Τετάρτη 15 Ιουλίου 2020

Ανθρωπιστική καταστροφή στην Κύπρο, το 1974

ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ        https://www.kathimerini.gr/1087206/gallery/epikairothta/kosmos/an8rwpistikh-katastrofh-sthn-kypro
*Η αποκατάσταση των 200.000 προσφύγων ήταν μείζων προτεραιότητα.





Γράφει ο κ. ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΠΟΛΥΒΙΟΣ*




Το απόγευμα της 16ης Αυγούστου 1974, η εκεχειρία που επιτεύχθηκε μέσω του ΟΗΕ τερμάτισε τη δεύτερη φάση της τουρκικής εισβολής, που είχε ξεκινήσει τα χαράματα της 14ης Αυγούστου 1974, μετά το ναυάγιο στη Διάσκεψη της Γενεύης. Όπως ακριβώς συνέβη και με την εκεχειρία της 22ας Ιουλίου 1974, ο τουρκικός στρατός παραβίασε κατ’ επανάληψη τη συμφωνία κατάπαυσης του πυρός μέχρι και τις αρχές Σεπτεμβρίου, καταλαμβάνοντας χωριά στην επαρχία Αμμοχώστου και Λευκωσίας και τη νέα πόλη της Αμμοχώστου, που είχε εγκαταλειφθεί από τις στρατιωτικές μονάδες, την αστυνομία, τις πολιτικές αρχές και τους κατοίκους της.

Η δεύτερη φάση της τουρκικής εισβολής ολοκλήρωσε τα καταστροφικά αποτελέσματα της τραγωδίας του 1974. Με τον πρόεδρο της χώρας, Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, να βρίσκεται εκτός Κύπρου από τις 16 Ιουλίου 1974 (επέστρεψε στις 7 Δεκεμβρίου 1974), έχοντας διαφύγει τον θάνατο από το καιόμενο προεδρικό μέγαρο και τη διαφαινόμενη σύλληψη στην Πάφο, ο συνταγματικός αναπληρωτής του, πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων, Γλαύκος Κληρίδης, ο οποίος ανέλαβε καθήκοντα στις 23 Ιουλίου, μετά την παραίτηση του Νίκου Σαμψών, «προέδρου» της πραξικοπηματικής «κυβέρνησης», αντιμετώπισε πλήθος αντιξοοτήτων και διοικητικό χάος.

Στον αμυντικό τομέα, τα περισσότερα τάγματα της Εθνικής Φρουράς βρίσκονταν στα πρόθυρα διάλυσης, με καταρρακωμένο ηθικό, λόγω και του αισθήματος εγκατάλειψης από την Ελλάδα, ενώ ο κίνδυνος εμφύλιου σπαραγμού ήταν ορατός, εξαιτίας του προηγηθέντος πραξικοπήματος και των συνεπειών του και της συνεχιζόμενης έντονης παρουσίας ομάδων ατάκτων οπλοφόρων της ΕΟΚΑ Β΄.
*Το «Δεν Ξεχνώ» σημάδεψε τη ζωή στην Κύπρο μετά την εισβολή.
Σοβαρά αδιέξοδα στο εσωτερικό μέτωπο

Το μέγεθος των προβλημάτων στο εσωτερικό μέτωπο ανέδειξαν δύο πολύκροτες δολοφονίες, την επαύριον της τουρκικής εισβολής. Στις 19 Αυγούστου 1974, στη διάρκεια μεγάλης αντιαμερικανικής διαδήλωσης έξω από την πρεσβεία των Ηνωμένων Πολιτειών στη Λευκωσία, δολοφονήθηκε ο Αμερικανός πρέσβης Ρότζερ Ντέιβις, 53 χρόνων. Είχε επιδώσει τα διαπιστευτήριά του στον πρόεδρο Μακάριο, μόλις στις 10 Ιουλίου 1974. Οι δολοφονικές σφαίρες τον βρήκαν σε διάδρομο του κτιρίου. Στο ίδιο επεισόδιο σκοτώθηκε και η Ελληνοκύπρια γραμματέας της πρεσβείας, Α. Βαρνάβα. Η δολοφονία προκάλεσε έντονες διαμαρτυρίες των ΗΠΑ και επέφερε, προς στιγμήν, δραματική εκτόνωση στο οξύτατο κλίμα αντιαμερικανισμού, που διατηρήθηκε, στην Κύπρο και στην Ελλάδα, σε υψηλά επίπεδα και τα επόμενα χρόνια.

Στο δεύτερο περιστατικό, το πρωί της 30ής Αυγούστου 1974, στο κέντρο της Λευκωσίας, ομάδα οπλοφόρων, που σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις ανήκαν στην ΕΟΚΑ Β΄, αποπειράθηκαν να δολοφονήσουν τον Βάσο Λυσσαρίδη, πρόεδρο της ΕΔΕΚ, του κόμματος που επέδειξε τη μεγαλύτερη αντίσταση κατά του πραξικοπήματος. Από τη δολοφονική ενέδρα έχασε τη ζωή του (δέχτηκε 13 σφαίρες) ο γραμματέας της νεολαίας της ΕΔΕΚ, Δώρος Λοΐζου, 30 ετών, και ένας περαστικός (Χ. Μαυρομμάτης). Ήταν η αποτρόπαια κορύφωση του αδελφοκτόνου μίσους και της εθνικής τύφλωσης, δύο μόλις εβδομάδες μετά την τουρκική εισβολή.

Η γενίκευση της αιματοχυσίας αποφεύχθηκε, όμως τον Σεπτέμβριο του 1974 καταγράφηκαν άλλες δύο δολοφονίες μακαριακών πολιτών, για πολιτικούς λόγους, με δράστες παρακρατικούς.

Σταδιακά, άρχισαν να συνειδητοποιούνται οι επιπτώσεις της τουρκικής εισβολής: Το 37% περίπου του κυπριακού εδάφους, που αντιπροσώπευε τις πλουσιότερες εκτάσεις και το 70% του οικονομικού δυναμικού κατελήφθη από τα τουρκικά στρατεύματα.

Περίπου 200.000 Έλληνες Κύπριοι, σχεδόν το 40% του συνολικού πληθυσμού, κατέφυγαν ως πρόσφυγες στο νότιο ελεύθερο τμήμα του νησιού. Μερικές χιλιάδες παρέμειναν για μήνες εγκλωβισμένοι, κυρίως στην Καρπασία (σήμερα αριθμούνται σε λίγες εκατοντάδες), στην Κερύνεια και αλλού. Στην πλειονότητά τους οι πρόσφυγες εγκατέλειψαν τα χωριά τους διωκόμενοι από τον προελαύνοντα τουρκικό στρατό, χωρίς να πάρουν τίποτε μαζί τους.

Όλους αυτούς, ανέστιους, άνεργους και απελπισμένους, που είχαν συντελέσει με την εργατικότητά τους στους ιδιαίτερα υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης της κυπριακής οικονομίας μέχρι το 1974, έπρεπε να φροντίσουν οι υπό διάλυση κρατικές υπηρεσίες (στη διάρκεια της δεύτερης φάσης της τουρκικής εισβολής το σύνολο σχεδόν της κυβερνητικής μηχανής είχε εγκαταλείψει τη Λευκωσία).

Τις δυσκολίες μεγιστοποιούσε η ουσιαστική αποκοπή από τον έξω κόσμο, αφού το αεροδρόμιο Λευκωσίας είχε παραδοθεί στην ειρηνευτική δύναμη του ΟΗΕ και παρέμενε κλειστό, και η θαλάσσια συγκοινωνία, από το λιμάνι της Λεμεσού, ήταν εξαιρετικά αραιή.
*Αιχμάλωτοι Έλληνες Κύπριοι στρατιώτες. Μεγάλο ποσοστό αγνοουμένων αφορά τις δικές τους περιπτώσεις.


Χρόνια πληγή οι αγνοούμενοι και τα θύματα


Ένα από τα πιο επώδυνα κεφάλαια, που στοιχειώνει μέχρι σήμερα τις ζωές εκατοντάδων οικογενειών, υπονομεύοντας τις πιθανότητες επίλυσης του Κυπριακού, αποδείχθηκε η διακρίβωση της τύχης των αγνοουμένων. Οι πεσόντες, εκτελεσθέντες από τον τουρκικό στρατό, δολοφονηθέντες και αγνοούμενοι, άμαχοι και στρατιωτικοί, υπολογίζονται γύρω στις 2.200 (170 από αυτούς, Ελλαδίτες). Πέρα από την ένοχη σιωπή του τουρκικού κράτους, το χάος που επικράτησε στη στρατιωτική και διοικητική γραφειοκρατία στην Κυπριακή Δημοκρατία, το καλοκαίρι του 1974, επιδείνωσε τα προβλήματα καταγραφής. (Μόνο στην περιοχή του στρατοπέδου της ΕΛΔΥΚ, μετά την εκεχειρία του Αυγούστου του 1974, σε τρία φορτηγά αυτοκίνητα περισυνελέγησαν πτώματα πεσόντων στις πολύνεκρες μάχες. Οι πλείστοι εξ αυτών τάφηκαν χωρίς να αναγνωριστούν ή σε ομαδικούς τάφους.) Έπρεπε να περάσουν 25 χρόνια για να φροντίσει η Κυπριακή Δημοκρατία (απόφαση υπουργικού συμβουλίου, 4 Μαΐου 2000) για την «ετοιμασία καταλόγου φονευθέντων Ελληνοκυπρίων και Ελλαδιτών κατά το πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή ή συνεπεία του πραξικοπήματος και της τουρκικής εισβολής». Καμπή στο δράμα των οικογενειών των αγνοουμένων αποτέλεσε η ολοκλήρωση της ανταλλαγής των αιχμαλώτων, στα τέλη Οκτωβρίου 1974. Τα λεωφορεία με τους ρακένδυτους απελευθερωθέντες, έφταναν στη Ξενοδοχειακή Σχολή Λευκωσίας, όπου τους περίμεναν με λαχτάρα οι συγγενείς τους, αλλά και τα αγωνιώδη ερωτήματα των μελών των οικογενειών όσων δεν επέστρεψαν...

Ως προς τους τραυματίες, ορισμένα από τα πιο δύσκολα ιατρικά περιστατικά μεταφέρθηκαν στο νοσοκομείο των βρετανικών βάσεων, στο Ακρωτήρι, και από εκεί στην Αθήνα, στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο ή σε άλλες χώρες, για εξειδικευμένη περίθαλψη. Το νοσοκομείο των βάσεων, αργότερα, αποτέλεσε και τον κύριο χώρο καταφυγής κοριτσιών και γυναικών που έπεσαν θύματα βιασμών, από άνδρες του τουρκικού στρατού: ένα κεφάλαιο ανείπωτης κτηνωδίας και κατοπινής απόλυτης σιωπής.
*Η εισβολή προκάλεσε τεράστια καταστροφή και στην πολιτιστική κληρονομιά. Στη φωτ. η περίφημη εκκλησία του Αντιφωνητή λεηλατημένη.


Η φροντίδα των δεκάδων χιλιάδων προσφύγων


Το «οικονομικό θαύμα» που ακολούθησε τα χρόνια μετά την εισβολή και ο «άθλος της αναδημιουργίας» περνούν μοιραία, σε δεύτερη μοίρα, αφού μέχρι σήμερα μεγάλο τμήμα της Κυπριακής Δημοκρατίας παραμένει υπό κατοχή. Για να αντιμετωπιστούν οι πρωτοφανείς κοινωνικές και οικονομικές διαστάσεις χρειάστηκαν υπεράνθρωπες προσπάθειες των εμπλεκομένων κυβερνητικών υπηρεσιών, με κύρια αιχμή του δόρατος το προσωπικό του υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, του Κέντρου Παραγωγικότητος, του Γραφείου Ευημερίας και της ιδρυθείσας επί τούτω Υπηρεσίας Μερίμνης και Αποκαταστάσεως Εκτοπισθέντων. Συνέβαλαν η εθελοντική προσφορά εργασίας δημοσίων υπαλλήλων, εκπαιδευτικών, ιδιωτών και μελών φιλανθρωπικών οργανώσεων, η κοινωνική συναίνεση και η επίτευξη μακράς εργασιακής ειρήνης με τη στήριξη του συντεχνιακού κινήματος, η αγόγγυστη καθολική αποδοχή της υποχρεωτικής αποκοπής σε μισθούς και επιδόματα. Και η άμεση πολύπλευρη συμπαράσταση της Ελλάδας και του ελληνικού λαού, πέρα από τη γενναία οικονομική στήριξη από πολλές ξένες κυβερνήσεις και την καθοριστική συμβολή της Υπάτης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες. Μόλις στις 21 Αυγούστου 1974 έφτασαν στην Κύπρο, μέσω των βρετανικών βάσεων, ο υφυπουργός Κοινωνικών Υπηρεσιών της Ελλάδας, Αθανάσιος Τσαλδάρης, και ο νέος Έλληνας πρέσβης στη Λευκωσία, γνωστός για τους δεσμούς του με την Κύπρο και τον Μακάριο, Μιχαήλ Δούντας. Την επομένη επισκέφθηκαν προσφυγικούς συνοικισμούς.
*Διανομή τροφίμων σε εγκλωβισμένους Έλληνες Κυπρίους στο Ριζοκάρπασο. Η βοήθεια προσφέρεται από την Κυπριακή Δημοκρατία και διανέμεται από την UNFICYP (Φωτ. A.P.).

Η πληθώρα των προβλημάτων ήταν δύσκολο να αντιμετωπιστεί, παρότι γρήγορα εφαρμόστηκαν προγράμματα διανομής συσσιτίου, ιματισμού, υπόδησης, μικρών χρηματικών βοηθημάτων και, σταδιακά, στέγασης και παροχής κινήτρων και οικονομικής στήριξης για την επαναδραστηριοποίηση των προσφύγων. Μόνο στον προσφυγικό καταυλισμό στο Δασάκι της Άχνας, στην περιοχή των βρετανικών βάσεων μεταξύ Αμμοχώστου και Λάρνακας, είχαν καταφύγει, τον Αύγουστο του 1974, 35.000 εκτοπισμένοι. Χιλιάδες οικογένειες, αφού έζησαν στην ύπαιθρο για βδομάδες, στεγάστηκαν σε αντίσκηνα για πολλούς μήνες, πριν εγκατασταθούν σε ανεγερθέντα διαμερίσματα σε προσφυγικούς συνοικισμούς, οικισμούς αυτοστέγασης ή τουρκοκυπριακές κατοικίες. Πολλοί αναγκάστηκαν να καταφύγουν και να αναζητήσουν εργασία στο εξωτερικό (μέχρι το τέλος του 1974, περίπου 35.000). Σε ένα άλλο κεφάλαιο, που πριν από μερικά χρόνια άρχισε να «ξαναθυμάται» η κυπριακή κοινωνία και να απασχολεί και την ιστοριογραφία, εκατοντάδες προσφυγόπουλα, έφηβοι αλλά και οκτάχρονοι μαθητές και μαθήτριες, φιλοξενήθηκαν κατά το 1974-1976 σε ιδρύματα ή ανάδοχες οικογένειες, εκτός Κύπρου, σχεδόν όλοι στην Ελλάδα (415 μόνο στην περιφέρεια της Μητρόπολης Ηλείας): σε εστίες και οικοτροφεία, κρατικά ή εκκλησιαστικά, σε πρώην «παιδουπόλεις», σε σχολεία, δημόσια και ιδιωτικά.

Τα πιο πάνω αποτελούν μια συνοπτική αναφορά σε ελάχιστες, μόνον, πτυχές των δεινών που επέφερε η τουρκική εισβολή και κλήθηκε να αντιμετωπίσει η κυπριακή κοινωνία. Και, αντίστοιχα, μιαν επώδυνη ανάξεση ενός ανοικτού συλλογικού και εθνικού τραύματος.


* Ο κ. Πέτρος Παπαπολυβίου είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κύπρου.

1 σχόλιο: