Τετάρτη 2 Οκτωβρίου 2019

Η Ανατολική Γερμανία και η χούντα

*Ο Έριχ Χόνεκερ στην ανατολικογερμανική Βουλή στις 24 Ιουνίου 1971, μετά την ανάρρησή του στο αξίωμα του πρώτου γραμματέα της Κεντρικής Επιτροπής. ASSOCIATED PRESS





Του κ. ΑΝΔΡΕΑ ΣΤΕΡΓΙΟΥ*



Οι σχέσεις μεταξύ του ανατολικογερμανικού κράτους και των δυτικών καπιταλιστικών χωρών συνιστούν ένα μοναδικό φαινόμενο στην ιστορία της διπλωματίας. Το κράτος αυτό, του οποίου η σύσταση και εξέλιξη έγινε συνώνυμο του Ψυχρού Πολέμου, βρέθηκε από νωρίς στο επίκεντρο των διεθνών διεργασιών, καθώς αποτέλεσε πεδίο αντιπαράθεσης των δύο υπερδυνάμεων και των δορυφόρων τους από την πρώτη στιγμή της διαίρεσης της Ευρώπης.
Πουθενά δεν εκφράστηκε εναργέστερα η αντιπαράθεση αυτή, απ’ όσο στις προσπάθειες του κράτους αυτού να αποκτήσει διεθνή αναγνώριση και κύρος στην παγκόσμια κοινότητα, ανάλογη με αυτή που απολάμβαναν τα άλλα κράτη του σοβιετικού συνασπισμού. Η προσπάθεια αυτή συναντούσε, ωστόσο, συγκεκριμένα εμπόδια, όπως την πολιτική απομόνωσης που επιβλήθηκε στο κομμουνιστικό καθεστώς του Ανατολικού Βερολίνου από την Ομοσπονδιακή Γερμανία και το ΝΑΤΟ.
Ο έκδηλα αντικομμουνιστικός χαρακτήρας του στρατιωτικού καθεστώτος που επιβλήθηκε στην Ελλάδα με το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967 επέφερε αρχικά έντονη ψύχρανση των σχέσεων της Αθήνας με όλα τα κομμουνιστικά κράτη. Καθώς, όμως, το καθεστώς της 21ης Απριλίου άρχιζε να αντιμετωπίζει ολοένα και περισσότερες επικρίσεις από τη Δυτική Ευρώπη και να περιέρχεται σταδιακά σε απομόνωση, οι συνταγματάρχες προέβησαν σε κινήσεις «καλής θέλησης» προς το ανατολικό μπλοκ, οι οποίες βρήκαν ανταπόκριση. Οι Ανατολικοί, που αρχικά είχαν εκτιμήσει το πραξικόπημα ως θνησιγενές, δεν φάνηκαν διόλου απρόθυμοι να ξεπεράσουν τις ιδεολογικές αναστολές τους και να ανταποκριθούν στο άνοιγμα του αντιδραστικού καθεστώτος, που από τη μία στιγμή στην άλλη άρχισε να ερμηνεύεται ως «νασερικού τύπου» μόρφωμα με τάσεις αποστασιοποίησης από την καπιταλιστική Δύση.
Μάλιστα, στους προπαγανδιστικούς ευρωπαϊκούς αγώνες στίβου το 1969, που εξυπηρετούσαν (και) τον πολιτικό στόχο της διαφήμισης του καθεστώτος, οι ανατολικές χώρες απέστειλαν μεγάλες επίσημες αντιπροσωπείες αθλητών στην Αθήνα, εγκαινιάζοντας μια περίοδο σύσφιγξης των σχέσεων της Ελλάδας με πολλά κομμουνιστικά κράτη. Αν και η βελτίωση των σχέσεων της Ελλάδας με τις ανατολικές χώρες ήταν πάγιος στόχος της Αριστεράς, η δεδομένη χρονική συγκυρία εντός της οποίας αυτή συντελέστηκε, απογοήτευσε πολλούς Αριστερούς αντιστασιακούς.


Ρεκόρ διμερών εμπορικών συναλλαγών


Το Ανατολικό Βερολίνο προσαρμόστηκε με προθυμία στη νέα διπλωματική πρακτική του ανατολικού συνασπισμού, αντλώντας ιδεολογική νομιμοποίηση από τη λεγομένη «αρχή της ειρηνικής συνύπαρξης» με κράτη διαφορετικού πολιτικο-κοινωνικού συστήματος, που υιοθετήθηκε στο 7ο Συνέδριο του Ανατολικογερμανικού Κομμουνιστικού Κόμματος (Sozialistische Einheitspartei Deutschlands – SED) το 1967. Ενώ τα πρώτα δύο χρόνια οι εκδηλώσεις διαμαρτυρίας για το καθεστώς των συνταγματαρχών ήταν πολύ περισσότερες στην Ανατολική Γερμανία παρά στη Δυτική, μετά το 1969 και την ανάληψη της εξουσίας από τον συνασπισμό Σοσιαλδημοκρατών- Φιλελευθέρων η κατάσταση άρχισε να μεταστρέφεται σταδιακά. Τα χρόνια της δικτατορίας η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας αποτέλεσε κέντρο της ελληνικής αντιστασιακής δράσης έναντι της χούντας.
Η βελτίωση των σχέσεων της δικτατορίας των συνταγματαρχών με το ανατολικογερμανικό κομμουνιστικό καθεστώς συνέπεσε κατά συνέπεια με την επιδείνωση των σχέσεων Αθηνών- Βόννης τόσο στο οικονομικό όσο και στο πολιτικό πεδίο, παρά τις αντιρρήσεις των Ελλήνων αριστερών που ήταν όμως είτε στην εξορία είτε καταδιώκονταν από το στρατιωτικό καθεστώς.
Ο όγκος των εμπορικών συναλλαγών άρχισε να αυξάνεται βαθμιαία μέχρι το 1974, χρονιά κατά την οποία σημειώθηκε ρεκόρ τόσο στις εισαγωγές όσο και στις εξαγωγές. Κατά τη διάρκεια της χούντας η Ανατολική Γερμανία εξασφάλισε μερικές σημαντικές συμφωνίες κεφαλαιουχικού υλικού, όπως στην περίπτωση των μετασχηματιστών ηλεκτρικού ρεύματος για τη ΔΕΗ, ένα προνομιακό μέχρι τότε πεδίο δυτικογερμανικών συμφερόντων. 

*Η Ανατολικογερμανίδα Κάρεν Μπάλτσερ κάνει παγκόσμιο ρεκόρ στα 100 μ. στους Πανευρωπαϊκούς Αγώνες Στίβου του 1969 στην Αθήνα. Στους αγώνες αυτούς εγκαινιάστηκε η σύσφιγξη των σχέσεων Αθήνας - Ανατολικού Βερολίνου.

Το 1970, μετά διετή διακοπή, η Ελλάδα έστειλε τη μεγαλύτερη μέχρι τότε αντιπροσωπεία της στην εμπορική έκθεση της Λειψίας, αποτελούμενη από 150 εμπορικούς αντιπροσώπους. Κινητικότητα υπήρξε και στο ζήτημα της εγκατάστασης μόνιμης ελληνικής εμπορικής επιμελητηριακής αντιπροσωπείας στο Ανατολικό Βερολίνο. Έλληνες επιχειρηματίες υπέβαλαν δύο φορές σχετικά αιτήματα προς το Ανατολικό Βερολίνο το 1970 και το 1971. Οι Ανατολικογερμανοί απέρριψαν, ωστόσο, τα αιτήματα, καθώς αυτά δεν συνοδεύονταν από μερική έστω αποκατάσταση των διπλωματικών σχέσεων των δύο χωρών, παρά την παράλληλη επιδείνωση των σχέσεων Αθήνας- Βόννης. Στην προκειμένη περίπτωση το ανατολικογερμανικό καθεστώς θεώρησε ότι η κίνηση αυτή δεν παρουσίαζε ιδιαίτερο οικονομικό ενδιαφέρον και εξυπηρετούσε προπαγανδιστικά την Αθήνα.


Διπλωματικές επαφές


Η ραγδαία βελτίωση των σχέσεων, ωστόσο, εξανάγκασε το Πολιτικό Γραφείο του ανατολικογερμανικού Κομμουνιστικού Κόμματος να εξετάσει σοβαρά μετά το 1972 το ενδεχόμενο της πλήρους αποκατάστασης των διπλωματικών σχέσεων με την Ελλάδα. Το άνοιγμα της αντιπροσωπείας καθυστέρησε, ωστόσο, μέχρι την τελική συμφωνία αναγνώρισης. Αυτό συνέβη στο τέλος του 1973, στη στυγνότερη δηλαδή φάση της ελληνικής δικτατορίας (την περίοδο Ιωαννίδη), όταν οι δύο χώρες αποφάσισαν να συνάψουν επίσημες διπλωματικές επαφές.
Η τόσο ιδιότυπη για τα ιδεολογικά δεδομένα του Ψυχρού Πολέμου συμφωνία, για την οποία απαιτήθηκαν διαπραγματεύσεις ενός ολόκληρου έτους (1973), περιελάμβανε εκτός από την αμοιβαία αναγνώριση των δύο κρατών και τρία ακόμα πρωτόκολλα συνεργασίας σε επιστημονικά, πολιτιστικά και εκπαιδευτικά θέματα.
Εκτός από τους βραχυπρόθεσμους στόχους του καθεστώτος, που μια τέτοια πολιτική εξυπηρετούσε, διαμορφωνόταν την ίδια περίοδο ένα πλαίσιο ύφεσης στην Ευρώπη, λόγω της προετοιμασίας της Διάσκεψης για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη- ΔΑΣΕ (Conference on Security and Cooperation in Europe) και της συμφωνίας αμοιβαίας αναγνώρισης μεταξύ των δύο Γερμανιών του 1972. Αρχικά η διαδικασία αυτή δεν είχε την υποστήριξη όλων των δυτικών κρατών. Ανάλογη ήταν η στάση και της Ελλάδας ως το 1970 όταν πλέον η ηγεσία του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών προσχώρησε στη συγκεκριμένη λογική.


Η σχέση του Βερολίνου με το ΚΚΕ


Κατά τραγική ειρωνεία, το ίδιο ακριβώς διάστημα της ανάπτυξης των πολιτικών και οικονομικών επαφών ανάμεσα στα δύο καθεστώτα, βρισκόταν σε εξέλιξη και η φάση της αναδιοργάνωσης του «ορθόδοξου» τμήματος του ΚΚΕ μετά τη διάσπαση του 1968, υπό την προστασία του SED. Το «αδερφό» ανατολικογερμανικό κόμμα είχε συνδράμει ποικιλοτρόπως τόσο το παράνομο ΚΚΕ όσο και την ΕΔΑ στο παρελθόν. H βοήθεια περιελάμβανε μεταξύ άλλων την οικονομική ενίσχυση του ΚΚΕ, την ενίσχυση του εκδοτικού μηχανισμού του στην υπερορία αλλά και διαφόρων εφημερίδων φιλικά προσκείμενων στην ΕΔΑ, την παροχή κρησφύγετου σε Ελληνες κομμουνιστές που αποστέλλονταν από το ΚΚΕ για παράνομη εργασία στην Ελλάδα μέσω του Βερολίνου, την παροχή ιατροφαρμακευτικής και ανθρωπιστικής βοήθειας σε Αριστερούς από την Ελλάδα και τις διάφορες χώρες του ανατολικού μπλοκ, οι οποίοι μετέβαιναν στην Ανατολική Γερμανία, τις υποτροφίες για σπουδές κ.ά.

*Η συμφωνία αμοιβαίας αναγνώρισης μεταξύ των δύο Γερμανιών συνέβαλε στη βελτίωση των σχέσεων Αθήνας - Αν. Βερολίνου. ASSOCIATES PRESS


Η «Φωνή της Αλήθειας»


Όντας μη αναγνωρισμένο κράτος, η Ανατολική Γερμανία είχε το επιπρόσθετο πλεονέκτημα- σε σχέση με άλλες σοσιαλιστικές χώρες- ότι δεν μπορούσε να γίνει δέκτης διπλωματικών διαβημάτων ή παραπόνων από την Αθήνα για βοήθεια προς το παράνομο ΚΚΕ. Αυτός υπήρξε και ένας από τους λόγους εξαιτίας των οποίων το ορθόδοξο κομμάτι του ΚΚΕ μετέφερε τον ραδιοφωνικό σταθμό «Φωνή της Αλήθειας» και το μεγαλύτερο κομμάτι του μηχανισμού προπαγάνδας εκεί μετά τη διάσπασή του το 1968.
Το 9ο συνέδριο του κόμματος, που συγκλήθηκε στην Ανατολική Γερμανία, θεωρείται σταθμός στην ιστορία του ΚΚΕ λόγω της οργανωτικής ανανέωσης που επιδιωκόταν με αυτό. Ήταν το πρώτο συνέδριο έπειτα από πολλά χρόνια και το πρώτο μετά τη διάσπαση και την εγκαθίδρυση της στρατιωτικής δικτατορίας στην Ελλάδα. Το συνέδριο έλαβε χώρα υπό άκρα μυστικότητα σε ένα χωριό της Ανατολικής Γερμανίας έξω από το Βερολίνο, τον Δεκέμβριο του 1973. Την ίδια ώρα που το ανατολικογερμανικό κομμουνιστικό κόμμα φιλοξενούσε τους καταδιωκόμενους «συντρόφους» και τους συνέδραμε στον αγώνα τους εναντίον της χούντας, το Ανατολικό Βερολίνο διαπραγματευόταν με τους συνταγματάρχες την ομαλοποίηση των διπλωματικών σχέσεων ανάμεσα στις δύο χώρες.
Για τους Ανατολικογερμανούς, στη σύγκρουση μεταξύ της κομμουνιστικής αλληλεγγύης με τους εξόριστους και φυλακισμένους συντρόφους τους και το αδήριτο συμφέρον που συνίστατο στη διεθνή αναγνώριση της Γερμανικής Λαοκρατικής Δημοκρατίας υπερίσχυσε, όπως συνήθως συμβαίνει στις διεθνείς σχέσεις, η δεύτερη.


* Ο κ. Ανδρέας Στεργίου είναι αναπληρωτής καθηγητής Σύγχρονης Ευρωπαϊκής Ιστορίας και Πολιτικής στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.


2 σχόλια:

  1. Stylianos Xenokrates
    Η 21η Απριλιου δεν ειχε φασιστικο υποβαθρο και ηλθε για να σωση την χαρα που κινδυνευει απο κομμουνιστοποιηση. Ετσι οι εμπορικες σχεσεις της, τοοσο στις εισαγωγες οσο και στις εξαγωγες, ηταν ανοικτες κκαι ειχαν ως αρχη συνεργασια με ολες τις χωρες, για προιοντα που ηταν απαρατητα για την χωρα μας και για την αναπτυξη της οικονομιας της, χωρις ιδεολογικες αγκυστρωσεις.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ραϊκούδης Κωνσταντίνος
    Άνοιγμα το οποίο εκμεταλλεύτηκε η κυβέρνηση Καραμανλή για εξαγωγές αγροτικών προϊόντων προς την Ρουμανία κ άλλες χώρες με εισαγωγές αμφιβόλου ποιότητας στρατιωτικών υλικών η διαφόρων ειδών τα οποία τότε παράγαμε κ εμείς, το οποίο συνέχισε κ ο Παπανδρέου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή