Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου 2016

Φινάλε για τις μνήμες για τον Εμφύλιο στον γενέθλιο τόπο(5)

*Σήμερα. Φθινόπωρο και μοναξιά στην Αγία Τριάδα, εκκλησιά του 1749, και το χοροστάσι της,  του γενέθλιου τόπου, όπως φαίνεται από τον πάνω αιωνόβιο πλάτανο.




Γράφει ο Νίκος Δ. Παπαδιονυσίου



Η «Ανασυγκρότηση»: Με χρήματα από το Σχέδιο Μάρσαλ, απ΄ όσα δεν φαγώθηκαν από τους πάντοτε παρόντες επιτήδειους και μάλιστα σε δύσκολα χρόνια με ανύπαρκτο έλεγχο, άρχισε η προσπάθεια να κρατηθούν οι πληθυσμοί στα χωριά με βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης. Ο ανταγωνισμός με το «Σιδηρούν Παραπέτασμα» ήταν άλλωστε παρών. Οι Αμερικανοί έχοντας μυαλό, είχαν την συγκράτηση των πληθυσμών στα χωριά τους με καλύτερες συνθήκες διαβίωσης στα πλάνα τους και πολύ σωστά.
Για τον γενέθλιο τόπο η κατασκευή συνδετήριου δρόμου με τη δημοσιά Λαμίας-  Καρπενησίου κι’ οι ενισχύσεις για επισκευή των σπιτιών ήσαν οι πρώτες υλοποιήσεις του σχεδίου. Ακολούθησε με τα χρόνια ο ηλεκτροφωτισμός, το τηλέφωνο, η ύδρευση των σπιτιών. Αυτά θυμάται.
Ήταν όμως πλέον αργά!
Τα χωριά των γενέθλιων τόπων ερήμωναν. Η λέξη αστυφιλία ακουγόταν και διαβαζόταν διαρκώς. Όσοι βρήκαν κάποια δουλίτσα στις πόλεις με την αναγκαστική εγκατάστασή τους σ’ αυτές με τον Εμφύλιο, την κράτησαν. Άλλοι έψαχναν. Ταυτόχρονα ο συγχωριανός υπουργός επί Παπάγου Βαγγέλης Καλαντζής διόριζε χωροφύλακες, αστυφύλακες, πυροσβέστες, υπαλλήλους. Τα δολάρια του Σχεδίου Μάρσαλ, τα απολάμβαναν λίγοι. Οι χαρακτηρισμένοι πολίτες, δεν έβρισκαν δουλειά με τίποτε! Ο μόνος δρόμος που απέμενε, ήταν ο δρόμος της ξενιτιάς που τον ακολούθησαν πολλοί. Μια Ελλάδα σκορπίστηκε στη Γερμανία, στο Βέλγιο, στην Αμερική και την Αυστραλία. Τάιζε με εμβάσματα για πολλά χρόνια, όσους έμειναν.
Η μετανάστευση ήταν η λέξη που ακουγόταν συχνά. Πολλοί  χωριανοί θυμόνταν κάποιον θείο στην Αμερική.  Προσπαθούσαν να τον πείσουν, τον ικέτευαν, να τους κάνει την πολυπόθητη «πρόσκληση» που χωρίς αυτήν ήταν αδύνατο να μεταναστεύσουν.
*Μετανάστευση για ΗΠΑ, Καναδά, Αυστραλία. Εξαγωγή νυφών, που Πόλεμος και Εμφύλιος είχαν διακόψει. (Φωτό Κώστα Μεγαλοοικονόμου)

Αξέχαστα του μένουν δυο αδέλφια, πρωτοξαδέλφια του Βαγγέλη, που τους έβλεπε και δικούς του συγγενείς. Ο Βασίλης κι’ ο Αλέκος. Πήραν την πρόσκληση από τον εγκατεστημένο στην Αμερική πολύ πριν τον Πόλεμο καζαντισμένο θείο.
Ο Βασίλης άφησε γυναίκα και τρία παιδιά, δυο κοριτσάκια κι’ ένα αγόρι. Αρρώστησε στην Αμερική. Οι γιατροί του συνέστησαν να γυρίσει στο χωριό του να ησυχάσει, βλέποντας ότι δεν μπορούσαν να τον θεραπεύσουν. « Έφυγε» σύντομα από αυτόν τον μάταιο κόσμο, αφήνοντας τη γυναίκα του να μεγαλώσει τα παιδιά τους, πράγμα που κατάφερε, μ’ όλες τις δυσκολίες των χρόνων,  με τον καλύτερο τρόπο. Χαίρεται που τα βλέπει σήμερα μεγάλα, αποκατεστημένα, με οικογένειες, μορφωμένα.
Ο Αλέκος, ήταν μια γελαστή, ήπια, αξέχαστη φυσιογνωμία των παιδικών του  χρόνων. Το πρωινό της επιβίβασής του στο πλοίο, πριν ξημερώσει, ήλθε την ώρα που κοιμόταν να αποχαιρετίσει την οικογένεια στο σπίτι τους στον Πειραιά. Τον ξύπνησε ο ίδιος. Έτσι ξυπνώντας αιφνιδιαστικά, αντίκρισε το χαρούμενο, γεμάτο ελπίδα πρόσωπό του. Ήταν και η τελευταία φορά που τον είδε. Έφυγε, κι’ αυτός με την ίδια ασθένεια, όπως κι΄ ο αδελφός του, μετά λίγα χρόνια στην Αμερική, όπου δημιούργησε μια μικρή επιχείρηση. Παντρεύτηκε συγχωριανή και έκαναν κι’ ένα παιδί, μια κόρη. Μάνα και παιδί χάθηκαν για τους περισσότερους συγχωριανούς στο μεγάλο χωνευτήρι ανθρώπων και πολιτισμών. Δεν έχει ακούσει κάτι γι’ αυτές. Πριν μερικά χρόνια άκουσε ότι είχαν τελικά δυο κορίτσια. Κάποτε πριν χρόνια το ένα επισκέφτηκε το χωριό. Ύστερα σιωπή. Το όμορφο σπίτι της στο χωριό θεόκλειστο ρημάζει.
Η μετανάστευση των συγχωριανών του ήταν μόνο για ΗΠΑ, Καναδά, Αυστραλία, όσο γνωρίζει. Σχεδόν ποτέ η Γερμανία ή Βέλγιο, όπως για τους Βορειοελλαδίτες.
Κορίτσια φεύγανε για νύφες στις ίδιες χώρες. Ο Πόλεμος και ο Εμφύλιος είχαν διακόψει τη δραστηριότητα εξαγωγής νυμφών με την από φωτογραφία γνωριμία για γάμο ή απλό  προξενιό ή και μόνη την θύμηση του κοριτσιού από παιδική ηλικία ή και μόνο με την γνώση της ηθικής της οικογένειας της νύφης, χωρίς καν να έχουν ιδωθεί.

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

        Προσπαθώντας να ξεφύγει, ν’ αλλάξει διάθεση, αναλογίζεται κάποιες από τις παλιές, «εύθυμες» ιστοριούλες που έζησε στον γενέθλιο τόπο του, τότε, αμέσως μετά τον Εμφύλιο.

Η κατασκευή του δρόμου στο νεκροταφείο

Παλιά οι ταξιδιώτες για το χωριό κατέβαιναν σε χάνι πάνω στη δημοσιά του δρόμου Λαμία- Καρπενήσι. Από κει με τα πόδια ή ζώο για το χωριό.
Από το 1950- 51 άρχισε η διάνοιξη του δρόμου για το χωριό και τα γειτονικά.
Καθώς μια μικρή μπουλντόζα με συρματόσχοινο έκοβε το υψηλό πρανές δίπλα στο νεκροταφείο κάνοντας ράμπα, το αποτέλεσμα της εργασίας φαίνεται σήμερα στους διερχόμενους παρόλο έντονα πλέον φυτρωμένο από θάμνους, το χωριό ανακάλυψε ότι το πλάτος του παλιού νεκροταφείου ήταν πολύ μεγαλύτερο απ’ ότι γνώριζαν. Πολλοί ανώνυμοι, παμπάλαιοι τάφοι, χωρίς σταυρό ή άλλο χαρακτηριστικό, γι’ αυτό δεν υπήρξαν διαμαρτυρίες, καταστρέφονταν από το μαχαίρι της μπουλντόζας, αδειάζοντας το κατάλευκο περιεχόμενό τους στο φρεσκοσκαμμένο και επί αιώνες καλά λιπασμένο μαυρόχωμα. Οστά γίνονταν ένα με το πάτημα από τις ερπύστριες.
Έτυχε μαζί με τον θείο του Βαγγέλη παραθερίζοντας στα δέκα του να παραβρίσκεται, καθώς αυτές οι εργασίες ήσαν εξαιρετικά δημοφιλείς για τους αργόσχολους..
Ένα- δυο κρανία κουτρουβαλώντας στο πρανές, έφθασαν στα πόδια σχεδόν του φιλοθεάμονος κοινού, από το οποίο κάποιος νεαρός κλωτσώντας τα σαν μπάλες ποδοσφαίρου, τα επανέφερε στο ποδαρικό των μπάζων. Εκεί σκεπάστηκαν  από τα επόμενα μπάζα που κατηφόρισαν.
Άφθονες εικόνες τον πλημμυρίζουν από τα «εργοτάξια» της κατασκευής του δρόμου. Άντρες και γυναίκες, νέοι και νέες του χωριού, δούλευαν με αυστηρή επίβλεψη σκάβοντας, κτίζοντας τα πρανή με τεχνικές ξερολιθιές που τ΄ αποτελέσματά τους εξακολουθούν να υπάρχουν και σήμερα, υπέροχα μνημεία διατηρητέα μιας εποχής.
*Σπάσιμο πέτρας για στρώσιμο δρόμου το 1950. Μια φωτό της Βούλας Παπαϊωάννου από Ήπειρο που ταιριάζει σε όλα τα μετεμφυλιακά χωριά.

Ζήλευε την ώρα της πληρωμής των εργαζομένων συγχωριανών του στο δρόμο, ανδρών και γυναικών, κάθε Σάββατο απόγευμα. Στη σειρά ένας- ένας με τάξη, φρεσκοπλυμένοι και ξυρισμένοι, σαν σε γιορτή, επιβεβαίωναν σοβαροί τα μεροκάματά τους και πληρώνονταν με κολλαριστά χαρτονομίσματα από κάποιον ταμία καθισμένο πίσω από ένα τραπεζάκι, κάτω από το τότε σπίτι του παππού του Στέλιου, χαρούμενοι, σκεφτόμενοι πού θα τα ξόδευαν, ποιες ανάγκες θα θεράπευαν.
Κάποτε ήταν έτοιμος να ζητήσει να τον πάρουν κι’ αυτόν στη δουλειά.
Η αλήθεια είναι ότι πολλά μεροκάματα έφτασαν στα χέρια των χωρικών, απαραίτητα για να «τα βγάλουν πέρα» με την φρικτή ανέχεια τις μέρες της επιστροφής στα χωριά.

Έρχονται οι Αμερικάνοι!

Ειδοποιήθηκαν όλοι οι συγγενείς στο γενέθλιο χωριό και τα γειτονικά- αδελφά, ότι την τάδε του μηνός Ιουλίου 1951 ή 52, ώρα 11: 00 πρωινή, θα πέρναγαν από το κοντινό κεφαλοχώρι πάνω στον δρόμο Λαμίας- Καρπενησίου τα δυο παιδιά του Γρηγόρη, του πάμπλουτου Αμερικάνου που έφυγε απ’ το χωριό αρκετά πριν από τον Πόλεμο. Ήταν αδελφός της Ρήνως, μητέρας του θείου του Βαγγέλη, άλλων γυναικών από τα χωριά και του Ποντικογιώργου. Τα έστειλε, γεννημένα και μεγαλωμένα στις ΗΠΑ, για πρώτη φορά στην Ελλάδα, να την γνωρίσουν και μαζί τους συγγενείς τους.
Έβαλαν όλοι και όλες τα καλά τους της εποχής, εκτός από τον Ρήγα, σύζυγο  θείας τους, που φρόντισε να ντυθεί με κάτι χιλιομπαλωμένα αλλά καθαρά ρούχα, παρόλο που διέθετε καλύτερα, θέλοντας να δώσει την εικόνα του πάμφτωχου φουκαρά που χρειάζεται άμεση ενίσχυση.
Ο Βαγγέλης, θέλοντας να γνωρίσει τα πρώτα του ξαδέλφια, συμμετείχε κι’ αυτός στην εκδήλωση, πήρε κι΄ αυτόν μαζί του. Η γιαγιά Ρήνω είχε «φύγει» το 1949, ο παππούς Στέλιος δεν θέλησε να κατέβει. Δεν θυμάται συμμετοχή του Ποντικογιώργου, του θείου τους ή των αγοριών του, του Βασίλη και του Αλέκου. Θα τους θυμόταν σίγουρα αν συμμετείχαν. Η παρουσία και εικόνα του Ποντικογιώργου με τη καμπουριαστή του εμφάνιση, αδύνατος, κάποιο σακάκι ριγμένο αφόρετο στους ώμους του να κρέμεται και τη γκλίτσα του στο χέρι, όπως και το διστακτικό του περπάτημα, να προχωρά κοιτάζοντας δεξιά- αριστερά, βήμα προς βήμα, ήσαν χαρακτηριστικά. Χαρακτηριστική ήταν και η συμπάθειά του για τα δυο αδέλφια, παιδιά του. Θυμάται ότι συμμετείχαν οι κόρες του. Συμμετείχαν σίγουρα οικογένειες από τις αδελφές του πατέρα τους με κατιόντες τους.
Αναλογίζεται σήμερα, 65 χρόνια μετά, την εικόνα όλων τους. Καθισμένοι σε παράταξη  σ’ ένα καφενεδάκι, στην αριστερή μεριά του τότε χωματόδρομου που περνά μέσα απ’ το κεφαλοχώρι. Δεν θυμάται πεζοδρόμια. Ιδρωμένοι όλοι, πίνοντας συνεχώς κρύα νερά μετά από κάποιο καφεδάκι ή γκαζόζα ή «υποβρύχιο», στρίβοντας και φουμάροντας τσιγάρο με λαθραίο καπνό, ανυπομονούσαν με προσδοκίες:              
-Έρχονται οι Αμερικάνοι!.
Σε λίγο, νάσου ένα τεράστιο ολοκαίνουργιο κατάμαυρο αμερικάνικο αυτοκίνητο, κάτι σαν Cadillac, που σταμάτησε απέναντί τους. Το είχαν φαίνεται φέρει με το υπερωκεάνιο σκέφτηκε τότε. Δεν είναι απίθανο πάλι να ήταν κάποιο αγοραίο, ενοικιασμένο στην Αθήνα σκεφτόταν λίγα χρόνια μετά. Σαν κι’ αυτά που σήμερα μόνο στη Κούβα βλέπει κανείς, κατάλοιπα της ίδιας εποχής.
*Cadillac

                Κοιτάζοντας θαμπωμένος, βλέπει να κατεβαίνουν δυο νέοι όμορφοι άνθρωποι, κάτω από 25 χρόνων, ένας νέος άνδρας και μια κοπέλα. Εμφάνιση και ντύσιμο σαν σταρ σε αμερικάνικη ταινία της εποχής. Καρό πουκάμισο, ζώνη, φαρδύ παντελόνι με ρεβέρ και άψογη τσάκιση, σκαρπίνια, μαλλί προς τα πίσω με χωρίστρα, φωτογραφική μηχανή- κουτί στο χέρι, ο νεαρός. Ολόσωμο, μεσάτο μακρύ ανοικτόχρωμο φουστάνι, που φάρδαινε από τη μέση και κάτω σαν να φορούσε φουρό, με λευκό, σεμνό κουμπωμένο γιακαδάκι. Στήθος ολόρθο, μαλλί καλοκτενισμένο περμανάντ, χείλη ζωγραφισμένα με κόκκινο κραγιόν η κοπέλα.
Αφού τους κοίταξαν ερευνητικά μένοντας παγωμένοι στιγμιαία, φαντάζεται από χρόνια την έκπληξή τους, ήλθαν και συνάντησαν το σόι τους.
Έγιναν συστάσεις, μίλησαν με ελληνοαμερικάνικη προφορά αλλά με καλά ελληνικά με τους συγγενείς. Ο νεαρός δεν θέλησε να καθίσει σε κάποια καρέκλα, έμεινε ορθός. Μόνο η κοπέλα κάθισε περιστοιχισμένη από κοπέλες και γυναίκες. Δεν θέλησαν να κεραστούν με κάποιο λουκούμι, κουραμπιέ Λαμίας «Μπουσίου» ή «υποβρύχιο», βανίλια δηλαδή, γκαζόζα, καθώς ο Βαγγέλης προσφέρθηκε.
Ο Ρήγας τους πλησίασε κ’ ιστορούσε ασταμάτητα στον νεαρό τα δικά του, έτσι που δεν επέτρεπε στους άλλους ν’ αρθρώσουν λέξη. Η κοπέλα μίλησε λίγο με τις γυναίκες, συγκαταβατική, περισσότερο τις άκουγε.
Αυτό δεν κράτησε πάνω από πέντε- έξι λεπτά της ώρας ή έτσι του φάνηκε..
Ο νεαρός βάζει το χέρι του στην τσέπη και τραβά μια δεσμίδα κολλαριστά χαρτονομίσματα. Γούρλωσαν τα μάτια του Ρήγα. Αρχίζει να μοιράζει σ’ όλους από ένα του ..ενός δολαρίου, εκτός ευτυχώς σ΄ αυτόν, μάλλον επειδή  ήταν πολύ μικρός. Κι΄ ο ίδιος ευχόταν μην γίνει και του δώσει. Αισθανόταν παρά την ηλικία του την αθέλητη από μέρους του προσβολή. Συμπεριφερόταν σαν σε φουκαράδες ζητιάνους. Έτσι είδε φαίνεται τους συγγενείς του. Αυτή ήταν η εικόνα τους!..
Τελειώνοντας, παίρνει απ’ το χέρι την κοπέλα και την σηκώνει τραβώντας την σχεδόν βίαια να τον ακολουθήσει, μιλώντας της αμερικάνικα.
Τον ακολούθησε  διστακτικά,  απρόθυμα.
 -Μπάι- μπάι !!...
Σταματά απότομα καθώς πήγαιναν προς τ’ αυτοκίνητο. Φαίνεται να θυμήθηκε κάτι ξαφνικά. Γυρίζει, τους σκοπεύει με τη κάμερα, και: κλικ, η φωτογραφία, αποδεικτική για το αντάμωμα για τον μπαμπά στην Αμερική.
-Μπάι- μπάι !, κουνώντας και πάλι τα δυο τους χέρια.
Μέσα στ’ αυτοκίνητο και δρόμο για Καρπενήσι στο ξενοδοχείο τους, σ’ ένα σύννεφο σκόνης.
Τι δε θα έδινε σήμερα για τη φωτογραφία αυτή !.
Μια σειρά έκπληκτων, κακομοίρηδων, «ανταρτόπληκτων», ορεσίβιων χωρικών του 1951- 52, άλλοι να κοιτάζουν το «πουλάκι» της κάμερας, άλλοι το δολάριο απογοητευμένοι, άλλοι να κοιτάζονται μεταξύ τους με σουφρωμένα χείλη απογοήτευσης. Ανάμεσά τους η  αφεντιά του, σαν γύφτικο σκερπάνι, κουρεμένος σύρριζα με τη ψιλή και μια φούντα μπροστά πάνω απ’ το κούτελο. Μαζί κι΄ ο θείος Βαγγέλης στα 22 του, έφεδρος ανθυπολοχαγός τότε με άδεια, συναισθηματικός και στενοχωρημένος για την εξέλιξη.
Ήταν η εικόνα της Ελλάδας, ειδικά της ορεινής Φθιώτιδας και Ευρυτανίας  αμέσως μετά τον Εμφύλιο.
Χρόνια μετά, καθισμένοι στο μπαλκονάκι του σπιτιού του παππού του στο χωριό, πίνοντας τον μέτριό τους και φουμάροντας τσιγάρο,  συζητούσαν για πρώτη φορά με τον Βαγγέλη ξεκαρδισμένοι στα γέλια για το περιστατικό. Έμαθε ότι ο Ρήγας είχε πρήξει τον Γρηγόρη με επιστολές αίτησης οικονομικής ενίσχυσης πολύ πριν έλθουν στην Ελλάδα τα παιδιά του. Μεταξύ των άλλων του ζητούσε να του στείλει ένα φορτηγό αυτοκίνητο για να κάνει μεταφορές.
            -Κάτι τέτοια ήσαν είναι ο λόγος που μας σιχάθηκε όλους τελικά!, του τέλειωσε.
Φαντάζεται πόσες άλλες επιστολές αίτησης ενίσχυσης από το τεράστιο σόι είχε πάρει ο αμερικάνος θείος, που τελικά φρικάρισε. Έριξε μαύρη πέτρα πίσω του. Ούτε για μια φορά δε γύρισε στην Πατρίδα από παλικάρι που έφυγε. Το ίδιο και τα παιδιά του. Χάθηκαν όλοι στο τεράστιο χωνευτήρι του αμερικάνικου ονείρου…

Ευάγγελος Καλαντζής

Ο πολιτικός που τον Φλεβάρη του 1967 πρότεινε στη Βουλή τη μείωση των βουλευτών από 300 σε 150!  
Γνώριζε την τιμιότητα, λεβεντιά και παραγωγικότητα του αείμνηστου (1904- 1976) συγχωριανού πολιτικού. Κάποτε ασχολήθηκε γράφοντας στο περιοδικό του Συλλόγου των απανταχού συγχωριανών. Τα γραπτά του αφορούσαν περισσότερο παιδικές του μνήμες απ΄ όταν τον προκαλούσε επίμονα να παίξουν σκάκι, θέλοντας και μη, στο τότε γειτονικό στο σπίτι του «μαγαζί- καφενείο» στις προμεσημβρινές ώρες της σχόλης του όταν δεν είχε επισκέψεις, όταν ερχόταν για κάποιες ημέρες στο χωριό με την οικογένειά του, την κυρία Λυδία την σύζυγό του και τα δυο παιδιά και φίλους του, τον Γιώργο και την Έφη.
Ποτέ του, παρόλο που είχε διαβάσει αρκετά για τη δράση του, δεν είχε πληροφορηθεί για την πιο πάνω σπουδαία πρότασή του.
Την πρωτάκουσε στον λόγο που εκφώνησε ο δήμαρχος του Δήμου Μακρακώμης στην αποκάλυψη της προτομής του 27 Ιούλη 2013 στο κοινό γενέθλιο τόπο. Προτομής επιτυχημένης, που όμως στάθηκε αδύνατο τελικά να αποδώσει την ηγετική του φυσιογνωμία, το θυμώδες, δεσποτικό, ειρωνικό, εύστροφο ύφος του.
Η πληροφορία είχε άμεση επιδοκιμασία και  ανταπόκριση ειδικά στο μη δεδομένο πολιτικά κοινό συγχωριανών και μη, άσχετα πολιτικής τοποθέτησης, που προσήλθε στην εκδήλωση στο πάρκο Ευάγγελου Καλαντζή. Αποτέλεσμα υπήρξαν τα πηγαία χειροκροτήματα, ένδειξη της απόλυτης συμφωνίας των μη κατά συνήθεια παλαμακιστών ταλαίπωρων σήμερα πολιτών, με την διαχρονική σπουδαία πρόταση.
Γεννημένος στο χωριό, στα ριζά του Τυμφρηστού, του Βελουχιού, κάτω από την κορυφή το Κεφάλι του Δία όπως θυμάται ότι ο ίδιος την αποκαλούσε, μετά μια καριέρα, άσχετα πως την κρίνουν οι διάφοροι, παιδί γεωργών, πολύ καλές σπουδές στην Ελλάδα και στη Σορβόννη, προεδρία στον φοιτητικό συνδικαλισμό, στην τοπική αυτοδιοίκηση, αντιστασιακή δράση την Κατοχή, βουλευτική και υπουργική θητεία, έκανε την πρότασή του αυτή που ήταν και η τελευταία, δυο μήνες πριν την έλευση της δικτατορίας!.
Αιωνία του η Μνήμη!

……………………………………………………………

Παραθερίζοντας στον Θεολόγο, στο Ο.Σ.Μ.Α.Ε.Σ.,  άκουσε πριν 15 χρόνια από ε.α  γνωστό του Στρατηγό από το Πεζικό από Μακρακώμη μια ιστοριούλα. Την επιβεβαίωσε κι’ από δεύτερο άκουσμα πριν 7 χρόνια από ε.α Στρατηγό της Αστυνομίας, όπως του συστήθηκε, στη Καραθώνα του Ναυπλίου. Αφορούσε τα προσόντα κάποιων απ’ αυτούς που ο Βαγγέλης Καλαντζής «έντυνε» χωροφύλακες. Αφορούσε κάποιον που από χωροφύλακας έφτασε σε πολύ υψηλό βαθμό.
Ήταν ο Παπαδόπουλος, ας τον ονομάσουμε, κοντός, 1,60. Αποκλειόταν σύμφωνα με τους κανονισμούς που βάζουν όριο ύψους.
Καθώς ο υπουργός τον έστειλε συστημένο στον προϊστάμενο της επιτροπής επιλογής να τον …επιλέξει, ο τελευταίος όταν τον μέτρησαν, τον παίρνει τηλέφωνο θορυβημένος:
-Κύριε υπουργέ, ο Παπαδόπουλος μετρήθηκε και είναι μόνο ένα και εξήντα. Πρέπει να αποκλειστεί σύμφωνα με τον Κανονισμό!.
Και ο υπουργός, εκνευρισμένος, με την επιτακτική, εκνευρισμένη, στεντόρεια αγριοφωνάρα του, γνωστή του όταν έπαιζαν σκάκι στο μαγαζί του Γιάννη κι΄ έχανε, από  την άλλη μεριά στο σύρμα:
- Ρε!!. Στον έστειλα να μου τον ντύσεις, όχι να μου τον μετρήσεις!

………………………………………………………………………

Επίλογος για τα μετεμφυλιακά στο χωριό

Όλα σχεδόν τα σημερινά ορεινά χωριά, με το θάνατο των λίγων γερόντων που απομένουν, θα αποτελούν πλέον τόπους μνήμης, παραθερισμού και ολιγοήμερων γιορτινών διαμονών. Εξαιρούνται αυτά όπου ο τουρισμός πέτυχε να κρατήσει όσους επιδίδονται σε μικροεπιχειρήσεις με επιτυχία.
Τα χωριά αυτά, με επισκευασμένα ή καινούργια σπίτια, προσπάθεια επίδειξης καταξίωσης κάποιων απομακρυσμένων παιδιών τους, με καινούργια εμφάνιση, διαθέτοντας πλέον κάθε ευκολία, ζωντανεύουν κάθε καλοκαίρι, με τις διακοπές, Χριστούγεννα και Πάσχα, 15Αύγουστο ή  με τα τοπικά πανηγύρια.
«Τα χωριά ερημώνουν, τα νεκροταφεία τρανεύουν», μεγαλώνουν, ομολογούν  οι λίγοι που απέμειναν, καθώς όλοι οι καταγόμενοι απ’ αυτά έχουν τελευταία επιθυμία τους να ταφούν σ’ αυτά. Τα χωριά ερημώνουν, τα μονοπάτια έκλεισαν και κλείνουν.
Κάποιοι από τους παλιότερους όταν τα επισκέπτονται, προσπαθούν να βρουν  αυτά τα μονοπάτια, να τα περπατήσουμε, να τα ξαναζωντανέψουν, λες και με θαύμα θα ξαναγίνουν όπως ήσαν κάποτε, θέλοντας να φέρουν και τα χρόνια πίσω
*Κοπελιές αρχών 10ετίας του 1950. Οι πρώτες γνέθοντας, μάλλον Σαρακατσάνες έξω από καλύβι. Αυτή με την τσάπα μάλλον πάει για να ποτίσει από χωμάτινα αυλάκια. 
(Φωτογραφίες της Βούλας Παπαϊωάννου).
«Η ζωή ξαναρχίζει για μας πιο χαρούμενη τώρα!..»που έλεγε το τραγούδι. Αληθεύει άραγε;..

Πίνουν νερό στις δροσερές τους πηγές, χωρίς τις γελαστές, κοκκινομάγουλες, γεροδεμένες, με τις βαρέλες τους κοπελιές, χωρίς να διψούν, προσποιούμενοι αθέλητα τα παλιότερα χρόνια που έπιναν διψασμένοι απ’ το παιχνίδι ή τον μόχθο της δουλειάς ή της πορείας. Τώρα το νερό τρέχει χωρίς ανθρώπους και ζώα να το χαρούν με μόνο το κελάρισμά του ν΄ ακούγεται απ΄ τον σπάνιο περαστικό.
Κοιτάζουν θλιμμένοι τα αγριεμένα, πολλές φορές αυτοεπαναδασωμένα γιούρτια, με αγάπη, σκεφτικοί, τα απεριποίητα, αρρωστημένα από έλλειψη στοργής οπωροφόρα δένδρα, όσα απέμειναν, λες και αναζητούν να κόψουν τους καρπούς τους που κάποτε έκοβαν. Οι ξύλινοι φράχτες, σαπισμένοι, ετοιμόρροποι ή πεσμένοι.
Περνώντας στα κοντινά προηγούμενα χρόνια στους αργούς, ερημικούς τους περιπάτους από εγκαταλελειμμένα χαλάσματα σπιτιών από έλλειψη συνεννόησης των συγκληρονόμων ή την έλλειψη κληρονόμων, πολλές φορές ερειπιώνες, τα έβλεπαν και βλέπουν σωρούς από μπάζα με κάποια θλιβερά απομεινάρια, κατάλοιπα κατοίκησης. Τα έκτιζαν τότε και κτίζουν αθέλητα, ακαριαία, με τη φαντασία τους. Θυμούνται τους ανθρώπους τους που τα ζούσαν, με τις καλοσύνες ή κακίες τους, την ομορφιά ή ασχήμια τους, τις χαρούμενες, κωμικές ή τραγικές στιγμές τους. Τους έκαναν τότε και κάνουν  με τον τρόπο αυτό ένα νοερό μνημόσυνο ή μιλούσαν και μιλούν γι΄ αυτούς ξαναζωντανεύοντάς τους.
Περνώντας από τα φυτρωμένα με θάμνους ή και δασωμένα πλέον αλώνια, ξυπνάνε στ’ αυτιά τους οι φωνές του αλωνιστή συγχωριανού στα «ζα» του, έβλεπαν και βλέπουν, μυρίζανε και μυρίζουμε τα χρυσά στάχυα, αισθάνονται την ευνοϊκή για το λίχνισμα απογευματινή αύρα, «σβαρνάνε» με τη φαντασία τους πάνω στα στάχυα στο πρανές των αλωνιών, όπως παιδιά.
Μπαίνουν στις άδειες εκκλησιές, όποτε φανεί παπάς, ακούν κάποιον κακόφωνο ή καλόφωνο ψάλτη, συγχωριανό ή επισκέπτη, τύχη που βρίσκεται κι’ αυτός, αλίμονο όταν θα λείψουν κι’ αυτοί, και γυρνούν τα πίσω. Γεμίζουν  νοερά τις εκκλησιές με ζωντανούς και φευγάτους, με νέους και γέρους. Αριστερά μπαίνοντας οι γυναίκες, δεξιά οι άντρες, υπερπλήρης κι΄ ο γυναικωνίτης, κατειλημμένα όλα τα στασίδια «επισήμων» και γερόντων πίσω απ’ το παγκάρι και δεξιά- αριστερά. Παρόντες ο πρόεδρος της κοινότητας, ο γραμματικός, ο αγροφύλακας, οι «πλούσιοι» συγχωριανοί παραθεριστές και οι «αμερικάνοι». Παρόντες κι΄ οι μανάδες και πατεράδες τους, τ’ αδέλφια τους, οι παππούδες και γιαγιάδες τους, άλλοι συγγενείς τους και αγαπημένα πρόσωπα από ζωντανούς και φευγάτους. Μαζί κι΄ οι κάποτε αγαπημένοι παιδικοί φίλοι, σύντροφοι στο παιχνίδι, σήμερα αγνώριστοι ή άφαντοι, κάποιοι αναγνωρίσιμοι, καταξιωμένοι.
* Η Πλατυτέρα των Ουρανών στην κόγχη της Αγίας Τριάδας, της Σχολής των Αγράφων που ιδρύθηκε στη Φουρνά αρχές 18ου αι. με Πατριαρχικό Σιγίλιο.

Πιο φωτεινά κι΄ από πολυελαίους φισκαρισμένα  από κεριά τα κηροπήγια, όλα τα καντήλια σπινθηροβολούν αναμμένα. Ματιές των κοριτσιών στ’ αγόρια και αντίθετα. Δεξιός και αριστερός ψάλτης οι καλύτερες φωνές. Παπάς, σεβάσμιος σεμνός, ο παπα- δάσκαλος παπά- Βαγγέλης στρίβοντας αργά και με τις δυο του παλάμες τα άσπρα γένια του, απομακρύνοντάς τα απ’ τον λαιμό. Κι’ ίδιοι, παιδιά, ντυμένα ή όχι παπαδάκια, με τα μανουάλια ή τα εξαπτέρυγα στα χέρια ή μέσα στο ιερό πονηρολογώντας πως ν’ αρπάξουν κανένα κομμάτι από κάποιο μυρωδάτο πρόσφορο από το πανέρι του παπά.. 
Αγίας Τριάδας το 2000, για πρώτη φορά στη ζωή του, κατέβηκε να παρακολουθήσει τη λειτουργία απ’ την αρχή, πράγμα που ποτέ δεν είχε κάνει. Πρώτη φορά άκουσε ευχάριστα τη «πρώτη καμπάνα» να τον ξυπνά χωρίς ενόχληση  όπως πάντοτε κάθε άλλη φορά, καθώς το καμπαναριό απέχει λίγα μέτρα από το υπνοδωμάτιο που συνήθως κοιμόταν στο πρώην σπίτι του παππού Στέλιου, σπίτι του θείου του Βαγγέλη και του γιου του πλέον. 
Μπαίνει, παίρνει  κι΄ ανάβει το κεράκι του, πάντοτε το πιο μικρό, μη δίνοντας καμιά αξία στο μέγεθος, προσκυνά μνημονεύοντας αστραπιαία, νοερά όπως πάντα, τους φευγάτους δικούς του, κάνοντας τους μνημόσυνο, να γνωρίζουν εκεί που βρίσκονται πως τους θυμάμαι, να ευφραίνεται η ψυχούλα τους. Μάνα, πατέρα, αδελφό πρώτα. Ακολουθούν οι λοιποί με πρώτο τον παππού Στέλιο, την γιαγιά Ρήνω, το συγγενολόι το Μακεδονίτικο από τον πατέρα του, αυτό της χαμένης Στρώμνιτσας της σημερινής FYROM, το Σαλονικιό και του Κιλκίς των προσφύγων ανιόντων του, όσων πρόλαβε.
Ο τότε επίτροπος Λουκάς, που έκανε αμισθί αυτό το καθήκον και τον  θυμάται  από  παιδάκι, όταν τους έκανε καλότροπα τότε: «σσσουτ!»  για να ησυχάσουν, ένας απ’ αυτούς που τον έλεγαν «Νικ’λάκι», 85 χρόνων περίπου τότε, με την ίδια σκυφτή φιγούρα, κοντούλης, αδύνατος, σβέλτος όμως και καλοσυνάτος, τον πλησίασε. Βλέποντάς τον ασπρογκριζομάλλη και μοναχικό μετά πολλά χρόνια που είχε να τον ιδεί, να παίρνει θέση ορθός και μόνος μπροστά στο δεξί των ανδρών, τον καλωσόρισε σιγανόφωνα. Πιάνοντάς τον ύστερα απαλά από το μπράτσο τον οδήγησε στο στασίδι των «επισήμων». Αυτό που παιδί το κοίταζε σαν κάτι αταίριαστο γι΄ αυτόν, βλέποντας τους γέροντες να το’ χουν καταλάβει.
                 Άρχισε ανελέητη η συναισθηματική του φόρτιση.  
                 Κοίταζε κάθε γνώριμη γωνιά, ιδωμένη άπειρες φορές. Εξέταζε και πάλι κάθε λεπτομέρεια για πολλοστή φορά το ξυλόγλυπτο από καρυδιά τέμπλο, τεχνουργημένο από τον παππού του Στέλιο, ένα από τα 34 τέμπλα που κατασκεύασε στη Ρούμελη, μύριζε την μυρωδιά του λιβανιού και των κεριών. Προσπάθησε κι΄ έκρυψε την συγκίνησή του.
                *Από το τέμπλο της Αγίας Τριάδας του χωριού, έργο του παππού του αφηγητή εκκλησιαστικού λεπτουργού Στυλιανού Υφαντή, ένα από τα 34 καρυδένια τέμπλα εκκλησιών 
της Ρούμελης από τις 60 εκκλησιές όπου κατασκεύασε τέμπλα, δεσποτικά, 
προσκυνητάρια,  άμβωνες, κλπ.

Άκουγε, όχι τις ψαλμωδίες των σημερινών παπά και  ψάλτη αλλά αυτές του παπά- Βαγγέλη και διάφορων παλιών ψαλτάδων που θυμάται, μεταξύ τους και του παππού Στέλιου. Θυμόταν και θρηνούσε μέσα του τους φευγάτους του γονείς, ανθρώπους αγνούς και ειδικά την αδικοχαμένη και νεοχαμένη από σπιτικό ατύχημα στα 58 της μάνα του που την πίκρανε αθέλητα πριν «φύγει»,  που λατρεύοντας το χωριό τους- δεύτερη πατρίδα της, λαχταρούσε πότε θα κλείσουν τα σχολεία για να τους πάρει παιδιά και να ανέβουν σ’ αυτό. Τον αδελφό του, φευγάτο στα 65 του, που οι δυο τους τόσες φορές έρχονταν αιφνιδιαστικά στο πολυαγαπημένο τους χωριό όποτε έβρισκαν ευκαιρία, μαζί με τον Βαγγέλη, κάνοντας και πάλι νοερά το μνημόσυνό τους. Αισθανόταν μια κατάνυξη που δεν είχε νιώσει ποτέ μέχρι τότε, ούτε στα πιο θρήσκα παιδικά χρόνια του, στην εποχή του κατηχητικού, των εξομολόγων της «Ζωής». Κατάνυξη πολύ μεγαλύτερη κι’ απ’ αυτή που ένοιωθε στο Άγιο Όρος, στη Σιμωνόπετρα και άλλες Μονές, όταν μετά την αυστηρή νηστεία που ακολουθούσε πιστά παρακολουθούσε με το βυζαντινό ωράριο την κατανυκτική βυζαντινή λειτουργία- μυσταγωγία με το φως μόνο των καντηλιών και ταυτόχρονα με την εξέλιξή της, το υπέροχο αργοξημέρωμα σε μια αστραφτερή θάλασσα με την «Παναγιάς τη στράτα» από το ίχνος του φεγγαριού πάνω της, καθώς, κάθε τόσο, έβγαινε και την θαύμαζε εκστατικός από τους εξώστες, ακούγοντας σύγχρονα την απόλυτη σιωπή της..
Βγήκε από την εκκλησιά πριν το « δι’ ευχών»…


Νίκος Δ. Παπαδιονυσίου
02 Σεπτέμβρη 2016

1 σχόλιο:

  1. Ενα αναγνωσμα που μονον να συγκινηθεις μπορεις διαβαζοντας το. Και ετσι εγινε!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή