Πέμπτη 30 Απριλίου 2020

Η επανέκδοση της «Καθημερινής»

ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ https://www.kathimerini.gr/1074450/gallery/epikairothta/ellada/h-epanekdosh-ths-ka8hmerinhs
*Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και η Ελένη Βλάχου στην «αίθουσα Βλάχου» κατά την επίσκεψη του πρωθυπουργού στα γραφεία της «Κ». Από αριστερά: Λίτσα Παπαβασιλείου, Μαρία Καραβία, Ελένη Μπίστικα, Κυριάκος Κορόβηλας, Νίκος Καραμούζης, Γεώργιος Ράλλης, Βαγγέλης Μπίστικας, Μίμης Παπαναγιώτου, Αλέξανδρος Κοτζιάς, Τάκης Λαμπρίας, Κωνσταντίνος Καλλιγάς, Ντίνος Τσαλόγλου.





Γράφει ο κ. ΚΩΣΤΑΣ ΙΟΡΔΑΝΙΔΗΣ



Η αναστολή της εκδόσεως της «Κ» την 21η Απριλίου 1967 και η άρνηση της Ελένης Βλάχου να συνεχίσει την κυκλοφορία των εντύπων της, παρά τις απειλές και «φιλικές» συστάσεις, ήταν μία απόφαση πολιτική. Ήταν μία ηχηρότατη αποδοκιμασία εκείνης της οικτρής δικτατορίας επίορκων αξιωματικών. Και είχε ιδιαιτέρα σημασία, διότι η «Κ» υπήρξε πάντα η αυθεντική αλλά και η ανεξάρτητη φωνή της συντηρητικής παρατάξεως, στις πλέον ταραχώδεις στιγμές της Ιστορίας μας.
Ωστόσο, όταν το καθεστώς κατέρρευσε εντέλει, σε αντίθεση με τις θορυβώδεις αφίξεις ηγετών, πολιτικών, διανοουμένων από την ξένη στην Ελλάδα, η επάνοδος της Ελένης Βλάχου στην Αθήνα– ένα βραδάκι τον Αύγουστο του 1974– υπήρξε αθόρυβη και διόλου θριαμβική. «Δεν γνωρίσαμε καμιά χαρμόσυνη υποδοχή, πάντως όχι από συναδέλφους», όπως θα γράψει η ίδια.
Αυτή η «ιδιόρρυθμη» μεγάλη Κυρία της ελληνικής δημοσιογραφίας δημιουργούσε πάντα αμηχανία. Απόμακρη, όταν το επέλεγε. Δεξιά στις πεποιθήσεις της, αλλά ενίοτε άκρως αντισυμβατική. Δεν ήταν σε καμιά περίπτωση άτομο που θα μπορούσε να χειραγωγηθεί. Και αυτό δεν βόλευε κανέναν– πρωτίστως τους πολιτικούς, βεβαίως, που όμως πάντα την αντιμετώπιζαν εκόντες άκοντες με σεβασμό.

Η εκδοτική αυτοκρατορία που είχε δημιουργήσει –με δύο εφημερίδες, την «Κ» και τη «Μεσημβρινή», το περιοδικό «Εικόνες» και τον εκδοτικό οίκο «Γαλαξίας»– είχε καταρρεύσει στα επτά χρόνια της αυτοεξορίας της στο Λονδίνο, και «μας είχαν αφήσει κυριολεκτικά στην ψάθα», έγραφε κάνοντας τον απολογισμό, μιας περιόδου «χωρίς έσοδα, μόνον με έξοδα».



Προς «τη φωτισμένη Δεξιά και τη λογική Αριστερά»


Μέσα σε ένα μήνα από την αθόρυβη άφιξή της στην Αθήνα, στις 15 Σεπτεμβρίου, την ημέρα των 55ων γενεθλίων της «Κ», η εφημερίδα έκανε την εμφάνισή της στα περίπτερα, χάρις σε ένα ενθουσιώδες επιτελείο στελεχών και δημοσιογράφων, με επικεφαλής τον Μίμη Παπαναγιώτου, που πλαισιώνονταν από ένα αξιολογότατο επιτελείο και συντακτών.
Μόνον που δεν επρόκειτο απλώς για «επανέκδοση», για «αναπαλαίωση» της προδικτατορικής «Κ». Επρόκειτο για μία «ανατροπή» που επιχείρησε η Ελένη Βλάχου και εν πολλοίς επέτυχε τον στόχο της, θέτοντας την προσωπική της σφραγίδα στην εφημερίδα, που είχε κληρονομήσει από τον πατέρα της, τον Γεώργιο Βλάχο.
Σε αυτή την προσπάθεια πολύτιμος σύμβουλος και αρωγός της ήταν ο σύζυγός της Κώστας Λούνδρας. Με στρατιωτική σχολαστικότητα ο ναύαρχος ε.α. Λούνδρας επιθεωρούσε διαρκώς όλους τους ορόφους από το τυπογραφείο, το «τέλεξ», τις αίθουσες των συντακτών. Ήξερε το «μαγαζί» με κάθε λεπτομέρεια– σαν την τσέπη του. Όλες τις αποφάσεις που αφορούσαν την εφημερίδα τις έπαιρναν από κοινού, με τον Κώστα Λούνδρα να παραμένει πάντα διακριτικά στο πλάι.
Η στάση της Ελένης Βλάχου σε όλη τη διάρκεια της δικτατορίας είχε οδηγήσει τους Αριστερούς στην εσφαλμένη εντύπωση πως η παραμονή της στο Λονδίνο είχε επηρεάσει τις πολιτικές της πεποιθήσεις. Μόνον που η Βλάχου δεν είχε αλλάξει. Παρέμεινε βασιλόφρων, αλλά όχι αυλοκόλαξ, και συντηρητική αλλά ανεξάρτητη πολιτικά, όπως εξάλλου ήταν πάντα.
*Η Ελένη Βλάχου στο γραφείο της, στον πέμπτο όροφο της οδού Σωκράτους 57.

Αλλά και οι σχέσεις της με τη «Δεξιά» δεν ήταν οι αρμονικότερες. Ένα μεγάλο ποσοστό των αναγνωστών της παλαιάς «Κ» είχε δυσαρεστηθεί με τη στάση της κατά τη δικτατορία. Αλλά και όσοι προσέβλεπαν με ελπίδα την επανέκδοσή της, συμβούλευαν αυτοσυγκράτηση και προέβλεπαν θρίαμβο εκδοτικό, «αρκεί να μην εκδηλωθεί υπέρ του Βασιλέως», «αρκεί να αποφύγει την πολύ χουντολογία, το Πολυτεχνείο και τα βασανιστήρια» και πλείστα άλλα όσα.



«Αρκεί να μην...»


Όλα αυτά τα περιέλαβε η Ελένη Βλάχου στο χρονογράφημά της στο πρώτο φύλλο της μεταδικτατορικής «Κ» με τον τίτλο «Αρκεί να μην…». Και τα απέρριψε, διατρανώνοντας την απόφασή της να μιλάει για όλα, αρνούμενη να υποταχθεί σε «αυτολογοκρισία», ή να υιοθετήσει «μια διακριτικότητα τυλιγμένη σε έναν κομψό μανδύα αντικειμενικότητας».
Και έχοντας πλήρη επίγνωση της νέας πραγματικότητος που είχε δημιουργηθεί, τελείωνε το άρθρο της εκείνο, απευθυνόμενη στη γάτα της, την Πούπσυ, με μια μάλλον μελαγχολική διαπίστωση. «Από αύριο, δεν θα μας θέλει κανείς».
Ως απεδείχθη, η πρόβλεψη εκείνη υπήρξε μάλλον υπερβολική. Αλλά ο εκδοτικός θρίαμβος που προεξοφλούσαν ορισμένοι δεν υπήρξε. Σχόλια τής μορφής «άρχισε πάλι η Βλάχου τις εξυπνάδες της» ακούγονταν συχνά από τους κύκλους των πάσης φύσεως «συστημικών».
Στόχος της Βλάχου, όπως σημείωσε η ίδια στα «Στιγμιότυπά» της, ήταν μία εφημερίδα ανανεωμένη που θα απευθυνόταν «στη φωτισμένη Δεξιά και τη λογική Αριστερά», που θα διαβαζόταν από την ελληνική «νομενκλατούρα», που σήμερα ονομάζεται «ελίτ». Και ως προς αυτόν τον στόχο επέτυχε.
Δεν ήταν απολύτως ικανοποιημένη από την πορεία της μεταπολιτεύσεως, αλλά είχε πρακτικό μυαλό, δεν ήταν φτιαγμένη από τη στόφα μιας «Πασιονάριας». Εξ ου και η κατανόηση που επέδειξε. «Μέσα στη νέα ελεύθερη κυβέρνηση», έγραφε σε χρονογράφημά της τον Αύγουστο του 1975, «έχουν πέσει μερικές μύγες. Δεν λέμε τίποτε. Πεινάμε πολύ για να είμαστε δύσκολοι. Τις καταπίνουμε μαζί με τη σούπα». Και πάλι υπήρξε δυσαρέσκεια. «Άρχισε πάλι τις εξυπνάδες η Ελένη...».



Η Ελένη Βλάχου στην ενεργό πολιτική


Ελάχιστοι θυμούνται πλέον το πέρασμα της Ελένης Βλάχου από την πολιτική σκηνή. Και δικαίως. Διότι ενώ δέχθηκε «με χαρά αλλά και με πολλές προσωπικές επιφυλάξεις» τη συμμετοχή της στην τιμητική δεύτερη θέση στο ψηφοδέλτιο επικρατείας, απογοητεύθηκε πολύ σύντομα.
«Δεν ήξερα τι γινόταν μέσα στο κόμμα, δεν ήξερα ποια ήταν η πολιτική μας στα επίκαιρα θέματα, κανείς– πρωθυπουργός και υπουργοί– δεν ασχολείτο πραγματικά με εμάς τους κυβερνητικούς βουλευτές. Μας έδιναν γραμμή, δηλαδή διαταγή, τι να ψηφίσουμε, χωρίς πολλές εξηγήσεις», έγραφε πολλά χρόνια αργότερα. Και συμπλήρωνε: «Θα είχα παραιτηθεί πολύ γρήγορα, αν δεν ήθελα να αποφύγω νέα παρεξήγηση με τον Καραμανλή, ήδη δυσαρεστημένο από την ανεξαρτησία– τη σχετική, χωρίς καμία εχθρότητα– της “Κ”».
*21.4.1967. Τανκς στη διασταύρωση Πειραιώς και Σωκράτους. Τη φωτογραφία τράβηξε η Ελένη Βλάχου από τα γραφεία της «Κ» το πρωί του πραξικοπήματος.

Αναγνώριζε, βέβαια, ότι η Ελλάς όφειλε αποκλειστικά στον Καραμανλή την ένταξή της στην ΕΟΚ. «Και μόνον αυτό να ήταν το επίτευγμά του θα έφτανε για να τον ξεχωρίσει από τους πρωθυπουργούς της τελευταίας πεντηκονταετίας», έγραφε το 1986. Αλλά ο πολιτικός που εκτιμούσε βαθύτατα η Βλάχου ήταν ο Γεώργιος Ράλλης, που αν ως πρωθυπουργό «τον είχαν βοηθήσει η τύχη και οι δήθεν οπαδοί του μέσα στο κόμμα, θα είχε εξελιχθεί στον καλύτερο πρωθυπουργό, που θα μπορούσε να ελπίσει η δεξιά παράταξη».
Πίστευε η Βλάχου βαθύτατα ότι το μέλλον της Ελλάδος ήταν στην ΕΟΚ, «αρκεί να καταλάβουμε ότι τελειώνουν τα λόγια και αρχίζουν οι εξετάσεις. Αλλιώς», έγραφε τον Μάιο του 1979, «θα μεταβληθούμε σιγά-σιγά σε ένα τεράστιο τουριστικό θέρετρο, ένα κέντρο ψυχαγωγίας για εκατομμύρια ξένους, με έναν λαό που θα ζει από τα ξενοδοχεία, τα μπαρ, τα μπουζούκια και τις μπουτίκ, ακολουθώντας τον ξεκούραστο κατήφορο, που έχουμε ήδη πάρει…».



Τέλος μιας εποχής, αρχή μιας άλλης


Τα χρόνια όμως πέρασαν και δεν υπήρχε διαδοχή. Τα δύο αγόρια του Κώστα Λούνδρα, ο Δημήτρης, διπλωμάτης, και ο Στέφανος, πιλότος, δεν ενδιαφέρονταν. Ανώτατα στελέχη της «Κ» βρήκαν επιχειρηματίες, που ήσαν πρόθυμοι να αναλάβουν τη συνέχιση της εκδόσεως. Η Ελένη Βλάχου τους απέρριψε. Ήταν δύσπιστη ή απλώς δεν τους εκτιμούσε.
Και πούλησε την «Κ» στον Γιώργο Κοσκωτά, νεαρό επιχειρηματία, που είχε επιστρέψει στην Ελλάδα και είχε αγοράσει ήδη την Τράπεζα Κρήτης και εξέδιδε περιοδικά ποικίλης ύλης. Και ξέσπασε το σκάνδαλο. Και απομονώθηκε πλήρως και έγινε η Βλάχου ο στόχος των πλέον βίαιων πολιτικών επιθέσεων.
              *«Εξερράγη στρατιωτικόν κίνημα», πρόλαβε την είδηση η «Κ» στις 21.4.1967

          «Είμαστε εμείς οι Δεξιοί κακοί άνθρωποι», ξέσπασε μια μέρα η πιστή γραμματεύς της, η Λίτσα Παπαβασιλείου. «Εάν η Βλάχου ήταν κομμουνίστρια, κάθε βράδυ στο Σύνταγμα θα ήταν γεμάτο με διαδηλωτές. Ενώ οι δικοί μας τη ρίξαν στα σκυλιά».
*Το πρώτο φύλλο της νέας «Κ» στις 15.9.1974.

Όταν τα πράγματα κάπως ηρέμησαν, ένας συντάκτης νέος στην ηλικία την εποχή εκείνη την επισκέφθηκε στο γραφείο και τη ρώτησε. «Μα γιατί πουλήσατε την “Κ” στον Κοσκωτά, κυρία Βλάχου;». Για πρώτη φορά, άστραψε το βλέμμα της με εκείνη τη χαρακτηριστική αστική σκληρότητα. «Άκου να σου πω. Η “Κ” είναι αυτό το δαχτυλίδι», και έδειξε ένα θαυμάσιο μονόπετρο, που πάντοτε φορούσε. «Άμα θέλω το χαρίζω, άμα θέλω το πετώ στη θάλασσα, άμα θέλω το πουλάω. Δεν θα μου πει κανείς τι να το κάνω. Και εξάλλου τι περίμενες. Πήρα τηλέφωνο τον φίλο μου τον Καρρά και τον ρώτησα. Δεν μου λες, Γιάννη, είναι καλός αυτός ο Κοσκωτάς, ήρθε και μου είπε πως θέλει να αγοράσει την “Κ”. “Μα αν δεν ήτανε καλός, Ελένη μου, θα του πουλούσα εγώ την τράπεζα;”». Αυτή ήταν η Ελένη Βλάχου. Ήταν η τελευταία μιας εποχής που έκλεινε οριστικά τον κύκλο της, αλλά είχε προλάβει να δώσει μία νέα ώθηση στην εφημερίδα που είχε ιδρύσει ο πατέρας της.
Τύχη αγαθή, στο χείλος της καταστροφής, η «Κ» διεσώθη από τον Αριστείδη Αλαφούζο, και από την πρώτη στιγμή άρχισε μία νέα πορεία της πλέον ριζοσπαστικής ανατροπής. Διαδοχικές αλλαγές διευθυντών– με δεσπόζουσα τη σαγηνευτική και άκρως ιδιοσυγκρασιακή προσωπικότητα του Αντώνη Καρκαγιάννη– οδήγησαν σε νέα σύνθεση.
Νέα δυναμικά στελέχη και συντάκτες εμπλούτισαν την εφημερίδα και έτσι προέκυψαν η «Οικονομική Κ», οι χρηστικές «Μικρές Αγγελίες» στην κυριακάτικη έκδοση, πολιτιστικά έντυπα όπως το «Επταήμερο», και όταν ο ελληνικός Τύπος εισήλθε στη φάση των «προσφορών», η κυριακάτικη «Κ» ενέταξε σε αυτές εξαίρετη σειρά εκτελέσεων κλασικής μουσικής, τόμους αφιερωμένους στην πολιτική και πολιτιστική Ιστορία της νεότερης Ελλάδος. Και μετετράπη η εφημερίδα σε εργαστήριο πολιτικής και πολιτιστικής αγωγής.
Και σήμερα με εκδότη τον κ. Θεμιστοκλή Αλαφούζο με τον μακροβιότερο διευθυντή τής νέας «Κ», τον κ. Αλέξη Παπαχελά, συνεχίζει την ίδια πορεία αλλαγών. Και έφτασε η «Κ» να γιορτάσει την επέτειο των 100 χρόνων της, πάντα με ανατροπές, πάντα ανεξάρτητη, και ως εκ τούτου όχι μονίμως συμπαθής στους εκάστοτε κρατούντες, αλλά πάντα ανταποκρινόμενη στις ανάγκες της εποχής.

8 σχόλια:

  1. Γιώργος Χατζηδημητρίου
    ... Όταν υπήρχαν Εκδότριες, όπως η Ελένη Βλάχου και Εκδότες

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Έχω την εντύπωση πως είναι ψηφιοποιημένα όλα, αλλά για τα δεις, πρέπει να πληρώσεις συνδρομή.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Andreas Makrides
    Αν είχε μια αδυναμία η Ελένη Βλάχου, αυτή αποδεικνύεται πως ήταν η ευπιστία της σε έναν κόσμο κακόβουλων.
    Κατά τα άλλα, είναι πραγματικά κρίμα που η παρούσα ιδιοκτησία της εφημερίδας, υπερασπιζόμενη τα πνευματικά της δικαιώματα, αρνείται την ψηφιοποίηση και δημοσιοποίηση των παλαιών τευχών της, στερώντας από το αναγνωστικό κοινό την πρόσβαση στον πλούτο των χρονογραφημάτων της μεγάλης Ελένης Βλάχου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Andreas Makrides
    Αυτό εννοούσα. Δεν υπάρχουν στη Βιβλιοθήκη της Βουλής όπου όλες οι υπόλοιπες εφημερίδες είναι δωρεάν για τους αναγνώστες.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Στην Βιβλιοθήκη της Βουλής υπάρχουν μόνο τα μικροφίλμ και αυτά είναι δωρεάν, αλλά πρέπει να πας στη Βιβλιοθήκη για να τα μελετήσεις. Όταν κάποτε αποφασίσθηκε να μικροφωτογραφηθούν οι εφημερίδες που είχε η Βουλή, διαπιστώθηκε ότι δεν είχαν πλήρεις σειρές ούτε της ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ ούτε του ΒΗΜΑΤΟΣ. Και πήραν από τις δύο εφημερίδες τους τόμους με τις πλήρεις σειρές, τις μικροφωτογράφησαν και τις έχουν πλέον σε μικροφίλμ. Όμως λόγω πνευματικών δικαιωμάτων όπως γράφεις, δεν τις αναρτούν και στο Διαδίκτυο.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Andreas Makrides
    Εσύ θυμάσαι καλύτερα. Έτσι είναι.
    Στο Διαδίκτυο όμως, δεν αφήνουν ούτε τα προπολεμικά φύλλα να εκτεθούν και είναι κρίμα. Τόσο ωραία άρθρα του πατέρα της...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Χρήστος Πατρώνας
    ΓΗΡΑΣΚΩ ΑΕΙ ΔΙΔΑΣΚΟΜΕΝΟΣ ΚΑΙ ΟΠΩΣ ΕΛΕΓΑΝ ΣΤΟ ΣΟΥΦΛΙ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΠΟΥ ΓΕΡΑΖΩ ΕΙΝΑΙ ΠΟΥ ΜΑΘΑΙΝΩ

    ΑπάντησηΔιαγραφή