του στο πολιτικό προσκήνιο σημειώθηκε με το κίνημα του 1935, αλλά καταλυτικό ρόλο διαδραμάτισαν οι εξελίξεις κατά την περίοδο της Κατοχής. Η παρουσία του στην πολιτική σκηνή της χώρας τη μεταπολεμική περίοδο υπήρξε σημαντική. Η πολιτική του ταυτότητα όμως δεν σήμανε και την ταυτόχρονη αποποίηση της ταυτότητάς του ως θεωρητικού στοχαστή. Κορυφαίος διανοούμενος και πολιτικός, επεδίωκε να υπηρετεί τους στόχους που υπαγορεύονταν από τη θεωρητική του κατάρτιση.
Θεωρητικές καταβολές και πολιτικές επιλογές
Οι φιλοσοφικές καταβολές του Κωνσταντίνου Τσάτσου τοποθετούνται στον Πλάτωνα και στον Καντ. Σε φιλοσοφικό επίπεδο, η προσέγγιση της πολιτικής από πλευράς του υπήρξε περισσότερο δεοντολογική παρά οντολογική. Ο ίδιος πίστευε ότι υπάρχει ένας σταθερός ύπατος σκοπός προς τον οποίο πρέπει να κατευθύνεται η πολιτική πράξη για να έχει νόημα και αξία η ζωή του ανθρώπου, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι επιζητούσε έναν ιδεατό σκοπό, μια πλατωνική ουτοπία. Η τελεολογική φύση της σκέψης του αντικατοπτρίζεται στο τρίπτυχο «άτομο», «πολιτεία» και «ηγέτης». Η πραγμάτωση του σκοπού του ατόμου, δηλαδή η (δημοκρατική) ελευθερία, εκπληρώνεται μόνο στο πλαίσιο της πολιτείας, καθώς η τελευταία είναι αυτή που θα υλοποιήσει τη δημιουργία σε οργανωμένη συνέχεια συμβάλλοντας στην εξέλιξη. Η εξέλιξη αυτή θα οδηγήσει στην πραγμάτωση του ύστατου σκοπού της, δηλαδή την πραγμάτωση όλων των αξιών του πολιτισμού. Ο ηγέτης, από πλευράς του, που σε αρκετά σημεία κλίνει προς το πρότυπο του πλατωνικού «βασιλικού ανδρός», αποτελεί τον συνδετικό κρίκο ανάμεσα στο άτομο και στην πολιτεία. Ο σωστός ηγέτης οφείλει να αναγνωρίζει τον ρόλο που η κάθε πολιτεία καλείται να διαδραματίσει ώστε να συντελέσει στην υλοποίησή του, ενισχύοντας τα εσωτερικά κίνητρα του κάθε ατόμου και προσαρμόζοντας τους στόχους κατάλληλα στις απαιτήσεις κάθε εποχής.
*Ο πρωθυπουργός και ο πρόεδρος της Βουλής υποδέχονται τον Κωνσταντίνο Τσάτσο στο Κοινοβούλιο.
Αυτή η προσέγγιση αποτέλεσε το θεωρητικό υπόβαθρο των επιλογών του καθ’ όλη την πολιτική του πορεία και εξηγεί σε ένα βαθμό τη φύση της ιδιαίτερης σχέσης με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Έχοντας ως αφετηρία τα χρόνια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και τη «Σοσιαλιστική Ένωση», που ανέδειξε τον Τσάτσο σε μέντορα του Καραμανλή, το δίδυμο αντιπροσωπεύει τον «ηγέτη» και τον φιλόσοφο· με άλλα λόγια, η θεωρητική αναζήτηση του Τσάτσου είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την πράξη του Καραμανλή. Η πολιτική σύλληψη του Τσάτσου, εντασσόμενη στο ευρύτερο φιλελεύθερο πνεύμα, αποτελεί μια έκφραση «ριζοσπαστισμού», καθώς πρόβαλλε μία σειρά από προτάσεις που στόχευαν στην εκ βάθρων αναμόρφωση της ελληνικής πολιτικής, οικονομίας και κοινωνίας. Το παρεμβατικό κράτος, η οικονομική ανάπτυξη μέσω μακροπρόθεσμου σχεδιασμού και η ισότητα ευκαιριών για όλους τους πολίτες θα ενίσχυαν τη νομιμοποίηση του δημοκρατικού πολιτεύματος και, κατ’ επέκταση, την προσπάθεια οργανικής συμμετοχής της χώρας στην «υπερπολιτεία» της Ευρώπης, που αποτελούσε για τον ίδιο τον «ύπατο σκοπό» της χώρας.
Το 1956 προσχώρησε στη νεοσύστατη ΕΡΕ. Ο ρόλος του Τσάτσου στην ιδρυτική διακήρυξη αλλά και ευρύτερα στο πρόγραμμα και στην πολιτική του κόμματος υπήρξε ουσιαστικός. Το διάστημα 1956-1963 υλοποιήθηκε μία σειρά από μεταρρυθμίσεις-αιτήματα του ριζοσπαστικού φιλελεύθερου ρεύματος διατυπωμένα ήδη από τη δεκαετία του 1930: κοινωνικά μέτρα, πρόγραμμα συνολικής οικονομικής ανάπτυξης, οργάνωση του τουριστικού τομέα, συνδυάζοντας ανάπτυξη και πολιτισμό, άρα συνακόλουθα και την ταυτόχρονη εξοικείωση των Ελλήνων πολιτών με την πολιτιστική τους συνείδηση, καθώς και το πρώτο βήμα θεσμικής συμμετοχής σε μια ενωμένη Ευρώπη (Σύνδεση με ΕΟΚ, 1961). Παράλληλα, ο Τσάτσος πρωταγωνίστησε στην κυβερνητική πρωτοβουλία του 1963 περί αναθεώρησης του Συντάγματος, καθώς μαζί με τον Κ. Παπακωνσταντίνου επεξεργάστηκε το σχέδιο της πρότασης και συμμετείχε στην Κοινοβουλευτική Επιτροπή που συγκροτήθηκε. Η περίοδος κρίσης, που ακολούθησε, αποτέλεσε την περίοδο ολοκλήρωσης του προβληματισμού του Τσάτσου.
*Ο Κων. Τσάτσος στα Ιωάννινα, συνοδευόμενος από τη σύζυγό του Ιωάννα και τον υπουργό Άμυνας Ευ. Αβέρωφ.
Αρχηγός κράτους με ρόλο συμβόλου ενότητας
Η πτώση της δικτατορίας και η επαναφορά της Ελλάδας στη δημοκρατία αποτέλεσαν την αφετηρία της αποκαλούμενης μεταπολίτευσης. Βασική προτεραιότητα, κατά την περίοδο αυτή, αποτέλεσε η ισχυροποίηση του δημοκρατικού πολιτεύματος. Το νέο Σύνταγμα του 1975, βασικοί διαμορφωτές του οποίου είναι το δίδυμο Τσάτσος – Καραμανλής, εδράζεται ακριβώς σε αυτή τη λογική, με την εγκαθίδρυση του πολιτεύματος της Προεδρευομένης Δημοκρατίας να ορίζεται ρητά στην πρώτη παράγραφο. Ο δημοκρατικός και φιλελεύθερος χαρακτήρας του καθώς και ο κομβικής σημασίας ρόλος του στον εκσυγχρονισμό της δημόσιας ζωής μαρτυρούν τη διάθεση για εκσυγχρονισμό κατά τα δυτικά δεδομένα, χωρίς όμως αυτό να αποτελεί άκριτη μεταφορά ξένων προτύπων. Στην κοινοβουλευτική ομιλία του την 7η Ιουνίου 1975, ο Κωνσταντίνος Τσάτσος δήλωνε ότι πρόκειται για ένα Σύνταγμα που «πήγασε από το ελληνικό πνεύμα, οικοδομήθηκε με το ελληνικό μέτρο και αφιερώνεται στο ελληνικό έθνος». Θεωρούσε ότι χωρίς τη διασαφήνιση και εμπέδωση της εθνικής θέσης της Ελλάδας και την πρόταξη της «Ελληνικής Ιδέας» σε ένα διεθνικό πλαίσιο δεν θα επιτυγχανόταν η επιζητούμενη θεσμική μεταρρύθμιση και ανάπτυξη.
Επιδιώχθηκε η συνολική επίλυση του φαινομένου της «κρίσης των θεσμών», που είχε ως αφετηρία τον Εθνικό Διχασμό του 1915, κλιμακώθηκε κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου και κατέληξε στον εμφύλιο πόλεμο. Έχοντας αλλοιώσει και σε αρκετές περιπτώσεις αναστείλει την ομαλή εξέλιξη της ελληνικής δημόσιας ζωής, το ζητούμενο ήταν να αποφευχθεί μια επανάληψη.
*Η επίσκεψη του Προέδρου της Δημοκρατίας Κων. Τσάτσου στο Παρίσι είχε πολλούς συμβολισμούς. Εδώ, με τον Γάλλο πρόεδρο Βαλερί Ζισκάρ ντ’ Εστέν στο αεροδρόμιο.
Ειδικότερα, η σύγκρουση του αρχηγού κράτους με τον εκλεγμένο πρωθυπουργό αποτελούσε ένα κρίσιμο σημείο και καθιστούσε απαραίτητη την ανάδυση ενός αρχηγού κράτους, στην εκδοχή πλέον του Προέδρου της Δημοκρατίας, που θα αναλάμβανε τον ρόλο ενός συμβόλου ενότητας και όχι τον ρόλο ενός διχαστικού παράγοντα. Αυτόν τον ρόλο ανέλαβε ο Τσάτσος ως ο νεοεκλεγείς Πρόεδρος της Δημοκρατίας το 1975. Αν και οι φωνές από πλευράς αντιπολίτευσης περί υπερεξουσιών ήταν πολυπληθείς– υπήρχε ο φόβος για κατάχρηση των προεδρικών αρμοδιοτήτων–, στόχος των δύο βασικών διαμορφωτών του Συντάγματος, δηλαδή και του Καραμανλή και του Τσάτσου, ήταν η ανάδειξη ενός προέδρου-προτύπου αρχηγού κράτους. Αυτή ήταν και η κεντρική ιδέα πίσω από τη «συγκατοίκηση» Καραμανλή ως πρωθυπουργού και Τσάτσου ως Προέδρου της Δημοκρατίας την περίοδο 1975-1980, που αποτέλεσε και το επισφράγισμα της ιδιαίτερης αυτής σχέσης με τον πιο συμβολικό τρόπο.
*20.6.1975. Η εκλογή του Κων. Τσάτσου με 210 ψήφους στον πρωτοσέλιδο τίτλο της «Κ».
Με τις επιλογές του επηρέασε την πορεία της χώρας
Ο Κωνσταντίνος Τσάτσος εξελέγη Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας στις 19 Ιουνίου 1975. Η θητεία του συνέπεσε με την προσπάθεια ένταξης της Ελλάδας στην ΕΟΚ, γεγονός που μόνο τυχαίο δεν μπορεί να θεωρηθεί. Η ανάδειξη ενός από τους σημαντικότερους Έλληνες διανοούμενους και πάνω απ’ όλα ευρωπαϊστές στο προεδρικό αξίωμα υπήρξε μεγάλης σημασίας. Εγκαινιάστηκε μια περίοδος σημαντικών παρεμβάσεων με στόχο την προώθηση των ιδεών του περί Ελλάδας και Ευρώπης τόσο εντός όσο και εκτός συνόρων. Η αναγνώρισή του ως διανοουμένου σε ευρωπαϊκό επίπεδο επέδρασε καταλυτικά σε καίριες περιπτώσεις. Η έκδοση του «Ελλάς και Ευρώπη» το 1977, έτος σημαντικών αποκλίσεων με τους Εννέα, αποτελεί ένα τέτοιο παράδειγμα. Η πρώτη επίσημη επίσκεψη στο εξωτερικό ως Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας πραγματοποιήθηκε τον Απρίλιο του 1979 και είχε ως προορισμό το Παρίσι– μια επιλογή ύψιστου συμβολισμού: ένας σημαντικός διανοούμενος και ευρωπαϊστής στο κέντρο των μεγάλων πνευματικών κινημάτων της Δυτικής Ευρώπης. Κατά την παρουσία του εκεί ανακηρύχθηκε επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίου της Σορβόννης και συνεργαζόμενο μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας. Η ιδιότητά του ως διανοουμένου και η πολιτιστικής φύσης επιχειρηματολογία στο Παρίσι αναφορικά με την προσπάθεια ένταξης στην ΕΟΚ λειτούργησαν παραπληρωματικά προς την πολιτική επιχειρηματολογία της ελληνικής κυβέρνησης στις Βρυξέλλες. Κατ’ αυτόν τον τρόπο δεν επετεύχθη μόνο η αναγωγή της ελληνικής προσπάθειας περί οργανικής ένταξης στην Ευρώπη σε ένα ανώτερο πολιτικό επίπεδο, αλλά και η προβολή του ενοποιητικού ρόλου του προεδρικού αξιώματος σύμφωνα με το νέο Σύνταγμα.
Συγκεντρώνοντας δύο ετερόκλητες, με μια πρώτη ματιά, ιδιότητες, ο Κωνσταντίνος Τσάτσος κατάφερε να εξελιχθεί χωρίς να αποποιηθεί καμία από τις δύο. Οι στόχοι που έθετε, μεγαλόπνοοι στην πλειονότητά τους, καθώς μεταφράζονταν σε έναν εκ βάθρων επαναπροσδιορισμό των προτεραιοτήτων της Ελλάδας σε επίπεδο πολιτείας και κοινωνίας, προκάλεσαν αρκετές φορές αντιπαράθεση και, σε ορισμένες περιπτώσεις, την έντονη κριτική. Παρά τυχόν λάθος χειρισμούς, προσεγγίσεις, αλλά και παραλείψεις, το σίγουρο είναι ότι σφράγισε με την παρουσία του την ελληνική πολιτική σκηνή και με τις επιλογές του επηρέασε, σε έναν μεγάλο βαθμό, την πορεία της χώρας. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι, σε όλη την πολιτική του καριέρα, παρέμεινε πιστός στις ιδέες του και προσηλωμένος στην υλοποίηση αυτού που θεωρούσε ο ίδιος ιστορική αποστολή της Ελλάδας, δηλαδή τη μεταμόρφωσή της σε μια δημοκρατική πολιτεία πολιτισμού, οργανικό μέλος μιας ενωμένης Ευρώπης.
* Η κ. Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου είναι μεταδιδακτορική ερευνήτρια στο τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και υπότροφος του ΙΚΥ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου