Τετάρτη 26 Φεβρουαρίου 2020

Κυπριακό, η Διάσκεψη της Γενεύης

*Γενική άποψη της Διάσκεψης της Γενεύης. Παρά την πραγματοποίηση της δεύτερης εισβολής, η Διάσκεψη δεν έπληξε τη θεσμική υπόσταση της Κυπριακής Δημοκρατίας. ΙΔΡΥΜΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Γ. ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ







Του κ. ΠΟΛΥΒΙΟΥ ΠΟΛΥΒΙΟΥ*





Στις 20 Ιουλίου 1974, καθώς εξελισσόταν η πρώτη τουρκική εισβολή στην Κύπρο, το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών υιοθέτησε το Ψήφισμα 353, το οποίο μεταξύ άλλων «κάλεσε την Ελλάδα, την Τουρκία και το Ηνωμένο Βασίλειο να προσέλθουν σε συνομιλίες χωρίς καθυστέρηση για την αποκατάσταση της ειρήνης στην περιοχή και της συνταγματικής διακυβέρνησης της Κύπρου και να τηρούν ενήμερο τον γενικό γραμματέα».
Η Πρώτη Διάσκεψη της Γενεύης συνήλθε μεταξύ της 25ης και 30ής Ιουλίου με συμμετοχή των υπουργών Εξωτερικών των τριών Εγγυητριών Δυνάμεων. Με την έναρξή της, έγινε γρήγορα σαφές ότι η Τουρκία κρατούσε σχεδόν όλα τα χαρτιά, ιδιαίτερα μετά την απερίφραστη άρνηση της αμερικανικής κυβέρνησης να εμπλακεί με ενεργό τρόπο στην κατάσταση. Οι πλείστες των τουρκικών θέσεων και αξιώσεων έγιναν γρήγορα αποδεκτές από τις άλλες δύο κυβερνήσεις.
Στις 30 Ιουλίου, οι Εγγυήτριες Δυνάμεις εξέδωσαν μια Διακήρυξη (Geneva Declaration) όπου, μεταξύ άλλων, οι υπουργοί σημείωσαν την ύπαρξη «στην πράξη, στη Δημοκρατία της Κύπρου, δύο αυτόνομων διοικήσεων», της ελληνοκυπριακής και της τουρκοκυπριακής, και συμφώνησαν να εξετάσουν στις επερχόμενες διαπραγματεύσεις τα προβλήματα «που εγείρονται από την ύπαρξη των δύο αυτόνομων διοικήσεων». Η διατύπωση αυτή θεωρήθηκε από ορισμένους ότι εξίσωνε τη νόμιμη κυβέρνηση της Δημοκρατίας αφενός και την παράνομη τουρκοκυπριακή de facto διοίκηση αφετέρου.


Τρεις προτάσεις για το νέο πολίτευμα


Στη δεύτερη Διάσκεψη της Γενεύης (10-14 Αυγούστου 1974) παρούσες ήταν και οι δύο κοινότητες στην Κύπρο, μαζί με τις τρεις εγγυήτριες δυνάμεις. Διατυπώθηκαν και παρουσιάστηκαν τρεις προτάσεις για το πολιτειακό μέλλον της Κύπρου, οι πρώτες δύο από την τουρκική πλευρά και η τρίτη από την ελληνοκυπριακή (με τη σύμφωνη γνώμη της Αθήνας). Ο Τουρκοκύπριος ηγέτης, Ραούφ Ντενκτάς, πρότεινε τη συγκρότηση μιας Κυπριακής Δημοκρατίας που θα αποτελείτο από δύο ομόσπονδα κράτη, ένα ελληνοκυπριακό και ένα τουρκοκυπριακό. Ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών, Τουράν Γκιουνές, πρότεινε τη συγκρότηση δύο αυτόνομων περιοχών, αλλά η τουρκοκυπριακή δεν θα είχε πλήρη γεωγραφική συνέχεια. Και οι δύο προτάσεις προέβλεπαν ότι οι Τουρκοκύπριοι θα ήλεγχαν το 34% του εδάφους της Δημοκρατίας.
Η ελληνοκυπριακή πλευρά απέρριψε τη λύση της ομοσπονδίας με το επιχείρημα ότι δεν θα ήταν λειτουργική και βιώσιμη στα κυπριακά δεδομένα, ενώ θα αποτελούσε και αναγνώριση των αποτελεσμάτων της τουρκικής εισβολής.
Δύο θέματα που έχουν απασχολήσει πολλούς μελετητές είναι τα ακόλουθα: Πρώτον, πώς συγκρίνονται τα Σχέδια Ντενκτάς και Γκιουνές; Δεύτερον, έπρεπε το Σχέδιο Γκιουνές (που είχε παρουσιαστεί από την τουρκική πλευρά ως σχέδιο «καντονίων») να γίνει αποδεκτό έστω ως θέμα αρχής; Πολλοί πιστεύουν, ακόμη και σήμερα, ότι το Σχέδιο Γκιουνές ήταν κατά πολύ καλύτερο και ότι έπρεπε να γίνει αποδεκτό ως θέμα αρχής από την ελληνοκυπριακή πλευρά. 
*O Τουράν Γκιουνές, ο Γεώργιος Μαύρος και ο Τζέιμς Κάλαχαν στη Διάσκεψη της Γενεύης. ΙΔΡΥΜΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Γ. ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ

Μεγάλες ομοιότητες


Στην πραγματικότητα, όμως, οι ομοιότητες των δύο Σχεδίων είναι πολύ περισσότερες από τις διαφορές τους. Στην πράξη, το Σχέδιο Γκιουνές ήταν ουσιαστικά διπεριφερειακό σύστημα, εφόσον θα υπήρχε μια κυρίως τουρκοκυπριακή επαρχία στο βόρειο μέρος της Κύπρου, με την προσθήκη ορισμένων περιοχών σε άλλα μέρη του νησιού. Σε θεσμικό επίπεδο, και ο Ντενκτάς και ο Γκιουνές προέβλεπαν την ύπαρξη δύο αυτόνομων κοινοτικών διοικήσεων, η κάθε μία με πλήρη έλεγχο της δικής της περιοχής (ή περιοχών), εντός συγκεκριμένων γεωγραφικών συνόρων, με μια κεντρική κυβέρνηση που θα είχε καθορισμένες και περιορισμένες αρμοδιότητες. Και στα δύο Σχέδια η έκταση της περιοχής υπό τουρκοκυπριακό έλεγχο ήταν η ίδια. Τέλος, η πιο σημαντική ομοιότητα μεταξύ των δύο Σχεδίων ήταν ο τρόπος εφαρμογής τους. Θα εφαρμόζονταν και τα δύο άμεσα, με συνεπακόλουθο ότι οι δύο αυτόνομες διοικήσεις θα αναλάμβαναν άμεσα και πλήρως την πλήρη εξουσία εντός των περιοχών τους και με ενδεχόμενο την πλήρη κατάρρευση και διάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Είναι πρόδηλο από την πιο πάνω ανάλυση ότι το Σχέδιο Γκιουνές, όπως τουλάχιστον παρουσιάστηκε, ήταν χειρότερο από το Σχέδιο Ντενκτάς, τουλάχιστον ως προς την εφαρμογή του. Τα τουρκικά στρατεύματα θα αποστέλλονταν στις διάφορες περιοχές που θα υπάγονταν στην τουρκοκυπριακή διοίκηση, χωρίς να γίνουν οι αναγκαίες διευθετήσεις και χωρίς την εμπλοκή της ειρηνευτικής δύναμης των Ηνωμένων Εθνών.


Συνέβαλε στη διατήρηση της Κυπριακής Δημοκρατίας


Ο τρόπος που εξελίχθηκε η διάσκεψη καθώς και οι χειρισμοί των Κληρίδη και Μαύρου δεν κατέστρεψαν αλλά αντίθετα διέσωσαν την Κυπριακή Δημοκρατία. Η τύχη της Κύπρου ήταν δεδομένη και μη αναστρέψιμη από τη στιγμή της απόβασης τουρκικού στρατού στην Κύπρο. Μόνο στρατιωτική κινητοποίηση για απόκρουση της τουρκικής εισβολής θα είχε, ενδεχομένως, οποιοδήποτε αποτέλεσμα και ουδείς των «εμπλεκόμενων» μερών ήταν έτοιμος να προβάλει στρατιωτική αντίδραση στην τουρκική εισβολή και επέμβαση.
Το ερώτημα αν η Γενεύη ήταν μια «χαμένη ευκαιρία» για επίλυση του Κυπριακού δεν μπορεί να απαντηθεί καταφατικά, ούτε ακόμα και από αυτούς που πιστεύουν ότι στο παρελθόν υπήρξαν «χαμένες ευκαιρίες». Με το πραξικόπημα και την εισβολή, τα δεδομένα άλλαξαν τόσο δραματικά που η απόσταση μεταξύ του minimum που θα μπορούσε να δεχθεί η τουρκική πλευρά και του maximum που θα μπορούσε να παραχωρήσει η ελληνοκυπριακή πλευρά έγινε αγεφύρωτη.
Η Διάσκεψη της Γενεύης έληξε χωρίς καμία αποδοχή των τουρκικών προτάσεων και χωρίς αναγνώριση των στρατιωτικών τετελεσμένων στην Κύπρο. Αντίθετα, ιδιαίτερα με την εξέλιξη της συζήτησης και τη στάση της Μεγάλης Βρετανίας, τονίστηκαν η συνεχιζόμενη ύπαρξη της Κυπριακής Δημοκρατίας και η νομιμότητα της κυπριακής κυβέρνησης, όπως είχε αποκατασταθεί με την κατάρρευση του ελληνικού στρατιωτικού καθεστώτος και την ανάληψη της εξουσίας στην Κύπρο από τον Γλαύκο Κληρίδη.
Με βάση την πιο πάνω οπτική γωνία, μπορεί πραγματικά να προβληθεί και να υποστηριχθεί η (εκ πρώτης όψεως παράδοξη) άποψη ότι η Διάσκεψη της Γενεύης βοήθησε και συνέβαλε στη διατήρηση της Κυπριακής Δημοκρατίας, έστω και αν δεν αποσόβησε την περαιτέρω τουρκική στρατιωτική επέκταση στην Κύπρο και την εθνική καταστροφή και ανθρωπιστική τραγωδία που ακολούθησαν. 
*Συνάντηση Κωνσταντίνου Καραμανλή - Γλαύκου Κληρίδη στην Αθήνα. ΙΔΡΥΜΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Γ. ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ

Η Διάσκεψη της Γενεύης είχε ένα προβλεπτό και ένα απρόβλεπτο αποτέλεσμα. Το προβλεπτό ήταν ότι, χωρίς έντονη εμπλοκή από τις μεγάλες δυνάμεις, η Διάσκεψη δεν θα κατέληγε σε θετικό αποτέλεσμα, με σχεδόν σίγουρη την κατάρρευσή της και την περαιτέρω προέλαση του τουρκικού στρατού στην Κύπρο, του οποίου η πορεία δεν μπορούσε τότε να προβλεφθεί. Το απρόβλεπτο αποτέλεσμα ήταν ότι η Κυπριακή Δημοκρατία εξήλθε από τη Διάσκεψη με αλώβητη, εάν όχι ενδυναμωμένη, την αποκλειστική διεθνή της αναγνώριση και νομική κυριαρχία.


Η στάση του Κωνσταντίνου Καραμανλή


Ένα τελευταίο σημαντικό ερώτημα αφορά τη στάση που κράτησε ο τότε πρωθυπουργός της Ελλάδας Κωνσταντίνος Καραμανλής. Η ελληνική κυβέρνηση ουδεμία στρατιωτική βοήθεια προσέφερε στην Κύπρο κατά τη διάρκεια της περιόδου της Διάσκεψης της Γενεύης, ούτε και μετά την κατάρρευσή της. Όπως ανέφερε ο Καραμανλής στον Κληρίδη κατά τη διάρκεια της σύντομης παραμονής του Κληρίδη (λίγες ώρες) στην Αθήνα, μετά την κατάρρευση της Διάσκεψης της Γενεύης, η Ελλάδα βρισκόταν σε πολύ κακή στρατιωτική κατάσταση και ουδεμία βοήθεια μπορούσε να προσφέρει. Πώς κρίνεται αυτή η στάση του Καραμανλή;
Ο Καραμανλής αντιμετώπισε το Κυπριακό με ψυχρή λογική, προσπαθώντας να τηρήσει αποστάσεις τόσο από τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο όσο και από τον Μαύρο. Δεν υπάρχει φυσικά οποιαδήποτε αμφιβολία ότι είχε να αντιμετωπίσει τεράστια προβλήματα με την επιστροφή του στην Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένης της συνεχιζόμενης παρουσίας ακραίων στρατιωτικών στοιχείων τόσο στην Αθήνα όσο και στην Κύπρο.
Σε διάφορες συσκέψεις του Καραμανλή με τους αρχηγούς των Ενόπλων Δυνάμεων, που έγιναν στο πρώτο ήμισυ του Αυγούστου, ο Καραμανλής διαμόρφωσε την άποψη ότι η Ελλάδα δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει πόλεμο με την Τουρκία, ότι τα στρατιωτικά μέσα της Τουρκίας ήταν σαφώς υπέρτερα και ότι ήταν αδύνατον να διεξαχθούν επιχειρήσεις στην Κύπρο, «η οποία σε τέτοια περίπτωση θα καταληφθεί ευχερώς υπό των Τούρκων». 
*Ο Κ. Καραμανλής με τον Αμερικανό υφυπουργό Εξωτερικών, Α. Χάρτμαν, Αθήνα, 6 Αυγούστου. ΙΔΡΥΜΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Γ. ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ

Δυστυχώς, όποιο και να ήταν το στρατιωτικό σκεπτικό, ουδεμία στρατιωτική βοήθεια προσφέρθηκε στην Κύπρο. Το θέμα αντιμετωπίστηκε «ως καθαρά στρατιωτικό» και διαμορφώθηκε η άποψη ότι, σε περίπτωση αποστολής στρατιωτικής δύναμης στην Κύπρο ή στην περιοχή της Κύπρου, ή αλλού, οποιαδήποτε ελληνική στρατιωτική δύναμη θα αντιμετώπιζε σοβαρότατους κινδύνους. Μπορεί κάποιος να διερωτηθεί εάν θα ήταν ίδια η απόφαση του Καραμανλή εάν δεν κινδύνευε η Κύπρος αλλά κάποιο μέρος της ελληνικής επικράτειας.
Ο ίδιος ο Καραμανλής, το φθινόπωρο του 1974, εξέφρασε αμφιβολίες για την ορθότητα της απόφασής του, αμέσως μετά την επιστροφή του από το Παρίσι, να απορρίψει την πρόταση του Τούρκου πρωθυπουργού για διμερή συνάντηση. Η εντύπωση είναι αναπόφευκτη. Ο Καραμανλής, από την αρχή, αποφάσισε ότι η υπόθεση της Κύπρου ήταν χαμένη και ότι δεν μπορούσε να βοηθήσει με οποιονδήποτε ουσιαστικό τρόπο.
Η άποψη του συγγραφέα είναι ότι η ελληνική κυβέρνηση, όποια και να ήταν η στρατιωτική της αδυναμία, έπρεπε να είχε επέμβει δυναμικά και ενδεχoμένως στρατιωτικά και ότι ο Καραμανλής κακώς (πολύ κακώς) ουδέν έπραξε για να βοηθήσει την Κύπρο την ώρα της μεγαλύτερής της δοκιμασίας.



* Ο κ. Πολύβιος Πολυβίου είναι δικηγόρος, μέλος της Ελληνοκυπριακής Αντιπροσωπείας στη Διάσκεψη της Γενεύης το 1974.

1 σχόλιο:

  1. Θωμάς Τασιούλας
    Η τελευταία παράγραφος που αφορά στην άποψη του συγγραφέα τα λέει όλα. Αναληθές ότι ο Τουρκικός Στρατός υστερούσε του Ελληνικού. Υπήρχε δυνατότητα να αποτραπεί απ το ΠΝ η απόβαση εν τη γενέσει της.

    ΑπάντησηΔιαγραφή